Ο Νιόνιος, τα “Θεοδαράκια και τα Χατζιδάκια” του
Διαβάζεται σε 10'
Ο Νιόνιος, ο Μάνος και ο Μίκης: Μία συμπόρευση τριών ιερών τεράτων και κάποιες ιστορίες ανάμεσά τους.
- 22 Οκτωβρίου 2025 16:05
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι η περίπτωση αυτή του καλλιτέχνη που κατόρθωσε να βρεθεί δίπλα στα δύο «ιερά τέρατα» της ελληνικής μουσικής, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι.Ένας καλλιτέχνης που, με το έργο του, αγγίζει τις ψυχές και τις συνειδήσεις, καταφέρνοντας να στέκεται ισάξια δίπλα τους και να αφήνει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στην ιστορία.
Η απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου αφήνει πίσω του ένα μεγάλο κενό στην ελληνική μουσική σκηνή, καθώς ήταν ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που κατάφερε να αποτυπώσει την ψυχή της χώρας του μέσα από τη μουσική του, αφήνοντας μια κληρονομιά γεμάτη συναισθηματική ένταση και διαχρονική αξία.
Ο Νιόνιος και ο Μάνος
“Ακούς ένα τραγούδι του Χατζιδάκι· τελειώνει και νιώθεις μέσα σου ευγενέστερος. Γιατί ξεπλένει από μέσα μας κάθε ευτέλεια, ανελευθερία και λαϊκισμό, δικό μας ή των άλλων, αδιάφορο.
Υπάρχει κάτι σαν κορυφαία πράξη αντίστασης μέσα σ’ αυτά τα αγαπημένα κομμάτια. Σαν γλυκό φως στο σκοτάδι, που μας κάνει πιο ταπεινούς, δηλαδή πιο ικανούς για την αμοιβαία, επιτέλους, συγχώρεση.
Έζησε και εργάστηκε σκληρά, με συνείδηση καταγωγής, ελεύθερο φρόνημα, γενναιοδωρία και αυστηρότητα αληθινού μάγκα κι ανατολίτη.
Έτσι και μόνον έτσι κατέκτησε κάποτε την οικουμένη και εξασφάλισε τη θέση του στην Ευρώπη, με χαρακτηριστική άνεση, σαν παιδί. Σαν Έλληνας.
Μου λείπει φρικτά μέσα στη κρίση. Έχω βέβαια τις ηχογραφήσεις του αλλά, τόσα χρόνια συνεχώς, δε μου αρκεί πια μόνον να τις ακούω, θέλω να τα πω κι εγώ αυτά τα τραγούδια, ιδίως τώρα κι ας μη διαθέτω την φωνή που θα προτιμούσε ο Μάνος.
Συμμερίζεστε άραγε κι εσείς αυτό το συναίσθημα;”
Αυτά σημείωνε ο Διονύσης Σαββόπουλος τον Ιουλίου 2012 με αφορμή τις μεγάλες του συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με τίτλο «Μάνος Χατζιδάκις…τώρα», όπου επέλεξε και ερμήνευσε είκοσι επτά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι.
Στην νοερή αυτή συμπόρευση των τριών αυτών εμβληματικών καλλιτεχνών, η πορεία τους δεν ήταν πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα. Κατά τη διάρκεια της Χούντας, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα εκφράσει με τον χαρακτηριστικό του τρόπο την πικρία του, γράφοντας: «Χατζιδάκια ‘μ, Θεοδαράκια ‘μ, εσείς τρώτε και πίνετε κι εμένα με τρώει η αρκούδα». Η φράση αυτή αντανακλά τη μοναχική του στάση, τη στιγμή που εκείνος παρέμενε στην Ελλάδα, τη χώρα που βίωνε το σφιχτό καθεστώς, ενώ οι δύο μεγάλοι συνθέτες είχαν φύγει για το εξωτερικό.
Τα χρόνια περνούν και ο Σαββόπουλος σε εκπομπή του στην ΕΡΤ ο Σαββόπουλος ειρωνεύεται τον Χατζηδάκη για το «ρ» που δεν λέει σωστά και αυτός γίνεται έξαλλος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις με επιστολή στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία χρησιμοποιεί σκληρά λόγια για τον Σαββόπουλο, απαγορεύοντάς του να χρησιμοποιεί τις μουσικές του. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει “Ο κ. Σαββόπουλος, θέλοντας να κοινοποιήσει δημοσίως, την όχι δημοσίως εκφρασθείσα επιθυμία μου, να μην μεταχειριστεί τη μουσική μου στις εκπομπές του, βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί την άρθρωσή μου με την κάπως ανορθόδοξη προφορά μου στο γράμμα Ρο.
Τόσα χρόνια μιλούσα από το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου και κανείς δε βρέθηκε -φίλος κι εχθρός- να σταθεί στην ιδιοτυπία της προφοράς μου. Και μόνον ο κ. Σαββόπουλος την επισήμανε. Τι οξυδέρκεια! Πρέπει ακόμη να προσθέσω πως δεν μου διέφυγε η ισχυρή δόση ειρωνείας και αναίδειας που περιείχε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον κ. Θεοδωράκη.
Κατόπιν αυτών, του απαγορεύω όχι μόνο τη χρήση της μουσικής μου, αλλά και την απλή αναφορά του ονόματός μου στις τόσον εγωπαθητικές εκπομπές του. Θα φροντίσω και νομικά να κατοχυρωθώ.”
Λίγα χρόνια αργότερα ο Διονύσης Σαββόπουλος μεταμελημένος ζητά συγγνώμη και μέσω της εφημερίδας Το Βήμα αναφέρει: «Ήμουν αγενής. Εν ονόματι της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της νεότητος, το ’παιξα αφ’ υψηλού και “εναλλακτικός”, ενώ τον θαύμαζα και είχα μεθύσει από τη χαρά που το όνειρό μου να τον συναντήσω γινόταν πραγματικότης. Αντί να του δείξω αυτό, εκστόμιζα διάφορες “απόψεις” ότι π.χ. η καινούργια ενορχήστρωσή του των “Ορνίθων” ήταν χολιγουντιανή ή ότι η “Μυθολογία” ήταν σαν τσιμπιδάκι στα μαλλιά. Εν τω μεταξύ, πρόσεξα ότι είχε λυθεί το κορδόνι του παπουτσιού του και ενώ ποθούσα να σκύψω και να του το δέσω, συνέχισα αγέρωχος με διάφορες “απόψεις”. Το κακό είναι ότι όσο ζούσε δεν τόλμησα να του εκφράσω τα αληθινά μου αισθήματα για αυτόν. Του μιλούσα πάντα σαν ισότιμος ντε και καλά, ενώ ένιωθα κατώτερός του. Ωσπου πέθανε και έχασα την ευκαιρία για πάντα. Ομως με άκουγε πάντα με χαμόγελο και συγκατάβαση. Ισως είχε καταλάβει την “πόζα” μου, τον βαθύ σεβασμό μου για αυτόν. Αυτό ελπίζω»
Ωστόσο, ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε πάντα ένας πιστός υποστηρικτής του Διονύση Σαββόπουλου. Όταν ο Σαββόπουλος είχε δεχτεί σφοδρές επιθέσεις για τον δίσκο «Το κούρεμα» και το τραγούδι «Κωλοέλληνες», ο Χατζιδάκις δήλωνε χαρακτηριστικά: «Ο Σαββόπουλος υπήρξε το άλλοθι της προδομένης ζωής κάποιων», προσφέροντας μια εύστοχη εξήγηση για τα αντιφατικά συναισθήματα που πυροδότησε το έργο του».
Μία ιστορία για τον Μάνο δια στόματος Νιόνιου
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος για το τραγούδι που έγραψε το 1979 “Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο” σε μία συναυλία του στον Βόλο το 2015.
“Έγραψα ένα τραγούδι για το Φονικό στη Νεράιδα, Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο. Μου βγήκε χοιρινό βαρύ. 253 στίχοι. Το ηχογράφησα, αλλά δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, διότι δεν το επέτρεπε η λογοκρισία να κυκλοφορήσει.
Ο Χατζιδάκις όμως, που είχε άλλο βασίλειο δικό του στο Τρίτο Πρόγραμμα το έπαιξε κανονικά. 16 λεπτά τραγούδι, οπότε πήραν φωτιά τα τηλέφωνα από την Προεδρία. “Τι το παίζετε αυτό; Αφού είναι κομμένο;” Έτρεχαν έντρομοι οι παραγωγοί, πάει ο Δαβαράκης στο γραφείο του Μάνου και λέει “Πήραν από την προεδρία, απειλούν θεούς και δαίμονες, θα μας κόψουν τον κώλο. Λένε ότι θα διατάξουν ανάκριση”.
Και λέει ο Μάνος: “Θα το παίξετε και αύριο. Και αν σας πουν τίποτε θα τους πείτε ο κύριος Χατζιδάκις είπαμε να το παίξουμε. Γιατί δεν το ξέρει και θέλει να το ακούσει για να διαμορφώσει προσωπική γνώμη”.
Το παίζουν την άλλη μέρα 16 λεπτά τραγούδι, οπότε έξαλλος πια παίρνει ο ίδιος ο υφυπουργός Προεδρίας. Ήταν ο Νανάς (Αθανάσιος) ο Τσαλδάρης και έλεγε έλεγε…. Ο Χατζιδάκς τον άκουγε βαρύς, σκυθρωπός. Τελείωσες του λέει; “Ναι, κύριε Χατζιδάκι, τελείωσα” του απαντα. “Υπουργέ, είσαι βλαξ” του λέει.
Ο Χατζιδάκις είχε ψυχολογία ενός παιδιού βασιλιά. Ήταν γενναιόδωρος σαν βασιλιάς, αλλά και θύμωνε σαν βασιλιάς”.
Ο Νιόνιος και ο Μίκης
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου τη μέρα που πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης: «Έφυγε σήμερα ο τελευταίος των μεγάλων. Των τελευταίων μεγάλων Ελλήνων. Είναι ημέρα πένθους, βαθιάς συγκίνησης αλλά και πνευματικής ανάτασης νομίζω, γιατί μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζηδάκι, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, και όλων των άλλων πνευματικών ηγετών μας, έρχεται τώρα και η αναχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη, στην 200ή επέτειο της Ανεξαρτησίας, σαν να μας λέει “κοιτάξτε τι έχει πραγματική αξία σε όλη αυτή την πορεία και αφήστε τα μικρά και τα ασήμαντα”.
Ήταν παράφορος. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ξεχείλιζε από μουσική, αιώνια νιάτα, πάθος και ρομαντισμό. Ήταν ένας μεγαλοφυής, ένας λεοντόκαρδος, ένας άνθρωπος αναγεννησιακός. Ένας οικουμενικός άνθρωπος. Θα ζει πάντα στη μνήμη της Αντίστασης, στην τραγική μνήμη του εμφυλίου και της εξορίας, στους αγώνες της δεκαετίας του ΄60, στη φυλακή του αντιδικτατορικού αγώνα. Μα πάνω από όλα θα ζει πάντα στο αιώνιο τραγούδι της ελληνικής λαλιάς με την συναρπαστική και θυελλώδη μουσική του.
“O Captain, my Captain
Η δάφνη κερδήθηκε
Ποτέ δεν θα πεθάνεις”».
Μία ιστορία για τον… Μίκη
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη) είναι πολύ συγκινητικό το απόσπασμα από τη γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Είχα ζητήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη να μου βρει, αν μπορεί, καμιά δουλειά. Τον είχα πλησιάσει δύο χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη. Κατέβαινε στην πλατεία Αριστοτέλους. Πήγα και του είπα με ύφος και θράσος: “Χαίρετε. Δεν ζητάω ποτέ μου αυτόγραφα, αλλά για εσάς θα κάνω μια εξαίρεση(!)”. Με κοίταξε με χαμόγελο απορίας και τρυφερότητας. Μου έγραψε μερικά ωραία λόγια και υπέγραψε. Το πήρα το αυτόγραφο, τον ευχαρίστησα και έφυγα αφήνοντάς τον με την απορία “τι είναι αυτός ο παλαβούτσικος;”.
Μια άλλη φορά που σκοτωνόμασταν οι Λαμπράκηδες για το ποια είναι η σωστή μορφή πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και υπήρχε μέχρι και απειλή διάσπασης, ανέβηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη ο Θεοδωράκης για να μας συνετίσει. Συμμετείχα σε μια από ’κείνες τις εξουθενωτικές συνεδριάσεις, που τελειωμό δεν έχουν.
Βγήκαμε ύστερα στη λεωφόρο. Πήρα αγκαζέ τον Θεοδωράκη και του είπα: “Ελάτε να προχωρήσουμε πλάι πλάι, για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει η Τσιμισκή(!)”. Με κοίταξε με το ίδιο υπομονετικό χαμόγελο. Βαδίσαμε για λίγο. Με ρώτησε ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω. Άλλο που δεν ήθελα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου μια διπλωμένη παρτιτούρα, το “Μια θάλασσα μικρή”, και του την έδωσα να τη διαβάσει. Μου είπε δυο καλά λόγια και χαιρετηθήκαμε».
Διονύσης Σαββόπουλος: Η ζωή του μέσα απ’ τα λόγια των συνεργατών του