Η Gisela McDaniel ζωγραφίζει κακοποιημένες γυναίκες σαν και αυτή
Διαβάζεται σε 12'
Με τη συγκλονιστική, γεμάτη χρώμα και μηνύματα έκθεση, Pineptran Istreyas & Αχινός η Gisela McDaniel μας ξεναγεί στο σύμπαν των πληγών και των φόβων κάθε γυναίκας πάνω στη γη. Όπως λέει «ακόμη και ο δρόμος που επιλέγουμε να περπατήσουμε, δείχνει πόσο έχουνε τον νου μας να μην μας κάνουν κακό».
- 18 Οκτωβρίου 2025 07:03
Συνάντησα τυχαία τη Μαρίνα Βρανοπούλου της γκαλερί Δυο Χωριά στην Art Athina και άρχισε να μου μιλά με ενθουσιασμό για την Gisela McDaniel και την επικείμενη έκθεσή της. Και έτσι, με τα λόγια της μου κίνησε την περιέργεια να γνωρίσω αυτή τη γυναίκα και να της μιλήσω για αυτά τα τόσο συμβολικά, υπέροχα, παράξενα κάπως έργα που κάνει.
Το έργο της McDaniel αντιμετωπίζει το πορτραίτο ως χώρο ίασης, συνεργασίας και αποαποικιοκρατικής αφήγησης. Δουλεύει κυρίως με γυναίκες που μοιράζονται τις προσωπικές τους ιστορίες μέσα από συζήτηση και ήχο – μια διαδικασία που τοποθετεί στο κέντρο την προσωπική φωνή και τον αυτοπροσδιορισμό.
Βαθιά ριζωμένη στην καταγωγή της από το Γκουάχαν, η πρακτική της McDaniel αντιπαρατίθεται στο αποικιοκρατικό και πατριαρχικό βλέμμα που είναι ενσωματωμένο στην ιστορία της τέχνης. Δίνοντας μορφή σε φωνές και ιστορίες που ιστορικά έχουν σιωπηθεί ή αντικειμενοποιηθεί, τα έργα της συμβάλλουν στην επανεγγραφή της ιστορίας της τέχνης από φεμινιστική και αυτόχθονη σκοπιά.
Pineptran Istreyas & Αχινός
Η έκθεση Pineptran Istreyas & Αχινός, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του προγράμματος φιλοξενίας της γκαλερί, αποτυπώνει τον διάλογο της McDaniel με την ελληνική μυθολογία, τις φυσικές δυνάμεις και τις κοινές γλώσσες της νησιωτικής ζωής. Στην αρχή της παραμονής της στην Ελλάδα, η καλλιτέχνιδα πέρασε χρόνο στην Αθήνα, όπου συνάντησε και συνεργάστηκε με τρεις Ελληνίδες συμμετέχουσες. Οι ιστορίες και οι φωνές τους ενσωματώθηκαν σε δύο από τους πίνακες της έκθεσης, επεκτείνοντας τη συνεχιζόμενη έρευνά της γύρω από τη θεραπεία και τη διαπολιτισμική αφήγηση.
«Είναι η πρώτη φορά που ζωγραφίζω σε νησί, και αυτό έχει κάτι το ιδιαίτερο», λέει η ίδια. «Ζωγραφίζω έξω, περιτριγυρισμένη από τον άνεμο, την άμμο και το νερό. Η έκθεση που γεννιέται μοιάζει πιο πρωταρχική από κάθε άλλη που έχω κάνει». Κάθε πρωί, η McDaniel επισκεπτόταν τη θάλασσα για να παρατηρεί τις κινήσεις και τις διαθέσεις της. Το νερό – μακροχρόνιο σύμβολο ίασης στο έργο της — έγινε τόσο συνοδοιπόρος όσο και δασκάλα. «Μια θεραπεύτρια στο Γκουάχαν μού είχε πει κάποτε ότι τα πιο θεραπευτικά μέρη είναι η θάλασσα και η κορυφή του βουνού», θυμάται. «Εδώ, είχα την ευκαιρία να βιώσω και τα δύο».
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ένα ηχητικό έργο, στο οποίο ακούγεται η ίδια η McDaniel μαζί με άλλες φωνές, μια συνέχεια της πρακτικής της ενσωμάτωσης ήχου και φωνής στη ζωγραφική, δημιουργώντας χώρους ενσυναίσθησης και συλλογικής μαρτυρίας.
Μιλήσαμε πολύ και πολύ βαθιά και προσωπικά. Με την Gisela δεν γίνεται αλλιώς. Σου ανοίγεται και της ανοίγεσαι – με αυτό τον τρόπο άλλωστε ζωγραφίζει. Παρότι μοιάζει να επουλώνει τα τραύματά της σταδιακά, δύσκολα χαμογελάει. Εχει κοινωνική συνείδηση, παγκόσμια αίσθηση για τα πράγματα, κεραίες ευαισθητοποιημένες στο μάξιμουμ, και παρότι πολύ νέα, μια ωριμότητα πρωτόγνωρη. Να οφείλεται στην ιθαγένειά της ή στις επώδυνες εμπειρίες της; Όλα θα έχουν παίξει ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της νέας ιδιαίτερης κοπέλας με το αστείρευτο ταλέντο.
Εδώ, κάποιες κουβέντες της που κράτησα και αποδεικνύουν όσα περιγράφω για εκείνη…
Από τον Γκογκέν στις ιστορίες γυναικών
“Μεγάλωσα στις μεσοδυτικές ΗΠΑ, των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Οχάιο, στην περιοχή του Κλίβελαντ. Η καταγωγή μου είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους: η μητέρα μου προέρχεται από το Γκουάχαν, μια αμερικανική κτήση στον Ειρηνικό ωκεανό, πιο κοντά στην Ιαπωνία παρά στην ηπειρωτική Αμερική, ενώ ο πατέρας μου ήταν Αμερικανός και υπηρετούσε στο Ναυτικό. Γεννήθηκα σε στρατιωτική βάση και μέχρι τα πέντε μου χρόνια ζούσαμε μετακινούμενοι λόγω της υπηρεσίας του. Από εκεί και πέρα, η ζωή μου διαμορφώθηκε κυρίως στο Οχάιο.
Σπούδασα τέχνη και σχέδιο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου πήρα το πτυχίο Bachelor of Fine Arts (BFA). Η επαφή μου με τη ζωγραφική ξεκίνησε πολύ νωρίς – ήμουν έξι ή επτά ετών όταν άρχισα να ζωγραφίζω, και ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν, τυχαία, Έλληνας. Από τότε, δεν αμφέβαλα ποτέ ότι ήθελα να γίνω καλλιτέχνης.
Ημουν τυχερή που οι γονείς μου στήριξαν την επιλογή μου να σπουδάσω σε σχολή καλών τεχνών, όμως εγώ επιθυμούσα ταυτόχρονα να παρακολουθήσω και ακαδημαϊκά μαθήματα, ώστε η καλλιτεχνική μου πρακτική να έχει και θεωρητικό υπόβαθρο.
Στην εφηβεία μου άρχισα να αναπτύσσω μια πιο συνειδητή εικαστική ταυτότητα, δημιουργώντας φιγούρες και εστιάζοντας στους ανθρώπους. Η μητέρα μου ήταν κοινωνιολόγος και ασχολείτο πολύ με τους αυτόχθονες λαούς και την ασιατική αμερικανική ταυτότητα. Μεγάλωσα ανάμεσα σε πανεπιστημιακές διαλέξεις, βιβλία κοινωνιολογίας και αφηγήσεις ζωής, και έτσι με έναν τρόπο σχεδόν υπόγειο υιοθέτησα τις μεθόδους παρατήρησης και συλλογής ιστοριών που εκείνη χρησιμοποιούσε στην έρευνά της.
Από την πλευρά της μητέρας μου είμαι μισή αυτόχθονας – και οι δύο παππούδες μου ήταν ιθαγενείς από το Γκουάχαν. Προερχόμαστε από μια μητριαρχική κοινωνία, και αυτό επηρέασε βαθιά τη ματιά μου στον κόσμο. Οι ιστορίες των γυναικών, ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και λειτουργούν ως φροντίδα και προστασία, βρίσκονται στον πυρήνα της καλλιτεχνικής μου δουλειάς. Έτσι, δημιουργώ έργα που δεν αποτυπώνουν απλώς εικόνες, αλλά κουβαλούν μνήμη, μεταφέρουν φωνές, και επιχειρούν να συνεχίσουν τη μετάδοση των ιστοριών των αυτόχθονων κοινοτήτων.
Κάποια στιγμή, ένας καθηγητής μου είπε: «Ζωγραφίζεις λίγο σαν τον Γκογκέν». Επειδή η μητέρα μου κινούταν στον ακαδημαϊκό χώρο, με πήγαινε συχνά σε μουσεία και, ως γυναίκα από τον Ειρηνικό, μου μιλούσε για τον Γκογκέν όμως πάντα με έναν διττό τρόπο. Σαν να μου δίδασκε το έργο του, ξεκαθαρίζοντάς μου ταυτόχρονα ότι δεν τον συμπαθούσε ως άνθρωπο. Στο σπίτι υπήρχαν πίνακές του, περισσότερο πιστεύω ως υλικό για κριτική – ήταν η αναπαράσταση των Πολυνησιακών γυναικών με το
βλέμμα ενός ξένου άνδρα.
Αυτό που με απασχολεί στο έργο του Γκογκέν είναι η σχέση της ματιάς με το υποκείμενο: ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα που δεν έχει φωνή, δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί ούτε να προστατευτεί από το βλέμμα που την ορίζει. Ως νέα γυναίκα που βίωσα σεξουαλική βία – τόσο μέσα σε σχέση όσο και από έναν εντελώς άγνωστο – συνειδητοποίησα ότι αυτές οι εμπειρίες συλλογικές. Ότι κουβαλάμε ιστορίες που δεν ειπώνονται, αλλά υπάρχουν σαν υπόγειος κοινός τόπος. Κάπως έτσι ξεκίνησα να συζητώ με άλλες γυναίκες, να ηχογραφώ τις αφηγήσεις τους, να παρατηρώ τις λέξεις που επανέρχονται: «ντροπή», «ενοχή», «φόβος». Αυτές οι επαναλαμβανόμενες ηχώ έγιναν για μένα «συναισθηματική έρευνα». Και τελικά τις ζωγράφισα.
Ξεκίνησα με ηχητικά ντοκουμέντα και στη συνέχεια οι ιστορίες έγιναν πίνακες – όλο και μεγαλύτεροι. Ήθελα τα πρόσωπα να έχουν εκείνα τον έλεγχο: να επιλέγουν τη στάση τους, τα ρούχα τους, την εικόνα τους. Γιατί η ζωγραφική είναι μνήμη, και η μνήμη ζει περισσότερο από εμάς. Αρχικά, κάλυπτα τα πρόσωπα τους με μάσκες και έτσι διατηρούσα την ανωνυμία. Επειδή λοιπόν τη ζωγραφική την αντιλαμβάνομαι με στρώματα το πρώτο στρώμα είναι ο χρόνος που περνάω με κάθε άτομο, η συνομιλία, η σχέση. Μετά έρχεται η εικόνα.
Στην Πολυνησιακή κουλτούρα υπάρχει η πρακτική του «talk story», μια μορφή προφορικής αφήγησης που θυμίζει κουτσομπολιό, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί ως προστατευτική ανταλλαγή πληροφοριών. «Άκουσες τι συνέβη; Να προσέχεις». Αυτό το θεωρώ βαθιά γυναικείο και βαθιά πολιτισμικό. Ο σεβασμός, ως θεμελιώδης αξία της κοινότητας των CHamoru, βρίσκεται στην καρδιά της φιλοσοφίας μου: σεβασμός στο πώς απεικονίζουμε κάποιον, πώς ακούμε την ιστορία του, πώς τη μεταφέρουμε.
Σήμερα, τα πρόσωπα δεν είναι πια ανώνυμα. Η νέα μου δουλειά δεν μιλά μόνο για τη βία, αλλά συνδέει προσωπικές εμπειρίες με μυθολογίες του Ειρηνικού και αφηγήσεις που βρήκα στην Ελλάδα, αναζητώντας τα κοινά σημεία και τις καθρεφτίσεις ανάμεσα σε πολιτισμούς που μεταδίδουν τη γνώση μέσα από ιστορίες γυναικών που προειδοποιούν, θυμούνται και προστατεύουν.
Τα τελευταία 9 χρόνια έχω δημιουργήσει πάνω από 100 πίνακες. Κάθε έργο είναι σαν μια ηχητική καταγραφή ιστοριών που ξεπηδούν μέσα από τις σιωπές, τις μνήμες και τα συναισθήματα των ανθρώπων που καταγράφω. Ένα ηχητικό αρχείο ανθρώπινων εμπειριών που γεωγραφικά και πολιτισμικά διαφέρουν, αλλά συνδέονται μέσα από μια βαθιά κοινή διάσταση – αυτή της ανθρώπινης αίσθησης και της καταγραφής του κόσμου γύρω μας.
Η πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα ήταν γεμάτη αποκαλύψεις. Είχα μια εβδομάδα στην Αθήνα για να συναντήσω ανθρώπους, να ακούσω τις ιστορίες τους και να καταλάβω πώς βιώνουν τον τόπο τους. Μια από τις ερωτήσεις που κάνω συχνά και την οποία πολλές φορές οι άνθρωποι βρίσκουν δύσκολη είναι: «Για ποιο πράγμα είσαι περήφανος/η για τον εαυτό σου;». Στο Γκουάχαν, η υπερηφάνεια θεωρείται κάπως αρνητική, υπάρχει και η λέξη «dosa», που αναφέρεται σε κάποιον που είναι υπερβολικά υπερήφανος. Εδώ, όμως, οι απαντήσεις ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Άκουσα ανθρώπους να μιλούν για τα ένστικτά τους, για την ανάγκη να εμπιστεύονται τις επιλογές τους και να είναι περήφανοι για τις σχέσεις τους. Αυτό ήταν πολύ όμορφο και για μένα ένα υπέροχο μάθημα”.
Πόσο δύσκολο είναι να «υπάρχεις» ελεύθερα μέσα σε μια κοινωνία, όταν κουβαλάς τραύματα που δεν φαίνονται.
“Μια άλλη πλευρά συναισθηματικής εξερεύνησης που με ενδιαφέρει είναι το πόσο μπορεί να σε αρρωστήσει το να καταπιέζεις τα συναισθήματα. Όταν κατάφερα να ξεπεράσω τη δική μου ντροπή και να μιλήσω για τις δικές μου εμπειρίες, σκέφτηκα τις ιστορίες των προγόνων μου – της γιαγιάς μου και της μητέρας μου, που ίσως δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μοιραστούν όσα πέρασαν. Όπως, λοιπόν, οι γυναίκες κουβαλούν τις ιστορίες τους χωρίς να το ξέρουν, έτσι και εμείς κληρονομούμε αυτές τις ιστορίες, όχι πάντα συνειδητά, αλλά ως μέρος της κοινής μας μνήμης. Η αναπαράσταση αυτών των ιστοριών δεν αφορά μόνο την καταγραφή τραυματικών εμπειριών αλλά και την αποκατάσταση της ισορροπίας του ανθρώπινου σώματος και της ψυχής. Η διαδικασία αυτή είναι θεραπευτική, απελευθερωτική. Σκεπτόμενη την καθημερινή ζωή, κατέληξα στο πόσο δύσκολο είναι να «υπάρχεις» ελεύθερα μέσα σε μια κοινωνία, όταν κουβαλάς τραύματα που δεν φαίνονται.
Παρατηρώντας ακόμη και το πώς οι γυναίκες κινούνται στο δρόμο ή πώς επιλέγουν τους δρόμους όπου θα περπατήσουν συνειδητοποιώ ότι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες υποδηλώνουν μια καθημερινή μάχη, ενώ υπάρχει πάντα και η πάλη για το πώς θα «εμφανίζεσαι» προς τον έξω κόσμο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθείς να κρατήσεις την πληγή σου κρυφή.
Αυτό το σκηνικό επαναλαμβάνεται σε κάθε χώρα και σε κάθε νέα συνέντευξη ή συνάντηση, παρατηρώ τις κοινές αλήθειες που μοιράζονται οι άνθρωποι: πώς νιώθουν, πώς επηρεάζουν τα συναισθήματα τη ζωή τους, και πώς όταν δεν εκφράζονται, παραμένουν αόρατες και βαθιές οι ουλές που επηρεάζουν το σώμα και την ψυχική τους υγεία. Και κάπως έτσι, η καταγραφή αυτών των συναισθημάτων και ιστοριών γίνεται για μένα μια πράξη θεραπείας, για μένα και για τους άλλους. Μέσα από τις ζωγραφιές μου, εξετάζω τις διασυνδέσεις των ιστοριών, τη δύναμη των συναισθημάτων και τους τρόπους με τους οποίους εμείς οι άνθρωποι, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, δημιουργούμε ένα δίχτυ προστασίας γύρω από την εμπειρία μας. Και ίσως αυτό το δίχτυ είναι πιο δυνατό όταν το μοιραζόμαστε μαζί. Ένα δίχτυ που θα δεις στα έργα μου, είτε σε μορφή καλσόν είτε σαν δίχτυ θάλασσας”.
Gisela McDaniel — Pineptran Istreyas & Αχινός*
Διάρκεια έκθεσης: 18 Οκτωβρίου – 29 Νοεμβρίου 2025
Γκαλερί Δύο Χωριά, Λεμπέση 5–7 & Πορίνου 16, Ακρόπολη
Ώρες Λειτουργίας:
Τρίτη – Παρασκευή | 11:00–19:00
Σάββατο | 12:00–18:00