Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης – 5 ποιήματα που αξίζει να διαβάσεις

Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης – 5 ποιήματα που αξίζει να διαβάσεις

Ο ποιητής κατάφερε μέσα από την τέχνη του να δώσει μια νέα πνοή στην ποίηση με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο αλλά και βιώματα δικά του συναισθήματα, φόβους, υπαρξιακές αγωνίες και όνειρα.

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο και σπούδασε στη Νομική Σχολή, αλλά από πολύ νέο τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση.

Ο Λειβαδίτης δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς, ενώ η πολιτική του δράση είχε γίνει αιτία να συλληφθεί και να εξοριστεί αρκετές φορές. Μάλιστα, όταν βρισκόταν στην Μακρόνησο, ξεκίνησε τη συγγραφή του “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου“.

Όσον αφορά την επιρροή του έχει ειπωθεί για τον ποιητή πως: “σε καιρούς μεταμοντέρνου καπιταλισμού, συγκινεί τους ανθρώπους ένας μοντέρνος κομμουνιστής“.

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 – “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 – Συμφωνία αρ Ι.) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 -Εγχειρίδιο ευθανασίας).

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Τσάγκαρη με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου αλλά και άλλους καλλιτέχνες.

Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης, αφού κατάφερε μέσα από την τέχνη του να δώσει μια νέα πνοή στην ποίηση με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο αλλά και βιώματα δικά του, συναισθήματα, φόβους, υπαρξιακές αγωνίες και όνειρα.

Σαν σήμερα πριν από 31 χρονια, το 1988 ο ποιητής έφυγε απ’τη ζωή. Ως φόρο τιμής στο έργο του, παρουσιάζουμε 5 ποιήματά του που αξίζει να διαβαστούν.

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
(απόσπασμα του έργου του)

Παγωνιά

φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας

ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη

παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά

λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους

φυσάει

φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες

φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-

τσάρουν στα προαύλια των φυλακών

φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε

έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων

φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά

φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες

τα ψηλά καπέλα των υπουργών

μονύελα

γάντια

ακριβές γούνες

οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα

πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν

στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες

φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις

καπνιές

χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια

μάτια κάτω απ’ τα  τσαλακωμένα κασκέτα

κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου

αλληλούια

φυσάει

(τΤο ποίημά του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» το οποίο γράφει κατά την περίοδο που είναι εξόριστος θεωρήθηκε ανατρεπτικό και απαγορεύτηκε)

Σε μια γυναίκα

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω

……στο γυαλί της λάμπας.

«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό

αφού μ’ αγαπούσες

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι

για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις,

τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

κάθε χειρονομία σου σαν να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν

ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα

θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου,

την αγαπημένη ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,

να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι,

είναι όμορφο σκυμμένος

πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να λέει τα όνειρα της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,

για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι

ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,

τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου

και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουμε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία,

τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που

τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Μη χάνεις το θάρρος σου

Μη χάνεις το θάρρος σου

εμείς πάντα το ξέραμε

πως δε χωράει

μέσα στους τέσσερις τοίχους

το μεγάλο μας όνειρο.

Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι

που στα σπλάχνα τους κοιμούνται

τόσοι σκοτωμένοι.

Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου

που κελαηδούσαν σαν πουλιά

θα θυμάμαι τα μάτια σου

φλογερά και μεγάλα

σαν δυο νύχτες έρωτα

μέσα στον άγριο πόλεμο.

Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.

Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα

σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων και τα

καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,

θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,

σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.

Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι

απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί

και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται

ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει

ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.

Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,

εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι

για ένα καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα