Στέφανος Κορκολής: “Με τον Μίκη ξαναέμαθα μουσική, αλλά έμαθα και ζωή”

Διαβάζεται σε 15'
Στέφανος Κορκολής: “Με τον Μίκη ξαναέμαθα μουσική, αλλά έμαθα και ζωή”

Ο Στέφανος Κορκολής θυμάται τις Κυριακές με τον Μίκη Θεοδωράκη, λίγο πριν από τη συναυλία του με τη Σοφία Μανουσάκη στο Μέγαρο Μουσικής, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου δημιουργού.

Η γνωριμία του Στέφανου Κορκολή με τον Μίκη Θεοδωράκη υπήρξε ένα σημείο καμπής στη ζωή του. Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Οι ώρες των συζητήσεων, οι συναυλίες, οι αναλύσεις, τα σχόλια πάνω στη μουσική, ακόμη και οι πιο μικρές λεπτομέρειες, έγιναν για τον Κορκολή πολύτιμες αποσκευές – μια πλούσια εσωτερική κληρονομιά.

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών συνεχίζει τον επετειακό Κύκλο “Μίκης 100″, τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη (1925–2025), μέσα από συναυλίες που προσεγγίζουν το έργο του με φρέσκια ματιά, αλλά και με βαθύ σεβασμό. Στο πλαίσιο αυτό, ο Στέφανος Κορκολής και η Σοφία Μανουσάκη παρουσιάζουν την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου στις 20:00, μια συναυλία ιδιαίτερης συναισθηματικής έντασης και μουσικής λεπτότητας.

Με αφορμή αυτή την εμφάνιση, ο Στέφανος Κορκολής μοιράζεται τις σκέψεις του για τη βαθιά σχέση με τον Μίκη που τον καθόρισε ως μουσικό, αλλά και ως άνθρωπο. Θυμάται τις στιγμές μαζί του, και μας μιλά για τη δική του ανάγνωση στο έργο του Μίκη, τη συνεργασία του με τη Σοφία Μανουσάκη, αλλά και τη θέση της συμφωνικής μουσικής σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και φέρνει τους νέους μουσικούς και δημιουργούς μπροστά σε προκλήσεις.

Πώς ανακάλυψε το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη

“Η σχέση μου με τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν, αρχικά, όπως όλων των Ελλήνων που αγαπούν την όμορφη μουσική. Άκουγα τα υπέροχα έργα του – τα τραγούδια του, τις μελοποιήσεις ποιημάτων, τα μεγάλα του έργα: το Μαουτχάουζεν, τον Επιτάφιο, το Άξιον Εστί. Τον ήξερα, λοιπόν, τον Μίκη Θεοδωράκη, και ήμουν φανατικός ακροατής του. Ένιωθα απέραντη περηφάνια που ήταν Έλληνας· κάθε φορά που βρισκόμουν στο εξωτερικό και ανέφερα το όνομά του, όλοι ήξεραν ποιος ήταν, “τον γνώριζαν και οι πέτρες”, που λέμε.

Κι εκεί, κάπου, αρχίζει να μπαίνει η καρμική διάσταση των πραγμάτων. Επιστρέφω από μια τεράστια περιοδεία σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στη Ρωσία, που κράτησε περίπου οκτώ μήνες. Είμαι εξαντλημένος – μετά από ατελείωτα ταξίδια, πολλές πτήσεις, αλλαγές ώρας και κούραση κυρίως σωματική. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω έντονο jet lag. Κάθομαι στο σπίτι, είναι γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, και αρχίζω να παίζω με τα κανάλια.

Τότε, σχεδόν όλα έπαιζαν τηλεμάρκετινγκ. Ξαφνικά, όμως, σταματώ στην ΕΤ3. Ακούω κάτι που μου τραβά αμέσως την προσοχή. Μένω στο κανάλι, δυναμώνω τον ήχο κι ας είναι νύχτα. Αυτό που ακούω με συνεπαίρνει. Δεν το γνωρίζω, κι όμως με μαγνητίζει. Ανήκει στη σφαίρα της συμφωνικής μουσικής – αυτής που συχνά αποκαλούμε “κλασική”.

Η κάμερα δεν έχει ανοίξει ακόμα, δείχνει μόνο κοντινά πλάνα σε όμποε και ξύλινα πνευστά. Περιμένω να καταλάβω τι συμβαίνει. Και τότε, όταν το πλάνο ανοίγει, βλέπω τον Μίκη Θεοδωράκη να διευθύνει την ορχήστρα και την εξαιρετική Τατιάνα Παπαγεωργίου στο πιάνο. Εκεί συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για έργο του Θεοδωράκη, για πιάνο και ορχήστρα – και κυριολεκτικά τρελαίνομαι.

Όταν τελειώνει το έργο, ευτυχώς εμφανίζεται υπότιτλος: “Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα”. Και λέω μέσα μου, Θεέ μου, τι είναι αυτό; Το άκουσμα θύμιζε τη ρωσική σχολή – με μυστικά, βαθιά μέρη, με εκπληκτικές ενορχηστρώσεις, με εκείνη τη συμφωνική ένταση που αγαπώ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ μετά. Ξεκινώ αμέσως να ψάχνω παντού για το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη.”

“Η εμβάπτισή μου στον ωκεανό που λέγεται συμφωνικός Μίκης Θεοδωράκης…”

“Από αυτό το τυχαίο γεγονός ξεκινάει ουσιαστικά η εμβάπτισή μου στον ωκεανό που λέγεται συμφωνικός Μίκης Θεοδωράκης. Εκεί αρχίζω να τον αγαπώ βαθιά. Καταλαβαίνω ότι πρόκειται για μια μεγαλοφυΐα, μια πτυχή της οποίας – όπως και για πολλούς Έλληνες – είχαμε αγνοήσει: το συμφωνικό του έργο. Και όσο περνούν οι μέρες, συνεχώς ανακαλύπτω έναν τεράστιο πλούτο έργων: συμφωνίες, όπερες, απίστευτα πράγματα που με καθηλώνουν.”

Πώς ευοδώθηκε η πρώτη συνάντηση;

Μέσα σε δέκα μέρες, δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον σκηνοθέτη Αστέρη Κούτουλα. Είναι Έλληνας της Γερμανίας, με εξειδίκευση στο συμφωνικό έργο του Μίκη και έχει δημιουργήσει εξαιρετικά ντοκιμαντέρ και ταινίες που παρακολουθούν την πορεία του συνθέτη. Μου προτείνει να συμμετάσχω με μια μουσική έναρξη πριν από την πρώτη προβολή της ταινίας-ντοκιμαντέρ “Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια”.

Η πρόσκληση με τιμά αφάνταστα, αλλά νιώθω και μια αμηχανία – μόλις που είχα αρχίσει να κολυμπάω στα νερά της συμφωνικής μουσικής του Θεοδωράκη, χωρίς να έχω ακόμη βαθιά γνώση του έργου. Εκείνος όμως με διαβεβαιώνει ότι ακριβώς αυτή η φρέσκια ματιά τον ενδιαφέρει. Πιθανώς με γνωρίζει από τα χρόνια του Παρισιού, όταν ήμουν πιτσιρικάς και έδινα συναυλίες με κλασικό ρεπερτόριο.

Δέχομαι, λοιπόν, με μεγάλη χαρά. Αρχίζω να δημιουργώ διασκευές στα έργα του: πάνω στο Ζορμπά, αλλά και επεξεργάζομαι τραγούδια του, που τα μετατρέπω σε πιο κλασική μορφή για πιάνο, με τρόπο που να τιμά το πνεύμα της μουσικής του, αλλά και να φέρνει κάτι δικό μου.

Και έρχεται η μέρα εκείνη της πρεμιέρας στον κινηματογράφο Τριανόν, και εκεί ήταν η πρώτη μου γνωριμία από κοντά με τον Μίκη Θεοδωράκη. Υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο, σχεδόν ένα πρόχειρο καμαρίνι, όπου περίμενα. Ο Θεοδωράκης, που είχε τότε κινητικά προβλήματα και ήταν σε αμαξίδιο, πέρασε από εκεί – υπήρχε μάλιστα και ράμπα για να προσεγγίσει το χώρο.

Με είδε και με ρώτησε, με το γνωστό γενναιόδωρο χαμόγελό του: “Έχεις τρακ;”. Και του απαντώ, αστειευόμενος φυσικά: “Κύριε Θεοδωράκη, εσείς πρέπει να έχετε τρακ, θα παρέμβω στα έργα σας!”. Εκείνος μου λέει: “Σου έχω εμπιστοσύνη. Θα είναι υπέροχα.”

Βγαίνω στη σκηνή, παίζω, ολοκληρώνω τη φαντασία για τον Ζορμπά, και ο Μίκης, με όλη του τη δύναμη, φωνάζει ένα “Μπράβο!”. Την επόμενη μέρα βρέθηκα στο σπίτι του. Εκεί ξεκινάει πραγματικά η γνωριμία μας – που σύντομα γίνεται καθημερινή, με επισκέψεις, συζητήσεις και μια σταδιακή ανακάλυψη του ενός από τον άλλον.

Περιγράψτε μας πώς ήταν οι συναντήσεις σας με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Εκεί στο σπίτι του αφέθηκα πλήρως στις απίστευτες διηγήσεις του και στις μοναδικές αναλύσεις του γύρω από τη μουσική. Για μένα ήταν μια ευκαιρία να μάθω, αφού έχω τη δυνατότητα να βρίσκομαι κοντά σε έναν σπουδαίο συνθέτη. Φαντάσου να είχα δίπλα μου έναν συνθέτη σαν τον Στραβίνσκι ή τον Προκόφιεφ. Ζω αυτό το όνειρο: έχω δίπλα μου έναν τεράστιο συνθέτη, έναν από εκείνους που λάτρευα, ερμήνευα και έπαιζα, και ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι θα μπορούσα να είχα παίξει έργα του Θεοδωράκη νωρίτερα.

Έχω παίξει με τόσες μεγάλες ορχήστρες, με σπουδαίους μαέστρους, θα μπορούσα να είχα πει: “Θέλω να παίξω Θεοδωράκη”. Αλλά αυτό δεν συνέβη, γιατί δεν γνώριζα ακόμη αυτόν τον συγκλονιστικό Θεοδωράκη. Και έτσι ξεκινάει αυτή η φιλία – τολμώ να πω και η αγάπη – που γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα, ακρόαση μετά από ακρόαση, συζήτηση μετά από συζήτηση.

Άρχισα να μελετώ τα κλασικά του έργα για πιάνο, να τα παίζω στο σπίτι του, κι ο Μίκης συγκινούνταν. Και κάπου εκεί, κάποια στιγμή, γεννήθηκε η ιδέα. Τότε μόλις είχα ανακαλύψει τη Σοφία Μανουσάκη. Ήταν στα πρώτα της βήματα, και το χρώμα της φωνής της μου φαινόταν ιδανικό για τα τραγούδια του Θεοδωράκη.

Λέω, λοιπόν, να πάμε στο στούντιο και να ηχογραφήσουμε κάποια τραγούδια του για πιάνο και φωνή. Εκεί όμως μου λέει: “Μην έρθεις με άδεια χέρια”. Του το είχε σφυρίξει ένας κοινός μας φίλος – ήθελε να ακούσει πρώτα τις ηχογραφήσεις μου. Τις άκουσε, ενθουσιάστηκε, και έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας.

Εκεί γεννήθηκε η “Συνάντηση”;

Ναι, ήταν το πρώτο CD που κάναμε μαζί με τη Σοφία Μανουσάκη και έγινε χρυσό – πούλησε 25.000 αντίτυπα σε πολύ δύσκολους καιρούς – και μάλιστα όχι ψηφιακά, αλλά ως αντικείμενο. Εκεί στο στούντιο, όλο αυτό πήρε σάρκα και οστά: το άκουσε ο Μίκης, ενθουσιάστηκε και μας είπε να το κυκλοφορήσουμε αμέσως. Φυσικά το κάναμε όπως ήταν, χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία. Βγήκε, έγινε χρυσό.

Η απονομή έγινε με τον ίδιο παρών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε ένα ρεσιτάλ μας – δικό μου και της Σοφίας, όπως ακριβώς αυτό που έρχεται. Εκεί έγινε και η επίσημη απονομή του χρυσού δίσκου. Μετά, ο Μίκης πήρε το μικρόφωνο (κάτι που δεν κάνει συχνά) και είπε μερικά λόγια για μένα, τα οποία με έκαναν να νιώσω ταυτόχρονα απέραντη χαρά, αλλά και τεράστια υπευθυνότητα απέναντι στη γενναιοδωρία του. Συχνά ανταλλάσσαμε επιστολές, και έχω μια πολύ προσωπική αλληλογραφία που δεν θέλω ποτέ να δημοσιοποιήσω, γιατί αφορά μόνο εμένα και εκείνον.

Η αγάπη του για τη φωνή της Σοφίας ήταν εμφανής. Όταν κάναμε μετά τα “Προδομένα Έργα” και στη συνέχεια το τρίτο κατά σειρά – τον “Επιτάφιο”, τη “Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν” και τα “Επιφάνια” για πιάνο και φωνή από ζωντανή συναυλία – έγραψε μια επιστολή στην οποία χαρακτήριζε τη Σοφία “αποκάλυψη”. Να ακούς από έναν συνθέτη σαν τον Θεοδωράκη να λέει σε ένα νέο παιδί ότι είναι αποκάλυψη… δεν είναι και λίγο πράγμα.

Και οι συναντήσεις συνεχίζονταν… 

Ναι, Κυριακή ήταν το σταθερό μας ραντεβού. Βρισκόμασταν πλέον και με τη Σοφία στο σπίτι του. Περνούσαμε ατελείωτα απογεύματα – «Έλα να πιούμε έναν καφέ το απόγευμα», μας έλεγε ο Μίκης – που πολλές φορές γίνονταν πρωινά, γιατί οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλαβαίνουμε, βυθισμένοι στις μουσικές μας.

Μια φορά, ακούγαμε το Μαουτχάουζεν σε διάφορες εκτελέσεις από διαφορετικές ορχήστρες και ενορχηστρωτές, για να δούμε ποια ήταν η πιο ενδιαφέρουσα. Ανταλλάσσαμε απόψεις για το έργο, και κάποια στιγμή του λέω: «Αχ, βρε Μίκη! Τι κρίμα που τώρα, με την κρίση, δεν μπορούμε να βρούμε μια σπουδαία ορχήστρα να ηχογραφήσουμε και να παρουσιάσουμε μια όμορφη ενορχήστρωση.»

Και τότε, γυρνάει προς το πιάνο του, μου δείχνει τα πλήκτρα και λέει: «Ιδού η ορχήστρα σου». Μου ανακοίνωσε ουσιαστικά ότι θα το κάναμε για πιάνο και φωνή. Τότε κατάλαβα πραγματικά πώς ήταν να νιώθεις δίπλα σε έναν γίγαντα της μουσικής να συγγράφεις ένα έργο μαζί του.

Έχω πάντα τρακ όταν μιλάω για τον Μίκη. Και βέβαια, συγκινούμαι όταν μιλώ γι’ αυτόν, τώρα που έχει φύγει από κοντά μας. Κάθε φορά που έρχεται η Κυριακή νιώθω πάντα μια δόση μελαγχολίας μέσα μου. Γιατί μου λείπει αυτό: η βόλτα στο σπίτι του, να κάτσω στο πιάνο του, να του δείξω τι καινούργιο έχω σκαρώσει.

Και μην ξεχνάμε ότι ο Μίκης ήταν αυτός που με ώθησε να μελοποιήσω τον Καβάφη. Ήταν τρομακτικά γενναιόδωρος, αλλά ταυτόχρονα οξυδερκής, νομίζω όλοι όσοι τον γνώρισαν το ξέρουν αυτό. Μια προσωπικότητα πέρα από το θείο δώρο.

“Η ζωή σου δίνει χαστούκια σου δίνει και χάδια”

Ήταν ένα ορόσημο από πολλές απόψεις στην προσωπική σας διαδρομή, γιατί κάπου διάβασα ότι κι εσείς είχατε φτάσει σε ένα σημείο που επιζητούσατε ένα διαφορετικό λάκτισμα;

Αυτή την αλλαγή την είχα ήδη κάνει καιρό πριν, αλλά με τον Μίκη άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο. Ο σολίστ του πιάνου, ουσιαστικά, εμφανίστηκε ξανά χάρη σε εκείνον. Μάλιστα, μου είχε δώσει την πλήρη άδεια να παρεμβαίνω δημιουργικά στη μουσική του: “Με ενδιαφέρει η μουσική μου να περνάει από την ψυχή σου, από το μυαλό σου, να φιλτράρεται και να καταλήγει στα δάχτυλά σου – κάνε ό,τι θέλεις”, είχε πει. Μου είχε δώσει ελεύθερα τα κλειδιά να δουλέψω τα κομμάτια του όπως τα ονειρευόμουν, να τα φτιάχνω, να τα διασκευάζω όπως ήθελα.

Και το σημαντικότερο: εμείς κάναμε συναυλίες με σκοπό να τον βλέπουμε χαρούμενο, όταν ο Μίκης ήταν εν ζωή. Ακόμη και όταν τα έργα του δεν παιζόταν πολύ, η χαρά του γινόταν η δική μας χαρά – και αυτό μας γέμιζε δύναμη και ενέργεια.

Το 2018, ο Στέφανος και η Σοφία παρουσίασαν την επανεκτέλεση του “Μια θάλασσα γεμάτη μουσική” (που αποτέλεσε το πρώτο CD από τα δύο του άλμπουμ Συνάντηση ΙΙ). Ένα έργο σχεδόν άγνωστο, παρά μόνο στους φανατικούς ακροατές του. Ήταν μια προτροπή του Μίκη που πραγματοποιήθηκε.

Ο Στέφανος αναφέρει: “Έτσι κλείσαμε έναν κύκλο τριών δίσκων, αλλά συνεχίσαμε να παίζουμε και μετά τον θάνατό του και θα συνεχίσουμε για πάντα να παίζουμε Θεοδωράκη. Η σολιστική μου διάθεση επανήλθε, και τα σχέδιά μου περιλαμβάνουν πολλά ακόμα: να παίξω και τα συμφωνικά του έργα με μεγάλη ορχήστρα. Όταν παρουσιαστεί η πρώτη ευκαιρία, θα προτείνω – θα επιβάλλω, θα έλεγα, να παίξουμε Θεοδωράκη.

Οι συναυλίες που ακολούθησαν ήταν πολλές, με κορυφαία εκείνη στο Ηρώδειο, όπου συμμετείχε η Μαρία Φαραντούρη και φυσικά η Σοφία Μανουσάκη. Η Μαρία και η Σοφία με συμφωνική ορχήστρα (Συμφωνική Ορχήστρα Δημοτικού Ωδείου του Βόλου και χορωδία) – Εγώ στο πιάνο και ο Μίκης παρών. Σκέφτομαι συχνά ότι η ζωή σου δίνει και χαστούκια και χάδια. Εγώ το έζησα αυτό, γιατί όλη η γνωριμία μου με τον Μίκη συνέβη σε μια περίοδο που αρρώστησα. Και εκείνος ήταν δίπλα μου, παρακολουθώντας όλες τις εγχειρήσεις μου, και βρήκα στο πρόσωπό του έναν μεγάλο συμπαραστάτη.

Ο Μίκης έχει περάσει τόσα, και γι’ αυτό λέω ότι μαζί του ξανάμαθα μουσική – αλλά έμαθα και ζωή. Έμαθα αξίες που αφορούν την αντιμετώπιση των δυσκολιών, των κακουχιών, των προβλημάτων και πώς να πορεύεσαι μέσα στη ζωή με θάρρος και γενναιοδωρία.”

 Όταν ο θείος μου ο Μίμης Πλέσσας μας βάφτισε “Polyrhythmics”

Κλείνοντας τη συζήτηση για την παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής η κουβέντα μας πήγε σε θέματα γύρω από το πολιτικό τραγούδι και τον αγώνα των νέων να ξεχωρίσουν στο μουσικό στερέωμα. “Ο μόνος τρόπος για έναν νέο άνθρωπο να δείξει τι αξίζει είναι πλέον οι ζωντανές συναυλίες. Το βλέπω από τη Σοφία Μανουσάκη, η οποία γιγαντώνεται συναυλιακά: από τη σκηνή ξεκινά η αναγνώριση, και από εκεί ο κόσμος ακολουθεί. Και αυτό είναι και πολύ αληθινό, γιατί εκεί κρίνεσαι όπως είσαι, δεν έχει επεξεργασίες”.

Για τα νέα παιδιά ειδικά: “Χρειάζεται σκληρή δουλειά, απίστευτη προσήλωση, υπομονή και πείσμα. Πιστεύω ότι ό,τι είναι πραγματικά σπουδαίο θα δικαιωθεί κάποια στιγμή – απλώς χρειάζεται υπομονή, γιατί οι παγίδες στον δρόμο είναι πολλές. Και είναι κρίμα, γιατί η χώρα μας γεννάει ταλέντα. Ακούω, για παράδειγμα, μικρές ορχήστρες που στήνονται από καινούργια παιδιά, να παίζουν καταπληκτικά όργανα.”

Αναφορικά με το πολιτικό τραγούδι: “Σίγουρα υπάρχει κοινωνικό τραγούδι. Το τραγούδι διαμαρτυρίας σαφώς υπάρχει και οφείλει να υπάρχει, ανεξαρτήτως των εκφραστών του – από ραπ μέχρι άλλα μουσικά ρεύματα. Ακόμη και ένας απλός λόγος ή μια απλή φράση μπορεί να μετατραπεί σε πολιτικό μήνυμα, αρκεί να έχει τον σκοπό να εκφράσει κοινωνικά ζητήματα.”

Με μία ερώτηση για το πώς βλέπει το “πάντρεμα” ήχων παραδοσιακής μουσικής με πιο μοντέρνα μουσικά είδη … ξεκλειδώσαμε μια ανάμνηση, αλλά και ένα μελλοντικό σχέδιο. 

“Αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν γινόταν. Και εγώ, μάλιστα, έχω πειραματιστεί. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, εγώ είχα έρθει από το Παρίσι για διακοπές και μαζί με τον Αντώνη Πλέσσα που έπαιζε ντραμς, δημιουργήσαμε ένα συγκρότημα και δουλέψαμε παραδοσιακά θέματα (θρακιώτικα, ποντιακά) σε ορχηστρική μορφή, τα οποία μεταμορφώσαμε με fusion στοιχεία, και γυρίσαμε την Ευρώπη. Μάλιστα ο θείος μου ο Μίμης Πλέσσας μας βάφτισε “Polyrhythmics”.

Τώρα, για πρώτη φορά το αναφέρω σε συνέντευξη, αλλά είναι κάτι που θέλω να επαναλάβω σύντομα: μια συναυλία βασισμένη σε αυτή τη μουσική προσέγγιση. Είναι έργα και ιδέες που με γεμίζουν και θέλω να τα παρουσιάσω στον κόσμο. Το σημαντικό είναι να είμαι γερός, ώστε να υλοποιήσω αυτά τα σχέδια. Για μένα, η χαρά του καλλιτέχνη είναι μεταδοτική: όταν ο ίδιος νιώθει ευτυχία με αυτό που κάνει, το μεταδίδει στον ακροατή, κάνοντάς τον κι εκείνον ευτυχισμένο. Είναι μία ίσως ρομαντική άποψη, αλλά το πιστεύω. ”

Στέφανος Κορκολής – Σοφία Μανουσάκη
για τον Μίκη

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου στις 20:00

Πρόγραμμα

Μίκης Θεοδωράκης / Επιλογή από τραγούδια
Ενορχηστρώσεις – Διασκευές – Μεταγραφές για πιάνο και φωνή: Στέφανος Κορκολής (με την άδεια και προτροπή του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη)
Συμπαραγωγή: Φόρμιγξ – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Πληροφορίες megaron.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα