Βασίλης Παπαβασιλείου: Το θέατρο, η σύγχρονη γελοιοκρατία και ο Τσέχωφ
Διαβάζεται σε 7'
Η τελευταία συνέντευξη του Βασίλη Παπαβασιλείου στο NEWS 24/7 αντικατοπτρίζει τη σπουδαία του προσωπικότητα- Τι έλεγε πριν ένα χρόνο ο μεγάλος αυτός θεατράνθρωπος
- 06 Ιουνίου 2025 13:33
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν είναι πια μαζί μας. Ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του θεάτρου, με μια πορεία γεμάτη έργα που κατέθεσαν τη σοφία του, την ευαισθησία του και τη ριζοσπαστικότητά του έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Τον συνάντησα τον Φεβρουάριο του 2024, και μιλήσαμε για τη δουλειά του, με αφορμή τους “Δύο Χέστηδες” που ανέβασε στο θέατρο Τέχνης και τη ζωή του. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε με την υγεία του, ο κορυφαίος σκηνοθέτης παρέμεινε ευδιάθετος, με το χαρακτηριστικό του χιούμορ να διαπερνά την κουβέντα μας. Μιλώντας για την κωμωδία, αναφέρθηκε στη συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης και τη γελοιοκρατία, μια κοινωνία όπου το “μηδέν” συχνά καταλήγει να έχει εξουσία.
“Η κωμωδία υπενθυμίζει στους μεγάλους τη μικρότητα και στη μικρότητα το μεγαλείο”
“Η κωμωδία είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης του κόσμου. Το δράμα, που σήμερα κυριαρχεί στην τηλεοπτική μυθοπλασία, είναι μια άγονη, τεχνητή κατασκευή που απλώς εξασφαλίζει ένα εισόδημα σε ανθρώπους, οι οποίοι γράφουν, παίζουν και απευθύνονται σε αυτούς που αισθάνονται παραμελημένοι πρωταγωνιστές των πραγμάτων.
Ο άνθρωπος είναι μια ρωγμή στον τοίχο των πραγμάτων. Όλοι θητεύουμε στη μικρότητα του καθημερινού, ακόμα και οι μεγαλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο. Είπε κάποτε κάποιος “μεγάλη μορφή ο στρατηγός Ντε Γκολ”. Λέει ο άλλος “Για ποιον; Για την κυρία Ντε Γκολ;”
Η κωμωδία αυτό κάνει. Υπενθυμίζει στους μεγάλους τη μικρότητα και στη μικρότητα το μεγαλείο”.
Και συνεχίζει μιλώντας για τη σύγχρονη γελοιοκρατία… “Υπάρχουν πολλά μηδενικά στον κόσμο τα οποία παράγουν αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια εκδοχή της δημοκρατίας είναι η γελοιοκρατία.
Μιλούμε για αξιοκρατία, αλλά το δικαίωμα του γελοίου στις ζωές μας το έχουμε μετρήσει; Έχουμε αναλογιστεί τη συναναστροφή επί καθημερινής βάσεως με αυτόν τον παράγοντα;
Είναι ωραίο πράγμα να είσαι σοβαρός. Δεν είναι ωραίο να διακατέχεσαι από την αρρώστια της σοβαρότητας που ακούει και στο όνομα σοβαροφάνεια. Ένα παιχνίδι είναι η ζωή. Ένα παιχνίδι”.
Και με το χαρακτηριστικό του χιούμορ ακολούθως θυμήθηκε του Ιππείς του Αριστοφάνη. “ Ιππείς είναι δύο δούλοι, οι οποίοι τρώνε ξύλο από το αφεντικό τους και επειδή δεν αντέχουν άλλο την κατάσταση αυτή πηγαίνουν και παίρνουν χρησμό που τους λέει “ο πρώτος άνθρωπος που θα συναντήσετε, αυτός πρέπει να γίνει ο άρχοντας της πόλης”. Το πρώτο άτομο που συναντούν είναι ένας αλλαντοπώλης, ο οποίος κατεβαίνει να πουλήσει λουκάνικα στην αγορά. Και του λένε “Έλα δω, είσαι μεγάλος εσύ!” “Τι θέλετε ρε παιδιά;” ρωτάει αυτός. “Εσύ θα μας κυβερνήσεις” του λένε. “Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα” τους λέει. “Εσύ δεν ξέρεις; Ξέρεις…” του απαντούν.
Σας θυμίζει τίποτα αυτό; Αυτή η επιβράβευση του δεν ξέρω τίποτα ισχύει από την εποχή του Αριστοφάνη. Κακά τα ψέματα, για να εκδηλωθεί αυτή η σχέση του γελοίου, χρειάζεται να υπάρχει ένα φόντο. Τώρα θα μου πείτε δημοκρατικό φόντο; Δημοκρατικό το λέω εγώ. Στα αυταρχικά καθεστώτα υπάρχει ο αποκεφαλισμός. Κατά κάποιον τρόπο το “γελοίο” είναι το τίμημα που πληρώνουμε για να είμαστε δημοκρατικοί”.
Ο Τσέχωφ και ο Β. Παπαβασιλείου
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου ήθελε ανέκαθεν να ασχοληθεί με τον Τσέχωφ. Στην ερώτηση “Γιατί όμως ο Τσέχωφ;” απάντησε: “Γιατί είναι ο δυσκολότερος απ όλους. Είναι γιατρός ο Τσέχωφ, μην το ξεχνάτε αυτό.
Αγαπώ περισσότερο τον Γλάρο και τον αγαπώ χρόνια και χρόνια. Γιατί υπάρχει μέσα η φράση του γέροντα θείου, του Σόριν, που λέει στον Τρέπλιεφ, τον ανιψιό του που διεκδικεί τον ρόλο του επαναστάτη του θεάτρου και υποστηρίζει πως πρέπει να καταργηθεί το θέατρο και να βρεθεί κάτι άλλο “ναι παιδί μου, αλλά χωρίς θέατρο δεν γίνεται”.
Για το θέατρο σήμερα υπογράμμισε πως “Ο κόσμος μας ζει στον αστερισμό της παγκόσμιας εκφραστικής δημοκρατίας. Μπορείτε να θεωρείτε πως είστε ό,τι θέλετε, ακόμη και ηθοποιός. Δεν υπάρχει περιορισμός κανένας.
Ξέρετε, αν ήταν κάποιος κυνικός πρωθυπουργός και του έλεγαν “θέλουμε κοινωνική γαλήνη, τι να κάνουμε με τους ανθρώπους;” σας πληροφορώ θα έλεγε “Κάντε τους ηθοποιούς”. “Μα έχουμε δραματικές σχολές”, θα του έλεγαν. “Πόσες έχετε; 50; 100 να τις κάνετε!” θα έλεγε. “Μα βγάζουμε ήδη 700 ηθοποιούς τον χρόνο” θα του έλεγαν, “Να βγάζετε 2.000 για να έχω την ησυχία μου;”
Γιατί θα το έλεγε αυτό; Γιατί ηθοποιός είναι κάποιος ο οποίος εξ ορισμού είναι αυτό- ενοχοποιημένος από τα γεννοφάσκια του. Γιατί ο ηθοποιός, καλώς η κακώς, δεν παράγει ένα τρίτο προϊόν έξω από τον εαυτό του, ούτε γράφει μια συμφωνία ή ένα τραγούδι, ούτε ζωγραφίζει τίποτα.
Τι κάνει ο ηθοποιός; Τον εαυτό του παράγει μ’ έναν άλλο τρόπο, είναι αυτοπαραγωγός και άρα εκτεθειμένος σε αυτό το συναίσθημα της ενοχής για την αποτυχία του. Διότι η περίπτωση του ηθοποιού δεν αποτυγχάνει ένα έργο, αποτυγχάνει ένας άνθρωπος. Μπορείτε εσείς να πείτε σε ηθοποιό ότι αυτό που έκανες ήταν κακό; Μα δεν έκανε τίποτα άλλο από τον εαυτό του. Δηλαδή του λέτε, εμμέσως πλην σαφώς “ήσουν κακός”. Ποιος άλλος καλλιτέχνης το ακούει αυτό;
Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα φοβισμένο πλάσμα που κάθε φορά που ξεκινάει μια πρόβα, ο φόβος του είναι εκεί. Ακόμη και αν έχει κάνει 500 ρόλους. Κάθε ξεκίνημα έχει ένα χαρακτήρα μπουσουλήματος. Άρα εγώ που το επιτρέπω αυτό, έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και οι εξουσίες γι αυτό εξουσιάζουν, για να εξασφαλίζουν την ησυχία των εξουσιαζόμενων”.
Στο σχόλιο πως θα του ταίριαζει η πολιτική, γελάει και λέει: “Εγώ ξέρετε, έγινα ηθοποιός γιατί δεν μπορούσα να γίνω πολιτικός. Και έγινα σκηνοθέτης επειδή δεν μπορούσα να γίνω συγγραφέας. Δηλαδή δύο κλίσεις που ναυάγησαν και οδήγησαν σε μία τρίτη. Καλό κάνουν και τα ναυάγια μερικές φορές”.
Η φύση του θεάτρου είναι ιαματική έτσι;
“Δεν είναι τυχαίο ότι τα θέατρα ως χώροι στην αρχαιότητα ήταν παραρτήματα θεραπευτηρίων. Ακόμη και η Επίδαυρος. Ολοκληρωνόταν η θεραπεία με τις παραστάσεις παραστάσεις. Φανταστείτε ας πούμε να είχαμε ένα θέατρο δίπλα στην Παναγία της Τήνου, όπου συρρέουν όλοι με τάματα…
Δεν υπάρχει πιο συγκινητική εμπειρία από αυτή που είχα με την ελληνική ογκολογική εταιρεία. Αυτοί οι γιατροί, κάποια στιγμή ανακάλυψαν την ανάγκη να συνομιλήσουν με τον χώρο της τέχνης και του πνεύματος.
Επί καραντίνας έκαναν ένα διαδικτυακό συνέδριο, σχετικό με την τραγωδία και πιο συγκεκριμένα με τον Φιλοκτήτη. Και μάλιστα με κάλεσαν να συμμετέχω και ήταν πολύ όμορφα. Και τον περασμένο Μάρτιο με κάλεσαν εκ νέου σε ένα διήμερο στη Λέσχη Αξιωματικών με θέμα “Τέχνη και θεραπεία”. Έπρεπε να ακούσετε πόσο ευαίσθητες ήταν οι παρατηρήσεις των γιατρών.
Ξέρετε ό,τι και αν κάνει ο καθένας, έρχεται μία στιγμή που αναγνωρίζει αυτό που είπε ο Σπινόζα πως η ύψιστη Τέχνη είναι η ιατρική. Κι εγώ εγκατέλειψα την ιατρική στο τρίτο έτος”.
Στην ερώτηση αν το έχει μετανιώσει που εγκατέλειψε την ιατρική απάντησε: “Όχι, γιατί κάνω μια δουλειά ευτυχώς που έχει ιαματική φιλοδοξία. Πολλές φορές σκέφτομαι “είπα όχι στην ιατρική ευθέως. Αλλά μήπως αυτό το όχι περιέκλειε εν δυνάμει μια κατάφαση με άλλο πρόσωπο;”