Μιχάλης Καλογεράκης & Σταύρος Τσαντές: Περισσότερο Κάβουρες ή “Να μη μιλήσουμε”
Διαβάζεται σε 8'
Μιχάλης Καλογεράκης & Σταύρος Τσαντές επιστρέφουν μετά τον «Κάβουρα» με ένα νέο κομμάτι πιο εσωτερικό και τρυφερό. Με αφορμή την κυκλοφορία του «Να μη μιλήσουμε», κάθονται αντικριστά και ρωτούν ο ένας τον άλλον για την πορεία, τις συνεργασίες, τις δυσκολίες και τα όνειρά τους.
- 03 Σεπτεμβρίου 2025 06:16
Μετά τον «Κάβουρα», ένα κομμάτι με πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο γύρω από την αντίθεση ανάμεσα στο “πως θα μπορούσε” και στο “πως τελικά έγινε” η ζωή μας, οι δύο καλλιτέχνες – Μιχάλης Καλογεράκης και Σταύρος Τσαντές – ξανασυναντιούνται και στρέφονται σε μια πιο ενδοσκοπική προσέγγιση.
Το νέο τους τραγούδι έχει τίτλο “Να μη μιλήσουμε” και φέρνει στο προσκήνιο τις εύθραυστες στιγμές μιας σχέσης – εκεί όπου η αγάπη, άλλοτε τρυφερή κι άλλοτε απαιτητική, παλεύει με την κόπωση και τη σιωπή που συχνά αποφεύγουμε να παραδεχτούμε.
Είναι μια πρόσκληση για παύση, για μια μικρή ανάσα, ώστε να ξαναδούμε τι αξίζει να κρατήσουμε και τι είναι καιρός να αφήσουμε πίσω. Γιατί, όπως και τα σώματα, έτσι και οι ψυχές κουράζονται· και αν σταθούμε προσεκτικά σε αυτήν την κόπωση, ίσως βρούμε τον δρόμο που μας οδηγεί ψηλότερα.
O Μιχάλης Καλογεράκης ρωτά τον Σταύρο Τσαντέ
Θυμάσαι ποιά ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησες δικό σου υλικό μπροστά σε κόσμο;
Σίγουρα ήταν μεταξύ στενών φίλων και από εκεί πήρα την πρώτη ενθάρρυνση να βγάλω το υλικό μου προς τα έξω (μεγάλο πράγμα οι φίλοι). Η πρώτη όμως παρουσίαση μπροστά σε πραγματικό κοινό, ήταν το μακρινό 2018, όταν ο συνάδελφος Θέμος Σκανδάμης, μετά την γνωριμία μας στην Ικαρία, με κάλεσε ως guest στο live του στο six dogs. Είχα παρουσιάσει τότε δύο τραγούδια, τη Θάλασσα και τις Νοικοκυρές. Μέχρι να καταλάβω τι συνέβαινε τα είχα πει και από τότε θέλω κι άλλο.
Πώς σου ήρθε η ιδέα για τον Κάβουρα;
Τα βάσανά μου Μιχαλάκη μου. Αστειεύομαι (αλλά και όχι).Το έναυσμα της συγκεκριμένης έμπνευσης ήταν η σκέψη με την οποία ξεκινάει το τραγούδι: “τι ΄ναι ο άνθρωπος, μονάχα οι τύψεις του”. Αυτή η διατύπωση με παρέπεμψε αυτόματα στο παροιμοιώδες “τι ΄ναι ο κάβουρας, τι ΄ναι το ζουμί του” και συνεκδοχικά στον βάρβαρο τρόπο μαγειρέματος του ταλαίπωρου αυτού ζώου. Κατόπιν μου φάνηκε γόνιμο και αληθινό, να συγκρίνω τη μοίρα του ψαρεμένου κάβουρα με εκείνη του ενοχικού ανθρώπου που βράζει στο καζάνι με τ΄απωθημένα και τα ανεκπλήρωτα.
Σταύρο Τσαντέ υπήρξε στιγμή που ψιλο μετάνιωσες την συνεργασία μας;
Α, δεν είμαστε καλά. Και μια ελάχιστη κουκίδα αμφιβολίας να είχα κι αυτή διαλύθηκε όταν η συνεργασία μας με έφερε φέτος το καλοκαίρι στο χωριό σου, στην Κρήτη, και οι γονείς σου μας φτιάξανε φαΐ στον ξυλόφουρνο. Συν τοις άλλοις δύσκολα μετανιώνει κανείς μια συνεργασία που ξεκινάει στη βάση της αλληλοεκτίμησης και συνεχίζεται με σεβασμό και κοινό όραμα. Όχι δεν μετάνιωσα, θέλω κι άλλο.
Σε ποιο μέρος σου αρέσει να γράφεις καλύτερα; Σπίτι σου στην Αθήνα, στη Λούτσα ή στην Ικαρία;
Μωρέ ας γράφω, κι ας είμαι και στα διυλιστήρια στην Ελευσίνα. Η δημιουργία από μόνη της καθαγιάζει το οποιοδήποτε μέρος και ομορφαίνει την ασχήμια, την μέσα και την έξω. Αυτό που είναι σημαντικό για μένα είναι η ησυχία, η έλλειψη αποσπάσεων και η εσωτερική ανάγκη. Από κει και πέρα, ναι μπορεί ένα μέρος να τονώσει την δημιουργικό οίστρο. Στην Ικαρία για παράδειγμα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες βρίσκω νομίζω το πλέον πρόσφορο έδαφος (όταν δεν τρέχουμε πάνω κάτω από πανηγύρι σε πανηγύρι). Επίσης Λούτσα φορέβερ, με τους μακρινούς περιπάτους δίπλα στη θάλασσα, ιδανικά φθινόπωρο-χειμώνα.
Πως θα χαρακτήριζες την τέχνη σου;
Θα την χαρακτήριζα δική μου. Καλή ή κακή δεν ξέρω, αλλά είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω μετά τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Αν έπρεπε να της δώσω ένα χαρακτηρισμό θα ήταν “λογοκεντρική”. Λατρεύω τον λόγο, τις λέξεις και τη δόμηση κόσμων μέσω της γλώσσας. Το “δική μου” μου μην το παρεξηγήσεις, σαφώς και έχω αναγνωρίσιμες επιρροές τις οποίες και φέρω περήφανα και προσπαθώ να μεταβολίζω δημιουργικά.
Ο Σταύρος Τσαντέ ρωτά τον Μιχάλη Καλογεράκη
Μιχάλη Καλογεράκη, υπήρξαν στη ζωή σου πρόσωπα που σε καθόρισαν και σε έκαναν να αφοσιωθείς στη μουσική και το τραγούδι;
Στη ζωή μου μόνο πρόσωπα έχω να θυμάμαι. Την Ντιάνα Μανουρά τη δασκάλα μου που άνοιξε την πόρτα στην ποίηση, τον Μιχάλη Γκανά και την Πόπη Γκανά που γνώρισα 17 χρονών και συνυπήρξαμε για αρκετά χρόνια σε παρουσιάσεις βιβλίων του, τον Νίκο Μοσχοβάκο που μου χάρισε τη φιλία και την προσοχή του, την Μάρθα Φριντζήλα, την Μαρία Φαραντούρη και πολλά πρόσωπα ακόμη, ας μην κανω name dropping. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια παίρνω δύναμη από τους συνεργάτες μου (εσένα Σταύρο μου ας πούμε) τους μουσικούς που παίζουμε μαζί τη μουσική μου, τ@ ποιητ@ που μελοποιώ κλπ. Η σχέση μου με τον δίδυμο αδελφό μου και με την οικογένειά μου είναι μια γερή βάση στην οποία αισθάνομαι ελεύθερος.
Πώς ήταν να κάνεις τα πρώτα σου καλλιτεχνικά βήματα στο Ηράκλειο της Κρήτης και πώς είναι να επιστρέφεις εκεί σήμερα για να παρουσιάσεις τη δουλειά σου;
Στο Ηράκλειο έφαγα μπούλινγκ, μοναξίλα και κλείσιμο. Μέχρι που ήρθε η ποίηση στο Λύκειο. Πλέον, μετά από 15 χρόνια απουσίας από την Κρήτη, επιστρέφω πάντα με μεγάλη χαρά, έχω κρατήσει μέσα μου την ομορφιά του τόπου και την οικογένεια μου που αγαπώ παράφορα. Μου αρέσει να παρουσιάζω δουλειά μου σε ένα τόπο που το παραδοσιακό στοιχείο (τα κρητικά) είναι τοσο διαδεδομένα. Μου αρέσει εκεί που η νόρμα είναι κάτι άλλο, να μπορώ να παίζω τα δικά μου και να μοιάζω με ένα πολύχρωμο πόνι.
Μιχάλη Καλογεράκη, είσαι περισσότερο “Κάβουρας” ή “Να μη μιλήσουμε”;
Είμαι σίγουρα Κάβουρας. Στο να μη μιλήσουμε, γράφεις “Θα κάτσω λίγο εδώ, να περιμένω η αγάπη να περάσει” εγώ δεν μπορώ να περιμένω, αν κάτι δεν κολλάει είμαι αυτός που θα φύγει νύχτα. Στον Κάβουρα επίσης γράφεις αυτή την ατάκα “Σκέψου πώς θα ήταν η ζωή και πώς την κάναμε”, αυτή η φράση υπήρχε πάντα στο μυαλό μου. Από το πως συμπεριφέρεται ο άνθρωπος στη φύση, στα ζώα, στα ανθρώπινα ζώα, στο πως κυνηγάμε την επιτυχία και το κέρδος, και ξεχνάμε την ιστορία της ανθρωπότητας και φτιάχνουμε τείχη και δεν σεβόμαστε και μισούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε. Σκέψου πώς θα ήταν η ζωή αν δεν βασανίζαμε τον αδύναμο αλλά τον αγκαλιάζαμε, αν ήμασταν πιο αυστηροί με όσα λέμε ή σκεφτόμαστε, αν σεβόμασταν τον χρόνο και το χώρο. Μα την κάναμε τη ζωή σκληρή και άδικη και βλέπεις πως εκεί που κάποιο άτομο υποφέρει, κάποιο άλλο βγάζει κέρδος, Ντροπή μας. Ειδικά τώρα που είμαστε (ως ;Eλληνες Unan Βalkan σε αποπροσωποποίηση) με την πλευρά των γενοκτόνων, είμαστε κι εμείς γενοκτόνοι.
Ποια στιγμή σου έχει χαραχτεί πιο έντονα από τη μέχρι τώρα συνεργασία μας;
Δεν μπορώ να συγκρατήσω μια στιγμή. Θα πω σίγουρα ένα συμπέρασμα που έβγαλα για εσένα στο στούντιο. Ο τρόπος που δουλεύω την τέχνη μου είναι αρκετά αισθητηριακός, αφήνομαι στη στιγμή και “παντρεύομαι” αυτό που συμβαίνει και στο στούντιο και στο live. Στους δίσκους μου Βουκολικόν, Προσωπικό, Varvara Project και στα Παραμύθια της Μελπομένης, δούλεψα ακριβώς έτσι, έχοντας ανοιχτές αγκάλες στη διαδικασία. Σε αντίθεση ασφαλώς με την συνεργασία που είχα με τον Απόστολο Κίτσο στο Κάτι Παράξενο και στα Ρεμπώτικα όπου ο Κίτσος δουλεύει με πολύ οργανωμένο τρόπο, πριν μπει στούντιο έχει ακριβή εικόνα του τι θέλει να κάνει. Σπουδαίος ο Απόστολος, δούλεψε πολύ συγκεντρωμένα και στοχοπροσηλωμένα στο υλικό, Οταν σε γνώρισα νόμιζα πως θα ήσουν σαν εμένα, ωστόσο φίλε μου ανακάλυψα πως ο τρόπος που δουλεύεις είναι εξίσου συγκεντρωμένος και οργανωμένος όπως του Κίτσου. Αυτό, βέβαια, το λέω για καλό. Και σίγουρα λειτουργεί σπουδαία με εμάς.
Η στιγμή που έχει χαραχτεί είναι όταν με πήρες τηλέφωνο με τόση ορμή, να μου πεις ότι έγραψες κάτι που θέλεις να το κάνουμε όλα μαζί παρέα, και ήρθες σπίτι να μου παίξεις το Χρυσοπράσινο Γκλίτερ, ήμουν ο πρώτος που το άκουσε. Η ορμή και η απίστευτη χαρά στα μάτια σου με αφόπλισε, μακάρι να παίρνουμε όλοι μας αυτή την ικανοποίηση όταν φτιάχνουμε κάτι.
Με τι mindset και τι είδους προσδοκίες θα ήθελες να έρχονται οι άνθρωποι στα live;
Θα ήθελα να έρχονται όπως να ‘ναι, ορεξάτοι ή και όχι, μανουριασμένοι που δεν βρίσκουν πάρκινγκ ή που άργησε το λεωφορείο. Με χαμηλές προσδοκίες πάντα, ώστε να χαίρονται με το κάθε τι που τους ξαφνιάζει. Σκοπός μου δεν είναι να κάνω χαρούμενο κανένα, ούτε να σε κάνω να ξεχαστείς επιδιώκω. Θέλω να φέρνω στις παραστάσεις τα ποιήματα του Πρεβέρ και του Ρεμπώ και της Γώγου και της Τώνιας, της Ρουκ και ο κόσμος να φεύγει όπως ήρθε, έχοντας βαθιά μέσα του μια νεα πληροφορία, μια νεα συγκίνηση. Να πέφτει για ύπνο με κάτι που δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι είναι απλά να το αισθάνεται.