Νέες ταινίες: Το παρελθόν επιστρέφει απειλητικά στο πολύ διασκεδαστικό “Creed III”

Νέες ταινίες: Το παρελθόν επιστρέφει απειλητικά στο πολύ διασκεδαστικό “Creed III”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Ξεκινά σήμερα το φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ανακοινώνοντας πως ματαιώνει την τελετή έναρξης κι όλες τις εορταστικές, λόγω της τραγωδίας στα Τέμπη. Θα πραγματοποιηθούν μόνο οι προβολές και οι εργασίες της Αγοράς.

Στις πρεμιέρες της εβδομάδας, συναντάμε το νέο σίκουελ σε μια από τις αγαπητές σειρές ταινιών του αμερικάνικου σινεμά (για πρώτη φορά δίχως τον Σιλβέστερ Σταλόνε σε κανένα πόστο), την συνύπαρξη των σπουδαίων Ζιλιέτ Μπινός και Βενσάν Λιντόν στις “Δύο Όψεις του Ξυραφιού” και την απρόσμενη οσκαρική υποψηφιότητα του τρομερά συγκινητικού “Ήσυχου Κοριτσιού” από την Ιρλανδία.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Creed III

(Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, 1ω53λ)

3 / 5

O Άδωνις Κριντ κρεμά τα γάντια του και αποχωρεί από την ενεργό πυγμαχική δράση, όταν ένας παιδικός του φίλος επιστρέφει –έχοντας μόλις αποφυλακιστεί– για να του θυμίσει τα παλιά. Οι παιδικές αναμνήσεις που μοιράζεται με τον Ντέιμιαν δεν είναι όμως οι πιο ευχάριστες: Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα κομμάτι της ζωής του που ο Κριντ έχει καταπιέσει μέσα του, κρύβοντάς το κι από τη σύντροφό του αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Όταν μια σειρά γεγονότων φέρει τον Ντέιμιαν στο ρινγκ να μάχεται με την ορμή και τη λύσσα μιας ολόκληρης χαραμισμένης ζωής, ο Κριντ θα πρέπει να βάλει ο ίδιος τέλος σε αυτή την ιστορία.

Το νέο κεφάλαιο της σειράς διατηρεί μια ακόμα σημαντική παράδοση του franchise: Τον πρωταγωνιστή που κρατά τον δημιουργικό έλεγχο. Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν σκηνοθετεί ο ίδιος μιας ταινία βασισμένη σε ιδέα και σενάριο των αδερφών Κούγκλερ, που αποφασιστικά παίρνει αποστάσεις από την κληρονομιά του Rocky (σε αντίθεση με το συμπαθές αλλά εν τέλει όχι ιδιαίτερο “Creed II”, που ήταν βουτηγμένο στην αυτοαναφορικότητα) και βουτά σε ένα νέο παρελθόν που χτίζει για τον ήρωά της.

Απέναντι στον κεντρικό ήρωα έχουμε έναν άνθρωπο από το παρελθόν του, κάτι σαν το σκοτεινό του είδωλο, παιγμένο με θυμό και απολαυστικό μούτρωμα από τον Τζόναθαν Μέιτζορς, που πρόσφατα είδαμε ως νέο Μεγάλο Κακό της Marvel στο “Κβαντομανία”. Εδώ, από την πρώτη στιγμή ξέρεις πώς όλα θα πάνε στραβά, αλλά παρακολουθείς το στόρι καθώς χτίζεται σταδιακά μέσα από τις αλληλεπιδράσεις των δύο φίλων αλλά και την γενική ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην αφήγηση του φιλμ.

Κάτι που οφείλεται τόσο στην συνύπαρξη των Τζόρνταν και Μέιτζορς, όσο και στη σκηνοθετική προσέγγιση του πρώτου που αποτυπώνει αυτή την κατά τα άλλα γνώριμη δυναμική σα να επρόκειτο για κάποια anime σύγκρουση: Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται σε μια απροσδιόριστου δειλινού χρωματική παλέτα, κάθε πράξη φέρνει άμεσες συνέπειες χωρίς έγνοια για το πώς κυλά ο χρόνος (που μοιάζει ακίνητος ή σα να τρέχει ακατάπαυστα, ή και τα δύο ταυτόχρονα), κι οι μάχες καδράρονται μέσα από λεπτομέρειες στα μάτια ή στη φιγούρα των ηρώων, που συχνά τοποθετούνται εκτός ρεαλιστικού πλαισιού και κατευθείαν μέσα σε ένα σκηνικό συναισθηματικά αφαιρετικό– οπωσδήποτε στο σύμπαν των Rocky/Creed δεν έχουμε ξαναδεί απολύτως τίποτα που έστω να μοιάζει με την τελευταία μάχη του “Creed III”.

Όλα αυτά ίσως δεν κάνουν την ταινία ό,τι πιο πρωτότυπο ή απρόβλεπτο ή βαθύ έχει υπάρξει ποτέ, αλλά έτσι κι αλλιώς πολύ συχνά οι ταινίες αυτού του franchise βρίσκουν τρόπους να θριαμβεύουν μέσα στα γνώριμά τους πλαίσια. Κι ετούτη εδώ, στηριγμένη στις τεράστιες πλάτες δύο απολαυστικών ηρώων (των οποίων τις ιστορίες παίρνει απολύτως σοβαρά) και σκηνοθετημένη με έναν φρέσκο τρόπο, κάπου ανάμεσα στη συναισθηματική αλήθεια και το καρτούν στιλιζάρισμα, μπορεί να μην είναι ανάμεσα στις σπουδαίες αλλά είναι αγνά διασκεδαστική.

Οι Δύο Όψεις του Ξυραφιού

(“Both Sides of the Blade / Avec amour et acharnement”, Κλερ Ντενί, 1ω57λ)

2.5 / 5

Ο Ζαν κι η Σάρα ζουν ευτυχισμένοι εδώ και χρόνια αλλά η σχέση τους κλονίζεται όταν ένας παλιός γνωστός κάνει την επανεμφάνισή του. Είναι ο παλιός φίλος του Ζαν και παλιός έρωτας της Σάρα. Η επιστροφή του Φρανσουά δε μπορεί παρά να δημιουργήσει ρωγμές που ως εκείνη τη στιγμή φάνταζαν αδιανόητες. Θα πλησιάσει τον Ζαν ώστε να συνεργαστούν ξανά, όμως είναι η Σάρα που νιώθει μια ακαταμάχητη έλξη και ένα πάθος που νόμιζε πως είχε σβήσει.

Η λιγότερο καλή από τις δύο περσινές ταινίες της Κλερ Ντενί για ένα εντυπωσιακό ζευγάρι και τους τρόπους με τους οποίους βρίσκεται σε πάθος ή βρίσκεται σε πόλεμο– η άλλη, το μεθυστικό “Stars at Noon” παίχτηκε και βραβεύτηκε (με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής) στις Κάννες μα δυστυχώς θάφτηκε τόσο βαθιά από την παραγωγή που δεν βρήκε αξιοσημείωτη διανομή, ενώ στην Ελλάδα δεν το είδαμε ποτέ και πουθενά, ούτε καν σε φεστιβαλική προβολή.

Οι “Δύο Όψεις του Ξυραφιού” είναι ένα σαφώς πιο ευπώλητο αισθηματικό δράμα που αν παραπέμπει σε άλλη ταινία της σκηνοθέτη θα ήταν ίσως η “Λιακάδα Μέσα Μου”, πάλι με τη Μπινός πρωταγωνίστρια και γραμμένο από την ίδια σεναριογράφο. Η Ντενί ξεκινά το φιλμ αφήνοντας την κάμερα να χορτάσει το ζευγάρι των –καθηλωτικών κι εδώ– Μπινός και Λιντόν καθώς αγγίζοντας μέσα στη θάλασσα, με αποτέλεσμα ό,τι ακολουθεί για τις επόμενες δυο ώρες να μοιάζει με μια διαρκή διαδικασία απώλειας, μιας ψυχοσωματικής σχεδόν ισορροπίας που εκφράζεται ερωτικά, αισθηματικά, σαρκικά.

Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας η Ντενί κρατά το κάδρο σε επίμονα κοντινά στα πρόσωπα των ηρώων της κρατώντας μας εγκλώβισμένους σε μια πραγματικότητα σχεδόν ζαλιστικά προσωπική, όμως η ταινία κάνει το λάθος να μην αποφασίζει για το πόσο αληθινά αφαιρετική θέλει να είναι. Προσφέρει αρκετούς υπαινιγμούς για το παρελθόν και για το context των χαρακτήρων ώστε να φανεί τελικά πως, όταν η εικόνα ποτέ δεν συμπληρώνεται, να μοιάζει με αστοχία, με λάθος σεναριακό υπολογισμό. Με το να μην κάνει την ιστορία ούτε εξαιρετικά συγκεκριμένη αλλά ούτε και αληθινά αόριστη, η Ντενί την καταδικάζει στο να μοιάζει απλώς κάπως μπανάλ: μια ιστορία ενός ανεξήγητου πάθους που καταλαμβάνει μια ολόκληρη ζωή, σε έναν άνευρο, επαναλαμβανόμενο ρυθμό.

Η Ντενί, μια από τις σημαντικότερες εν ενεργεία δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά, κέρδισε για αυτή την ταινία το πρώτο μεγάλο φεστιβαλικό βραβείο της καριέρας της, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Ήταν στο φεστιβάλ Βερολίνο και πήρε το βραβείο Σκηνοθεσίας– δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Είναι ο τρόπος που παγιδεύει πάθος και φλόγα και προδοσία μέσα στα κοντινά της κάδρα, που τελικά νοηματοδοτεί όλο το φιλμ. Το οποίο αξίζει τη θέαση, αν μη τι άλλο για τη συνύπαρξη των Μπινός και Λιντόν, όσο και για την προσέγγιση της Ντενί πάνω σε μια ιστορία παλιά όσο ο κόσμος. Είναι μια σπουδαία σκηνοθέτης, αλλά είχε –και θα έχει– πολύ πιο ξεχωριστές ιστορίες να αφηγηθεί.

Το Ήσυχο Κορίτσι

(“The Quiet Girl / An Cailín Ciúin”, Κόλουμ Μπερέιντ)

3.5 / 5

Στην Ιρλανδία των ‘80s, ένα ήσυχο, παραμελημένο κορίτσι μιας πολυμελούς, δυσλειτουργικής οικογένειας στέλνεται να περάσει το καλοκαίρι με μακρινούς συγγενείς. Υπό την προστασία και την φροντίδα τους, η μικρή Κάιτ είναι σα να ανθίζει, σα να της επιτρέπεται για πρώτη φορά να αφήσει τον εαυτό της αληθινά ελεύθερος. Οι νέοι προσωρινοί γονείς βρίσκουν κι εκείνοι νέα σημεία αναφοράς, νέες συνήθειες. Όμως σε αυτό το σπιτικό όπου όλα μοιάζουν –έστω για μια στιγμή– ιδανικά, ένα μυστικό θα αλλάξει τις ισορροπίες.

Ο Κόλουμ Μπερέιντ κάνει χρήση μιας λιτής κινηματογραφικής φόρμας για να αφηγηθεί την ιστορία του νεαρού κοριτσιού, καταφέρνοντας μέσα από τη χρήση του κάδρου και κάνοντας τις σιωπές αληθινό του αφηγηματικό όπλο, να μας μεταφέρει τα πάντα μέσα από την οπτική της Κάιτ– χωρίς μάλιστα ποτέ να χρειαστεί να καταφύγει σε φτηνά κόλπα ή απλουστευτικές οπτικές που συχνά στο σινεμά συγχέονται με των παιδιών.

Υπαινικτικό και θριαμβευτικά χαμηλών τόνων, στήνει την ιστορία με υπομονή, φροντίδα και συναισθηματική πυκνότητα, εκμεταλλευόμενο τόσο τις αναμενόμενες συμβάσεις κάθε ιστορίας ενηλικίωσης, όσο και το πανέμορφο, σκληρά παραμυθένιο φυσικό τοπίο. Χτίζοντας τελικά, χωρίς να καταλάβεις καλά-καλά από πού σε χτύπησε, προς ένα πολύ συγκινητικό φινάλε, από τα ωραιότερα της χρονιάς. Έτσι ίσως εξηγείται και η υποψηφιότητα-έκπληξη για Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ που η ταινία πήρε ανάμεσα σε δεκάδες άλλες πιο πολυβραβευμένες, πιο πολυπαιγμένες και αναγνωρισμένες. Πολύ απλά, όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν παρά να την αγαπήσουν.

Κυκλοφορεί ακόμη

Cocaine Bear: Η ταινία-αστείο για μια αρκούδα γεμάτη κοκαϊνη, σε σκηνοθεσία της Ελίζαμπεθ Μπανκς.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα