Πώς ο Καραγκιόζης έγινε… Ριγολέττος – Η πιο απίθανη συνάντηση της χρονιάς
Διαβάζεται σε 11'
Τρεις λυρικοί ερμηνευτές του έργου “Καραγκιόζης Ριγολέττος”, οι Μάνος Κοκκώνης, Γιάννης Σελητσανιώτης και Μαριλένα Στριφτόμπολα, μας εισάγουν στον μαγικό κόσμο της όπερας σκιών.
- 12 Δεκεμβρίου 2025 06:20
Μετά από τη μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, που ξεσήκωσε μικρούς και μεγάλους, η όπερα σκιών “Ο Καραγκιόζης Ριγολέττος” έρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, από τις 14 Δεκεμβρίου 2025 έως τις 4 Ιανουαρίου 2026, για δέκα πρωινές παραστάσεις. Στη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής, ο δικός μας αγαπημένος Καραγκιόζης αναλαμβάνει μια αποστολή εντελώς… λυρική: να ερμηνεύσει τον Ριγολέττο, τον πιο διάσημο καμπούρη της όπερας. Μια παράσταση που ανοίγει με χιούμορ το παρασκήνιο του λυρικού θεάτρου, σκορπίζοντας γνώση και γέλιο με τρόπο «αλλιώς».
Για να γίνει ο Καραγκιόζης… Ριγολέττος, χρειάστηκε μια από εκείνες τις ιδέες που μοιάζουν αδιανόητες μέχρι να τις δεις να λειτουργούν. Ο Δημήτρης Δημόπουλος και ο καραγκιοζοπαίχτης Αλέξανδρος Μελισσηνός ένωσαν δύο κόσμους που ζουν σε διαφορετικούς αιώνες – το λαϊκό θέατρο σκιών και την όπερα του Βέρντι – και τους έβαλαν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Με τον Καραγκιόζη να μαθαίνει τι σημαίνει να «στήνεις» μια όπερα και τους λυρικούς τραγουδιστές να αποδίδουν Βέρντι στα ελληνικά, η παράσταση έγινε ένα υβριδικό παιχνίδι μουσικής και αφήγησης. Ένα παντρέμα παράδοσης και λυρικού θεάτρου που φωτίζει την όπερα μέσα από το χιούμορ και την αθωότητα του μπερντέ.
Η υπόθεση έχει την τρέλα και τη ζωντάνια που υπόσχεται το είδος: στο σαράι της Βεζιροπούλας ετοιμάζονται τα εγκαίνια ενός νεόδμητου λυρικού θεάτρου, με εναρκτήρια παράσταση τον Ριγολέττο. Εκείνη θέλει να κρατήσει τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο και αναζητά τον ιδανικό Ριγολέττο — τον καμπούρη γελωτοποιό της αυλής. Ο Καραγκιόζης περνά από ακρόαση και τα καταφέρνει. Μετά τις οντισιόν τενόρων για τον ρόλο του Δούκα, οι βασικές θέσεις μοιράζονται και οι πρόβες ξεκινούν, με αναποδιές, παρεξηγήσεις και το γνώριμο χάος που γεννά γέλιο.
Τρεις λυρικοί ερμηνευτές του έργου “Καραγκιόζης Ριγολέττος” – ο Μάνος Κοκκώνης, ο Γιάννης Σελητσανιώτης και η Μαριλένα Στριφτόμπολα – μας μιλούν για τον μαγικό κόσμο της όπερας σκιών.
Πώς συνάντησε ο Καραγκιόζης τον Ριγολέττο;
Όταν η όπερα συναντά τον μπερντέ, το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Τι ήταν αυτό που σκεφτήκατε πρώτη φορά όταν ακούσατε την ιδέα «Καραγκιόζης Ριγολέττος»;
Μάνος Κοκκώνης: Όταν άκουσα για πρώτη φορά την ιδέα «Καραγκιόζης… Ριγολέττος», ένιωσα απόλυτη έκπληξη, ήταν ένα πάντρεμα που πραγματικά δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό. Μαζί με την έκπληξη, όμως, ήρθε και μια έντονη περιέργεια. Το θέατρο σκιών και η όπερα ανήκουν σε δύο πολύ διαφορετικούς κόσμους, κι αυτό ακριβώς έκανε την πρόταση τόσο ενδιαφέρουσα για μένα. Ήθελα να δω πώς αυτά τα δύο σύμπαντα μπορούν να συναντηθούν και να δημιουργήσουν κάτι εντελώς νέο, χωρίς να χαθεί η ουσία ούτε της ελληνικής παράδοσης ούτε του λυρικού θεάτρου.
Γιάννης Σελητσανιώτης: Κατ’ αρχάς μου φάνηκε κάπως παράξενο, αλλά έπειτα πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο ηρώων. Έχουν και οι δύο κάποια δυσμορφία, κάνουν τον κόσμο να γέλα αλλά ταυτόχρονα και τραγικοί, ο καθένας με τον τρόπο του βέβαια. Ακόμη μπορούμε να πούμε πως είναι «άνθρωποι» που προσπαθούν να ζήσουν, να τα καταφέρουν σε ένα περιβάλλον μάλλον εχθρικό. Σκαρφίζονται πράγματα ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επιβιώσουν, προσπαθώντας να κάνουν αυτό που οι άλλοι περιμένουν από αυτούς. Πιστεύω πως το πάντρεμα αυτό, του καραγκιόζη με την όπερα, είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος ώστε να συστήσουμε την όπερα στα παιδιά.
Μαριλένα Στριφτόμπολα: Ακούγοντας την ιδέα «Καραγκιόζης…Ριγολέττος», η πρώτη σκέψη που μου έρχεται είναι ένας ευχάριστος αιφνιδιασμός. Από τη μία ο Καραγκιόζης, φορέας της ελληνικής λαϊκής παράδοσης με τον ιδιαίτερο ρυθμό, τον αυτοσχεδιασμό και τη σατιρική του λειτουργία. Από την άλλη, ο Ριγολέττος του Βέρντι, μια όπερα υψηλού μελοδραματικού ύφους, όπου η μουσική και το ψυχολογικό βάθος των χαρακτήρων αποτελούν τον πυρήνα της αφήγησης. Πώς λοιπόν θα μπορέσει ο Καραγκιόζης να συνδεθεί με τον Ριγολέττο του Βέρντι, ένα δράμα γεμάτο ένταση και ηθικά διλήμματα; Πώς η όπερα θα μιλήσει πίσω από τον μπερντέ; Κι όμως, ακριβώς αυτή η φαινομενική αντίθεση είναι που γεννά ενδιαφέρον. Τελικά οι δύο μορφές θεάτρου μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
Ο μπερντές έχει τη δυνατότητα να αναδείξει το δομικό σκελετό μιας όπερας, την ιστορία, τις σχέσεις, την ηθική της διάσταση, ενώ η μουσική του Βέρντι προσδίδει βάθος και δραματική συνοχή στον κόσμο του θεάτρου σκιών. Αυτό που προκύπτει δεν είναι μια «ελαφριά» εκδοχή της όπερας, αλλά μια διαφορετική οπτική. Μια υβριδική μορφή που φωτίζει το έργο μέσα από το πρίσμα της ελληνικής λαϊκής θεατρικής παράδοσης, χωρίς να αναιρεί το καλλιτεχνικό κύρος του πρωτότυπου.
Βέρντι στα… ελληνικά
Πώς αλλάζει η αίσθηση ερμηνείας όταν τραγουδάτε Βέρντι στα ελληνικά και μάλιστα μπροστά σε ένα κοινό που αποτελείται από μικρούς αλλά και… απαιτητικούς μεγάλους;
Μάνος Κοκκώνης: Η απόδοση του Βέρντι στα ελληνικά διαμορφώνει μια διαφορετική σχέση με το έργο, καθώς η χρήση της μητρικής γλώσσας φωτίζει με μεγαλύτερη ευκρίνεια την αφήγηση και τα δραματικά της στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτής της παραγωγής, στην αίθουσα συναντώνται παιδιά και ενήλικες, ένα κοινό ταυτόχρονα αυθόρμητο και απαιτητικό: οι μικροί θεατές παρακολουθούν με αθωότητα και αμεσότητα, ενώ οι μεγάλοι αναζητούν τη διατήρηση της υψηλής αισθητικής του Βέρντι μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Η συνύπαρξη αυτή δημιουργεί μια παράσταση ζωντανή και ανοιχτή, που τιμά το πρωτότυπο έργο ενώ το φέρνει πιο κοντά σε όλους.
Γιάννης Σελητσανιώτης: Είναι σίγουρα διαφορετικό, μάλλον πιο δύσκολο τεχνικά έως ότου συνηθίσεις την ελληνική γλώσσα. Βλέπετε αυτά τα κομμάτια τα έχουμε μελετήσει όλοι στα ιταλικά και χρειάζεται το σώμα και ο λαιμός να μάθουν ξανά πως να χειρίζονται τα σύμφωνα και τα φωνήεντα στα ελληνικά. Η άρθρωση που είναι πολύ σημαντική σε οποιαδήποτε γλώσσα κι αν τραγουδάς και σε οποιοδήποτε κοινό, εδώ επειδή απευθύνεσαι σε παιδιά και μάλιστα πολλές φορές μικρά, έχεις την σκέψη και την πρόθεση να είσαι ακόμη πιο προσεκτικός και σαφής με τον λόγο ώστε να είναι εύκολο για εκείνα να παρακολουθήσουν.
Βέβαια όσον αφορά τον ρόλο, ο Ριγκολέττο είναι ο Ριγκολέττο, είτε στα ιταλικά είτε στα ελληνικά. Η μετάφραση είναι το πιο σημαντικό κομμάτι και εδώ πιστεύω ο Δημήτρης Δημόπουλος έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στη απόδοση του κειμένου στη γλώσσα μας. Η ιδέα που έχω και αυτό που προσπαθώ να αποδώσω τραγουδώντας, είναι να είμαι κάπως υπερβολικός (ίσως παραπάνω τραγικός) κάποιες στιγμές στην ερμηνεία ώστε να βγαίνει κάτι πιο αστείο. Πράγμα που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει μιας και είναι ο Καραγκιόζης αυτός που υποδύεται τον Ριγκολέττο.
Μαριλένα Στριφτόμπολα: Τραγουδώντας στη μητρική μας γλώσσα, η ερμηνεία αποκτά μια διαφορετική αμεσότητα. Το συναίσθημα γίνεται πιο έντονο και η δράση πιο κατανοητή. Η παρουσία μικρών θεατών φέρνει την αμεσότητα και την αθωότητα. Αυτό απαιτεί μια ερμηνεία ζωντανή και κατανοητή, ικανή για να κρατάει την προσοχή τους. Οι μεγάλοι από την άλλη, έχουν εμπειρία, μνήμες και προσδοκίες. Είναι εξίσου απαιτητικοί αλλά με διαφορετικό τρόπο. Περιμένουν ενδεχομένως ποιότητα και σεβασμό στο ύφος του εκάστοτε έργου. Η ερμηνεία λοιπόν αποκτά δύο επίπεδα: το άμεσο, φωτεινό κάλεσμα προς τα παιδιά και το βαθύτερο πιο συνειδητό τραγούδι που απευθύνεται στους ενήλικες. Το ενδιαφέρον είναι ότι πρέπει να ισορροπείς και τους δύο κόσμους ταυτόχρονα, να τραγουδάς Βέρντι με τρόπο που να αγγίζει τη φαντασία των μικρών και την ευαισθησία των μεγάλων.
Ένα ταξίδι στον Καραγκιόζη των παιδικών μας χρόνων
Αν γυρίσουμε στην παιδική σας ηλικία: θυμάστε την πρώτη φορά που είδατε Καραγκιόζη; Και πώς συναντιέται εκείνη η μνήμη με τον σημερινό λυρικό σας εαυτό πάνω στη σκηνή;
Μάνος Κοκκώνης: Η πρώτη μου γνωριμία με τον Καραγκιόζη έγινε σε μία από εκείνες τις παραστάσεις που γέμιζαν τον χώρο με φως, σκιές και αθώο χιούμορ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να στέκομαι μπροστά στον μπερντέ, μαγεμένος, σαν να άνοιγε μπροστά μου μια μυστική δίοδος προς έναν άλλον κόσμο. Έναν κόσμο όπου οι φιγούρες αναδυόνταν μέσα από το φως πίσω από τον μπερντέ, φανερώνοντας πως η φαντασία έχει τη δύναμη να μετατρέπεται σε κίνηση, σε ήχο και σε αφήγηση. Σήμερα, όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή ως λυρικός τραγουδιστής, αυτή η παιδική μνήμη επιστρέφει με έναν ήσυχο αλλά ουσιαστικό τρόπο. Ο Καραγκιόζης μου θυμίζει πως πίσω από κάθε μεγάλο έργο – ακόμη και πίσω από τη δραματικότητα του Βέρντι- υπάρχει πάντα η ανάγκη για αφήγηση, για αλήθεια, για άμεση επικοινωνία. Έτσι, η συνάντηση της όπερας με το θέατρο σκιών δεν μοιάζει πια τόσο απρόσμενη· μοιάζει σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο παιδί που ανακάλυπτε τον κόσμο και τον ενήλικο που συνεχίζει να τον υπηρετεί μέσα από τη μουσική.
Γιάννης Σελητσανιώτης: Όχι δεν θυμάμαι την πρώτη φορά για να πω την αλήθεια. Αυτό που θυμάμαι είναι πως έβλεπα πολύ Καραγκιόζη μιας και η τηλεόραση είχε αρκετές προβολές με τον Σπαθάρη, τον Σπυρόπουλο και ίσως και άλλους που δε θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί. Πάντα το απολάμβανα και το περίμενα. Πολλές φόρες φυσικά οι γονείς μας, μας πήγαιναν με τον αδελφό μου και σε παραστάσεις θεάτρου σκιών. Ήταν ένα κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Αλλά και τώρα ακόμη νιώθω τη σύνδεση αυτή με τον Καραγκιόζη και απόλαυσα τις πρόβες με τον Αλέξανδρο Μελισσηνό που είναι ένας καραγκιοζοπαίχτης ο οποίος φέρει την αύρα των παλιών κλασσικών παικτών.
Πώς συναντιούνται λοιπόν αυτές οι μνήμες με τον σημερινό λυρικό εαυτό μου πάνω στη σκηνή. Αναλογίζομαι τι είναι αυτό που ο Καραγκιόζης μας έχει προσφέρει, πέρα από το γέλιο και τις ευχάριστες στιγμές. Πιστεύω πως είναι αυτή η απόλυτη ειλικρίνεια, δεν κρύβεται από εμάς τους θεατές ο Καραγκιόζης. Είναι πάντα αυτός που είναι, ευάλωτος στην κάθε στιγμή, άμεσος. Αυτά, είναι πεποίθησή μου, πως είναι τρομερά σημαντικά για όποιον βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Είτε είναι τραγουδιστής της όπερας, είτε ηθοποιός, χορευτής, κλόουν, γενικά περφόρμερ.
Μαριλένα Στριφτόμπολα: Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα Καραγκιόζη σαν μια εμπειρία γεμάτη γέλιο και θαυμασμό. Η κίνηση των φιγούρων, οι φωνές τους και το παιχνίδι με τις σκιές με είχαν καθηλώσει. Σήμερα, πάνω στη σκηνή, εκείνη η παιδική αίσθηση του ενθουσιασμού συναντά τον λυρικό μου εαυτό. Με βρίσκει να προσεγγίζω το κοινό με αμεσότητα και ζωντάνια μέσα από τη φωνή της «Βεζυροπούλας» και να μεταδίδω τα συναισθήματα της όπερας. Παρά τη διαφορά ύφους και αισθητικού κώδικα και οι δύο τέχνες βασίζονται στην ακρίβεια της αφήγησης, στην καθαρότητα της εκφοράς και στη δυνατότητα του καλλιτέχνη να επικοινωνεί ουσιαστικά με το κοινό του. Η παιδική μου μνήμη γίνεται γέφυρα ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό, δίνοντας στην ερμηνεία μια παιχνιδιάρικη αλλά και ουσιαστική διάσταση.
– Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (καθημερινά 9.00-21.00 | 2130885700) και www.ticketservices.gr