Νέες ταινίες: Ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών κι ένα αντισυμβατικό Me Too θρίλερ με τη Τζούλια Ρόμπερτς

Διαβάζεται σε 15'
Νέες ταινίες: Ο Χρυσός Φοίνικας των Καννών κι ένα αντισυμβατικό Me Too θρίλερ με τη Τζούλια Ρόμπερτς
(L to R) Andrew Garfield as Hank and Julia Roberts as Alma in AFTER THE HUNT, from Amazon MGM Studios. Photo Credit: Courtesy of Amazon MGM Studios © 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στο #1 για τρίτη σερί εβδομάδα το “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” που έχει ξεπεράσει τα 120.000 εισιτήρια, έχει εξαιρετικό word of mouth και δεν χάνει τη δυναμική του. Κι ενώ το “Στα Βάθη του Χειμώνα” είχε τίμιο άνοιγμα με 7.000 εισιτήρια, απρόσμενο σιωπηλό χιτάκι είναι ο “Δράκουλας” του Λικ Μπεσόν έχοντας φτάσει τις 26.000 εισιτήρια σε 10 μέρες προβολής. Για ταινία που δεν υπάρχει, μια χαρά τα έχει πάει.

Ας δούμε όμως τι έχουμε αυτό το ΠΣΚ, καθώς οι νέες κυκλοφορίες της εβδομάδας αναμένεται να κινηθούν δυναμικά, με μεγάλα ονόματα καθώς και τον Χρυσό Φοίνικα που παραδοσιακά τραβά το ενδιαφέρον του κοινού.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Μετά το Κυνήγι

(“After the Hunt”, Λούκα Γκουαντανίνο, 2ω19λ)

★★★½

Μια καθηγήτρια κολλεγίου θα βρεθεί σε κρίσιμο σταυροδρόμι όταν μια αγαπημένη της φοιτήτρια θα κατηγορήσει έναν πολύ κοντινό της συνάδελφο για σεξουαλική κακοποίηση, καθώς ένα δικό της μυστικό κινδυνεύει να έρθει στο φως.

Σε 25 λέξεις: Νευρώδες και υπαινικτικό, ένα αντι-θρίλερ που ανοίγει τεράστιες συζητήσεις με τον θεατή. Εξαιρετική Τζούλια Ρόμπερτς σε κόντρα ρόλο.

Κριτική

Ο Λούκα Γκουαντανίνο, σταθερά παραγωγικότατος μια χρονιά μετά το διπλό χτύπημα των “Challengers” και “Queer” επιστρέφει με άλλη μια σερί ταινία που μοιάζει να μην έχει κοινά στοιχεία με όσες προηγήθηκαν. Προερχόμενος από ένα πεδίο θεωρητικής προσέγγισης του σινεμά, ο ιταλός σκηνοθέτης συχνά φαίνεται να αναπτύσσει ιδέες επειδή θέλει να εξερευνήσει την κινηματογραφική τους αποτύπωση. Σαν θεωρητικές ασκήσεις που άλλοτε λειτουργούν, άλλοτε όχι, κι άλλοτε… ό,τι είναι αυτό που συμβαίνει με το “Μετά το Κυνήγι”.

Η νέα του λοιπόν ταινία, ένα Me Too δράμα που θολώνει πολύ τα ηθικά όρια στις πράξεις των χαρακτήρων του, ακολουθεί μια καθηγήτρια κολλεγίου η οποία κυνηγά μια μόνιμη έδρα. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπίσει κατάματα το δικό τη παρελθόν όταν ένας πολύ κοντινός της συνάδελφος, θα κατηγορηθεί από μια από τις αγαπημένες τους φοιτήτριες για σεξουαλική παρενόχληση.

