“Η φύση δεν είναι μόνο όμορφη – είναι και άγρια, σκληρή. Αυτό πρέπει να υπάρχει, αλλιώς η ζεστασιά μοιάζει ψεύτικη.”

Διαβάζεται σε 10'
“Η φύση δεν είναι μόνο όμορφη – είναι και άγρια, σκληρή. Αυτό πρέπει να υπάρχει, αλλιώς η ζεστασιά μοιάζει ψεύτικη.”

Ο βραβευμένος ισλανδός σκηνοθέτης Χλίνουρ Πάλμασον μετά την αριστουργηματική “Χώρα του Θεού” γύριζε ένα οικείο οικογενειακό πορτρέτο στον “Αγάπη που Απομένει”. Τον συναντήσαμε στις Κάννες για να μας πει περισσότερα.

Πώς ακολουθείς ένα έργο μνημειώδες, όσο ήταν η “Χώρα του Θεού”; Ένα φιλμ που υμνήθηκε από την κριτική και βρέθηκε και στη λίστα μας με τις 100 καλύτερες ταινίες του αιώνα μέχρι τώρα.

Για τον ισλανδό σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον, η απάντηση δεν ήταν να πάει σε κάτι πιο μεγάλο, πιο επικό. Αντιθέτως, ήταν να κοιτάξει προς τα μέσα. Και να αφουγκραστεί και πάλι τη φύση, να αφήσει το τοπίο να τον οδηγήσει – όπως συνέβη και με τη κοσμολογία της “Χώρας του Θεού” εξάλλου, έστω και σε τελείως άλλη κλίμακα.

Η νέα ταινία του Πάλμασον ακολουθεί ένα χρόνο στη ζωή μιας οικογένειας καθώς οι γονείς διαχειρίζονται των χωρισμό τους. Οι εποχές δίνουν η μία τη θέση της στην άλλη καθώς κοινές αναμνήσεις και η ίδια η αγάπη, αρχίζουν να αργοσβήνουν. Όπως και στα προηγούμενα φίλμ του, από τη “Χώρα του Θεού” μέχρι το “Μια Λευκή, Λευκή Μέρα”, ο Πάλμασον επιδεικνύει και πάλι ένα αξιοθαύμαστο συνδυαστικό ενδιαφέρον για οικογενειακούς δεσμούς και για το τοπίο – ένα είδος δεσμού ζωής κι αυτό εξάλλου, για τους περισσότερους από εμάς.

Στην “Αγάπη που Απομένει”, η διαδικασία του χωρισμού αποτυπώνεται μέσα από το πέρασμα ενός χρόνου και το πώς οι εποχές αφήνουν το στίγμα τους ή καταλήγουν να σχηματίζουν κι οι ίδιες τον χώρο και τους ανθρώπους του χώρου αυτού. Είπαμε εξάλλου, ο μεγαλύτερος σμιλευτής χαρακτήρα, δράματος και ιστορίας είναι ο ίδιος ο χρόνος και μέσα από μικρές και μεγάλες αλλαγές, αυτό είναι που παρατηρεί εδώ ο Πάλμασον.

Με χαρακτηριστικά πανέμορφες φυσικές εικόνες και ερμηνείες γεμάτες αλήθεια, ο ισλανδός σκηνοθέτης πετυχαίνει –αρκετά προσωπικό και για τον ίδιο– δράμα που μέσα από τα λιγοστά του λόγια και την λιτή του δραματουργία, καταφέρνει να μαγνητίσει τον υπομονετικό θεατή. Σα να παρατηρείς ένα εντυπωσιακά όμορφο ντοκιμαντέρ όχι για τη φύση – αλλά για το τι σημαίνει η ζωή μέσα σε αυτήν.

Συναντήσαμε τον ισλανδό σκηνοθέτη στο φεστιβάλ Καννών τον περασμένο Μάιο, εκεί όπου έκανε παγκόσμια πρεμιέρα η “Αγάπη που Απομένει”. Εκεί, ο Πάλμασον μας μίλησε για το πώς προσεγγίζει θέματα μικρά και μεγάλα, για τη θέση του ανθρώπου στις ιστορίες του, και για τη σημασία του να βλέπεις τη φύση ως κάτι όμορφο και ζεστό, αλλά και απειλητικό.

©Hildur_Ýr_Ómarsdóttir

Πώς ξεκίνησε αυτό το φιλμ για σένα;

Αισθανόμουν την ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό. Ποτέ όμως δεν σκέφτηκα να απομακρυνθώ πλήρως από τα προηγούμενα πρότζεκτ μου. Ένιωθα απλώς πως ήταν κάτι που δεν είχα ξαναεξερευνήσει και ήθελα πολύ να δημιουργήσω κάτι σύγχρονο, κάτι που να μη χρειάζεται να κατασκευάσω τα πάντα. Ήθελα να μπορώ να βγω από το αυτοκίνητο και να τραβήξω μια σκηνή χωρίς προετοιμασία, να αξιοποιήσω ό,τι υπάρχει γύρω μου.

Αγοράσαμε μια παλιά φιλμ κάμερα και την είχα στο αυτοκίνητο, έτοιμη για χρήση. Κάναμε αυτό το είδος γυρισμάτων για μεγάλο διάστημα. Νομίζω η πρώτη σκηνή της ταινίας –το πλάνο στη σκεπή– είναι από το 2017. Άρα ήταν μια μακρά διαδικασία.

Και το περίεργο είναι ότι η “Αγάπη που Απομένει” μάλλον ξεκίνησε την ίδια περίοδο με τη “Χώρα του Θεού”. Όλα αυτά τα πρότζεκτ συνομιλούν μεταξύ τους, συνδέονται. Μερικές φορές το ένα εισχωρεί στο άλλο, άλλες φορές ανταγωνίζονται. Δουλεύω με πολλά διαφορετικά πρότζεκτ παράλληλα. Κάποια ζωντανεύουν και αρχίζουν να λειτουργούν, να αποκτούν ενδιαφέρον, να χρηματοδοτούνται. Άλλα χρειάζονται περισσότερο χρόνο, αλλάζουν, μεταμορφώνονται.

Πώς αναπτύχθηκε το σενάριο; Μεγάλωσε μαζί με τις εικόνες;

Ναι, ακριβώς. Το σενάριο αναπτύχθηκε παράλληλα με τη διαδικασία ανάπτυξης της ταινίας. Δεν ξεκίνησα να γράφω από νωρίς, αντιθέτως άργησα να αρχίσω. Γύρισα μια μικρού μήκους με τα παιδιά, το “Nest”, όπου τα παρακολουθείς να χτίζουν ένα δεντρόσπιτο. Ενώ το έκανα, άρχισα να αναρωτιέμαι: «Τι κάνουν οι γονείς;». Εκεί για πρώτη φορά άρχισα να γράφω σκηνές και να δημιουργώ μια αφήγηση.

Πάντα δουλεύω παράλληλα σε διάφορα πράγματα, ο εγκέφαλός μου λειτουργεί έτσι. Καταλαβαίνω τους καλλιτέχνες που αφοσιώνονται πλήρως σε ένα μόνο πρότζεκτ, αλλά αυτό δεν είναι ο τρόπος μου. Μου αρέσει να γυρίζω συχνά, σχεδόν κάθε εβδομάδα. Αισθάνομαι σαν καλλιτέχνης που μπαίνει στο στούντιο του. Δεν μου ταιριάζει να γυρίζω μια φορά στα έξι χρόνια.

Θέλω να αντιδρώ στο υλικό: τραβάω κάτι, το βλέπω, αισθάνομαι πώς λειτουργεί μέσα μου, και από αυτό προκύπτει μια νέα σκηνή. Αυτή η διαδικασία με συναρπάζει.

Πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις τη σωστή απόσταση από ένα τόσο προσωπικό, οικείο πορτρέτο; Είναι δύσκολο να διατηρείς απόσταση από μια τόσο προσωπική, σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία;

Είναι μια διαδικασία που δεν έχει πάντα αρμονία. Άλλες φορές λειτουργεί ομαλά, άλλες όχι. Είναι σαν μια δημιουργική σύγκρουση. Προσπαθείς διαρκώς να κρατήσεις τη ζωή σου σε ισορροπία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απόλυτα ισορροπημένη. Το ίδιο ισχύει και δημιουργικά: χρειάζεσαι αρκετά πράγματα να εξερευνάς για να διατηρήσεις μια σταθερότητα.

Θυμάμαι όταν τελείωσα τη σχολή κινηματογράφου, σκεφτόμουν: πώς μπορώ να φτιάξω μια καθημερινότητα που να με χαροποιεί και να με διεγείρει δημιουργικά; Μου αρέσει να γράφω, να γυρίζω, να ζωγραφίζω. Αναρωτιόμουν πώς μπορώ να δημιουργήσω έναν κόσμο όπου αυτά αποτελούν μέρος της ζωής μου. Και αυτό ακριβώς προσπαθώ να κάνω εδώ και πέντε με επτά χρόνια.

Μετά τη “Χώρα του Θεού”, που ήταν στοχαστικό φιλμ, πολλοί εξεπλάγησαν με το πόσο αστεία είναι η νέα σου ταινία. Πώς προκύπτει αυτό το χιούμορ; Το σχεδιάζεις ή το αιχμαλωτίζεις αυθόρμητα;

Νομίζω πως είναι ένα μείγμα και των δύο. Μερικές φορές είναι καθαρά ενστικτώδες. Για παράδειγμα, όταν τα παιδιά παίζουν με μούρα, μπορεί να προγραμματίσω τη στιγμή της έκρηξης, να πω στη μητέρα να πατήσει το κουμπί ώστε κάτι να σκάσει πάνω στο παιδί και εκείνο να αντιδράσει φυσικά. Ξέρω ότι έχω μόνο μία ευκαιρία: αν δεν πετύχει, πρέπει να καθαρίσουμε και να το ξανακάνουμε, και τότε δεν θα έχει πια ενδιαφέρον.

Άλλες φορές είναι πολύ προσχεδιασμένο: ο ρυθμός ενός διαλόγου, μια συγκεκριμένη αστεία αντίδραση, μια δύσκολη σκηνή μέσα στο αυτοκίνητο όπου οδηγεί πραγματικά και ταυτόχρονα πρέπει να ειπωθεί ένας μεγάλος διάλογος. Αυτές οι σκηνές είναι δουλεμένες εξονυχιστικά. Έτσι, το χιούμορ προκύπτει άλλοτε οργανικά και άλλοτε με λεπτομερή σχεδιασμό.

Μου άρεσε ο τρόπος που η μητέρα δημιουργεί την τέχνη της. Πώς καταλήξατε σε αυτή τη διαδικασία;

Είναι μια διαδικασία που κάνω ο ίδιος εδώ και πολλά χρόνια. Κάθε φθινόπωρο «συλλέγω» μια νέα σεζόν από αυτά τα έργα, που μοιάζουν με εκτυπώσεις: μέταλλο που διαβρώνει το ύφασμα μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Την άνοιξη τα βγάζω και τα καθαρίζω. Το καλοκαίρι, το περιβάλλον είναι πολύ υγρό και ζεστό, και τα έργα θα κατέληγαν ουσιαστικά να «βράσουν» και να εξαφανιστούν.

Ήθελα μια διαδικασία καθαρά σωματική, οπτικά απολαυστική. Αυτή ήταν η πιο κατάλληλη.

Γενικά, όταν κάνεις μια ταινία σε μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να χρησιμοποιείς ό,τι έχεις γύρω σου – δεν μπορείς να χτίζεις πράγματα, γιατί δεν υπάρχουν τα χρήματα. Έτσι χρησιμοποιείς ό,τι έχεις: το αυτοκίνητό μου, τον σκύλο, τις κότες, τους κόκορες. Δεν είναι όλα δικά μου. Όχι το σπίτι, όχι όλα τα αντικείμενα. Η αφήγηση είναι μυθοπλαστική, αλλά το υλικό προέρχεται από τον δικό μου κόσμο. Όπως κάθε καλλιτέχνης, χρησιμοποιώ τα διαθέσιμα εργαλεία.

Μπορείς να μας πεις περισσότερα για τον χωρισμό στην ταινία; Ίσως είναι το πιο ανάλαφρο και πνευματώδες breakup που έχουμε δει.

Χαίρομαι πολύ που το ακούω. Αρχικά με ενδιέφεραν οι ρόλοι: τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, τι σημαίνει να είσαι άντρας, σε τι περιβάλλον ζουν; Έχουν παιδιά, ζουν με ζώα. Ξεκίνησα με αυτές τις βασικές, σχεδόν πρωτόγονες ανάγκες και επιθυμίες.

Στη συνέχεια άρχισα να σκέφτομαι τη σχέση τους – τι έχουν, τι χάνουν. Συχνά καταλαβαίνεις την αξία κάποιου πράγματος όταν το χάσεις. Αυτό ήταν το θεμέλιο. Από εκεί άρχισα να χτίζω αφηγηματικές γραμμές: μία για τον ψαρά, μία για τα παιδιά, μία για την καλλιτέχνιδα Άννα. Αυτές οι γραμμές συναντιούνται κάποιες φορές.

Θυμάμαι πως με ενδιέφερε ιδιαίτερα πώς περνάμε τον χρόνο μας, ειδικά με τα παιδιά μας. Αυτό προσπαθούσα να εξερευνήσω.

Ο χρόνος με τα παιδιά είναι πολύ γλυκός. Κάποιοι θεατές ίσως νιώσουν ότι υπάρχει μια ειδυλλιακή χροιά, παρότι μιλάμε για έναν χωρισμό.

Σίγουρα. Αυτό ίσως αποτελεί και μέρος της ζεστασιάς της ταινίας. Προσωπικά νιώθω πολύ ριζωμένος όταν κάνω πράγματα με τα παιδιά κάτω από τον ουρανό – εκεί αισθάνομαι σε επαφή με τον κόσμο. Προσπαθώ να αποτυπώσω αυτή την ουσία.

Αλλά αν το παρακάνεις, γίνεται γλυκερό και βαρετό. Χρειάζεται ισορροπία. Η φύση δεν είναι μόνο όμορφη – είναι και άγρια, σκληρή. Αυτό πρέπει να υπάρχει, αλλιώς η ζεστασιά μοιάζει ψεύτικη.

Μόνο ο ενοχλητικός Σουηδός επιμελητής επιμένει ότι «η φύση είναι όμορφη».

Ναι, ακριβώς. Η φύση είναι όμορφη, αλλά και το αντίθετο. Είναι και το σάπιο κοκόρι, και ό,τι θεωρούμε ταμπού.

Ποιοι σκηνοθέτες ή ταινίες σε ώθησαν να γίνεις σκηνοθέτης;

Ένας από τους σημαντικότερους για μένα είναι ο Ρόι Άντερσον, όχι μόνο για την ποιότητα των έργων του, αλλά για τη διαδικασία του: δουλεύει στο στούντιο, δημιουργεί ταινίες σε μεγάλο χρονικό διάστημα.

Όταν είδα για πρώτη φορά το “Να Ζεις”, αμφέβαλα για τα πάντα. Για τη δική μου δουλειά, για τις δυνατότητές μου. Κι αυτό είναι υγιές, το να σε ταρακουνά κάτι τόσο δυνατό.

Με εμπνέουν επίσης πολλοί ζωγράφοι: ο Μουνκ, ο Πίτερ Ντόιγκ… Πάρα πολλοί άνθρωποι.

Πώς αισθάνθηκες με την προσοχή που πήρε η “Χώρα του Θεού”; Πολλοί αναρωτιούνταν γιατί δεν ήταν στο Διαγωνιστικό τότε στις Κάννες. Ένιωσες πίεση για το επόμενο βήμα;

Ειλικρινά, όχι. Για μένα απλώς ένιωθα σα να είναι ακόμη μια ταινία, όχι κάτι μεγαλύτερο από το προηγούμενο έργο μου. Φυσικά χάρηκα πολύ με την ανταπόκριση. Αλλά δεν ένιωσα το βάρος που ένιωσαν κάποιοι άλλοι.

Πάντα πίστευα ότι ήταν μια διχαστική ταινία. Κάποιοι την αγαπούσαν, άλλοι όχι – όπως και με όλες τις ταινίες μου. Δεν ένιωσα τη «μεγάλη στιγμή» όπως άλλοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσει. Μου αρέσει πάρα πολύ, απλώς δεν έχω σταθεί πάνω της με τον τρόπο που το κάνουν οι θεατές.

Σχετικό Άρθρο
Info:

Η ταινία “Η Αγάπη που Απομένει” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weirdwave. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘25 στο φεστιβάλ Καννών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα