Επείγοντα Χριστούγεννα: Όταν η μαγεία των γιορτών “μπαίνει” στο νοσοκομείο
Διαβάζεται σε 13'
Κάναμε μία χριστουγεννιάτικη έφοδο στην παράσταση “Επείγοντα Χριστούγεννα” στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ και μιλήσαμε με τον Βασίλη Κουκαλάνι και τρεις από τους πρωταγωνιστές της παράστασης: τον Μικέ Γλύκα, τη Δανάη Τσιοπλή και τη Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα.
- 19 Δεκεμβρίου 2025 18:47
Κάτι απρόβλεπτο συμβαίνει στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ, καθώς μεταμορφώνεται σ’ ένα νοσοκομείο που γεμίζει γέλια, παιχνίδι και φαντασία. Οι Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες επιστρέφουν και φέτος, μετατρέποντας τη σκηνή σε έναν χώρο όπου η αγωνία συναντά την τρυφερότητα και η πραγματικότητα αφήνει χώρο στη μαγεία — χάρη στη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Τη φετινή σκυτάλη παίρνει η ομάδα νεανικού θεάτρου «Συντεχνία του γέλιου», που με τη χαρακτηριστική της ματιά και την κοινωνική της ευαισθησία παρουσιάζει τα Επείγοντα Χριστούγεννα: μια παράσταση που δεν ακολουθεί τη γνώριμη, λαμπερή χριστουγεννιάτικη συνταγή, αλλά επιλέγει να κοιτάξει τις γιορτές από εκεί όπου συνήθως αποστρέφουμε το βλέμμα. Σε ένα παιδιατρικό τμήμα νοσοκομείου, τρία παιδιά, μακριά από το σπίτι τους, μετατρέπουν τον φόβο, τη μοναξιά και την αναμονή σε παιχνίδι, φιλία και συλλογική δύναμη.
Σε σκηνοθεσία του Βασίλη Κουκαλάνι και πρωτότυπη μουσική του Σπύρου Γραμμένου και της Άννης Θεοχάρη, τα Επείγοντα Χριστούγεννα μιλούν για την αλληλεγγύη, την αποδοχή και τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για σύνδεση — εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει να παγώνει και οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Εμείς κάναμε μία χριστουγεννιάτικη έφοδο στην παράσταση και μιλήσαμε με τον Βασίλη Κουκαλάνι και τρεις από τους πρωταγωνιστές της παράστασης: τον Μικέ Γλύκα, τη Δανάη Τσιοπλή και τη Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα.
Ο Βασίλης Κουκαλάνι παίρνει πρώτος τον λόγο και μιλά για μια διαδρομή που δεν ξεκίνησε από τη νοσταλγία των γιορτών, αλλά από την απόσταση. Όπως εξομολογείται, ποτέ δεν ένιωσε ιδιαίτερη σύνδεση με τα Χριστούγεννα. Δεν τον συγκινούσαν ως ιδέα ή ως τελετουργία, παρά μόνο μέσα από σκόρπιες, προσωπικές μνήμες – όπως ένα δώρο που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του, το Grease σε κασέτα από τη μητέρα του.
Αυτή ακριβώς η αποστασιοποίηση τον οδήγησε στην ανάγκη να αναζητήσει έναν άλλο δρόμο, μακριά από τη γνώριμη, εξιδανικευμένη εικόνα των Χριστουγέννων.
Αντί για λαμπιόνια και εύκολη συγκίνηση, στράφηκε σε κάτι αντισυμβατικό: σε μια ιστορία που μιλά για τον φόβο, την αρρώστια και τον χώρο του νοσοκομείου. Ένα πλαίσιο σκληρό και φαινομενικά αντι-γιορτινό, το οποίο, μέσα από το βλέμμα των παιδιών, μεταμορφώνεται. Εκεί, όπου οι μεγάλοι βλέπουν αγωνία και περιορισμό, τα παιδιά βρίσκουν τρόπο να οικειοποιηθούν την πραγματικότητα, να την ξαναπλάσουν και τελικά να την κάνουν δική τους.
Ο Μικές Γλύκας σκιαγραφεί τους ρόλους του που κινούνται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας. Από τη μία, υποδύεται έναν ειδικευόμενο γιατρό, εγκλωβισμένο στην κόπωση της καθημερινής ρουτίνας, που μπαινοβγαίνει αδιάκοπα στους θαλάμους προσπαθώντας απλώς να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του.
Από την άλλη, μεταμορφώνεται στον Κλέαρχο, έναν νοσηλευτή αντισυμβατικό και βαθιά ανθρώπινο, ο οποίος στέκεται πιο κοντά στα παιδιά από όλους τους υπόλοιπους. Έχει τον χρόνο –και κυρίως τη διάθεση– να τα προσεγγίσει αλλιώς: όχι μόνο ως ασθενείς που χρειάζονται φροντίδα, αλλά ως παιδιά που έχουν ανάγκη να νιώσουν ασφάλεια, αποδοχή και συμμετοχή στο παιχνίδι.
Σε αυτή τη ματιά έρχεται να προστεθεί η σκέψη της Δανάης Τσιοπλή, που φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο η παράσταση μετατοπίζει το βλέμμα. Παρότι ο Κλέαρχος εργάζεται ασταμάτητα, όπως όλοι στο νοσοκομείο, η ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στην οπτική: η συνθήκη φιλτράρεται μέσα από τα μάτια των παιδιών. Για εκείνα, ο χώρος του νοσοκομείου μετατρέπεται σε πεδίο εξερεύνησης, σε ένα απρόσμενο παιχνίδι όπου όλα είναι καινούργια και γεμάτα περιέργεια. Ο Κλέαρχος γίνεται ο οδηγός τους σε αυτή τη διαδικασία, εκείνος που τα ενθαρρύνει και τους υπενθυμίζει ότι το παιχνίδι τους έχει αξία από μόνο του. Μια στάση ανατρεπτική και βαθιά υποστηρικτική, που χτίζει μια αυθεντική σχέση εμπιστοσύνης και μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε κοινή εμπειρία.
Η Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα στέκεται στη βαθιά οικειότητα των χαρακτήρων, που μοιάζουν βγαλμένοι από την ίδια την καθημερινότητα. Άνθρωποι κουρασμένοι, που δουλεύουν αδιάκοπα και, παρά την εξάντληση, συνεχίζουν να προσφέρουν τον καλύτερό τους εαυτό. Αυτό που αλλάζει, όμως, είναι το βλέμμα. Στην παράσταση, η πραγματικότητα του νοσοκομείου περνά μέσα από τα μάτια των παιδιών και, μέσα από αυτή τη μετατόπιση, όλα αποκτούν τη δυναμική του παιχνιδιού. Έτσι, η σκληρή συνθήκη μεταμορφώνεται σε έναν χώρο φαντασίας και συναισθηματικής ελευθερίας, δίνοντας στην ιστορία μια άλλη, πιο φωτεινή διάσταση και γεννώντας αισθήματα που ξεπερνούν τον φόβο και την αγωνία.
Ο Μικές Γλύκας επισημαίνει πως ο Κλέαρχος διαθέτει κάτι πολύτιμο: τον χρόνο. Ως νοσηλευτής, δεν φέρει το ίδιο βάρος ευθυνών με τον γιατρό, γεγονός που του επιτρέπει να σταθεί αλλιώς απέναντι στα παιδιά.
Παράλληλα, η παράσταση είναι βαθιά εμποτισμένη από την πραγματικότητα των δημόσιων νοσοκομείων – τις ατελείωτες ώρες εργασίας, τις εφημερίες, το λιγοστό και συνεχώς μειούμενο προσωπικό. Ένα σχόλιο υπόγειο, αλλά σαφές, που διατρέχει το έργο χωρίς να το βαραίνει.
Στη συζήτηση παρεμβαίνει η Δανάη Τσιοπλή, η οποία μιλά για τη Ντόρι που υποδύεται, ένα κορίτσι αστείο και ζωηρό, που έχει ήδη τη «τύχη» να βρίσκεται στο νοσοκομείο. Όταν φτάνει φοβισμένη, δεν θέλει να αποχωριστεί τη μητέρα της και όλα γύρω της μοιάζουν απειλητικά: βελόνες, αίματα, άγνωστα μηχανήματα. Κι όμως, ακριβώς αυτή η έντονη αντίθεση αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό. Τα παιδιά, μέσα στον φόβο, διατηρούν την ικανότητα να παίζουν, να εξερευνούν, να μεταμορφώνουν το άγνωστο σε οικείο. Όπως λέει, το μεγάλο δώρο του έργου για την ίδια ήταν η υπενθύμιση της παιδικότητας – της αθωότητας και της ανεξάντλητης όρεξης για ζωή που συχνά χάνεται όσο μεγαλώνουμε.
Ο Μικές Γλύκας επανέρχεται, τονίζοντας πως η ίδια η συνθήκη του νοσοκομείου σε αποκόπτει από τον ρυθμό της καθημερινότητας και σε εισάγει σε έναν άλλο χρόνο: πιο αργό, πιο μοναχικό, αλλά και πιο ανοιχτό στη συνάντηση. Εκεί, άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και εθνικότητες αναγκάζονται να συνυπάρξουν και να επικοινωνήσουν. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, γεννήθηκε και η ιδέα ενός «δικαιώματος στην τεμπελιά» – ενός απελευθερωμένου χρόνου που σου επιτρέπει να δεις τον εαυτό σου αλλιώς, χωρίς την πίεση της καθημερινής παραγωγικότητας.
Τα παιδιά, κλεισμένα σε ένα δωμάτιο γεμάτο ιατρικά μηχανήματα, μακριά από τις παιδικές χαρές και τους φίλους τους, έρχονται αρχικά αντιμέτωπα με έναν ψυχρό, φωτισμένο χώρο, όπου γιατροί μπαίνουν και βγαίνουν βιαστικά. Σιγά σιγά, όμως, αυτός ο χώρος μεταμορφώνεται. Το παιδί μπορεί να πάρει μια σύριγγα και να παίξει τον γιατρό, να οικειοποιηθεί τα εργαλεία και το ίδιο το νοσοκομείο. Κι εκεί ακριβώς συμβαίνει το θαύμα: ο τόπος που φαντάζει απρόσωπος και σκληρός γεμίζει φαντασία, σχέσεις και ζωή. Έτσι, τα Χριστούγεννα βρίσκουν τον δρόμο τους ακόμη και μέσα στους θαλάμους, δημιουργώντας εμπειρίες και δεσμούς που, σε άλλες συνθήκες, ίσως να μην είχαν υπάρξει ποτέ.
Ο Βασίλης Κουκαλάνι επιστρέφει σε μια παιδική μνήμη που μοιάζει να έχει χαραχτεί έξω από τον κανονικό χρόνο. Σε ηλικία περίπου δεκατριών ετών, βρέθηκε σε μια κλινική στη Γερμανία έπειτα από αλλεργικό σοκ, μοιραζόμενος τον θάλαμο με έναν άντρα γύρω στα εξήντα. Χωρίς πρόθεση, χωρίς προσπάθεια, γεννήθηκε ανάμεσά τους μια απρόσμενη φιλία. Την ημέρα της αναχώρησης, λίγο πριν φύγει, γύρισε να τον κοιτάξει – και τον είδε με δάκρυα στα μάτια. Το ίδιο συνέβη και με τον ίδιο. Είχαν δεθεί χωρίς να το συνειδητοποιήσουν. Μια σιωπηλή, βαθιά ανθρώπινη συνάντηση, που έμοιαζε με ένα κενό στον χρόνο· μια στιγμή αποκομμένη από τη ροή της καθημερινότητας, καταδικασμένη να μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη.
Η Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα μιλά για τα Χριστούγεννα ως την πιο αγαπημένη της εποχή του χρόνου, μια περίοδο συνδεδεμένη με την οικογένεια, τη ζεστασιά και τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων να έρθουν κοντά. Για εκείνη, η μεγαλύτερη συγκίνηση δεν βρίσκεται μόνο στη γιορτή, αλλά στη στιγμή του αποχωρισμού.
Όταν έρχεται η ώρα να αποχαιρετήσει τα παιδιά του έργου το συναίσθημα γίνεται πυκνό και δύσκολο να ειπωθεί με λόγια. Δεν πρόκειται για λύπη με την έννοια της απώλειας, αλλά για εκείνη τη γλυκιά μελαγχολία του αποχωρισμού από ανθρώπους με τους οποίους έχεις μοιραστεί κάτι αληθινό. Όπως τότε που, παιδί ακόμη, έκλαιγε κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι φίλων ή της ξαδέρφης της, έτσι και τώρα, στο κλείσιμο της παράστασης, βιώνει την ίδια καθαρή, παιδική συγκίνηση — γιατί όλοι οι συντελεστές έχουν καταθέσει χαρά, φροντίδα και ζωντάνια σε αυτό που δημιούργησαν μαζί.
Στη σκυτάλη των αναμνήσεων περνά καιη Δανάη Τσιοπλή, που συνδέει τα Χριστούγεννα με πρόσωπα: τη γιαγιά και τη μητέρα της, εκείνους που έκαναν τη γιορτή μαγική. Μέσα από αυτούς έζησε το φως του σπιτιού, τα γλυκά, τη φαντασία και την παρηγοριά που φέρνει η φράση «έλα τώρα, Χριστούγεννα είναι» στις δύσκολες στιγμές. Έτσι, τα Χριστούγεννα έγιναν για εκείνη η εποχή όπου οι άνθρωποι ανοίγουν πραγματικά τις καρδιές τους, αφήνουν πίσω διαφορές και βάρη και συναντιούνται επί ίσοις όροις. Τα παιδιά, λέει, κουβαλούν αυτή τη μαγεία αυτονόητα — χωρίς κακία, χωρίς μνήμη πικρίας, με μια καθαρότητα που συγκινεί.
Σε αυτή τη σκέψη έρχεται να σταθεί ο Βασίλης Κουκαλάνι, υπογραμμίζοντας πως οι αξίες που αποδίδουμε στα Χριστούγεννα συχνά ντύνονται με διαφημιστικά ή θρησκευτικά περιβλήματα, ενώ για τα παιδιά παραμένουν απλές και βιωμένες. Η αυταπάρνηση, η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη δεν είναι έννοιες προς ερμηνεία, αλλά τρόποι ύπαρξης. Σε αυτά τα παιδιά, λέει, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο.
Και μπορεί να υπάρχουν δέντρα, στολίδια και κατανάλωση, όμως το ουσιαστικό βρίσκεται αλλού: στη δύναμη της σχέσης, στους δεσμούς που δημιουργούνται και δεν ξεχνιούνται ποτέ — ακόμη κι ανάμεσα σε ανθρώπους που συναντήθηκαν τυχαία, όπως οι νοσηλευτές και τα παιδιά στο νοσοκομείο. Αυτές τις μικρές, αθέατες συνδέσεις προσπάθησε η παράσταση να φωτίσει, δείχνοντας πως από αυτές γεννιούνται οι πιο αληθινές και ανθεκτικές ανθρώπινες σχέσεις.
Παράλληλα, τονίζει πως η παράσταση δεν επιδιώκει μία και μοναδική ανάγνωση, αλλά αγγίζει τον καθένα διαφορετικά, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις ταυτίσεις του. Μέσα στην αφήγηση παρεισφρέουν ζητήματα απολύτως σύγχρονα — ο ΑΜΚΑ, τα χαρτιά, η προσφυγική εμπειρία — στοιχεία που λειτουργούν ως γέφυρες προς διαφορετικούς κόσμους και βιώματα. Δεν είναι τυχαία, όπως επισημαίνει, η υπενθύμιση ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην Παλαιστίνη, μια λεπτομέρεια φορτισμένη νοηματικά, που ανοίγει τον διάλογο γύρω από την καταγωγή, την ταυτότητα και την αποδοχή. Αντίστοιχα, χαρακτήρες όπως ο Μόμο, που μιλά αθηναϊκά αλλά προέρχεται από τη Συρία, προσθέτουν στην ιστορία μια πολιτισμική, συμφιλιωτική διάσταση, όπου οι ταυτότητες συνυπάρχουν χωρίς να συγκρούονται.
Σε αυτό το σημείο, η Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα υπογραμμίζει τη ριζική απουσία προκατάληψης στο βλέμμα των παιδιών. Για εκείνα, δεν υπάρχουν ταμπέλες, ρατσισμός ή ενοχές — όλοι είναι απλώς άνθρωποι. Η έννοια του «ξένου» δεν έχει κανένα βάρος, καμία σημασία, γιατί η ανθρώπινη παρουσία προηγείται κάθε άλλης κατηγοριοποίησης.
Ο Μικές Γλύκας συμπληρώνει με ένα στιγμιότυπο απλής, σχεδόν παιδικής σοφίας: «Ο μπαμπάς μου είναι ξένος», λέει ένα παιδί, για να λάβει την αυτονόητη απάντηση «τι να κάνω; έτσι τον βρήκα». Μέσα από αυτή την αφοπλιστική αθωότητα, η παράσταση φτάνει στον πυρήνα της: στο πώς τα παιδιά, απαλλαγμένα από φόβους και στερεότυπα, μας θυμίζουν ποιοι είμαστε πραγματικά — και ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε.
Συντελεστές:
Διασκευή: Βασίλης Κουκαλάνι, Ιωάννα Λιούτσια
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κουκαλάνι
Πρωτότυπη Μουσική: Σπύρος Γραμμένος, Άννη Θεοχάρη
Μουσική Διεύθυνση – Ενορχήστρωση: Σπύρος Γραμμένος
Σκηνογράφοι – Ενδυματολόγοι: Αριστοτέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου
Χορογράφος: Πωλίνα Ευαγγέλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Αγιανίτης
Σχεδιασμός Ήχου: Βασίλης Χρηστακέας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Χαρίκλεια Πετράκη
Υπεύθυνη Παραγωγής: Λιάνα Γαβριήλ
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Μικές Γλύκας, Βασίλης Κουκαλάνι, Σπύρος Μαραγκουδάκης, Σίλια Μπισιώτη, Αναστασία Νάστια Ντεντιάεβα, Τάνια Παλαιολόγου, Δανάη Τσιοπλή
Εκτέλεση Παραγωγής: συντεχνία του γέλιου
INFO
Επείγοντα Χριστούγεννα
μία παράσταση της ομάδας νεανικού θεάτρου «συντεχνία του γέλιου» βασισμένη στο έργο «Heile, heile Segen» των Volker Ludwig και Christian Veit
Φάρος, ΚΠΙΣΝ
Για παιδιά 5 ετών και άνω
Παραστάσεις: 21, 23, 25, 28, 29, 30/12/25 και 01, 03, 04, 05, 06, 07/01/26, στις 18.00
Διάρκεια: 70’
Eισιτήρια:
Γενική είσοδος 10€, μειωμένο 5€
Προπώληση:
ηλεκτρονικά: ticketservices.gr
τηλεφωνικά: 210 7234567
εκδοτήριο Ticket Services: Πανεπιστημίου 39