Κ. Σωτηρίου: “Γράφουμε για να μην ξεχνάμε”
Διαβάζεται σε 6'
Με αφορμή το νέο της βιβλίο, η Κύπρια συγγραφέας Κωνσταντία Σωτηρίου μάς μιλά για την ιστορική μνήμη, την εργατική τάξη του τότε και του σήμερα στην Κύπρο και την απουσία οξυγόνου στην αφήγησή της.
- 22 Ιουλίου 2025 10:21
Η Κωνσταντία Σωτηρίου διαθέτει ένα σχεδόν μοναδικό λογοτεχνικό πλεονέκτημα. Μπορεί να γράφει με τη μέθοδο της μίας ανάσας (να σπανίζουν, δηλαδή, οι τελείες στα γραπτά της) και την ίδια ώρα το κείμενό της να κυλά στο μυαλό του αναγνώστη με την ευκολία που κυλά το νερό σε ένα ρυάκι.
Στη νέα της απόπειρα (“Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ”, εκδόσεις Πατάκη), η εκ των κορυφαίων συγγραφέων της Κύπρου συνδέει δύο εκ πρώτης όψεως ασύνδετες ιστορίες. Το μπαράζ δολοφονιών μεταναστριών γυναικών πριν από λίγα χρόνια στην Κόκκινη Λίμνη και σε άλλα μέρη της Κύπρου (γεγονός που “έπαιξε” πολύ και στην Ελλάδα) με τον αγώνα που αναγκάζονταν να δώσουν τις προηγούμενες δεκαετίες οι γυναίκες των μεταλλωρύχων όταν οι άνδρες τους έφευγαν από τη ζωή χτυπημένοι από τις αδιανόητα σκληρές συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία (συνήθως για μισθούς πείνας). Ενα από τα μεταλλεία βρισκόταν στην Κόκκινη Λίμνη.
“Το κίνητρο μου ήταν να μιλήσω για όλες εκείνες τις γυναίκες στην Κύπρο που πάλευαν για την επιβίωση μέσα από πολύ σκληρές συνθήκες, ανάμεσα σε αυτές ήταν και η γιαγιά μου, αλλά κυρίως να μιλήσω για την μεγάλη φτώχεια που επικρατούσε στην Κύπρο και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που ήταν κοινός τόπος μέχρι και πριν 70 χρόνια” τονίζει η Σωτηρίου στο NEWS 24/7 από την όμορφη Λευκωσία για να σπάσει στη συνέχεια ένα στερεότυπο που πολλοί Ελλαδίτες συντηρούν για την Κύπρο:
“Νομίζω πως γενικότερα κυριαρχεί η αντίληψη, και στην Ελλάδα, πως η Κύπρος είναι ένα νησί στο οποίος υπάρχει ευμάρεια και μεγάλη οικονομική άνεση. Ασφαλώς και τα πράγματα είναι βελτιωμένα σε σχέση με πριν χρόνια, ωστόσο, ήθελα να φέρω στην επιφάνεια αυτή την ανέχεια, τον αγώνα των εργατών και τις αδικίες που είχαν υποστεί και παράλληλα να μιλήσω για τη νέα εργατική τάξη που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο νησί, αυτή των μεταναστών, που απασχολούνται σε δύσκολες και κακοπληρωμένες δουλειές και να δείξω πως η πρώην εργατική ίσως έγινε πλέον άρχουσα τάξη και έχει ξεχάσει μάλλον το δύσκολο παρελθόν της”.
Εκτός όμως από την εργατική τάξη, υπάρχει και ο παράγοντας γυναίκα, το έμφυλο στοιχείο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έρχονται πάντα να μας συναντήσουν στα βιβλία της Σωτηρίου: “Θέλω να αναδεικνύω να και προβάλω την φωνή των γυναικών, ειδικότερα τη φωνή των γυναικών του τόπου μου. Στην ιστορία που διηγούμαι σε αυτό το βιβλίο η ηλικιωμένη γιαγιά αναπολεί πως αναγκάστηκε να βγει στην βιοπάλη και αντί να ζυμώνει ψωμί να ζυμώνει τσιμέντο για να ζήσει τα παιδιά της. Ήταν μια γυναίκα αγωνίστρια που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να επιβιώσει”.
Ωστόσο, το εξόχως ενδιαφέρον κομμάτι σ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι το έμφυλο σμιλεύεται έξοχα με το ταξικό με τα δύο στοιχεία να γίνονται ένα στην αφήγηση. Οπως και το χθες γίνεται ένα με το σήμερα. Μας λέει η Σωτηρίου: “Η γυναίκα που περιγράφω, που πέρασε μια ζωή δύσκολη, χωρίς να χαρεί όπως αναφέρω στο βιβλίο τον ύπνο και τα μωρά της, δυσκολεύεται την ίδια στιγμή να καταλάβει και να βρεθεί στην θέση της ξένης μετανάστριας που την φροντίζει και αντιμετωπίζει ανάλογο αγώνα επιβίωσης. Αυτό είναι ένας γεγονός που συμβαίνει εδώ και ήθελα να το καταγράψω μέσα στο βιβλίο και να προσπαθήσω κι εγώ να το καταλάβω”. Πόσα και πόσα παραδείγματα από τον προσωπικό του περίγυρο μπορεί να επικαλεστεί κανείς για να εγκρίνει αυτή τη λογοτεχνική επιλογή της Σωτηρίου.
Το στοιχείο της ασφυξίας στην αφήγηση
Η Κύπρια συγγραφέας γράφει σχεδόν …απνευστί. Αυτό προκύπτει από τον τρόπο που συνδέει τις λέξεις και τις φράσεις. Ιδού πως η ίδια παρουσιάζει αυτή τη φαινομενικά παράδοξη ιδιότητα που κάνει τα πεζά της να προσομοιάζουν με έμμετρα: “Στο βιβλίο υπάρχει έντονη η απουσία οξυγόνου, της ασφυξίας, τόσο όσον αφορά τους μεταλλουργούς που πέθαναν από πνευμοκονίαση επειδή γέμισαν οι πνεύμονες τους με τις σκόνες των μεταλλείων, όσο και για τις γυναίκες, τις ξένες μετανάστριες που δολοφονήθηκαν το 2019 ο θάνατος των οποίων ήταν αποτέλεσμα ασφυξίας. Ήθελα λοιπόν να μεταφέρω αυτή την αίσθηση της έλλειψης αναπνοής, του ασθματικού λόγου και στη φωνή της αφηγήτριας. Η γιαγιά στο κείμενο μιλά παραληρηματικά σχεδόν επειδή κι αυτή όπως και όλοι όσοι αναφέρονται στο βιβλίο δεν μπορούν να πάρουν ανάσα. Πνίγεται”.
Ολα αυτά στην Κύπρο του 2025 στην οποία η ιστορική μνήμη μάλλον ασθενεί. Πόσο Κύπριοι γνώριζαν την ιστορία των μεταλλείων; “Νομίζω οι άνθρωποι γνωρίζουν αρκετά πράγματα, ωστόσο πιστεύω δεν είναι πολύ γνωστές οι πολύ σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν οι μεταλλωρύχοι, τα σκληρά μεροκάματα και οι ασθένειες που τους χτυπούσαν. Το γεγονός ότι ξεκληρίστηκαν ολόκληρα χωριά και έμειναν οι άνθρωποι στην ορφάνια” μάς απαντά με ειλικρίνεια η Σωτηρίου για να συμπληρώσει αμέσως μετά: “Ούτε ίσως γνωρίζουν οι περισσότεροι πως οι ταξικοί αγώνες αυτών των ανθρώπων οδήγησαν στις καλύτερες συνθήκες εργασίας που απολαμβάνουμε σήμερα”. Και ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι Κύπριοι φίλοι πρέπει να διαβάσουν αυτό το βιβλίο.
Για το τέλος η Σωτηρίου προχωρά σε μία ακόμη εξόχως ενδιαφέρουσα σύνδεση. Των ιστοριών που αφηγείται με το σύνθημα “Δεν Ξεχνώ” και το πολιτικό πρόβλημα στο νησί μετά την 51χρονη τουρκική κατοχή στο βόρειο κομμάτι του, πάντα με κύρια αναφορά τη μνήμη: “Μεγάλωσα με το σύνθημα του «Δεν ξεχνώ» που είχε ασφαλώς να κάνει με την τουρκική εισβολή του 1974 και το πολιτικό πρόβλημα στην Κύπρο. Ωστόσο πλέον ξέρω και νιώθω πως υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Η συγγραφέας αν θέλετε θα πρέπει να λειτουργεί και λίγο ως θεματοφύλακας της μνήμης και αυτή η μνήμη δεν είναι πάντα ιστορική, μπορεί να είναι και κοινωνική και ταξική και πονεμένη. Γράφουμε για να μην ξεχνάμε κι εμένα ο συγγραφικός μου μπούσουλας είναι αυτός”.