H Μονίκ δραπετεύει και ο Εντουάρ Λουί επιστρέφει στη μητέρα του αλλιώς
Διαβάζεται σε 8'
Είδαμε την παράσταση “Η Μονίκ δραπετεύει” που σκηνοθετεί ο Γιώργος Σουλεϊμάν στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
- 30 Δεκεμβρίου 2025 06:35
Ο Εντουάρ Λουί είναι ο Γάλλος συγγραφέας που κατάφερε κάτι σπάνιο: να μετατρέψει το περιθωριοποιημένο, ντροπιασμένο ταξικό βίωμα της δικής του ζωής και της οικογένειάς του σε ακαταμάχητη λογοτεχνία. Μεγαλωμένος στη χρεοκοπημένη εργατική γαλλική επαρχία, σε έναν κόσμο βίας, φτώχειας και σιωπής, έγραψε όχι για να εξομολογηθεί, αλλά για να κατηγορήσει. Να κατηγορήσει τους θεσμούς, τις πολιτικές αποφάσεις, τις κοινωνικές συνθήκες που κατασκευάζουν ζωές χωρίς διέξοδο.
Στην «Ιστορία της Βίας» και στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ο Λουί ανέδειξε το προσωπικό τραύμα ως πολιτικό γεγονός. Η κακοποίηση, η ομοφοβία, η σωματική εξόντωση της εργατικής τάξης, η κρατική βία και η πολιτική υποκρισία δεν εμφανίζονται ως αφηρημένες έννοιες, αλλά ως υλικά που χαράζουν τα σώματα των πολιτών. Η γραφή του κοφτή, αυστηρή, χωρίς λυρισμούς παρηγοριάς, συνιστά εργαλείο σύγκρουσης, όχι συμφιλίωσης.
Στο «Η Μονίκ Δραπετεύει», ωστόσο, ο αιρετικός συγγραφέας επιστρέφει στη μητέρα του από μια διαφορετική γωνία. Μετά το «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», η Μονίκ δεν εμφανίζεται πια μόνο ως φιγούρα-τραύμα, ως σύμπτωμα μιας ζωής καθορισμένης από τη βία και την ταξική υποτίμηση. Εδώ είναι σώμα σε κίνηση. Μια γυναίκα που, έστω αργά και εύθραυστα, επιχειρεί να αποδράσει.
Η βία εδώ δεν εξαφανίζεται, αλλά μετατοπίζεται. Δεν λειτουργεί πια αποκλειστικά ως καταστροφή, αλλά ως αφετηρία μιας δύσκολης, μη γραμμικής μεταμόρφωσης. Ο Λουί δοκιμάζει –ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά– τη δυνατότητα της αλλαγής χωρίς να την εξιδανικεύει.
Το βιβλίο ξεκινά από ένα μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα. Η μητέρα, σε κατάσταση πανικού, καλεί τον γιο της για να του πει ότι ο άντρας με τον οποίο ζει την κακοποιεί. Ζητά βοήθεια. Ζητά να φύγει. Αυτό το τηλεφώνημα γίνεται ο πυροκροτητής ενός αφηγήματος διαφυγής: ο γιος οργανώνει πρακτικά τη φυγή της, κινητοποιεί φίλους, ανοίγει το σπίτι του και, μαζί, ανοίγει ξανά τη δύσκολη ερώτηση που διατρέχει όλο το έργο: πότε η φροντίδα μετατρέπεται σε εξουσία;
Η αφήγηση ξεδιπλώνεται ως πολιτικό και βαθιά ανθρώπινο σχόλιο πάνω στην ταξική βία, τη γυναικεία υποταγή και το βάρος της ντροπής. Η Μονίκ είναι προϊόν ενός κόσμου όπου οι γυναίκες της εργατικής τάξης μαθαίνουν να αντέχουν την κακοποίηση ως «μοίρα». Έχει ήδη διανύσει μια διαδρομή βίαιων σχέσεων, οικονομικής εξάρτησης και κοινωνικών στερεοτύπων που της υπαγορεύουν ότι η ζωή της ανήκει πάντα σε κάποιον άλλον.
Παράλληλα, η σχέση μητέρας – γιου κουβαλά μια ιστορία αμοιβαίας ντροπής: εκείνη ντρεπόταν για τον «διαφορετικό» γιο της, εκείνος ντρεπόταν για τη φτώχεια, τη σιωπή της. Στο «Η Μονίκ Δραπετεύει», αυτή η ντροπή επανεγγράφεται. Η αφήγηση λειτουργεί ως χειρονομία επανόρθωσης. Γράφοντας για τη μητέρα του, ο Εντουάρ Λουί τής παραχωρεί έναν χώρο υποκειμενικότητας που η κοινωνία –και συχνά η ίδια η λογοτεχνία– αρνείται στις γυναίκες της τάξης της. Ταυτόχρονα, αναμετριέται με την ενοχή της δικής του «διαφυγής»: μιας κοινωνικής ανόδου που χτίστηκε πάνω στην εγκατάλειψη ενός κόσμου από τον οποίο εκείνη άργησε να ξεφύγει.
Η σκηνοθετική οπτική του Γιώργου Σουλεϊμάν
Η θεατρική μεταφορά του «Η Μονίκ Δραπετεύει» από τον Γιώργο Σουλεϊμάν δεν επιχειρεί να «θεατροποιήσει» το βιβλίο του Εντουάρ Λουί με εύκολες δραματουργικές κορυφώσεις ή συναισθηματικούς εκβιασμούς. Αντίθετα, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της αφαίρεσης. Μια μινιμαλιστική, ευαίσθητη πολιτική σκηνοθετική γραμμή, που αφήνει τον λόγο να αναπνεύσει και τους ηθοποιούς να υπάρξουν μέσα του.
Ο Γιώργος Σουλεϊμάν μετατοπίζει τη δράση από το καθαρά αφηγηματικό πλαίσιο του βιβλίου σε μια σκηνική συνθήκη συνάντησης: μητέρα και γιος συναντιούνται χαράματα, σ’ ένα φαστφουντάδικο στη Γερμανία, μετά την παρουσίαση του «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας». Εκεί όπου η Μονίκ έχει μόλις βιώσει –ίσως για πρώτη φορά– την αποθέωση, την ορατότητα, το βλέμμα που δεν την υποτιμά.
Η επιλογή αυτή λειτουργεί δραματουργικά ως χώρος «μεταίχμιο». Δεν είναι πια το σπίτι της κακοποίησης, ούτε ακόμα ο ασφαλής τόπος της ελευθερίας. Είναι ένα ενδιάμεσο έδαφος, όπου όλα μπορούν να ειπωθούν – ή να μείνουν για πάντα ανείπωτα.
Στο κέντρο της σκηνής του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας δεσπόζει ένα λευκό τετράγωνο. Ένας χώρος αυστηρός, σχεδόν αποστειρωμένος, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως τόπος συνάντησης, εγκλωβισμού και αναμέτρησης. Εκεί βρίσκονται μαζί μητέρα και γιος. Όταν ο γιος απομακρύνεται, μέσα στο τετράγωνο παραμένει μόνο η Μονίκ.
Η σκηνογραφική αυτή επιλογή δεν είναι απλώς αισθητική. Είναι βαθιά σημειολογική. Το λευκό τετράγωνο μοιάζει με κελί, με πλαίσιο μνήμης, με χώρο που κουβαλά τις αντιφάσεις μιας ζωής: αγάπη και βία, φροντίδα και έλεγχο, σωτηρία και ενοχή. Τίποτα εδώ δεν «κλείνει». Τίποτα δεν ολοκληρώνεται. Η αποδοχή και η συμφιλίωση παρουσιάζονται ως διαδικασία, όχι ως κατάκτηση.
Οι ερμηνείες
Η Θέμις Μπαζάκα παραδίδει μια ερμηνεία ακρίβειας και ωριμότητας. Η Μονίκ της δεν είναι ούτε θύμα προς λύπηση ούτε ηρωίδα προς εξιδανίκευση. Είναι μια γυναίκα κουρασμένη, πληγωμένη, αλλά ζωντανή. Μια γυναίκα που μαθαίνει –αργά και με δυσκολία– να διεκδικεί χώρο για τον εαυτό της.
Το παίξιμό της είναι ρεαλιστικό, σχεδόν δωρικό, γεμάτο μικρές παύσεις, βλέμματα, σιωπές που κουβαλούν περισσότερα από λέξεις. Η ευθραυστότητα συνυπάρχει με μια εσωτερική δύναμη που δεν διακηρύσσεται, αλλά υπονοείται. Η ηθοποιός δεν «παίζει» το τραύμα· το αφήνει να υπάρχει. Και ακριβώς γι’ αυτό η ερμηνεία της συγκλονίζει.
Ο Δημήτρης Φουρλής, στον ρόλο του γιου, ανταποκρίνεται με μεγάλη ενσυναίσθηση και θεατρική ακρίβεια. Ο χαρακτήρας του κινείται σε μια λεπτή γραμμή: είναι ταυτόχρονα σωτήρας και παιδί, προστάτης και κατήγορος, εκείνος που θέλει να απελευθερώσει και εκείνος που –χωρίς να το καταλαβαίνει– κινδυνεύει να επιβάλει μια νέα μορφή ελέγχου. Η ερμηνεία του αποτυπώνει αυτή τη σύγκρουση χωρίς κραυγές. Με εσωτερική ένταση, με στιγμές τρυφερότητας και στιγμές ενοχής.
Νευραλγικό ρόλο στη δυναμική της παράστασης έχει η ζωντανή μουσική του Capétte. Δεν λειτουργεί ως απλή επένδυση, αλλά ως αυτόνομος σκηνικός ρόλος. Ένα ηχητικό σύμπαν με κινηματογραφική πνοή, όπου κάθε νότα συνομιλεί με τις σιωπές των ηρώων και φωτίζει το άρρητο.
Ο Capétte, μουσικός παραγωγός, τραγουδοποιός και DJ από τη Θεσσαλονίκη, κινείται στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής με ελληνικούς στίχους και υποδέχεται το κοινό πριν ακόμη ξεκινήσει η παράσταση. Η παρουσία του δημιουργεί μια συναισθηματική γέφυρα ανάμεσα στον θεατή και την αφήγηση, προσθέτοντας ένταση, ρυθμό και μια αίσθηση σύγχρονου παρόντος.
Συμπέρασμα
Η παράσταση «Η Μονίκ Δραπετεύει» δεν είναι απλώς μια θεατρική μεταφορά ενός σημαντικού βιβλίου. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη και πολιτική εμπειρία. Μιλά για τη βία χωρίς να τη θεαματοποιεί. Μιλά για την ελευθερία χωρίς να την εξιδανικεύει. Μιλά για τη σχέση γονέα–παιδιού ως πεδίο αγάπης, τραύματος και διαρκούς διαπραγμάτευσης.
Ο Εντουάρ Λουί έγραψε ένα βιβλίο για τη μητέρα του. Ο Γιώργος Σουλεϊμάν έστησε μια παράσταση για όλους μας. Για τις σιωπές που κληρονομούμε. Για τις ενοχές που κουβαλάμε. Και για τις αποδράσεις που, αν και αργά, ίσως δεν είναι ποτέ αργά να επιχειρήσουμε.
Πληροφορίες Παράστασης
Παραστάσεις: Από Πέμπτη 23 Οκτωβρίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Πέμπτη-Παρασκευή: 20:30
Σάββατο: 21:00, Κυριακή: 19:00
Διάρκεια παράστασης : 75 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Τιμές εισιτηρίων
Α ΖΩΝΗ: 23€
B ΖΩΝΗ: 20€ κανονικό, 17€ μειωμένο
Προπώληση εισιτηρίων:
https://www.ticketservices.gr/event/i-monik-drapetevei/?lang=el
και στο ταμείο του θεάτρου
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Κεφαλληνίας 18, Κυψέλη
Τηλέφωνο: 21 0883 8727