Θα περίμενε κανείς το φιλμ να εξελιχθεί ως ψυχολογικό θρίλερ, με αποκαλύψεις, με μυστικά, με ένταση και εξελίξεις. Αντ’αυτού, ο Γκουαντανίνο στήνει την ταινία ακριβώς με τη δομή και την αισθητική ενός τέτοιου θρίλερ, με αγωνιώδη μουσική από τους Άττικους Ρος και Τρεντ Ρέζνορ, με απειλητικά καδραρίσματα, με μοτίβα που επαναλαμβάνονται σαν αντίστροφη μέτρηση προς την καταστροφή… αλλά αφήνοντας στην καρδιά της μια τριπλέτα χαρακτήρων που αιωρούνται, σε ηθική αβεβαιότητα.

Το φιλμ ανοίγει με τη γραμματοσειρά που έκανε διάσημη μέσα από τις ταινίες του ο Γούντι Άλεν. Η μουσική είναι παρόμοια, το στήσιμο των τίτλων αρχής πανομοιότυπο. Ακόμα και το setting, οι χαρακτήρες, οι προβληματισμοί τους, ο τρόπος που φιλοσοφούν παραπέμπει στο σινεμά του Άλεν – όμως είναι σαν ο Γκουαντανίνο να αναρωτήθηκε πώς θα έμοιαζε μια τέτοια ταινία, αν ήταν γυρισμένη σαν κάποιο θρίλερ παράνοιας δια χειρός Χίτσκοκ. Όπου τα πάντα είναι πιο επιθετικά και σκοτεινά. (Κι εκτός αυτού, είναι –όπως είπε κι ο σκηνοθέτης στη συνέντευξη τύπου– μια αναφορά σε μια διάσημη Me Too υπόθεση μέσα σε μια Me Too ταινία.)

Η προσέγγιση αυτή δεν έχει ενδιαφέρον μόνο σε θεωρητικό επίπεδο: Έχουμε συνηθίσει το σινεμά των τελευταίων χρόνων να δίνει εξαιρετικά καθαρές και σαφείς αποτυπώσεις δύσβατων προσωπικών αδιεξόδων όταν μιλάμε για καθοριστικά ηθικά ζητήματα όπως είναι το Me Too, όμως ο Γκουαντανίνο θέλει να τους μπλέξει σε ένα λαβύρινθο όπου κι οι ίδιοι κι ίδιες δεν αναγνωρίζουν τι ακριβώς είναι σωστό, τι έχουν κάνει, τι είναι αυτό που τελικά θέλουν.

Στην καρδιά του φιλμ είναι η μεγαλύτερης ηλικίας καθηγήτρια που παίζει μια αλαβάστρινα ψυχρή Τζούλια Ρόμπερτς (για κοπλιμέντο το λέμε) και η πολύ πιο νεαρή φοιτήτρια της Άιο Αντεμπίρι που μοιάζει να αλλάζει ύφος, διάθεση, προσωπικότητα – γιατί είναι, φυσικά, νέα. Τα ίδια ζητήματα οι δυο τους τα αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο, όχι επειδή έχουν υπόγειους σκοπούς, αλλά επειδή έχουν μεγαλώσει μέσα σε διαφορετικές εκδοχές πατριαρχικής καταπίεσης.

Είναι διαφορετικό το background τους, οι αναφορές τους, τα περιβάλλοντά τους, αλλά και η οικονομική κατάσταση και το προνόμιό τους. Η σύγκρουσή τους θα είναι δυσάρεστη και επίπονη, αλλά το να αλλάζεις κάτι στον εαυτό σου ποτέ δεν είναι smooth. (Ο Γκουαντανίνο επιλέγει η Μάγκι να είναι και προνομιούχα, και μαύρη γυναίκα, και κουήρ άτομο – δίχως ποτέ να την αποτυπώνει ως σαφή ηρωίδα για την οποία θες να πανηγυρίσεις.)

Ανάμεσά τους ένας βέβαιος για όλα Άντριου Γκάρφιλντ, παίζει τον κατηγορούμενο, πολύ πετυχημένα, με έναν τρόπο που κρύβει και εστέτ γοητεία και απειλή – κάτι που κάνει την απειλή ακόμα πιο τρομακτική φυσικά. Κι ο Μάικλ Στούλμπαργκ ως Φροντιστικός (Αλλά Και Θυμωμένος) Σύζυγος Που Μαγειρεύει, στέκεται δίπλα στην Άλμα της Τζούλια Ρόμπερτς ως ό,τι πιο κοντινό σε ηθική πυξίδα έχει αυτή η τόσο σκοτεινή και δύσβατη ταινία, προσφέροντας μάλιστα και το ηθικό της ξετύλιγμα με μια του φράση στην αποστομωτική προτελευταία σκηνή της.

Στο τέλος, ο Γκουαντανίνο καταφέρνει να στήσει αποτελεσματικά (αν και ομολογουμένως, παντελώς εξαντλητικά: μέχρι το τέλος νιώθει κανείς μια εξουθένωση που δεν είμαι βέβαιος πως είναι μες στις προθέσεις του δημιουργού) ένα αντι-θρίλερ που διαρκώς δραπετεύει από τις προσδοκίες του θεατή, και που δεν είναι απλή άσκηση ύφους παρά την τεχνική μαεστρία με την οποία το έχει δημιουργήσει.

Αρνούμενος να δώσει λυσάρι στον θεατή (με εξαίρεση ίσως τον επίλογο), αρνούμενος να στέψει κάποια ηρωίδα ή ήρωα ως Φωνή Του Δημιουργού, ο Γκουαντανίνο απλώς μας δίνει πρώτο τραπέζι πίστα σε μια μεγάλη σύγκρουση, μέσα από την οποία ζητά από το κάθε ένα άτομο που παρακολουθεί, να ερμηνεύσει αυτό που είδε.

Έχει έτσι στην ουσία φτιάξει μια ταινία-καθρέφτη, μοιράζοντας στοιχεία με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν διασκορπισμένα και έξω, στην αληθινή ζωή, ζητώντας από το κοινό να αποκωδικοποιήσει την υπόθεση – αναγκαστικά, βάζοντας μέσα πολύ από τον τρόπο που κάθε ένα από εμάς διαβάζει τον κόσμο. Και πάλι δηλαδή, όπως θα συνέβαινε εκεί έξω, στην αληθινή ζωή.

Εγώ σε αυτήν, είδα ανθρώπους με διαφορετικά μεγαλώματα και διαφορετικά εργαλεία, να αντιμετωπίζουν το τραύμα τους με διαφορετικούς τρόπους, άσχημα, επιθετικά, αβέβαια, χαοτικά – πριν μπορέσουν να προχωρήσουν με ένα νέο σχήμα του εαυτού τους. Τι ΔΕΝ είδα: Δεν είδα ούτε κάτι «αντι-woke», ούτε κάτι που αφήνει αμφιβολία για την ουσία των τραυματικών εμπειριών των δύο κεντρικών ηρωίδων – τις οποίες νιώθω πως επιβεβαιώνει, σιωπηλά μα ξεκάθαρα, ανάμεσα στις λέξεις κι ανάμεσα στις καταστάσεις, σε δύο καθοριστικές σκηνές.

(«Δεν κάναμε αυτή την ταινία ως μανιφέστο για να αναζωπυρώσουμε παλιομοδίτικες ηθικές αρχές», είπε ο Λούκα Γκουαντανίνο στη Βενετία και προσωπικά συμφωνώ: Η αμφισημία της σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με αντιδραστικότητα.)

Είναι σίγουρα ένα έργο στρυφνό και δύστροπο, με το θάρρος να μην έχει στα αλήθεια κεντρικό ηρωικό χαρακτήρα, αφήνοντας (καλώς ή κακώς) τους θεατές σε σημαντικό βαθμό μετέωρους. Είναι μια ταινία περισσότερο ενδιαφέρουσα από ό,τι απαραιτήτως καλή, αλλά είναι ενδιαφέρουσα με έναν αναγκαίο τρόπο που σχεδόν έχει εκλείψει από το σημερινό σινεμά.

Σχετικό Άρθρο

Ένα Απλό Ατύχημα

(“It Was Just An Accident / Yek tasadef sadeh”, Τζαφάρ Παναχί, 1ω45λ)

★★★★

Στο Ιράν, ένας άντρας συναντά τυχαία αυτόν που πιστεύει πως είναι ο πρώην βασανιστής του. Όταν όμως εκείνος το αρνείται σθεναρά, η αμφιβολία αρχίζει να επικρατεί.

Σε 25 λέξεις: Καθηλωτική μίξη υφών που μέσα από έναν επεισοδιακό χαρακτήρα θέτει τεράστια ηθικά ζητήματα μιλώντας για το συλλογικό τραύμα ενός λαού. Συγκλονιστικό φινάλε, δίκαιο Χρυσός Φοίνικας.

Κριτική

Η ταινία ακολουθεί με υπομονή αλλά και νεύρο μια τυχαία συνάντηση που κρύβει πίσω της όχι απλά μεγάλη ιστορία, αλλά και το συλλογικό τραύμα ενός ολόκληρου λαού.

Ύστερα από το απλό ατύχημα του τίτλου, ένας άντρας (που οδηγώντας με την έγκυο γυναίκα του στο αμάξι, χτυπά και σκοτώνει έναν σκύλο) ζητά βοήθεια σε ένα γκαράζ χωρίς να γνωρίζει πως ο άντρας που τον βοηθά εκεί, τον αναγνωρίζει (;) ως τον βασανιστή του.

Ο Βαχίντ όμως δεν μπορεί να νιώθει 100% βέβαιος πως αυτός είναι όντως ο βασανιστής του – εξάλλου δεν είναι το πρόσωπό του που αναγνωρίζει, μα ο ήχος του προσθετικού του ποδιού που τον στοιχειώνει ακόμα. Για να σιγουρευτεί, στρατολογεί άλλα θύματα του ίδιου ανθρώπου, και όπως προκύπτει στην πορεία, κάθε θύμα έχει κάποια άλλη τραυματική ανάμνηση βάσει της οποίας μπορεί να αναγνωρίσει τον βασανιστή. Μια μυρωδιά, μια αίσθηση – είναι τρομερό το τι είναι τελικά αυτό που σου μένει.

Στη διαδρομή που ακολουθεί, η συλλογικότητα των θυμάτων του άντρα, συζητά την ηθική διάσταση αυτού που πάνε να κάνουν. Κοινώς, το κατά πόσο θα πάρουν όντως εκδίκηση από εκείνον, και τι μορφή θα έχει αυτή. Και, φυσικά, το κατά πόσο είναι όντως αυτός που πιστεύουν πως είναι.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά νευρώδες φιλμ που αποκαλύπτει μια πολύ πιο έντονη διάσταση του σινεμά και της κοσμοθεωρίας του Παναχί, αρκετά μακριά από ταινίες σαν το “Οφσάιντ”, με το οποίο μεγάλο μέρος του κοινού τον γνώρισε πριν σχεδόν 20 χρόνια. Το “Ατύχημα” διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στους χώρους ενός αυτοκινήτου ή σε μικρο-επεισόδια γύρω από αυτό, καταφέρνοντας να βρίσκει χρόνο και χώρο για εξιλεωτικά κωμικές σκηνές που όμως στην πράξη εντείνουν ακόμα περισσότερο την αίσθηση υποβόσκουσας φρίκης.

Ως θρίλερ εκδίκησης είναι εντελώς αντισυμβατικό, όχι μόνο λόγω της απουσίας στιλιζαρίσματος και της συνύπαρξης χιούμορ και φρίκης – αλλά και χάρη στο πώς η δράση ουσιαστικά ξετυλίγεται μέσα από εντελώς προσωποκεντρικά μικρο-επεισόδια.

Το ηθικό δίλημμα και η στάση των ατόμων χτίζεται μέσα από αγωνία και σασπένς και μια σειρά από περιστατικά που δεν επαναλαμβάνονται, και επιτρέπουν στον Παναχί να δοκιμάσει διάφορα στυλ, και να πει διάφορες μικρές ιστορίες μες στην μεγάλη. Μοιάζει με σκηνοθέτης που βρίσκεται πραγματικά στο τοπ της δημιουργικής φόρμας του, δείχνοντας μια νέα πλευρά του αντί να επαναλαμβάνεται.

Η ταινία είναι ένα αλληγορικό θρίλερ πάνω στην αναγκαιότητα της συλλογικής αντίδρασης στις φρικαλεότητες της ισχύος, αλλά και στην ζωτική σημασία του να μπορείς να φανταστείς ένα μέλλον για τον εαυτό σου – δίχως φυσικά ποτέ αυτό να είναι ταυτόσημο με ευκολίες και χολιγουντιανά happy end. Αν μη τι άλλο, το συγκλονιστικό φινάλε υπογραμμίζει την επίμονη φύση του τραύματος.

Με πολλές ηθοποιούς να εμφανίζονται με ακάλυπτα τα κεφάλια τους, με τα γυρίσματα να έχουν πραγματοποιηθεί για μια ακόμα φορά χωρίς άδεια από την ιρανική κυβέρνηση, και με το φιλμ να αφηγείται με πυγμή μια καθηλωτική ιστορία αντίστασης, ήταν βέβαιο πως έτσι κι αλλιώς αυτό το “Ατύχημα” θα αποτελούσε στόχο για το ιρανικό καθεστώς. Εκτός από πράξη θάρρους με δεδομένη καλλιτεχνική αξία, η δίκαιη βράβευσή του με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το επιβεβαιώνει ως ένα πολύ μεγάλης σημασίας δημιούργημα.

Σχετικό Άρθρο

Ρίφενσταλ – Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ

(“Riefenstahl”, Άντρες Βάιελ, 1ω55λ)

★★★½

Ντοκιμαντέρ που εξερευνά την κληρονομιά της Λένι Ρίφενσταλ, αντιπαραθέτοντας αρχειακό υλικό που αποδεικνύει πως είχε επίγνωση των ναζιστικών θηριωδιών ενώ συνέβαιναν.

Σε 25 λέξεις: Ανατριχιαστικό προφίλ της προπαγανδίστριας του Χίτλερ, με εκτενή έρευνα και απίστευτου βάθους υλικό, που σχηματίζει μια εικόνα απολύτως επίκαιρη σήμερα.

Κριτική

Μια εκπληκτική και εις βάθος έρευνα της ζωής και της περσόνας της διαβόητης δημιουργού και προπαγανδίστριας του Χίτλερ, Λένι Ρίφενσταλ. Μέσα από αρχειακό υλικό που η ίδια κρατούσε, ο Βάιελ εκθέτει τις αντιφάσεις της ρητορικής που έπλασε για τον εαυτό της. Μια ζωή διατείνεται πως δεν γνώριζε την αλήθεια και το εύρος των θηριωδιών του Χίτλερ, όμως οι σημειώσεις της, το παντοτινά ένοχο παρουσιαστικό της, το βλέμμα της και ακόμα κι η ίδια η φωνή της (σε ηχογραφήσεις αρχείου που η ίδια κράτησε!) λένε το ακριβώς αντίθετο.

Την παρακολουθούμε να γκρινιάζει και να είναι διαρκώς alert: Προσπαθεί να μανατζάρει σε απόλυτο βαθμό την εικόνα της και το πώς αυτή περνά στον κόσμο, φοβάται πως αν πει μια λέξη παραπάνω θα γίνει cancel ως «νεο-Ναζί», εξανίσταται που της καταλογίζουν την αποτύπωση χιτλερικής προπαγάνδας μέσω της εικόνας της: «Και τι έγινε αν όσοι δείχνω στα βίντεό μου έχουν άρειο σωματότυπο;», αναρωτιέται; Σα να λέει: Κακοσουλούπωτους θα δείχνουμε;

Έχοντας βάση μια εντυπωσιακού εύρους και λεπτομέρειας έρευνα, ο Βάιελ στήνει ένα συγκλονιστικό προφίλ άρνησης και μυθοπλαστικού παραλογισμού, σε μια εποχή που η συστημική Δύση λέει με ευκολία συνταρακτικά ψέματα στον εαυτό της για τα όσα καλύπτει – και όσα στο μέλλον πολλοί θα κάνουν ότι δεν ήξεραν πως συνέβαιναν.

Super Paradise

(Στιβ Κρικρής, 1ω28λ)

★★½

Πώς ένα γραφικό νησί των Κυκλάδων εξελίχθηκε στο lifestyle must των ‘90s; Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί αυτή τη διαδρομή, εντοπίζοντας μια στιγμή αγνότητας και έκστασης που κράτησε για λίγα χρόνια, προτού η Μύκονος αλλάξει μια για πάντα.

Σε 25 λέξεις: Γλυκό, νοσταλγικό ντοκιμαντέρ με ωραίες ιστορίες, πρόσωπα και εικόνες αρχείου. Όταν επιχειρεί να εμβαθύνει δεν πετυχαίνει, αλλά είναι ωραία παρέα όπως και νά’χει.

Κριτική

Το ντοκιμαντέρ του Στιβ Κρικρή (“The Waiter”) εξετάζει τη Μύκονο του Τότε σε σχέση με τη Μύκονο του σήμερα. Πριν 50 χρόνια, ήταν ακόμα ένα φτηνό νησί, σύμβολο μιας μεγάλης ελευθερίας μακριά από τις επιταγές της εμπορευματοποίησης και του branding, δίχως κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Ο Κρικρής, με προσωπικά βιώματα κι ο ίδιος από το νησί εκείνης της περιόδου, βρίσκει σήμερα τους πρωταγωνιστές της μυκονιάτικης μυθολογίας των ‘70s και μέσα από τις αναμνήσεις τους (και τις απολαυστικές εικόνες τους) συνθέτει το προφίλ ενός τόπου που, ίσως, παραήταν μαγευτικός για να αντέξει σε εκείνη την αγνή μορφή του.

Ως εκ τούτου, το φιλμ είναι λιγότερο «πώς η Μύκονος παραδόθηκε στον καπιταλισμό» (αν και υπάρχει κι αυτό περιφερειακά, προς το τέλος του φιλμ) και περισσότερο μια απόπειρα ανασύστασης μιας αίσθησης, μιας ανάμνησης, μιας συνθήκης που φαντάζει βασικά τέλεια. Διάσημοι και άσημοι, ταβερνιάρηδες, πορτιέρηδες, θαμώνες, μάγειες, σχεδιαστές – μέσα από αυτές τις ιστορίες, η Μύκονος συμβολίζει μια ουτοπία που υπήρξε για μια μικρή, συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, αλλά για τον Κρικρή και τους συν-αφηγητές του, μοιάζει με κάτι το αγέραστο.

Το αποτέλεσμα είναι μια ψυχωμένη αναδρομή στο παρελθόν που όμως εν τέλει εξελίσσεται περισσότερο σε έναν «ααααχ… τόοοοτε» νοσταλγικό στοχασμό παρά μια κεντραρισμένη εξερεύνηση του τι ακριβώς συνέβη και με ποιο τρόπο ο χαρακτήρας αυτός χάθηκε. Αλλά ακόμα κι έτσι, το ξεφύλλισμα αυτού του άλμπουμ αξίζει τον κόπο.

Σχετικό Άρθρο

Καλές Γιορτές

(“Happy Holidays”, Σκάνταρ Κόπτι 2ω3λ)

★★½

Ο Παλαιστίνιος Ράμι είναι σε σχέση με την Εβραία Σίρλεϊ η οποία μένει έγκυος, αναγκάζοντάς τους να αντιμετωπίσουν οικογενειακές και συλλογικές εντάσεις στις κοινότητές τους. Στο μεταξύ η μητέρα του έχει να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση όταν η κόρη της μπλέκει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, ενώ η αδερφή της Σίρλεϊ προσπαθεί να επηρεάσει την απόφασή της για την εγκυμοσύνη.

Σε 25 λέξεις: Αλληγορικό φιλμ για το χάσμα μιας τεταμένης συνύπαρξης, απλώνει ικανά τη δραματουργία του σε πολλαπλές διαδρομές και χαρακτήρες, είναι εξαιρετικά παιγμένο από ερασιτέχνες ηθοποιούς, αλλά του λείπει η πολιτική και αφηγηματική πυγμή.

Επιλεγμένες προβολές

Άκι Καουρισμάκι… Ανοίγει για 2η σεζόν το Cinobo Πατησίων με νέο πρόγραμμα προβολών όπου ξεχωρίζει ένα μεγάλο αφιέρωμα σε κλασικές ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, όπως “Ο Άνθρωπος Χωρίς Παρελθόν”, “Το Λιμάνι της Χάβρης”, “Πεσμένα Φύλλα”, και άλλα. (Cinobo Πατησίων, από 16/10)

4ο φεστιβάλ παλαιστινιακού κινηματογράφου… 15 ταινίες μεγάλου μήκους και πάνω από 15 μικρού, συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα της φετινής έκδοσης του φεστιβάλ. Στο πρώτο τμήμα προβολών συμπεριλαμβάνονται ταινίες όπως “Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ”, “Σε Μια Άγνωστη Χώρα”, καθώς και μια επιλογή ταινιών μικρού μήκους. (Τριανόν, 16-19/10)

Τα Παιδιά του Παραδείσου… Το αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ, που πολλοί θεωρούν μια από τις μεγαλύτερες γαλλικές ταινίες όλων των εποχών, έχοντας σταθεί πηγή έμπνευσης για τον ιταλικό νεορεαλισμό και τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο, προβάλλεται ξανά στην 80ή του επέτειο. (Studio art cinema & Ατενέ)

Υπάλληλοι… Νέα σεζόν χειμερινών προβολών και για το Midnight Express, που ξεκινά με την ασπρόμαυρη καλτ κωμωδία του Κέβιν Σμιθ που έπαιξε μεγάλο ρόλο στη θεμελίωση του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά των ‘90s. (Cinobο Πατησίων, Μεσάνυχτα Σαββάτου 18/10)

Κυκλοφορούν ακόμη

Νεκρό Τηλέφωνο 2: Καθώς ο Φινν, τώρα πια 17 χρονών, παλεύει για να ζήσει μια νορμάλ ζωή, η αδερφή του αρχίζει να λαμβάνει τηλεφωνήματα στον ύπνο της και να βλέπει συνταρακτικά οράματα τριών αγοριών που τα ακολουθεί μια απειλητική παρουσία σε μια χειμερινή κατασκήνωση. Σίκουελ της πετυχημένης ταινίας τρόμου από τον Σκοτ Ντέρικσον (“Doctor Strange”, “Sinister”).

Τύχη Βουνό: Ένας καλοπροαίρετος αλλά μάλλον ανίκανος άγγελος, ονόματι Γκάμπριελ (Κιάνου Ριβς) ανακατεύεται στις ζωές ενός εργαζόμενου σε μια περιστασιακή εργασία (Αζίζ Ανσάρι) και ενός πλούσιου επενδυτή (Σεθ Ρόγκεν).

Χάιντι – Η Διάσωση του Μικρού Λύγκα: Η Χάιντι μαθαίνει ότι τα σχέδια του πονηρού βιομηχάνου Σνάιτινγκερ για ένα καταστροφικό πριονιστήριο στην περιοχή απειλούν όχι μόνο το μικρό λυγκάκι που βρήκε σε μια από τις βόλτες της, αλλά και ολόκληρο το οικοσύστημα του βουνού. Νέα περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για την αγαπημένη ηρωίδα.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα