Ο Γιώργος Κοτανίδης είχε μέσα του το Πολυτεχνείο σαν συνέχεια του Μάη του ’68

Ο Γιώργος Κοτανίδης είχε μέσα του το Πολυτεχνείο σαν συνέχεια του Μάη του ’68
O Γιώργος Κοτανίδης Eurokinissi

Με την επιβολή της δικτατορίας ήρθε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του "Εθνικού Θεάτρου" με το οποίο αργότερο συνεργάστηκε.

Στα 74 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Κοτανίδης αφήνοντας πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη. Πέρα από την πλούσια καλλιτεχνική του παρουσία και τη σπουδαία του πορεία στο θέατρο, ο Γιώργος Κοτανίδης ήταν γνωστός για τον αντιστασιακό του χαρακτήρα.

Από το βιβλίο του “ηθοποιός σημαίνει φως;”:

Είναι μια τέχνη

Και έτσι μπορείς να το δεις

Σαν την παλιά παροιμία

Με τους δύο τσαγκάρηδες

Ο ένας ήθελε να κάνει καλά παπούτσια

Ο άλλος μαγαζί με βιτρίνα

Και πολλά λεφτά

Διαλέγεις και παίρνεις

Έχοντας πολιτικοποιηθεί από πολύ νέος κατά τη διάρκεια της χούντας συμμετείχε στον αγώνα εναντίον της, ενταγμένος στο Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) και σε άλλους πολιτικούς φορείς, όπως η Ελληνο­ευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ). Για τη δράση του συνελήφθη επανειλημμένα, φυλακίστηκε και βασανίστηκε.

Τον Μάη του ’68 ήταν πρωτοετής σπουδαστής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Για την τότε εποχή είχε μιλήσει στο News 24/7 στους 88,6 και στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη.

“Το γεγονός τότε περνούσε ως ταραχές στον ελληνικό Τύπο. Μάλιστα, σε επιθεώρηση που παιζόταν τότε σε σκηνή λέγανε “έτσι που πάει η Γαλλία σε λίγο θα ζητήσουν Παττακό και Παπαδόπουλο”.

Η ανήσυχη πολιτικοποιημένη αθηναϊκή νεολαία όμως λάμβανε το “μήνυμα”; “Φυσικά, πήραμε το μήνυμα περί τίνος πρόκειται. Ήρθε η νεολαία στο προσκήνιο να αμφισβητήσει τον μικροαστισμό που είχε κυριαρχήσει μετά τον πόλεμο και αυτό που ο Σαρτρ έλεγε “ο αστισμός μας, η φρίκη μας”. Αυτό το αμφισβήτησε ο Μάης του ’68, λέγοντας  “δεν μας φτάνουν οι μπριζόλες, θέλουμε και πνεύμα” πρόσθετε ο σπουδαίος ηθοποιός, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του Υπαρξιστικού Κινήματος. “Πρέπει να θυμόμαστε ότι από τη δεκαετία του ’50 έχει προηγηθεί ένα πολύ ισχυρό υπαρξιστικό κίνημα. Υπάρχει ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Καμύ, άνθρωποι που είχαν ένα πνεύμα που προετοίμασαν τον Μάη”. Ένα κίνημα, όπως τόνιζε, που ήταν “κόντρα στα παραδοσιακά κόμματα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας”.

Ο ευρύτερος αντίκτυπος στη χώρα ποιος ήταν; “Για μένα η ιστορία του Μάη μέσα μας ρίζωσε κι οδήγησε στο Πολυτεχνείο. Είναι μια από τις συνισταμένες που οδήγησαν εκεί. Είχαμε μελετήσει πάρα πολύ καλά όλο το κίνημα, ακόμη και των εργοστασιακών καταλήψεων. Είχαν γίνει πράγματα πολύ προχωρημένα στην Γαλλία”, έλεγε, “τη  χώρα που έχει τη μεγαλύτερη επαναστατική παράδοση στην Ευρώπη. Εγώ εσωτερικά μέσα μου έχω την κατάληψη του Πολυτεχνείου σαν εσωτερική συνέχεια του Μάη του ’68”.

Ο Γιώργος Κοτανίδης για την 21η Απριλίου

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κοτανίδη, “ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΤΩΡΑ!”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011:

19 Απριλίου 1973- Σαν σήμερα με συνέλαβε η χούντα για πρώτη φορά. Το περιγράφω σ’ αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο μου “ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΤΩΡΑ!”.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ 19 Απριλίου 1973.

Μπήκα τρέχοντας σαν σίφουνας στο σπίτι της οδού Σεμέλης 5, ανέβηκα στον πρώτο όροφο και χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού μου. Τα κλειδιά μου τα είχα δώσει λίγο πριν στο σύντροφο Σεραφείμ που τον είχε επιστρατεύσει η χούντα, για να πάει στο σπίτι με τη φίλη του το απόγευμα, όταν θα ήμουν στο θέατρο. Βρισκόταν έξω με άδεια και είχαμε πάει το πρωί με τον σ. Αλέξη να τον επισκεφθούμε στο σπίτι του αδελφού του κάπου στα Πατήσια για να μας ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατούσε στο στρατό. Όλη την προηγούμενη νύχτα τριγυρνούσαμε με τον σύντροφο Λεκκό στα Γυμνάσια, τις τεχνικές σχολές και τα Πανεπιστήμια του Πειραιά και της Καλλιθέας, κάνοντας ρεπεράζ όπως λέμε στο σινεμά, εντοπίζοντας δηλαδή τα σημεία όπου θα ρίχναμε τις προκηρύξεις για να καταγγείλουμε την 6η επέτειο της χούντας. Ο Γιάννης ήρθε και με πήρε από το θέατρο και ως το πρωί είχαμε χαρτογραφήσει δεκάδες σχολές και σχολεία-στόχους όπου θα ρίχναμε την προκήρυξη που είχαμε ετοιμάζει στον πολύγραφο: ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΔΟΥΛΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΧΟΥΝΤΑ. Παίρναμε χίλιες προφυλάξεις για να βεβαιωθούμε ότι δεν μας έχει δει κάποιο μάτι αλλά κάθε τόσο, είχαμε την αίσθηση ότι κάποιος μας παρακολουθούσε. Μόλις όμως κάναμε κάποιο τεστ για να τσεκάρουμε αν όντως είναι κάποιος πίσω μας, βλέπαμε πως δεν υπήρχε κανείς. Παρ’ όλ’ αυτά, η αίσθηση της παρακολούθησης μας έμεινε ακόμη και όταν, ξημερώματα πια, κάτσαμε εξοντωμένοι στο Πασαλιμάνι να φάμε μια μακαρονάδα. Η δουλειά όμως είχε γίνει, είχαμε εντοπίσει όλα τα σημεία απ’ όπου την επόμενη το βράδυ, θα ρίχναμε τις προκυρήξεις.

Γύρισα στο σπίτι το πρωί, ξάπλωσα λίγο και μετά, άϋπνος σχεδόν, πήγα στο ραντεβού με τον Σεραφείμ ο οποίος μετά την ενημέρωση που μας έκανε μου ζήτησε τα κλειδιά για το σπίτι, εγώ του έφερα αντίρρηση γιατί το βράδυ θα πετάγαμε προκυρήξεις και ήταν επικίνδυνο. Ο σύντροφος Αλέξης μου έκανε κριτική και με παρότρυνε να του δώσω τα κλειδιά διότι ήταν φαντάρος τόσον καιρό και έπρεπε να γαμήσει. Αισθάνθηκα περίεργα γιατί από πλευράς οργανωτικής ήταν λάθος, παραβιάζαμε τους κανόνες συνομωτικότητας και σε άλλη περίπτωση ο Αλέξης θα μου έκανε την αντίθετη κριτική, πείσθηκα όμως και του τα έδωσα. Άλλωστε η παραβίαση γινόταν για να γαμήσει ο σύντροφος φαντάρος και τον θεωρούσαμε ιερό σκοπό. Ήταν πλέον μεσημέρι της 19ης Απριλίου 1973 όταν βρέθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου χωρίς κλειδιά και χτύπησα το κουδούνι περιμένοντας την Κατρίν να μου ανοίξει, θα πηγαίναμε σε οικογενειακό τραπέζι στης αδερφής μου, είχαν έρθει και οι γονείς μου από τη Θεσσαλονίκη.

Μόλις άνοιξε η πόρτα μπήκα κατευθείαν με τη φόρα που είχα αλλά είδα όλο το σπίτι άνω κάτω. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν η Κατρίν αυτή που μου άνοιξε αλλά ένας ασφαλίτης με πολιτικά ενώ ένας άλλος μου κόλλησε το πιστόλι στη μούρη. Ο πρώτος με έψαξε πατόκορφα μήπως κρατάω κανένα σιδερικό και έβγαλε από την κωλότσεπη την ταυτότητά μου, παλιά συνήθεια να την βάζω εκεί.

«Είναι ο Κοτανίδης.»

«Καλώς τον.» Απάντησε ο άλλος με το πιστόλι πάντα στη μούρη μου.

Για μια στιγμή, που αντιπροσωπεύει μια αιωνιότητα γιατί δε θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου, ο χρόνος σταμάτησε, ξέρω είναι κλισέ αυτές οι εκφράσεις αλλά δεν υπάρχουν άλλα λόγια. Ένοιωσα ένα περίεργο πάγωμα και είπα μέσα μου «Ώστε αυτό ήταν;» Χρόνια τώρα, από τη στιγμή που οργανώθηκα και δούλευα παράνομα, φανταζόμουν το ενδεχόμενο μιας σύλληψης. Πως θα μπορούσε να είναι μια τέτοια στιγμή, αν με έπιαναν επ’ αυτοφώρω όταν πέταγα προκηρύξεις, ή σε κάποια μυστική συνεδρίαση όπου θα μπορούσαν να μπουκάρουν και να μας πιάσουν όλους. Έβλεπα στον ύπνο μου όνειρα με κυνηγητά και καταδιώξεις από τους μπάτσους, ένα βράδυ είδα ότι ήμουν σε μια βάρκα και με κυνηγούσαν ασφαλίτες με άλλες βάρκες και μου ρίχνανε, κι’ εγώ βούτηξα στο νερό για να γλυτώσω και ανέπνεα με καλάμι, όπως ο μικρός Βιετναμέζος Φο-μι-τσιν στο τραγούδι του Διονύση. Όλα αυτά με έκαναν να προσέχω περισσότερο και να προετοιμάζομαι για το ενδεχόμενο μιας σύλληψης, αλλά όση προετοιμασία και να κάνεις, τη γαμημένη στιγμή που σε πιάνουνε για πρώτη φορά, παγώνεις κι’ αυτό το πάγωμα κρατάει για πάντα. Είναι η στιγμή που νιώθεις ότι κάτι στη ζωή σου αλλάζει ανεπανόρθωτα, η στιγμή που παύεις να είσαι ένα άτομο που δουλεύει παράνομα αλλά έχει μια κανονική κοινωνική ζωή, και γίνεσαι ένας συγκεκριμένος και επώνυμος στόχος του καταπιεστικού μηχανισμού και μπαίνεις σε απρόβλεπτες περιπέτειες. Για τα καθάρματα της εξουσίας γίνεσαι ένας ακόμη κομμουνιστής-εαμοβούλγαρος-εκδοροσφαγεύς όπως αποκαλούσε τους αριστερούς σύσσωμη η δεξιά μετά τον εμφύλιο. Ήμουν πλέον αιχμάλωτος των χουντικών, στα χέρια της φημισμένης για τα βασανιστήρια Εθνικής Ασφάλειας και ο φόβος είχε αρχίσει να με πολιορκεί. Ταυτόχρονα όμως, σαν αντίρροπη κίνηση, άρχισε μέσα μου να ζωντανεύει και ένα άλλο συναίσθημα, ότι με τη σύλληψή μου έχω την τιμή να συγκαταλέγομαι κι’ εγώ ανάμεσα στους τόσους και τόσους εκλεκτούς –αριστερούς κυρίως αλλά όχι μόνον- που συλλαμβάνονται επειδή αγωνίζονται για τις ιδέες τους, για έναν καλύτερο κόσμο, για την δημοκρατία, για την επανάσταση που θα εξάλειφε την αδικία και θα άλλαζε τον κόσμο προς το καλύτερο. Αυτό το αίσθημα με γέμιζε δύναμη, έδιωχνε μακριά το φόβο και με όπλισε με την επιθυμία να αντέξω.

«Καλώς τον.» Επανέλαβε ο οπλοφόρος. «Τα χέρια ψηλά!»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα