Νέες ταινίες: Η “Βουγονία” του Λάνθιμου είναι το απολαυστικό, διεστραμμένο αστείο του σήμερα

Διαβάζεται σε 12'
Νέες ταινίες: Η “Βουγονία” του Λάνθιμου είναι το απολαυστικό, διεστραμμένο αστείο του σήμερα
24 Media Creative Team

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Η Γιορτή του Σινεμά μάζεψε μεν σχεδόν 120.000 εισιτήρια μέσα σε μια μέρα φέρνοντας πολύ κόσμο στην αίθουσα, αλλά ταυτόχρονα εμφάνισε σαφή πτώση σε σχέση με τις δύο περασμένες χρονιές, όπου είχαμε 132 και 146 χιλιάδες.

Μέρος του προβλήματος σίγουρα ήταν η απουσία δυνατών νέων τίτλων που θα μπορούσαν να εκτιναχθούν από τη δυναμική μιας τέτοιας μέρας, όπως στο παρελθόν είχαμε ας πούμε το “Substance” ή το “Απόφαση Φυγής”. Φέτος καμία νέα πρόταση δεν εξιτάρισε, ενώ ο αδιαμφισβήτητος βασικός πόλος έλξης – το “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” – παίζεται πάνω από μήνα και οπωσδήποτε το κοινό του το είχε ήδη βρει πια.

Αυτό δεν εμπόδισε την ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον να επιστρέψει στην κορυφή ελλείψει ανταγωνισμού, με 17.000 που το έφεραν σε σύνολο μια ανάσα από τις 170.000. Ένα φοβερό νούμερο που, πλησιάζοντας τώρα και την περίοδο των βραβείων, θα συνεχίσει να αυξάνεται, αργά αλλά επίμονα.

Αυτή την εβδομάδα ωστόσο θα δώσει ξανά πίσω την κορυφή, αυτή τη φορά στη “Βουγονία” του Λάνθιμου που κυκλοφορεί στις αίθουσες ύστερα από ένα πολύ δυνατό άνοιγμα στις ΗΠΑ. Μαζί έχουμε όμως και ένα σπουδαίο ντοκιμαντέρ για την Παλαιστίνη, για το οποίο σας γράφουμε ήδη από τις Κάννες, και μέσα από τα λόγια της δημιουργού του, Σεπιντέ Φαρσί.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Βουγονία

(“Bugonia”, Γιώργος Λάνθιμος, 2ω)

★★★★

Ένας συνωμοσιολόγος μαζί με τον ξάδερφό του αποφασίζει να απαγάγει μια πανίσχυρη CEO φαρμακευτικής επειδή είναι πεπεισμένος πως είναι εξωγήινη με απώτερο σκοπό την καταστροφή του πλανήτη.

Σε 25 λέξεις: Επιβλητικά σκηνοθετημένο, εντυπωσιακά παιγμένο από Έμμα Στόουν και Τζέσι Πλέμονς, το φιλμ του Λάνθιμου ισορροπεί χιούμορ και απόγνωση μέσα σε μια αιχμηρή, απρόβλεπτη και ζωηρή κοινωνική σάτιρα.

Κριτική

Όπως και το ορίτζιναλ κορεάτικο φιλμ του 2003 (“Save the Green Planet!”, το οποίο παρεμπιπτόντως μπορείτε να δείτε αυτή την εβδομάδα στο Cinobo Πατησίων), έτσι κι η “Βουγονία” ακολουθεί δύο τερματισμένους συνωμοσιολόγους που απαγάγουν μια πανίσχυρη CEO (στον gender-swapped ρόλο εδώ η Έμμα Στόουν) επειδή είναι πεπεισμένοι πως είναι εξωγήινη από την Ανδρομέδα που καταστρώνει και εκτελεί ένα σχέδιο ελέγχου της ανθρωπότητας.

Δε θα επεκταθούμε στα όσα ακολουθούν για να μπορέσετε να απολαύσετε χωρίς πολλές πληροφορίες τις αιματηρές και μη εκπλήξεις (και είναι πολλές) της ιστορίας με αποκορύφωμα ένα ντελιριακό τελευταίο 20λεπτο ανθολογίας. Ομολογουμένως ειδικά στην πρώτη μία ώρα ένα μικρό σφίξιμο το σήκωνε πάντως το φιλμ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μας κούρασε.

Ίσα-ίσα, ο Λάνθιμος διανθίζει τα βασικά στοιχεία της ιστορίας με πινελιές που όχι απλά κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον, αλλά απογειώνουν το σενάριο – γραμμένο από τον Γουίλ Τρέισι (του “Succession” και του “The Menu”) και διασκευασμένο από το ορίτζιναλ του Τζανγκ Τζουν-χουάν. Την ιστορία ντύνουν επιθετικοί ήχοι-μαχαιριές από τη μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ (του “Poor Things”) που ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς παίρνει κάτι ζωηρό και εμψυχωτικό και το διαστρεβλώνει μέσα στην πορεία της ίδιας της σκηνής, σαν η ταινία εξαρχής να σου λέει πως θα δεις κάτι ανατρεπτικό, όσο ευθύ κι αν φαίνεται.

Μια ξυρισμένη γουλί Έμμα Στόουν, βαμμένη με μια αλοιφή και καδραρισμένη από ελαφρώς γυρτές υψηλές γωνίες, κάνουν την αιχμάλωτη CEO να μοιάζει με κάποιο απόκοσμο δημιούργημα του Βέρνερ Χέρτζογκ αφήνοντας τον θεατή σε μια ταυτόχρονη κατάσταση δέους και απειλής. Ακόμα κι όταν η βία γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας, αυτό συμβαίνει με αλλοιωμένο τρόπο – το gore άλλοτε βρίσκεται στα όρια του κάδρου, άλλοτε ισορροπεί με το σλάπστικ.

Τα πάντα στην ταινία είναι αιχμηρά και τσουχτερά και το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο τον οποίον παρουσιάζει και σατιρίζει. Η Μισέλ Φούλερ της Έμμα Στόουν χρησιμοποιεί την inclusive μοντέρνα προοδευτική γλώσσα σαν όπλο, εντελώς κυνικά. Συμμορφώνεται με νέες εργασιακές πρακτικές επιτρέποντας στους εργαζόμενους να φύγουν από τη δουλειά στις 17.30, «εκτός αν έχετε δουλειά ακόμα φυσικά, έχουμε στόχους να πιάσουμε χαχα ό,τι θέλετε κάνετε, εσείς επιλέγετε, όπως νομίζετε ε».

Ενσαρκώνει την εργαλειοποίηση του προοδευτισμού στην υπηρεσία ενός καπιταλισμού και γενικότερα μιας ανθρωπότητας σε καταστροφικό σπιράλ. Όσο η ταινία εξελίσσεται, όσο η Μισέλ χάνει τις ελπίδες και την υπομονή της, τόσο ρίχνει τα προσχήματα στο πώς μιλάει, στο πώς συνδιαλέγεται. Η Έμμα Στόουν σε άλλη μια εκπληκτική ερμηνεία, περνάει τον χαρακτήρα της μέσα από ένα ολόκληρο φάσμα από vibes οδηγώντας οργανικά στο νοσηρό φινάλε. Απέναντί της ο Τζέσι Πλέμονς σε μια ενσάρκωση της ανθρώπινης απόγνωσης, έναν χαρακτήρα που μπορείς να νιώσεις ζωντανό μπροστά σου με όλες σου τις αισθήσεις

Όπως όμως έχει συμβεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, το αληθινό μπαχαρικό που κάνει το φιλμ τόσο γευστικά απρόσμενο, είναι το διεστραμμένο χιούμορ του σκηνοθέτη και το πόσο ταιριάζει με τα βιτριολικά σενάρια ανθρώπων εκπαιδευμένων στην σύγχρονη κυνική σάτιρα. Το εντοπίζεις παντού, από μια ημι-αποτυχημένη σκηνή απαγωγής μέχρι συζητήσεις που κρύβουν κομμάτια της αλήθειας, κι από τη σάτιρα μιας κοινωνίας που κρύβει κάτι το αδηφάγο πίσω από τον δυναμισμό, μέχρι το φινάλε-ζωντανό fever dream.

Ένα μαύρο χιούμορ που συνδυάζεται με το συναίσθημα, περιέργως, παρά όλες τις τριγύρω ενδείξεις περί του αντιθέτου – αυτό είναι που κάνει έργα όπως τον “Αστακό”, τις “Άλπεις” ή το “Poor Things” τόσο δύσκολο να τακτοποιηθούν ως ένα πράγμα, καθώς μέσα τους βρίσκεις μια καρδιά που χτυπά, μια ανθρώπινη μελαγχολία που τα διαπερνά. Κάτι που ισχύει με έναν τελείως απρόσμενο τρόπο κι εδώ, ακόμα κι όταν το φιλμ μοιάζει με το πιο μαύρο (ή κατακόκκινο αν προτιμάς) troll αστείο.

Στο ορίτζιναλ φιλμ, μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές περιλαμβάνει τη χρήση αληθινών στιγμιοτύπων από το Ολοκαύτωμα, καθώς η κουβέντα των κεντρικών χαρακτήρων περιστρέφεται γύρω από την ανθρώπινη ροπή προς τη βία και και την καταστροφή. Εδώ δεν χρειάζεται ποτέ το φιλμ να γίνει τόσο κυριολεκτικό, παραμένοντας στη σφαίρα μιας αφήγησης ή ενός ονείρου, όμως αυτό το θυμωμένο «γαμώτο» το νιώθεις μέσα στον ιστό της ταινίας.

Στο πώς αντιδρά στον έλεγχο, στην ομογενοποίηση, στον καπιταλισμό και τους CEO, στα ίδια και τα ίδια λάθη που μας φέρνουν διαρκώς στο κατώφλι κάποιας νέας φρίκης. Μια αντίδραση γεμάτη χιούμορ και βία και αιχμηρότητα – και μια παράξενη μελαγχολία εκεί που λιγότερο την περιμένεις. Είναι το απολαυστικά διεστραμμένο αστείο του σήμερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Η μεγάλη συνέντευξη με τον Γιώργο Λάνθιμο

Σχετικό Άρθρο

Κράτα την Ψυχή σου στο Χέρι και Περπάτα

(“Put Your Soul on Your Hand and Walk”, Σεπιντέ Φαρσί, 1ω50λ)

★★★★

Μέσα από τις βιντεοκλήσεις με τη φωτορεπόρτερ Φάτμα Χασόνα, η Σεπιντέ Φαρσί καταγράφει με επίπονη αμεσότητα τη φρικιαστική καθημερινότητα στην Γάζα. Μετά την ολοκλήρωση του φιλμ, η Χασόνα σκοτώθηκε σε επιδρομή του Ισραηλινού στρατού.

Σε 25 λέξεις: Ένα φιλμ-επικήδειος για μια ηρωίδα επίμονα χαμογελαστή, με φόντο μια εφιαλτική καταστροφή εν εξελίξει. Η Φαρσί παρουσιάζει τα πάντα μέσα από μια lo-fi, «χεράτη» καταγραφή κινητών και οθονών, υπογραμμίζοντας την ανυπαρξία της συστημικής ανοχής στο αυθεντικό μήνυμα απόγνωσης της Γάζας.

Κριτική

Αυτό που ξεκίνησε για την σκηνοθέτρια Σεπιντέ Φαρσί ως μια σειρά συνομιλιών με τη νεαρή παλαιστίνια φωτογράφο Φάτμα Χασόνα παρουσιάζεται στην τελική του μορφή ως μια απολύτως συνταρακτική εμπειρία, σαν επικήδειος σε slow motion, σαν μια επίμονη υπενθύμιση, κλήση μετά την κλήση, χαμόγελο μετά το χαμόγελο, βομβαρδισμό μετά τον βομβαρδισμό, της απόλυτης θηριωδίας.

Η Φαρσί καταγράφει με την κάμερά της τις βίντεο συνομιλίες με τη Φάτμα, παραθέτοντας ενδιάμεσα εικόνες που εκείνη κατέγραψε από την καταπλακωμένη Γάζα, αλλά και τηλεοπτικά ρεπορτάζ γύρω από τις εξελίξεις της επίθεσης του Ισραήλ στην περιοχή. Είναι υπό αυτή την έννοια μια χρονοκάψουλα, μια ματιά σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε μια εν εξελίξει γενοκτονία, στο πώς τα media την καταγράφουν, και στο πώς είναι η αλήθεια εκεί, στο έδαφος. Μέσα από τις εικόνες της Φάτμα, αλλά και μέσα από τις σχεδόν καθημερινές περιγραφές της.

Σε άλλη κλήση είναι ευδιάθετη, χαμογελαστή. Σε άλλη μοιάζει καταπονημένη – από τις βόμβες, από την έλλειψη φαγητού, από τα πάντα. Η Γάζα φτάνει στα μάτια μας, όπως και στα μάτια της Φαρσί, σε απευθείας μετάδοση, μέσα από βίντεο κλήσεις με κακό σήμα, με διακοπές, με κακή εικόνα, διακεκομμένο ήχο. Σε μια περιοχή αποκλεισμένη από το Ισραήλ, και με δημοσιογράφους να στοχοποιούνται ασταμάτητα ακριβώς για να περιοριστεί η διάδοση της αλήθειας, αυτό που φτάνει μπροστά μας μέσα από αυτές τις συνομιλίες και τις εικόνες, είναι δεδομένα ανεκτίμητο.

Στην οθόνη-μέσα-στην-οθόνη, η Χασόνα προσφέρει ένα καθημερινό ημερολόγιο καταστροφής, κουβαλώντας συχνότερα από ό,τι όχι, ένα τεράστιο χαμόγελο που κάθε φορά που το αντικρύζεις γίνεται και πιο σπαρακτικό. Στρέφει το κινητό προς τα έξω, για να δείξει στη Φαρσί (και σε εμάς) καπνούς από βομβαρδισμούς σε κάποια διπλανή γειτονιά. Ακούμε τα βομβαρδιστικά να σκίζουν τον ουρανό. Συναντάμε μέλη της οικογένειάς της που μας χαιρετάνε. Βλέπουμε φωτογραφίες και ντοκουμέντα που παίρνει η ίδια από περιοχές πνιγμένες στο γκρεμισμένο μπετόν. Ακούμε τα λόγια της, όταν η κακή σύνδεση δεν επιτρέπει να δούμε την εικόνα της – ή όταν η ίδια νιώθει πως, απλά, δεν μπορεί να μιλήσει περισσότερο.

Είναι αυτή η αμεσότητα που δίνει μια επιπλέον τραγική διάσταση αναγκαιότητας στην ταινία. Υπογραμμίζει το πόσο αυτή η γυναίκα στην άλλη άκρη της κλήσης, αυτές οι συζητήσεις, οι εικόνες και οι εμπειρίες, δεν είναι απλώς μια καταγραφή μιας κάποιας μακρινής πραγματικότητας, αλλά είναι κάτι που φτάνει σε εμάς, τσαλακωμένα, σκονισμένα.

Υπό αυτή την έννοια, το ντοκιμαντέρ της Φαρσί αποτελεί μια σπουδαία ανάγνωση πάνω στο πώς το μέσο είναι το μήνυμα: Αυτές οι εικόνες, αυτή η αλήθεια για αυτή τη γενοκτονία, δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στη (μεγάλη) οθόνη μας παρά μόνο έτσι. Ως ένα ανατριχιαστικό «τελευταίο μήνυμα», μέσα από οθόνες με δαχτυλιές, με κακή σύνδεση, με διακοπές και αναπάντητες κλήσεις. Αυτή η μετάδοση είναι τελικά κι η πεμπτουσία της απεικόνισης μιας γενοκτονίας «σε απευθείας σύνδεση» την οποία τα συστήματα εξουσίας κάνουν επί δύο χρόνια πως δεν βλέπουν – σαν κλήση εκτάκτου ανάγκης που αφήνεις επίμονα αναπάντητη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Πώς γυρίστηκε η σπουδαία ταινία-ντοκουμέντο, μέσα από τα λόγια της ίδιας της Σεπιντέ Φαρσί, σε μια συνέντευξη στο φεστιβάλ Καννών

Σχετικό Άρθρο

 

Συνύπαρξη, Λέμε Τώρα!

(“Coexistence, My Ass!”, Άμπερ Φάρες, 1ω35λ)

★★★

Για πέντε χρόνια, η σκηνοθέτρια Άμπερ Φάρες ακολουθεί την ακτιβίστρια, κωμικό και ειρηνεύτρια Νόαμ Σούστερ-Ελιάσι, καταγράφοντας πώς μεταμορφώνει την απογοήτευση σε σάτιρα και την οργή σε κωμωδία. Η κωμικός μεγάλωσε σε μια περιοχή-υπόδειγμα ειρηνικής συνύπαρξης Ισραήλ και Παλαιστίνης, μα σταδιακά διαπιστώνει πως ειρήνη δε μπορεί να συνυπάρξει με την κατοχή.

Σε 25 λέξεις: Η «συνύπαρξη» Ισραήλ και Παλαιστίνης μέσα από την οπτική μιας προοδευτικής ισραηλινής κωμικού και ακτιβίστριας, σε ένα ντοκιμαντέρ που δε φοβάται να κατακρίνει την κεντρώα ενωτικότητα μπροστα στο φάσμα μιας συνεχιζόμενης ανισότητας. Χρυσός Αλέξανδρος στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Κριτική

Πορτρέτο μιας ισραηλινής κωμικού που χρησιμοποιεί την πλατφόρμα της ακτιβιστικά για να μιλήσει για την Παλαιστίνη, έχοντας η ίδια μεγαλώσει σε ένα ας πούμε ουτοπικό περιβάλλον συνύπαρξης. Σταδιακά στη ζωή της συνειδητοποιεί πως ευρύτερα η θρυλούμενη αυτή συνύπαρξη δε μπορεί φυσικά να υπάρξει όσο ο ένας λαός βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής. Και είναι μέσα από αυτό το πρίσμα που η ταινία φτάνει και τις πιο δυνατές στιγμές της, σα να παρακολουθείς σε πραγματικό χρόνο έναν προοδευτικό άνθρωπο καλών προθέσεων να συνειδητοποιεί πως οι προθέσεις δεν αρκούν. «Δεν είχε συμπάθεια για τα δάκρυα των κατακτητών», όπως ακούγεται κάποια στιγμή στην ταινία.

Η ίδια η ηρωίδα ως πορτρέτο δεν είναι κάτι το συναρπαστικό, και υπό αυτή την έννοια είναι παράδοξο το φιλμ να κάνει κοιλιά όσο περισσότερο εστιάζει στην ίδια την πρωταγωνίστριά του, αλλά όταν την χρησιμοποιεί ως όχημα κατανόησης πτυχών του κόσμου, τότε πετυχαίνει στόχο. Είναι μια αφήγηση που έχει συναίσθηση του παραλογισμού του να μιλάς αυτή τη στιγμή ενοποιητικά όταν το επίπεδο ισχύος είναι τόσο σαρωτικά άνισο. «Δεν είμαι εδώ για να ενώσω», λέει προς το τέλος της ταινίας η πρωταγωνίστρια. «Θέλω να δώσω φωνή στην αντίσταση», απέναντι σε ένα καθεστώς παράλογης επίδειξης δύναμης.

Η Τελετουργία

(“The Surrender”, Τζούλια Μαξ, 1ω35λ)

★★

Μια φορτισμένη σχέση μητέρας-κόρης τεστάρεται με φρικιαστικό τρόπο όταν πεθαίνει ο πάτερ φαμίλιας και η χήρα μητέρα προσλαμβάνει έναν μυστηριώδη ξένο για να φέρει τον άντρα της πίσω από τους νεκρούς.

Σε 25 λέξεις: Ταινία τρόμου βασισμένη στην ένταση μιας εμφανώς προσωπικής σχέσης, με δυνατές επιμέρους στιγμές, αλλά που πέφτει θύμα –όπως πάρα πολλές άλλες σύγχρονες ταινίες τρόμου– μιας εκτέλεσης που δεν ξεφεύγει ποτέ από τον μονοδιάστατο συμβολισμό.

Christy

(Ντέιβιντ Μισόντ, 2ω15λ)

★★

Η αληθινή ιστορία της Κρίστι Μάρτιν, που μέσα από μια επίμονη επιθυμία για νίκη, μπαίνει στον κόσμο της πυγμαχίας αλλάζοντας τα πάντα. Κι ενώ μες στο ρινγκ μοιάζει μαινόμενος ταύρος, οι μεγαλύτερες μάχες της είναι έξω από αυτό.

Σε 25 λέξεις: Πληκτικό πυγμαχικό δράμα που καταφέρνει να είναι ακόμα πιο αδιάφορο κι από το “Smashing Machine” που είδαμε (και ξεχάσαμε) πρόσφατα. Γνώριμη δραματουργία και προβληματική, με τη Σίντνεϊ Σουίνι να προσπαθεί στον κεντρικό ρόλο χωρίς αξιοσημείωτη επιτυχία.

Κυκλοφορούν επίσης

Κυνηγός: Επικίνδυνη Ζώνη: Σε έναν απομακρυσμένο πλανήτη, ένας νεαρός Κυνηγός, απόκληρος της φυλής του, βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο στη Thia και ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι αναζητώντας τον απόλυτο αντίπαλο. Νέο σίκουελ στο franchise Predator, από τον σκηνοθέτη Νταν Τράχτενμπεργκ που μας είχε δώσει το εξαιρετικό “Prey”. Πρωταγωνιστεί η Ελ Φάνινγκ.

Grand Prix: Ο Γύρος της Ευρώπης: H Έντα έρχεται με ταχύτητα και αγωνίζεται για το όνειρό της στο πιο συναρπαστικό Γκραν Πρι της χρονιάς. Περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα