Νέες ταινίες: Ζωή μαγική στα σινεμά με τη «Barbie»

Νέες ταινίες: Ζωή μαγική στα σινεμά με τη «Barbie»
© 2022 Warner Bros. Entertainment Inc.

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Το άνοιγμα της νέας “Επικίνδυνης Αποστολής” ήταν καλό, αλλά αυτό που ήταν εντυπωσιακό ήταν το πόσο πανομοιότυπα νούμερα έκανε με το άνοιγμα του “Ιντιάνα Τζόουνς”, σαν το κοινό να είναι βασικά το ακριβώς ίδιο: 45.000 εισιτήρια τριημέρου.

Ο Ίντι έχει βαστήξει καλά στην Ελλάδα, δουλεύοντας καλά και στο θερινό κι έχει φτάσει τα 135.000 εισιτήρια. Η περιπέτεια με τον Τομ Κρουζ δημιουργεί ελαφρώς πιο ενθουσιώδεις αντιδράσεις, αλλά κάτι η μεγάλη διάρκεια, κάτι το ότι δεν ταιριάζει στο θερινό εξίσου καλά με τον αρχαιολόγο, θα δούμε τι καύσιμα έχει ακόμα μέσα της.

Κατά τα άλλα η ρομαντική περιπέτεια “Τα Πάνω Κάτω” του Λουί Γκαρέλ γράφει εξαιρετικά νούμερα στη δεύτερη εβδομάδα της (σχεδόν 2.500 εισιτήρια φτάνοντας τα 5.000) και δείχνει πως θα δουλεύει σταθερά όλο το καλοκαίρι, ενώ στις επανεκδόσεις ο “Μεγάλος Λεμπόφσκι” πλησιάζει επίσης τις 5.000 εισιτήρια χτυπώντας φλέβα και ξεχωρίζοντας από το σύνολο.

Asteroid City” και “Αραχνο-σύμπαν”, δύο από τις καλύτερες ταινίες του καλοκαιριού και της χρονιάς, συνεχίζουν να μαζεύουν χιλιάρικα εισιτηρίων μετά από εβδομάδες προβολών, και σε λίγες πια αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Barbie

(Γκρέτα Γκέργουιγκ, 1ω54λ)

3 / 5

Στη Barbieland, η Μπάρμπι ζει κάθε μέρα μια τέλεια ημέρα, από ηλιόλουστο και ξέγνοιαστο πρωί μέχρι τις μετά μουσικής και χορού κοριτσοβραδιές της. Όταν όμως αρχίζει ξαφνικά από το πουθενά να έχει σκέψεις για τον θάνατο, να διαπιστώνει πως κυτταρίτιδα εμφανίζεται στο αψεγάδιαστο πλαστικό της δέρμα, και πως η τέλεια καθημερινή της ρουτίνα αρχίζει να χάνει στροφές, θα πρέπει να ταξιδέψει στον αληθινό κόσμο. Και εκεί, να βρει το κορίτσι που παίζει μαζί της και που της μεταφέρει αυτές τις ανήσυχες σκέψεις, ώστε να διορθώσει την κατάσταση. Όμως ο Κεν την ακολουθεί και εκεί, στον αληθινό κόσμο, μαθαίνει για την ύπαρξη της πατριαρχίας. Έτσι, τα πάντα θα αλλάξουν προς το χειρότερο.

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ (“Lady Bird”, “Μικρές Κυρίες”) σκηνοθετεί μια άκρως ευρηματική και εντυπωσιακής κατασκευής και ομορφιάς ιστορία για μια Μπάρμπι που μαθαίνει πώς (να) είναι αληθινή γυναίκα. Το φιλμ δεν διαθέτει ακριβώς στιβαρή δομή φλερτάροντας με το αφηρημένο, διαθέτει χιούμορ, κέφι, τεχνική και κυρίως πάθος– αυτή η Μπάρμπι μέσα από τον υπαρξιακό της αναστοχασμό αρχίζει να συνειδητοποιεί το βάρος του να είσαι γυναίκα στην κοινωνία, την ίδια ώρα που (με τη συνδρομή μιας εξαιρετικής Μάργκο Ρόμπι) διαγράφει μια πορεία προσωπικής πλήρωσης και αναζήτησης. Μια γυναίκα που έρχεται σε επαφή με τον Μεγάλο Έξω Κόσμο και τις σκληρές του προκλήσεις, την ώρα που πασχίζει να καθορίσει τη δική της ταυτότητα σε μια κοινωνία που διαρκώς της φορά ταμπέλες, απαιτήσεις και προσδοκίες.

Η Γκέργουιγκ ρίχνει μερικές έξυπνες μπηχτές προς τη γενική κατεύθυνση της πατριαρχικής κοινωνίας, των ανδρών που απαιτούν προσοχή, της εμπορευματοποίησης, ακόμα και της ίδιας της Mattel, αλλά σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει τελικά αρκετό βάθος εκεί ή κάποια ουσιώδης ανατρεπτική διάθεση. Επιπλέον, το φιλμ ειδικά μετά τη μέση χάνει τελείως το ρυθμό του, επιλέγει να μιλά παρά να δείχνει, χάνεται σε κύκλους, και στον πιο λάθος υπολογισμό όλων, παραδίδεται στο αφηγηματικά μισοψημένο ταξίδι του Κεν, ο οποίος κλέβει την ταινία από την ίδια την πρωταγωνίστριά της. (Ο Γκόσλινγκ είναι θαυμάσιος.)

Παρά τα προβλήματα και τις εγγενείς αδυναμίες του εγχειρήματος, το φιλμ είναι όμορφο, διασκεδαστικό, παθιασμένο, έξυπνο και συγκινητικό. Ακόμα και σαν άσκηση ύφους, είναι συναρπαστικό να βλέπεις τι μπορεί να κάνει μια δημιουργός σαν την Γκέργουιγκ μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Κι επιπλέον -και με δεδομένη την εμπορική επιτυχία που βρίσκεται στον ορίζοντα για την ταινία- κρατήστε την κατά νου ως απρόσμενο (ή όχι και τόσο απρόσμενο) οσκαρικό παίχτη. Στις τεχνικές κατηγορίες οπωσδήποτε, αλλά όχι μόνο.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ: Πόσο αντισυμβατική μπορεί να είναι η Barbie;

Ζαν ντι Μπαρί, η Ερωμένη του Βασιλιά

(“Jeanne du Barry”, Μαϊγουέν, 1ω56λ)

1 / 5

Η ιστορία της ευνοούμενης του Λουδοβίκου του 15ου, που από τη φτώχεια βρίσκεται ξαφνικά στο παλάτι για χρόνια, πριν ο θάνατός του την στείλει πίσω από εκεί που ήρθε, όσο κι αν στη συνείδηση του λαού θα παρέμενε ακόμα κομμάτι της αριστοκρατίας. Θα μπορούσε να αποτελεί μια πλούσια ιστορία σε άλλα χέρια, όμως η –σκηνοθέτης και πρωταγωνίστρια– Μαϊγουέν δεν έχει καμία διάθεση να διευρύνει το βλέμμα της, να διαπιστώσει οτιδήποτε πολιτικό (η επανάσταση απλώς συμβαίνει στις κάρτες τέλους), οτιδήποτε κοινωνικό, ή –θεός φυλάξει!– οτιδήποτε φεμινιστικό, με την Ζαν να παραμένει απλώς μια παρουσία δίχως λόγο σε οτιδήποτε ή οποιαδήποτε στόχευση.

Σε μια ιστορία που παρουσιάζεται δίχως κάποια ουσιαστική οπτική επί των πραγμάτων και που ποτέ δεν ξεπερνάει το συμβατικό μελόδραμα, με την Μαϊγουέν-ως-Ζαν να γεμίζει κάθε πλάνο είτε ως πλάσμα που εντυπωσιάζει είτε ως πλάσμα που κατάφωρα αδικείται (χωρίς αυτό που ποτέ να εξερευνάται ή αποκτά διακυμάνσεις– το χειρότερο επεισόδιο του “Gossip Girl” έχει περισσότερες αφηγηματικές ανησυχίες από αυτή την ταινία), ο Τζόνι Ντεπ περιφέρεται άνευρα στο παλάτι ως βασιλιάς Λουδοβίκος ο 15ος. Λέγοντας λιγοστές λέξεις σε όλη την ταινία, διαθέτοντας μια σοκαριστικά ανύπαρκτη χημεία με την Μαϊγουέν και έχοντας έναν εν τέλει υποστηρικτικό ρόλο τον οποίο υπηρετεί με την όρεξη υπαλλήλου σε απλήρωτες υπερωρίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Ανταπόκριση από την πρεμιέρα του φεστιβάλ Καννών

Η Ρίζα του Κακού

(“L’ Origine du Mal”, Σεμπαστιέν Μαρνιέ, 2ω5λ)

2 / 5

Σε μια πολυτελή παραθαλάσσια βίλα, μια νεαρή εργάτρια βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε μια παρέα έξω από τον ταξικό προσδιορισμό της. Καλεσμένη εκεί του πλούσιου πατέρα της, ο οποίος θέλει να της συστήσει τη νέα του οικογένεια, η ηρωίδα θα γνωρίσει μισή ντουζίνα εντελώς έξτρα χαρακτήρων, που άπαντες μοιάζουν να κρύβουν μυστικά και ενοχές. Το αποτέλεσμα θα είναι εκρηκτικό.

Ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ σκηνοθετεί ένα αγωνιώδες μυστήριο με ειρωνικές πινελιές, έχοντας για οδηγό τον μεγάλο Κλοντ Σαμπρόλ και τα δικά του αγωνιώδη κοινωνικά δράματα– όπως το “Άνθος του Κακού”, του οποίου τον τίτλο και ψιλο-δανείζεται. Πρωταγωνιστεί η πάντα αφοσιωμένη Λορ Καλαμί (“Full Time”), όμως παρά τον ενδιαφέροντα σχηματισμό της ιστορίας και τις επιμέρους στιγμές, από το φιλμ απουσιάζει η βαθύτερα ταξική ματιά, την οποία εδώ ο Μαρνιέ απλώς προσποιείται, ή χρησιμοποιεί για όσο την έχει ανάγκη. Οι ανατροπές και ο ρυθμός κρατάν το ενδιαφέρον μέχρι τέλους, όμως πίσω από τον πολιτικό μανδύα του, το φιλμ είναι τελικά περισσότερο μια φάρσα.

Κυκλοφορεί ακόμη

Άκου τη Μαμά: Ταινία τρόμου για ένα 8χρονο αγόρι μαστίζεται από ένα συνεχές χτύπημα μέσα από τον τοίχο, ενώ αρχίζει να πιστεύει ότι οι γονείς του (Λίζι Κάπλαν και Άντονι Σταρ) κρύβουν ένα επικίνδυνο μυστικό.

Σε επανέκδοση

Μόνο Αίμα

(Τζόελ Κοέν, 1ω39λ)

4 / 5

Ο ιδιοκτήτης ενός κακόφημου μπαρ κάπου σε μια μικρή πόλη του Τέξας, ανακαλύπτει πως ένας εργαζόμενός του διατηρεί παράνομο δεσμό με τη σύζυγό του. Θα σκαρφιστεί ένα σχέδιο για τη δολοφονία και των δύο τους, κι από εκεί θα ξεκινήσει μια αλυσίδα παρεξηγήσεων, ψεμάτων και παράνοιας καθώς οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.

Το απολαυστικό και πραγματικά αψεγάδιαστο ντεμπούτο των αδερφών Κοέν είναι ένα δείγμα φαταλιστικού νεο-νουάρ σαν αυτά που θα τελειοποιούσαν στην πορεία της καριέρας τους, και ήδη από εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τα στοιχεία που θα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του έργου τους μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Άνθρωποι παγιδευμένοι στον ιστό των λαθών και των αποφάσεών τους, σε αγωνιώδη αδιέξοδα που δεν κρύβουν κάποιο μεγαλύτερο νόημα ή κάποια ελπίδα.

Το “Μόνο Αίμα” είναι ωστόσο κάτι πολύ περισσότερο από το πατρόν μιας μετέπειτα καριέρας, προορισμένο απλώς για μια κάστα αφοσιωμένων σινεφίλ– είναι ένα καθηλωτικό, ολοκληρωμένο δείγμα κλειστοφοβικής, κατάμαυρα απολαυστικής αγωνίας, από δημιουργικά χέρια γεμάτα σιγουριά και ετοιμότητα, με την ένταση να διαπερνά κάθε ιδρωμένο, σκοτεινό, παγιδευμένο κομμάτι αυτού του λαβυρίνθου.

Στα αξιοπερίεργα, πρέπει να αναφέρουμε την ύπαρξη ενός επίσης καλοφτιαγμένου και ευρηματικού ριμέικ, μάλιστα δια χειρός Ζανγκ Γιμού, με τίτλο “Μία γυναίκα, ένα όπλο κι ένα noodle bar” το οποίο γυρίστηκε το 2009 και μεταφέρει τη δράση σε μια επαρχία της Κίνας. Αξίζει να το ανακαλύψετε– παρόλο που δεν είναι σπουδαία ταινία σαν το πρωτότυπο, αποτελεί περίπτωση ριμέικ που αποχωρεί από το αρχικό κείμενο σε σημαντικό βαθμό, προσφέροντας μια αληθινά διαφορετική ματιά στο υλικό.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα