“Μη Γελάτε, Θα Σας Δει Ο Κόσμος”: Μια ταινία για τη μητρότητα – και το βλέμμα των άλλων

Διαβάζεται σε 11'
“Μη Γελάτε, Θα Σας Δει Ο Κόσμος”: Μια ταινία για τη μητρότητα – και το βλέμμα των άλλων
Screenshot

Ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος (“Καλάβρυτα 1943”) επιστρέφει με μια ταινία για το σώμα και την ελευθερία της επιλογής σε μια κοινωνία που διαρκώς κοιτάζει και κρίνει. Λίγο πριν την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει την ταινία του στο NEWS24/7.

Μετά τη σκηνοθεσία του Καλάβρυτα 1943, ο Νικόλας Δημητρόπουλος επιστρέφει με το «Μη γελάτε, θα σας δει ο κόσμος», μια ταινία προσωπική, τρυφερή και απρόσμενα αστεία, βασισμένη σε δικό του σενάριο, πάνω σε μια ιδέα που γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις του σκηνοθέτη με την πρωταγωνίστρια.

Η ιστορία ακολουθεί τη Μαρία, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, τις πρώτες μέρες μιας απρόσμενης εγκυμοσύνης. Μέσα από τις αντιδράσεις της οικογένειας, των φίλων και ενός περιβάλλοντος που γνωρίζει πάντα “τι είναι σωστό”, η Μαρία καλείται να επαναπροσδιορίσει τι σημαίνει επιλογή και ελευθερία και τελικά να ανακαλύψει τον εαυτό της.

Η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ανθρώπινη κινηματογραφική γλώσσα, ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, μιλώντας για τις μικρές προσωπικές κρίσεις που κρύβουν μέσα τους μεγάλα κοινωνικά ερωτήματα.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η Μαρία Αποστολακέα και μαζί της η Μαντώ Γιαννίκου και ο Ακύλλας Καραζήσης. Ακόμα συμμετέχουν οι: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Μελίνα Πολυζώνη, Μαρία Καλιμάνη, Μαρίνα Σιώτου, Ανδρέας Κοντόπουλος, Ιωάννα Μπακαλάκου, Χάρης Καρύδης κ.α.

«Η ταινία μιλά για τις προσωπικές αποφάσεις που συχνά κουβαλούν μέσα τους ολόκληρες κοινωνικές συγκρούσεις και για το πόσο δύσκολο είναι, ειδικά για μια γυναίκα, να τις πάρει με ελευθερία. Στο επίκεντρο βρίσκεται μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, που συνειδητοποιεί πως αυτή ίσως είναι η τελευταία της ευκαιρία να αποκτήσει παιδί. Η απόφασή της γίνεται καθρέφτης των κοινωνικών πιέσεων, των φόβων και των προσδοκιών που τη συνοδεύουν. Ταυτόχρονα, κάθε τέτοια στιγμή δεν σημαίνει αναγκαστικά και μια τραγωδία· μπορεί να είναι απλά μια νέα αρχή», σημειώνει ο σκηνοθέτης.

Η παραγωγή είναι της Laika Productions και του Τάσου Κορωνάκη στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Μια ανεξάρτητη, παραγωγή, που έγινε πραγματικότητα μόνο χάρη στη συλλογική δουλειά και τη απεριόριστη στήριξη όλων των μελών του συνεργείου και των συντελεστών της.

Η ταινία ολοκληρώθηκε το 2025 με την στήριξη του ΕΚΚΟΜΕΔ και σε συμπαραγωγή με την Bounce, την Athens Film Sound και την A10 Post Production και ετοιμάζεται για τη φεστιβαλική της πρεμιέρα, στοχεύοντας σε διεθνή φεστιβάλ που αναδεικνύουν ανεξάρτητες, κοινωνικά ευαίσθητες παραγωγές.

Η ταινία θα προβληθεί στις 2 Νοεμβρίου στο 66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κι ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος απαντά στις ερωτήσεις μας. Η ταινία θα είναι διαθέσιμη και στην ονλάιν πλατφόρμα του φεστιβάλ, για να τη δείτε ακόμα κι αν δεν βρεθείτε στη Θεσσαλονίκη για το φεστιβάλ.

Screenshot

Η ιστορία της ταινίας αφορά και τη σχέση της γυναίκας με το σώμα της και την ελευθερία της επιλογής. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα και πόσο προσωπική είναι για εσάς αυτή η ιστορία;

Ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα ως έφηβος ήταν το A Case of Need, του Michael Crichton, που διαδραματίζεται την εποχή που οι αμβλώσεις ήταν απαγορευμένες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το βιβλίο με είχε συγκλονίσει. Πώς είναι δυνατόν μια χώρα να αφήνει τις γυναίκες να ρισκάρουν τη ζωή τους, εξαιτίας μιας ερμηνείας, ανδρικής προφανώς, ενός θρησκευτικού κειμένου;

Αυτή η ιστορία υπήρχε μέσα μου σαν σπόρος από τότε. Η ελευθερία των ανθρώπων να επιλέγουν τι κάνουν στη ζωή τους έγινε για μένα αξίωμα. Και μαζί, η ελευθερία μιας γυναίκας να αποφασίσει αν θέλει ή όχι να γίνει μητέρα.

Τα χρόνια πέρασαν και μέσα από τις συζητήσεις μας, με τη Μαρία (Αποστολακέα) για τη ζωή, τη γονεϊκότητα και τον τρόπο που η ελληνική κοινωνία συχνά επιβάλλει αυτόν τον ρόλο ειδικά στις γυναίκες, άρχισα να γράφω.

Η ταινία, όμως, είναι προσωπική και για έναν ακόμα λόγο. Στο σενάριο η βασική ηρωίδα γίνεται φίλη με έναν άντρα του οποίου ο γιος έχει μεγαλώσει και έχει φύγει από το σπίτι. Βλέπω κι εγώ τον δικό μου γιο να μεγαλώνει τόσο γρήγορα και ξέρω πως θα έρθει η μέρα που θα φύγει. Αναρωτιέμαι πώς θα είμαι τότε, τι σχέση θα έχουμε. Με έναν τρόπο, ήταν μια πρόωρη ψυχανάλυση για μένα, μια διεργασία πάνω στο πώς θα είμαι όταν συμβεί αυτό.

Πρόκειται για την πρώτη φορά που υπογράφετε και το σενάριο μιας ταινίας σας. Πώς άλλαξε αυτό τη διαδικασία δημιουργίας; Σας έφερε πιο κοντά στους χαρακτήρες και στο συναίσθημα της ιστορίας;

Μέχρι τώρα έχω γράψει κάποιες ιστορίες επιλέγοντας την φόρμα της μικρού μήκους, αλλά αυτό είναι το πρώτο μου σενάριο για μεγάλου μήκους που γυρίζεται. Μου αρέσει να γράφω αληθινούς χαρακτήρες και να δημιουργώ διαλόγους που ακούγονται φυσικοί, με ροή. Θέλω οι χαρακτήρες να μιλούν όπως θα μιλούσαν στην πραγματική ζωή και αυτό είναι κάτι που νιώθω ότι λείπει από πολλές ταινίες.

Μαζί με τη Μαρία, αλλά και με την Μαντώ, τον Ακύλλα και τους υπόλοιπους ηθοποιούς, δουλέψαμε πολύ ώστε οι διάλογοι να βρουν τον σωστό ρυθμό και τις κατάλληλες αποχρώσεις.

Screenshot

Η ταινία περιγράφεται ως γλυκόπικρη, αγγίζοντας σοβαρά κοινωνικά θέματα με τρυφερότητα. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η ισορροπία που αναζητήσατε;

Πιστεύω ότι ο χαρακτηρισμός είναι σωστός. Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων είναι το Perfect Days, του Wim Wenders, που κι αυτή μπορείς να πεις πως είναι γλυκόπικρη: έχει παύσεις, ρυθμό, δίνει χώρο στους χαρακτήρες.

Νομίζω πως το «γλυκόπικρο» προκύπτει από τους ίδιους τους διαλόγους, από την φυσικότητα που παίζουν οι ηθοποιοί και από την σκηνοθετική προσέγγιση, που όχι μόνο δεν επιδεικνύεται, αλλά προσπαθεί να μένει αόρατη, κάνοντας την ιστορία να ρέει.

Η ισορροπία είναι δύσκολη. Υπάρχει ένα κομμάτι μέσα μου που θέλει να κάνει τα πράγματα πιο δραματικά (το ελληνικό, ίσως), και ένα άλλο που, επειδή μεγάλωσα στο Λονδίνο, γέρνει προς τη μαύρη κωμωδία, κάτι που μάλλον κυλάει στις φλέβες μου.

Ευτυχώς είχα μια πολύ καλή ομάδα και έναν εξαιρετικό μοντέρ, τον Χρήστο Γάκη, που βοήθησαν να κρατήσουμε την ταινία σε αυτή τη λεπτή ισορροπία. Θυμάμαι μεταξύ άλλων μια χαρακτηριστική σκηνή, που όλοι έλεγαν ότι ήταν υπερβολικά δραματική και δεν ταίριαζε. Είχαμε καταλήξει και στο ποιος θα παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά δουλεύοντας ξανά το σενάριο, κυριολεκτικά στο παραπέντε κατάλαβα πως είχαν δίκιο και την αφαίρεσα.

Η Μαρία είναι μια γυναίκα γύρω στα σαράντα που βρίσκεται μπροστά σε μια καθοριστική επιλογή. Τι θέλατε να εκφράσετε μέσα από τη διαδρομή της και πόσο πιστεύετε ότι αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;

Με τη Μαρία (Αποστολακέα) συχνά καταλήγουμε να κάνουμε πολύ σοβαρές συζητήσεις — ακόμα κι όταν ξεκινούσαν χαλαρά.

Την περίοδο που έγραφα το σενάριο, μιλούσαμε πολύ για το πώς είναι να είσαι γυναίκα σε αυτή την ηλικία. Έχω και μια φίλη στο Λονδίνο που μου είχε πει πως, παρόλο που ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήθελε να κάνει παιδί, τόσο άντρες όσο και γυναίκες ξαφνιάζονταν όταν το άκουγαν. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα.

Αυτό που ήθελα να περάσω περισσότερο απ’ όλα είναι ότι οι περισσότερες γυναίκες που γνωρίζω, είτε έχουν παιδί είτε όχι, παίρνουν αυτή την απόφαση πολύ συνειδητά. Δεν έχω γνωρίσει καμία που να πει “δε βαριέσαι, ας κάνω παιδί” ή “δε βαριέσαι, δε θα κάνω”. Κι όμως, εμείς ως κοινωνία συχνά τις κρίνουμε σαν να μην ξέρουν τι θέλουν.

Στην Ελλάδα, όπου η θρησκεία είναι βαθιά ριζωμένη στον κοινωνικό ιστό, η πίεση να “κάνεις το σωστό” είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Μετά το Καλάβρυτα 1943, μια ιστορική ταινία, επιστρέφετε με κάτι εντελώς διαφορετικό — πιο εσωτερικό και σύγχρονο. Τι σας οδήγησε σε αυτή τη θεματική στροφή; Υπάρχουν στοιχεία που θεωρείτε ότι διατρέχουν και τις δύο ταινίες;

Πάντα με ενδιέφεραν οι πιο εσωτερικές, ανθρώπινες ιστορίες. Αυτές που έχουν μέσα τους μια εσωτερική πάλη. Μου αρέσει να δουλεύω στενά με τους συνεργάτες μου, γιατί το σινεμά είναι συλλογική τέχνη.

Είπα στον Τάσο (Κορωνάκη), τον παραγωγό μου, ότι γράφω μια ταινία που θέλω να κάνω με τη Μαρία, χωρίς budget, και εκείνος μπήκε αμέσως στο παιχνίδι — και ευτυχώς μας βρήκε και λίγη χρηματοδότηση.

Ήθελα να κάνω μια μικρή ταινία για ένα μεγάλο θέμα, χωρίς να γίνει κήρυγμα. Δεν μου αρέσουν οι διδακτικές ταινίες.

Αν υπάρχει κάτι κοινό με τα Καλάβρυτα 1943, είναι το ανθρώπινο στοιχείο. Ακόμα και εκεί, αυτό με ενδιέφερε πιο πολύ από όλα. Και εδώ, ελπίζω οι χαρακτήρες να είναι αληθινοί, ώστε ο θεατής να μπορεί να ταυτιστεί ή τουλάχιστον να αναγνωρίσει κάτι δικό του μέσα τους.

Στην ταινία, παρόλο που οι δύο αδερφές έχουν διαφορετικές απόψεις, στον πυρήνα τους υπάρχει ανθρωπιά. Και στις μέρες μας, τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.

Screenshot

Στο δελτίο τύπου αναφέρετε ότι η ιδέα της ταινίας γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις με την πρωταγωνίστρια. Πώς εξελίχθηκε αυτή η συνεργασία και πόσο επηρέασε τη δημιουργία της ιστορίας;

Γνώρισα τη Μαρία στα Καλάβρυτα. Είναι μια εξαιρετική ηθοποιός. Μετά γυρίσαμε μαζί ένα promo για μια άλλη ταινία που θέλω να κάνω, και γίναμε φίλοι.

Μέσα από τις συζητήσεις μας για τη ζωή, τις επιλογές, το παρελθόν, και με τη δική μου ανάγκη να κάνω μια ταινία χωρίς να περιμένω για πάντα το «τσίρκο» της ελληνικής χρηματοδότησης, άρχισα να γράφω κάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς budget.

Της έστελνα λίγες σελίδες και μου επέστρεφε σχόλια. Η Μαρία μαζί με μια άλλη φίλη, την Νικολέτα, έγιναν ουσιαστικά οι “script doctors” μου. Ο ρόλος της Μαρίας ήταν καθοριστικός: χωρίς εκείνη, θα ήταν μια πολύ διαφορετική (και μάλλον πολύ πιο περίπλοκη, με την κακή έννοια) ταινία.

Πώς ήταν η δημιουργική πορεία της ταινίας; Αντιμετωπίσατε δυσκολίες σε κάποιο από τα στάδια;

Μάλλον η πιο δύσκολη στιγμή έρχεται τώρα: να βρει η ταινία τον δρόμο της στα φεστιβάλ, στη διανομή, και το πιο σημαντικό, στους θεατές.

Κάποιοι λένε ότι χρειάζεται ένα θαύμα για να γίνει μια ταινία, και ίσως έχουν δίκιο.

Χάρη στον Τάσο (τον παραγωγό μου), το καστ και το συνεργείο, τα γυρίσματα ήταν υπέροχα. Παρότι δεν είχαμε budget, περάσαμε πολύ όμορφα, βοήθησαν πολλοί άνθρωποι για να φτάσουμε ως εδώ και νιώθω πως στις δεδομένες συνθήκες δώσαμε όλοι τον καλύτερο εαυτό μας και με ένα τρόπο την ευχαριστηθήκαμε την ταινία.

Τώρα ξεκινά το δύσκολο κομμάτι: να φτάσει η ταινία στον κόσμο, να τη δει, να τη νιώσει, να τον αγγίξει και ελπίζω να την ευχαριστηθεί κι αυτός.

Τι ελπίζετε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την αίθουσα; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα ή σκέψη που θα θέλατε να μείνει μετά το τέλος της ταινίας;

Θα ήθελα οι άνθρωποι να αποδέχονται ο ένας τον άλλον γι’ αυτό που είναι. Αν μείνει αυτό, θα είμαι ευτυχισμένος.

Μη Γελάτε, Θα Σας Δει Ο Κόσμος

Συντελεστές

Σενάριο & Σκηνοθεσία Νικόλας Δημητρόπουλος
Παραγωγός Τάσος Κορωνάκης – Laika Productions
Διευθ. Φωτογραφίας Γιώργος Ραχματούλιν – GSC
Μοντάζ Χρήστος Γάκης
Σκηνογράφος Ερμίνα Αποστολάκη
Ενδυματολόγοι Tάσος Δήμας, Σοφία Κοτσίκου, Κατερινα Χαλιώτη
Μουσική Περικλής Αγιανοζόγλου & Μέμος Πιλαφτσής
Μακιγιάζ – Μαλλιά Έλλη Κυριαζίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη Φαίδρα Τσολίνα
Διεύθυνση Παραγωγής Μαρίνα Δανέζη
Executive Producers Θανάσης Φώτου & Ναταλία Βαζαίου

Προβολές

Κυριακή 2 Νοεμβρίου, 22:00
Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Αποθήκη 1, Λιμάνι

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, 15:45
Αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, Αποθήκη Δ, Λιμάνι

Η ταινία θα είναι επίσης διαθέσιμη στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ από τις 3 Νοεμβρίου στις 10:00 π.μ., μέχρι το τέλος του Φεστιβάλ ή την εξάντληση των 500 θεάσεων.

Info:

Το “Μη Γελάτε, Θα Σας Δει Ο Κόσμος” έχει την πρεμιέρα του την Κυριακή 2 Νοεμβρίου στο 66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα