“Hopepunk”: «Το σύμπαν που κατοικούμε τη φτύνει την καθαρότητα, την αποβάλλει»

Διαβάζεται σε 13'
“Hopepunk”: «Το σύμπαν που κατοικούμε τη φτύνει την καθαρότητα, την αποβάλλει»

Η απολαυστική ζόμπι ταινία “Hopepunk” της Βασιλικής Λαζαρίδου έρχεται στην Ελλάδα μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο BFI Flare, κι από το φεστιβάλ Δράμας η δημιουργός του φιλμ μας μιλάει για το σινεμά (της) και τον κόσμο γύρω του.

Σε μια μετα-αποκαλυπτική Αθήνα, η Άντι οδηγάει ένα αυτοκίνητο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, και μαζί με το νευρικό ζόμπι Πίνα προσπαθούν να ξεφύγουν από μια συμμορία εθνικιστών ταξιτζήδων.

Να μια περιγραφή που σου τραβάει κατευθείαν την προσοχή.

Και να ένα φιλμ, το “Hopepunk”, που ξέρει πώς να την κρατάει.

Με περήφανες επιρροές από το σινεμά είδους, και εμφανή κουήρ, καμπ και πανκ στοιχεία, το φιλμ της Βασιλικής Λαζαρίδου καταφέρνει να διασκεδάζει, διαθέτει κάτι το φρενήρες και το αναπολογητικό, και την ίδια στιγμή μια βαθιά ανθρώπινη και πονεμένη κοσμοθεωρία και οπτική της κοινωνίας.

Απορρίπτοντας την ιδέα της ‘καθαρότητας’ και εστιάζοντας σε σώματα και σε επιβίωση, σε έναν κόσμο πολύ σκληρό αλλά στον οποίο οι κεντρικοί ήρωες ξέρουν πώς να απολαμβάνουν, το “Hopepunk” καταφέρνει μέσα από φτηνά υλικά και με χειροποίητη αισθητική διάθεση, να ζωντανέψει μια περιπέτεια που σε κάνει να θες κι άλλο.

Έχοντας κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο BFI Flare την περασμένη άνοιξη, το “Hopepunk” κάνει τώρα την πανελλήνια πρεμιέρα του στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας. Και λίγο μετά την προβολή, ζητήσαμε από τη δημιουργό του φιλμ Βασιλική Λαζαρίδου να μας συστήσει τον κόσμο της ταινίας.

Μας μίλησε για επιρροές από Βέντερς μέχρι Γουατσόφσκι, για την επιβίωση στην εποχή του καπιταλισμού, για ‘καθαρότητα’ και μη, για τη συνεργασία με τη Γιούλα Μπούνταλη (“Χώρα Προέλευσης”) στο ρόλο της Άντι, και τέλος για την πονεμένη –relatable, αν μας ρωτάτε– σχέση με την Αθήνα.

«ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΔΟΥΣ ΜΕ ΕΧΕΙ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ»

Έχουμε στην ταινία στοιχεία σινεμά τρόμου, και έχουμε και σαφείς κοινωνικές και πολιτικές ιδέες. Αυτό το μίγμα ήταν πάντα κάτι που έβγαζε νόημα για σένα;

Η αλήθεια είναι πως, ναι. Πάντα είχα το βλέμμα του horror fan στην πολιτική και κοινωνική προέκταση των ζωών μας και αντίστροφα πάντα έπαιζα με την ιδεολογική προβολή και την πολιτικότητα στο σινεμά είδους, κυρίως στις πολύ διασκεδαστικές για εμένα cult & b-movies των δεκαετιών ‘80 και ‘90. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο, μιας που μεγάλωσα σε ένα λαϊκό αλλά διανοούμενο σπίτι με πολλές διαφορετικές αναφορές και επιρροές, και κυρίως με γονείς που λατρεύουν τις ιστορίες και έχουν τεράστια αγάπη στις αφηγήσεις, τις ερμηνείες και τα αρχεία!

Τι σχέση έχεις γενικότερα με το σινεμά είδους;

Το λατρεύω, είναι το σινεμά που με ηρεμεί, πολλές φορές με έχει κρατήσει στη ζωή όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Οι χολιγουντιανές ταινίες που έπαιζαν στην τηλεόραση τα σαββατοκύριακα, τα σινεφίλ προγράμματα της κρατικής τηλεόρασης της Θεσσαλονίκης καθώς και τα μεταμεσονύκτια απαγορευμένα διαμαντάκια του ανεξάρτητου σινεμά με μεγάλωσαν και διαμόρφωσαν μέσα μου συνολικά τη θέαση για τον κόσμο. 😊

Υπήρχαν επιρροές που είχες στο μυαλό σου φτιάχνοντας την ταινία;

Χα! Στο ντράιβ μου υπάρχει ένα αρχείο μεγέθους περίπου εκατό γκίγκα από αναφορές και επιρροές που όταν άρχισα να δείχνω στη φωτογράφο μου Αρετή Παπαϊωάννου είδα πραγματικά τον τρόμο και τον πανικό να σχηματίζεται στο πρόσωπό της! Για να απαντήσω σοβαρά όμως, ναι κατέληξα αν και με δυσκολία σε μερικά stables της συλλογής μου ώστε να μπορέσω να συνεννοηθώ με τους συνεργάτες μου και να μη με περάσουν για τελείως ούφο κι αυτά είναι τα εξής:

  • Cry-Baby, J. Waters
  • NOWHERE, G. Arakki
  • Bound, the Wachowskis
  • Taxi Driver, M. Scorsese
  • Paris, Texas, W. Wenders
  • Crash, D. Cronenberg
  • Raw, J. Ducournau
  • Thelma & Louise, R. Scott
  • Happy Together, Wong Kar-wai
  • Land of the Dead, G. A. Romero
  • Repo Man, A. Cox
  • The Bad Batch, A. L. Amirpour

Για τη μουσική ήξερα από την αρχή ότι ήθελα να αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Γιώργος Δούσος τον οποίο ήξερα από τη μπάντα που είχε με τον αδερφό του Φώτη, τους Δάρνακες, μια σερραϊκή προγκρέσιβ φολκ πανδαισία που ΓΑ-ΜΑ-ΕΙ ακόμα και τόσα χρόνια μετά, σόρυ για τα γαλλικά. Ο Γιώργος είναι καταπληκτικός μουσικός, με απίστευτη πειραματική και παιχνιδιάρικη προσέγγιση, βαθιά γνώστης και της ακαδημαϊκής αλλά και της λαϊκής μουσικής και πολύ μερακλής στα γούστα του. Μου αρέσει ο τρόπος που ακούει και που δουλεύει, δεν υπάρχουν ακατόρθωτα για το Δούσο, μόνο επίπεδα που δεν έχει ακουμπήσει ακόμα. Όπως καταλαβαίνεις είναι πολύ φίλος μου και τον αγαπώ πολύ!

«TO HOPEPUNK ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΜΙΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΝΤΙΞΟΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ»

Από πού ξεκίνησε η ιδέα του Hopepunk; Υπήρξε κάποια εικόνα ή συναίσθημα που γέννησε την ιστορία μέσα σου;

Η ιδέα προέκυψε σίγουρα από μια πυρηνική ανάγκη που έχω να βγει νόημα από τον κυκεώνα συναισθημάτων που βιώνω – ομολογώ, σαν άνθρωπος – αρκετά έντονα. Σταδιακά ανακάλυψα και μέσω της ψυχοθεραπείας ότι ο τρόμος, η αγωνία, το υπαρξιακό άγχος και η απελπισία είναι απλώς ενδύματα παγιωμένων αντανακλαστικών ή ακόμα και τελείως αυτοματοποιημένων αντιδράσεων, συνήθως χρόνιων και συσσωρευμένων, κι έτσι ξεκίνησα να διαβάζω σιγά σιγά όλο και καλύτερα τα γεγονότα και τις συνθήκες που τα πυροδοτούν.

Έτσι μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία να δουλέψω κάπως σαν «ψυχανάλυση απ’ την ανάποδη» και να χτίσω ένα σύμπαν που οπτικά, συμβολικά αλλά και χωρικά είναι ικανό να γεννήσει και να φιλοξενήσει ικανοποιητικά αυτά τα έντονα συναισθήματα.

Ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει σε συγκεκριμένη αισθητική και πολιτική τάση. Τι σημαίνει για σένα η λέξη, πώς μεταφράζεται για σένα αυτή η ιδέα στο ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο;

Η λέξη προέρχεται μαζί με πάνω από μια ντουζίνα άλλες παρόμοιές της από την ιντερνετική κουλτούρα της ποστ-ίντερνετ εποχής, μέσα στην οποία ως μιλέννιαλ ενηλικιώθηκα και αναμφισβήτητα επηρέασε τις προσλαμβάνουσές μου σε γιγαντιαίο βαθμό. Μάλιστα είναι πλέον και ερευνητικό πεδίο για σύγχρονους αναλυτές και επιστημόνισσες της ψηφιακής επικοινωνίας και αποσπασματικά θέμα του διδακτορικού μου!

Χαρακτηρίζει, αν και δεν περιορίζεται σε, ένα λογοτεχνικό υποείδος που κεντρικό θέμα έχει την αντίσταση στη μηδενιστική απελπισία του grimgore ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιείται και από τη βάναυση αισιοδοξία του νεοφιλελευθερισμού, εστιάζοντας στο παρόν και τη σύνδεση.

Για εμένα προσωπικά ωστόσο, αναδεικνύει και μια συνέπεια στην ανθρώπινη επιμονή για επιβίωση κάτω από απόλυτα αντίξοες συνθήκες και συνδέεται απόλυτα με την έννοια της ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του νεκροκαπιταλισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η εμμονή μου με τη μετα-θάνατον ύπαρξη και τη νεκροζώντανη συνθήκη, μιας που κάπως έτσι βλέπω, βιώνω και μεταφράζω τη ζωή μας, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις μητροπόλεις.

Πόσο προσωπικό ήταν το υλικό που χρησιμοποίησες, και το πώς αναπτύχθηκε η ιστορία; Τι εκπροσωπεί για σένα όλο αυτό το σύνολο;

Η ιστορία μας είναι μια μεταφορά κατά βάση, λόγω των ειδών που εμπλέκει οκ, αλλά ταυτόχρονα για εμένα είναι και μια πολύ προσωπική, σχεδόν βιογραφική ιστορία. Όπως ανέφερα πριν, ο τρόπος που βιώνω το συναίσθημά μου από παιδί με συγκλονίζει και με συν-κινεί προς διάφορες κατευθύνσεις που δεν είναι πάντα όμορφες ή ευχάριστες. Το υλικό μας λοιπόν, κειμενικό, οπτικόακουστικό και συμβολικό είναι ένα σύστημα πλοήγησης σε αυτή τη συναισθηματική ζούγκλα που περιγράφω.

«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟ ΟΤΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΙΝΟΥΜΑΣΤΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ, ΤΙΜΩΡΟΥΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΑ Ή ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΤΡΟΠΟ»

A. Terzi

Τι ήταν αυτό που έκανε τη Γιούλα Μπούνταλη ιδανική για κεντρική σου ηρωίδα; Πώς δουλέψατε μαζί στο συγκεκριμένο έργο;

Η Γιούλα με είχε συγκλονίσει στη “Χώρα Προέλευσης” του Σύλλα Τζουμέρκα, με τον οποίο συγγράφει και το σενάριο. Η απύθμενη σωματικότητά της, η τεράστια γκάμα των εντάσεών της, ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη φωνή της και το πρόσωπό της με έκαναν ξεκάθαρα να ζηλέψω πάρα πολύ τον Σύλλα που είχε την ευκαιρία να την καθοδηγήσει σε αυτό το τολμηρότατο ντεμπούτο του και έτσι σιγουρεύτηκα για δυο πράγματα δημιουργικά: ότι θέλω να είμαι τόσο θαρραλέα όσο ο Σύλλας και τόσο δυνατή όσο η Γιούλα.

Δεν είναι πιστεύω καθόλου τυχαίο που όλη αυτή η συγκίνηση που μου χάρισε κάποτε η “Χώρα Προέλευσης” διοχετεύτηκε στο “Hopepunk” και μπορείς να φανταστείς τη δυσπιστία μου όταν το μακρινό 2021 εν μέσω καραντίνας και ενώ έτρεχα στο Σταύρος Νιάρχος μπας και διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, χτυπάει το τηλέφωνό μου και κάποιος τρελός μου λέει «Έλα, ο Σύλλας είμαι διάβασα το σενάριό σου, πάμε να το κάνουμε». The rest is history, με σύστησε στη Μαρία Δρανδάκη και πήρα το θάρρος να πω στη Γιούλα που είχαμε ήδη γνωριστεί –αφού είχα ήδη τολμήσει να της ζητήσω κάποια συμβουλή στο παρελθόν– ότι θέλω εκείνη να είναι η Άντι.

Δουλέψαμε γνωρίζοντας κυρίως η μία την άλλη, αφήνοντας τη σχέση μας και τη σύνδεσή μας να επιβάλλει τους ρυθμούς και την εντατικότητα. Σχεδόν ευλαβικά κάναμε και οι δυο νομίζω μια σιωπηλή συμφωνία ότι για να δουλέψει όλο αυτό πρέπει και θέλουμε να είναι προσωπικό και βαθύ, αλλά ταυτόχρονα διασκεδαστικό και παιχνίδι, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει. Και τα καλά και τα κακά, αλλά πρωτίστως μια οργανική δέσμευση ότι είμαστε μαζί και έχουμε/φτιάχνουμε χώρο για όλα μας τα συναισθήματα, τα οράματα και τις ιδέες.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε φτιάχνοντας την ταινία; Σε οποιοδήποτε στάδιο της δημιουργίας.

Για ακόμα μια φορά και δε θα βαρεθώ να το λέω μέχρι να μη χρειάζεται, η μεγαλύτερη δυσκολία στο ελληνικό σινεμά, σε όλες τις βαθμίδες του, είναι η οικονομική υποστήριξη όχι μόνο σε σχέση με το παραγωγικό κόστος, αλλά και με το ίδιο το κόστος διαβίωσης των συντελεστών. Δεν είναι καθόλου μυστικό το πόσο φτωχοί είμαστε, δεν είναι καθόλου μυστικό πως η υποτίμηση του επαγγέλματός μας είναι συστημική και δεν είναι επίσης κρυφό το ότι κάθε φορά που κινούμαστε συλλογικά για να το αλλάξουμε αυτό τιμωρούμαστε είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η κατάργηση του τέλους της συνδρομητικής τηλεόρασης που ακολούθησε λίγους μήνες μετά και εν μέσω τρομερών κοινωνικο-πολιτικών αναταραχών, τη σύσταση της πρωτοβουλίας «Σινεμά στην Ελλάδα: Ορατότης Μηδέν» στον ΕΚΚΟΜΕΔ να επαναδιαπραγματευτεί τον προϋπολογισμό για το σινεμά. Τα 6.500.000 ευρώ κατατάσσουν την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης σύμφωνα με το Α.Ε.Π. της κι αυτό δεν είναι ανάλογο ούτε της ποιότητας των έργων μας, ούτε του πολιτισμικού (και όχι μόνο!) κεφαλαίου που παράγουμε σαν κλάδος.

«Η ΑΘΗΝΑ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ ΠΕΡΙΠΟΥ ΔΕΚΑ ΣΥΝΑΠΤΑ ΕΤΗ – ΟΣΟ ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΩ»

Τι ειδική σημασία έχει για σένα η επιλογή της Αθήνας ως φόντο ενός post-apocalyptic σκηνικού; Ποια η σχέση σου με την πόλη;

Η Αθήνα με πληγώνει περίπου δέκα συναπτά έτη, όσο δηλαδή την κατοικώ. Είναι μια μικρή σχετικά αλλά αρχαία μητρόπολη κι αυτό παίζει τον ρόλο του όχι μόνο στην κόπωση της ίδιας της γης και του τοπίου αλλά και στην ενέργεια που κουβαλάνε οι πέτρες και το χώμα της κάτω από τα τσιμέντα. Είναι μια όμορφη πόλη που γέρασε απαίσια, συντηρητικοποιήθηκε ραγδαία και αρπάχτηκε από τους δίκαιους κατοίκους της, τα λοκάλια, τα αδέσποτα και τους μετανάστες, για να προσφερθεί αγρίως στην ανάπτυξη, είτε πράσινη, είτε αειφόρα, είτε ό,τι άλλο μας φωτίσει η αποικιοκρατία που μας περιβάλλει.

Η σχέση μου λοιπόν με την Αθήνα είναι μια παθιασμένη σχέση, τη μισώ θανάσιμα γιατί οι δρόμοι και η κανονικότητά της μου έχουν στερήσει φίλους, στιγμές και πάρα μα πάρα πολύ ύπνο, και έχω πενθήσει πολύ, είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά, τις απώλειές μου. Παράλληλα εκείνη με αγαπάει ιδιαιτέρως όπως φαίνεται και όταν λέω να την παρατήσω, μου πετάει από μια έκπληξη μπροστά μου, με κρατάει σε ενθουσιασμό και εγρήγορση, μένω να γυροφέρνω στις ραφές της εν εξάλλω κι έτσι δε μπορώ να γλυτώσω ούτε εγώ απ’ αυτήν ούτε εκείνη από μένα. Τι θα γίνει μεταξύ μας, δεν ξέρω…

Είναι πολύ δυνατή νομίζω η ιδέα που κουβαλά η ταινία πως η μόλυνση ή αλλοίωση ή μεταμόρφωση (ή όπως θες πες το) δεν λειτουργεί αυτομάτως ως στοιχείο τρόμου, αλλά υπάρχει κάτι το δυναμικό και αναπάντεχο εκεί. Ήταν εξαρχής η πρόθεσή σου να απορρίψεις την όποια ιδέα “καθαρότητας”;

Ναι αλλά δεν είναι καμιά παρθενογένεση αυτό. Ο κόσμος μας, το σύμπαν που κατοικούμε τη φτύνει την καθαρότητα, την αποβάλλει. Είναι ξένο στοιχείο όχι μόνο για τον σύγχρονο πολιτισμό αλλά και για το ίδιο το σώμα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που προέρχεται από την βιοπολιτική, κάτι έχει να λέει.

Μιλώντας για το παιχνίδι ανάμεσα στο τι είναι τέρας και τι είναι ‘κανονικός άνθρωπος’, έχουμε ως ανταγωνιστές μια συμμορία από εθνικιστές ταξιτζήδες. Πώς κατέληξες σε αυτή την ιδέα;

Η ιδέα αυτή κατέληξε σε μένα, θέλω να πιστεύω. Προφανώς είναι μια προέκταση της ενασχόλησής μου με έργα του μαύρου φεμινισμού, του τρανσφεμινισμού και των σπουδών της αποικιοκρατίας αλλά και της κουήρ θεωρίας σε όλες της τις εκφάνσεις, από τη ρευστότητα της βιολογίας μέχρι την στιβαρότητα της ίδια της γλώσσας που παράγει τα συστήματα που γνωρίζουμε. Τα πεδία αυτά διαπραγματεύονται τη σχετικότητα της έννοιας «κανονικό» και προσπαθούν με πολλή αφοσίωση να πλοηγηθούν όχι μόνο πέρα από τα δίπολα και τις διαφορές αλλά και πέρα από την ίδια την ύπαρξη σαν ερμηνεία.

Για παράδειγμα το περιβάλλον κάνει τη βία ή η βία κάνει το περιβάλλον. Αυτή είναι μια ρητορική σχεδόν ερώτηση που στην πραγματικότητα δε μπορεί να απαντηθεί ποτέ γιατί αυτά τα δύο συνυπάρχουν από αρχής χρόνου και τελικά αν δεν υπάρχει το ένα, δεν υπάρχει ούτε το άλλο. Έτσι συμβαίνει και με το σχήμα τέρας/κανονικός άνθρωπος. Στο τέλος της ημέρας πρέπει μάλλον κάποια να διαλέξει τι θέλει είναι, ε κι εγώ έχω περισσότερη συμπάθεια και τείνω να διαλέγω περισσότερο το τέρας παρά τον κανονικό, όπως και να το κάνουμε…

Info:

Το “Hopepunk” προβάλλεται στο 48 φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας και μπορείτε να το παρακολουθήσετε στην ονλάιν πλατφόρμα του φεστιβάλ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα