Μορίν Φαζεντέιρο: “Ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχαιολογική ανασκαφή, να αποτυπώσει στρώματα χρόνου”
Διαβάζεται σε 10'
Η δημιουργός πειραματικού σινεμά έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει την ταινία της “Οι Εποχές” στο 14ο φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου. Λίγο πριν την άφιξή της, μίλησε στο NEWS24/7 για το πώς το σινεμά (της) καταγράφει τόπους και Ιστορία.
- 11 Δεκεμβρίου 2025 14:11
Από τα ανερχόμενα ονόματα του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού σινεμά αυτή τη στιγμή, η Μορίν Φαζεντέιρο έχει ήδη στο όνομά της δύο πάρα πολύ σημαντικές συνεργασίες με έναν από τους αληθινούς πρωτοπόρους αυτή τη στιγμή – του πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες, ενός ποιητή των σπασμένων και αναδημιουργημένων συναισθηματικών αφηγήσεων του σινεμά.
Ο Γκόμες είχε μιλήσει στο NEWS 24/7 από το φεστιβάλ των Καννών για το βραβευμένο του εκεί “Γκραν Τουρ” (μια από τις κορυφαίες ταινίες κυκλοφορίας του ‘25), το οποίο έγραψε μαζί με τη Φαζεντέιρο. Νωρίτερα, οι δυο τους είχαν σκηνοθετήσει μαζί μια από τις ελάχιστες αληθινά μεθυστικές εμπειρίες που μας έδωσε το σινεμά της Covid περιόδου.
To “Tsugua Diaries” είναι ένα μη-γραμμικό τονικό ποίημα μουσικών, χρωμάτων και απομόνωσης. Ράθυμο, γεμάτο φλερτ, νεκρούς χρόνους, χορό, δημιουργία και αναδημιουργία ενός σινεμά-μες-στο-σινεμά για μια παρέα που περνάει μαζί το λόκνταουν σε ένα επαρχιακό σπίτι καθώς ο χρόνος κινείται… αντίστροφα;
Για την πρώτη της όμως σόλο σκηνοθετική δουλειά, η Φαζεντέιρο κινείται ακόμα πιο φιλόδοξα και πειραματικά. Με τις “Εποχές” (The Seasons), συνθέτει ένα υβριδικό, ποιητικό φιλμ, στο οποίο ο κινηματογράφος λειτουργεί ως εργαλείο αποκάλυψης των πολλαπλών χρονικοτήτων ενός τοπίου στον Νότο της Πορτογαλίας.
Όπως αναφέρει η επίσημη περιγραφή της ταινίας από το φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου: Συνυφαίνοντας αφηγήσεις αγροτών, σημειώσεις αρχαιολόγων, ερασιτεχνικά φιλμ, επιστημονικά σχέδια, θρύλους και τραγούδια, το “Οι Εποχές” συνθέτει μια ονειρική περιπλάνηση μέσα από την ιστορία και τους μύθους του Αλεντέζου, καθώς και ένα φευγαλέο πορτρέτο των ανθρώπων που έζησαν εκεί.
Με ευρηματική σκηνοθεσία, αισθαντική κινηματογράφηση σε 16mm και εξαίσιο ηχητικό σχεδιασμό, η δημιουργός ανασύρει τα ίχνη μιας κοινής ιστορίας πολέμων και επαναστάσεων, αντίστασης και μεταμόρφωσης.
Η ταινία μάλιστα τιμήθηκε με το Βραβείο Boccalino D’Oro για την Καλύτερη Συνεισφορά στη Γλώσσα του Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο 2025, και βλέπεις το γιατί. Μεταπηδά από τη μία εποχή και τη μία χρονική περίοδο στην άλλη σα να μην υπήρχαν ποτέ σύνορα μεταξύ τους, γιατί όλα συνέβησαν σε αυτή την ίδια γη – και άρα συμβαίνουν ταυτόχρονα, και παντοτινά εκεί, γύρω μας.
Αλλάζει ύφος καθώς διαχειρίζεται προφορικές αφηγήσεις, ιστορικά αρχεία, λαϊκά τραγούδια, δοξασίες, ντοκουμέντα. Και καταλήγει να λέει έτσι μια μεστή ιστορία ενός τόπου διαμέσου των δεκαετιών, χωρίς να παγιδευτεί ποτέ από τη ροή του χρόνου – ή τα σύνορα ενός τόπου ή ενός κάδρου.
Η Φαζεντέιρο έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει δια ζώσης τις “Εποχές” στην πανελλήνια πρεμιέρα τους στο 14ο φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου, αλλά λίγο πιο πριν είχε μιλήσει προηγουμένως στο NEWS24/7. Για την πολιτική διάσταση των όσων κατέγραψε στο υβριδικό ντοκιμαντέρ της, για το πώς χειρίζεται τον χρόνο στο σινεμά της, και για τις μεγάλες κοινωνικές και ιστορίες αλήθειες που έχει να πει ένας τόπος – αν του δώσεις όλη τη δέουσα προσοχή και σημασία.
Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια γενική ερώτηση, γιατί με συναρπάζει ο τρόπος που χρησιμοποιείς τον χρόνο σε όλες τις δουλειές σου, είτε σε αυτές που σκηνοθετείς είτε σε όσες συν-γράφεις. Κάθε φορά λειτουργεί διαφορετικά. Στο “Tsugua Diaries” υπήρχε μια κυκλικότητα και αντίστροφη ροή. Στις “Εποχές” ο χρόνος μοιάζει να είναι στρωμένος σε επίπεδα, δεν ακολουθεί μια γραμμική δομή. Και στο “Γκραν Τουρ” υπάρχει μια άλλη, παράλληλη ροή. Τι σημαίνει για εσένα ο χρόνος όταν αφηγείσαι κινηματογραφικές ιστορίες;
Ξεκινάμε με τη μεγάλη ερώτηση! [γελάει] Ο κινηματογράφος, φυσικά, είναι χρόνος και χώρος. Κι αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βρω άλλους τρόπους να δομήσω τον χρόνο μέσα σε μια ταινία – όχι με γραμμικό τρόπο. Αυτό το κάνω από το πρώτο μου μικρού μήκους. Το έκανα και με τον Μιγκέλ, όταν δουλεύαμε μαζί στα σενάρια. Παρόλο που, ειδικά για το “Γκραν Τουρ”, αυτή η προσέγγιση προέρχεται κυρίως από τον Μιγκέλ.
Αν μιλήσουμε συγκεκριμένα για τις “Εποχές” και το “Γκραν Τουρ”, επειδή ξεκίνησα να δουλεύω τις “Εποχές” πριν από το “Tsugua Diaries”, πριν από οκτώ χρόνια. Στην αρχή με απασχολούσε η ιδέα του «αρχαιολογικού» κινηματογράφου. Όχι με την επιστημονική έννοια, αλλά το πώς ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχαιολογική ανασκαφή, να αποτυπώσει στρώματα χρόνου.
Αρχικά νόμιζα πως η ταινία θα ήταν σαν μια κυριολεκτική ανασκαφή: τέσσερις εποχές, καθεμία να πηγαίνει βαθύτερα στον χρόνο. Όμως, στη διάρκεια της δημιουργίας, και ιδιαίτερα μετά το “Tsugua Diaries” κατάλαβα ότι μπορούσα να πάω πιο πέρα από μια απλή μη-γραμμικότητα.
Γιατί αυτό που με ενδιέφερε ήταν η ιδέα ότι όλα τα επίπεδα του χρόνου μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο σημείο. Όταν είσαι σε μια ανασκαφή με τους αρχαιολόγους, αυτό γίνεται πολύ εμφανές: το ίδιο ακριβώς τοπίο έχει χρησιμοποιηθεί από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, σε τελείως διαφορετικές εποχές. Άλλοτε κατοικήθηκε, άλλοτε εγκαταλείφθηκε για εκατοντάδες χρόνια, και μετά κατοικήθηκε ξανά με διαφορετικό τρόπο.
Στο μοντάζ των “Εποχών”, καταλάβαμε ότι μπορούσαμε να συνδέσουμε στιγμές που με μια συμβατική λογική απέχουν χιλιάδες χρόνια. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι αφηγούνται την ιστορία ενός παράνομου που αντιστάθηκε στο καθεστώς, στην αφήγηση μοιάζει να ανήκει σε δύο διαφορετικές εποχές: πριν 2.000 χρόνια, αλλά και στη δικτατορία του 20ού αιώνα. Αυτή η αβεβαιότητα για το “πότε” συμβαίνει κάτι μού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Κάναμε άλματα χιλιάδων ετών μεταξύ σκηνών, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να συνδέονται νοηματικά: η ιδέα της εξέγερσης, της αντίστασης, η σχέση του ανθρώπου με τη γη και την εξουσία.
Αναφέρθηκες στο ότι ξεκίνησε πριν 8 χρόνια η ταινία, μπορείς να μιλήσεις λίγο για το πώς εξελίχθηκε; Υπάρχουν τόσα διαφορετικά στοιχεία, προφορικές αφηγήσεις, αρχεία, μύθοι, δοξασίες, τοπίο… Πώς προέκυψαν όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία που συνυπάρχουν στην ταινία; Το ένα σε έφερε στο άλλο;
Είναι μακρά ιστορία. Ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, το καλοκαίρι του 2015, όταν διάβασα σε μια πορτογαλική εφημερίδα για το ζευγάρι Γερμανών αρχαιολόγων που εμφανίζονται στην ταινία. Δεν είχα καμία σχέση με την αρχαιολογία και δεν είχα πάει ποτέ στο Αλεντέζου. Με τράβηξε όμως η ιστορία τους. Δούλευαν στην Πορτογαλία τη δεκαετία του ’40, είχαν φύγει από το Μόναχο για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, και έκαναν την πρώτη συστηματική καταγραφή των μεγαλιθικών μνημείων της Ιβηρικής.
Άρχισα να πηγαίνω στο Αλεντέζου, να επισκέπτομαι τα σημεία που είχαν δουλέψει. Γνώρισα αρχαιολόγους, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι αυτά τα μνημεία είναι άμεσα συνδεδεμένα με μια τεράστια καμπή στην ανθρώπινη ιστορία: τη μετάβαση από τη νομαδική ζωή στην εγκατάσταση στη γη. Είναι η αρχή της γεωργίας, της ιδιοκτησίας, του πολέμου, της κοινωνικής οργάνωσης – της σχέσης μας με τη φύση, που σε μεγάλο βαθμό παραμένει ίδια μέχρι σήμερα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, διαπίστωσα ότι η ιστορία της περιοχής στο 20ό αιώνα αντανακλούσε κατά κάποιο τρόπο αυτές τις αρχαίες αλλαγές. Η πάλη για το ποιος κατέχει τη γη, η Επανάσταση του ’74, η κολεκτιβοποίηση, η μνήμη των ανθρώπων.
Πέρασα χρόνια απλώς γνωρίζοντας ανθρώπους, ακούγοντας ιστορίες, χωρίς να κινηματογραφώ. Μετά ήρθε η πανδημία και σταματήσαμε. Ξαναρχίσαμε τα γυρίσματα το 2021. Η διαδικασία κράτησε τρία χρόνια, σε τέσσερις διαφορετικές φάσεις. Η ταινία χτίστηκε σαν ένα παζλ: άλλοτε ντοκιμαντερίστικη, άλλοτε μυθοπλαστική, πάντα σε συνεργασία με τους ανθρώπους της περιοχής. Οι ίδιοι έπαιξαν τον εαυτό τους, γράψαμε ποιήματα μαζί, φτιάξαμε τραγούδια.
Ακόμη και τα παιδιά που συμμετέχουν, τους ζήτησα να ακούσουν ντόπιους θρύλους, να επισκεφθούν αρχαιολογικούς τόπους και μετά να επινοήσουν έναν νέο θρύλο για την ταινία. Το έκαναν, και τελικά τον αφηγήθηκαν άλλα παιδιά, το καθένα με τη δική του εκδοχή. Αυτή η ιδέα της προφορικής μετάδοσης και της διαρκούς επαναδημιουργίας ήταν καθοριστική.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό που λες για την προσέγγιση του τόπου, τους ανθρώπους, το πώς τελικά αυτή η πραγματικά εισβάλει στη μυθοπλασία – κάτι που διάφορους τρόπους συμβαίνει και στο “Tsugua Diaries” και στο “Γκραν Τουρ”. Πόσο σημαντική είναι αυτή η επικοινωνία της αφήγησης με τα στοιχεία του “έξω” κόσμου;
Είναι ουσιαστικό. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την περιοχή, δεν είχα ούτε καν κινηματογραφική εικόνα της. Ήταν σαν άγνωστη επικράτεια. Αυτό με απελευθέρωσε. Ο τρόπος που δουλεύω δεν βασίζεται στο να ξέρω εκ των προτέρων τα πάντα. Αντίθετα, χρησιμοποιώ την ίδια τη διαδικασία της έρευνας και της γνωριμίας ως πηγή.
Πηγαίνω, ακούω, συλλέγω ιστορίες, και με τον καιρό κάποιες από αυτές κατακάθονται, μορφοποιούνται μέσα στην ταινία. Δεν θα μπορούσα να δουλέψω αλλιώς.
Μιλώντας για τη γη: βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν πολύ το ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης, το σε ποιους ανήκει, τις μεταβολές πληθυσμών και γης μαζί. Πώς βλέπεις σήμερα αυτή την κατεύθυνση; Είναι κάτι που σκέφτεσαι κάνοντας έναν τέτοιο φιλμ;
Φυσικά. Και τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς. Για παράδειγμα, από τότε που τελείωσα τα γυρίσματα, έχουν αλλάξει πολλά. Η άκρα δεξιά ανεβαίνει στην Πορτογαλία, ακόμη και σε περιοχές που ήταν ιστορικά κομμουνιστικές. Πρόσφατα πήγα να δείξω την ταινία σε όσους συμμετείχαν, και σε όλα τα χωριά υπήρχαν τεράστιες αφίσες του ακροδεξιού κόμματος. Είναι ανησυχητικό. Αν γύριζα τώρα την ταινία, ίσως θα έπρεπε να το εντάξω.
Παράλληλα, μεγάλα κομμάτια γης εγκαταλείπονται, ενώ άλλα προορίζονται για τεράστια φωτοβολταϊκά πάρκα. Η γη αλλάζει χέρια και αλλάζει χρήση συνεχώς. Όλα αυτά δεν υπάρχουν στην ταινία μόνο επειδή συνέβησαν μετά. Αλλά η πραγματικότητα δεν σταματά ποτέ.
Από την πρώτη ταινία που συν-σκηνοθέτησες, τι θυμάσαι πιο πολύ σήμερα; Το “Tsugua Diaries” είχε γυριστεί και μες στην καραντίνα, είχε πιάσει κάτι πολύ ανθρώπινο από την αίσθηση της απομόνωσης και της κατάστασής μας τότε.
Για την ακρίβεια το “Γκραν Τουρ” το είχαμε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά σταμάτησε στην πανδημία. Το “Tsugua Diaries” ήταν όμως μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, που μπορούσε να γίνει μόνο εκείνη τη στιγμή.
Από τη στιγμή που αποφασίσαμε να το κάνουμε μέχρι που τελειώσαμε τα γυρίσματα πέρασαν λιγότερο από δύο μήνες. Μπήκαμε σε ένα σπίτι για έξι εβδομάδες χωρίς να ξέρουμε πραγματικά τι θα γυρίσουμε. Είχαμε τρεις βασικές ιδέες και εμπιστευτήκαμε ότι η συνύπαρξη εκεί, μετά από τόσο μεγάλο διάστημα απομόνωσης, θα γεννούσε κάτι. Και γεννήθηκε.
Η ταινία “Οι Εποχές” (The Seasons) της Μορίν Φαζεντέιρο προβάλλεται την Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου. Το 14ο φεστιβάλ πρωτοποριακού κινηματογράφου διεξάγεται 3-17 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη.