Βασίλης Ραφαηλίδης: Οι ατάκες ενός μεγάλου μυαλού που τα έβαλε με “τα καθάρματα της χώρας”

Βασίλης Ραφαηλίδης: Οι ατάκες ενός μεγάλου μυαλού που τα έβαλε με “τα καθάρματα της χώρας”

Έλεγε τα σύκα, σύκα, και τους προδότες, προδότες κι όχι εθνικούς ήρωες. Είκοσι χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου δημοσιογράφου, δοκιμιογράφου και ανθρώπου της Αριστεράς.

Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα από τον θάνατο του σημαντικού Έλληνα δημοσιογράφου, δοκιμιογράφου και κριτικού κινηματογράφου, Βασίλη Ραφαηλίδη. Ενός ανθρώπου που παρέμεινε Αριστερός με άλφα κεφαλαίο, από τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Ραφαηλίδης “μαθήτευσε” δίπλα σε “ιερά τέρατα”. Κοντά στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη γνώρισε τον κινηματογράφο, ενώ ήταν στο πλευρό του τροτσκιστή διανοούμενου Μισέλ Πάμπλο (Μιχάλης Ράπτης) το 1964 στην Αλγερία, όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση του Αχμέντ Μπεν Μπελά από τους στρατιωτικούς.

Από το ’65 και μετά συνεργάστηκε με τον σπουδαίο Θόδωρο Αγγελόπουλο στις πρώτες του ταινίες.

Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εξέδωσαν το περιοδικό “Ελληνικός Κινηματογράφος”, το οποίο έκλεισε το καθεστώς των συνταγματαρχών. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας (υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας “Ελεύθερη Σκέψη”) εξέδωσε, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο το περιοδικό “Σύγχρονος Κινηματογράφος”, που έθεσε τα θεμέλια του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Το πρώτο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1969 και ο ίδιος παρέμεινε στη διεύθυνσή του έως 1973.

Μετά τη μεταπολίτευση, από το 1974 έως το 1983, εργάστηκε ως κινηματογραφικός κριτικός και συντάκτης στην εφημερίδα “Το Βήμα” και τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα “Έθνος”, ως σχολιογράφος, αρθρογράφος και κινηματογραφικός κριτικός. Τον Οκτώβριο του 1998 απολύθηκε από τη διεύθυνση της εφημερίδας, επειδή υποστήριξε σθεναρά τη Μαλβίνα Κάραλη στη διαμάχη της με τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Στη συνέχεια εργάστηκε στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”.

Από το 1965 έως το 1985 δίδαξε στη Σχολή Σταυράκου στην οποία είχε φοιτήσει, και σε πολλά κινηματογραφικά σεμινάρια στην γκαλερί “Ώρα”, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στην “Τέχνη” Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Το σεμινάριό του στην “Ώρα» εκδόθηκε σε βιβλίο με τον τίτλο “12 μαθήματα για τον κινηματογράφο” (1970).

Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει

Το πιο δημοφιλές βιβλίο του παραμένει το ιστορικό ανάγνωσμα “Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους”. Είναι μία συνοπτική ιστορία της Ελλάδας από το 1830 έως το 1974, που επιμένει περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Είναι σίγουρα ένα έργο που από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως “αιρετικό”, “ένα βιβλίο που μιλά για τα καθάρματα” όπως έλεγε και ο ίδιος και που στέκεται περισσότερο στις αρνητικές πτυχές των γεγονότων.

“Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα σύκα και τους προδότες προδότες και όχι εθνικούς ήρωες” έλεγε ο ίδιος για το έργο του.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Σεπτεμβρίου 2000, στο νοσοκομείο “Ερυθρός Σταυρός” της Αθήνας, καταβεβλημένος από τον καρκίνο.

Η κηδεία του ήταν θρησκευτική (ο ίδιος ήταν άθεος), με πρωτοβουλία των δύο αδελφών του. Έγινε στο Ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων και τον επικήδειο εκφώνησε ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, με τον οποίο συχνά συγκρουόταν στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Στις ατάκες που έχουν μείνει, είναι εκείνη που είχε πει ο Ραφαηλίδης για τον Αγγελόπουλο μετά τη βράβευσή του τελευταίου με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία “Μια αιωνιότητα και μια ημέρα”

“Παρουσιάζονται εθνικά υπερήφανοι ακόμη και αυτοί που δεν είχαν καμία επαφή με το έργο του Αγγελόπουλου ή τον κυνηγούσαν ή τον δίωκαν. Όλοι ξαφνικά είναι εθνικά υπερήφανοι. Ακόμη και ο Έβερτ, ο οποίος χαρακτήρισε αντεθνική την ταινία του, Κυνηγοί, προκαλώντας προσκόμματα στην παραγωγή και την κυκλοφορία της, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Επιπλέον και ο Στεφανόπουλος που είναι άμοιρος παντελώς του σινεμά, και της τέχνης εν γένει, υπερήφανος και αυτός”.

Για την τέχνη, είχε δηλώσει: “Ο τσοπάνος κάθεται και σκαλίζει την γκλίτσα του, όχι για να την κάνει σταθερότερη, αλλά ομορφότερη. Τούτο το «περιττό» που προστίθεται στο αναγκαίο, είναι η τέχνη. Όλοι, ακόμα κι οι πρωτόγονοι, θα ‘θελαν τα πράγματα που χρησιμοποιούν, εκτός από χρήσιμα, να είναι και ωραία”.

H ιστορική κόντρα με τον Σαββόπουλο στην γνωστή υπόθεση των αρχων της δεκαετίας του ’90 που αφορούσε σεξουαλικες σκηνές σε ταινία της Φρίντα Λιάππα:

Για τον φασισμό έγραφε στο “Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους”: “Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και οι Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.

Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους… Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.

Για την Αριστερά έγραφε: “Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ένα κόμμα τυπικά “ελληνοχριστιανικό” και ως εκ τούτου εξόχως λαϊκίστικο. Συντηρεί την ελπίδα για μια “καλύτερη ζωή” εδώ στη γη, ερήμην κάθε ιστορικής και φιλοσοφικής συνιστώσας, ερήμην του μαρξισμού, ερήμην της θεωρίας, ερήμην των πάντων εν τέλει. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο χριστιανισμός: Προσφέρει ελπίδα στους απελπισμένους. Και μαζί με το ΚΚΕ παίζει βασικό ρόλο στον περιορισμό των αυτοκτονιών”.

Στη “Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού”, ο συγγραφέας αναφέρεται στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: “Ήταν μια καλή μητέρα για όλους εμάς του κομμουνιστές του κόσμου όλου, που την αγαπήσαμε, άλλοι από κομματικό καθήκον, άλλοι από ηθική υποχρέωση και άλλοι από κεκτημένη ταχύτητα εξαιτίας της αγάπης μας για τον Μαρξ. Έπρεπε να σκοτώσουμε τη μάνα μας όσο ήταν ακόμη νέα και αναμάρτητη […] Δυστυχώς, τη σκοτώσαμε όταν έγινε 74 ετών και είχε πολύ αμαρτήσει”.

Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είχε πει: “Ο Καραμανλής ήταν ένας μάλλον αυστηρός και μάλλον αυταρχικός κυβερνήτης, δεν θα έλεγα ούτε καν πρωθυπουργός, κυβερνήτης, με αυταρχικές δικτατορικές τάσεις, με μια απέχθεια για την κουλτούρα, άκρως επιδεικτική: είχε αποπέμψει τους λογοτέχνες όταν είχαν ζητήσει σύνταξη, με το σκεπτικό πως πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά. Τι δουλειά είναι αυτή, δεν είναι δουλειά αυτή, δεν είναι επάγγελμα αυτό, για σοβαρούς ανθρώπους. Η κουλτούρα του τον καιρό εκείνο, είχε ένα επίπεδο κάτω του μηδενός. Ίσως στο Παρίσι κάτι είδε και κάτι κατάλαβε… γύρισε σίγουρα κάπως διαφορετικός. Λίγο περίεργα, γαλλοαραβικά, γαλλοβλάχικα, αλλά οπωσδήποτε κάτι έμαθε στο Παρίσι”.

Για την αρχαία Ελλάδα, έγραφε στο Έθνος της Κυριακής: “Οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν χάρη στην ανεκτικότητα τους, απέναντι σε όλους αυτούς που έρχονταν και εγκαθίστανται στις Ελληνικές πόλεις. Που ήταν Ελληνικές γιατί ανάπτυξαν ένα πολιτισμό, που ονομάστηκε Ελληνικός, από τον τόπο όπου εμφανίστηκε και όχι από την ποιότητα της ράτσας των αυτοχθόνων. Η Ελλάδα ήταν πάντα μια χοάνη συγκερασμού, εθνοτήτων και λαοτητων, ένα τέλειο χωνευτήρι λαών και τούτο χάρη στην θέση της, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμφανιστήκαν όλοι οι σπουδαίοι πολιτισμοί που συγκεράστηκαν στον Ελληνικό. Πριν κάθε τι, η Ελλάδα είναι μια πολιτιστική παγκόσμια  έννοια. Όχι όμως θεωρία “ανωτέρας φυλής και περιουσίου έθνους”.

Για την Εκκλησία έλεγε: “Η δικτατορία της εκκλησίας είναι απόλυτη, διαρκής και σιωπηλή. Δεν θα απαλλαγούμε ποτέ από αυτήν, παρά να αλλάξει μια νοοτροπία σιγά σιγά ύστερα από 5, 6,10 αιώνες. Η εκκλησία ως ίδρυμα, ποτέ μα ποτέ δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στο έθνος των Ελλήνων. Η εκκλησία, η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του έπαιξε έναν κολοσσιαίο ρόλο. Όταν μιλούμε λοιπόν για τον ρόλο της εκκλησίας στην Ελλάδα, εννοούμε πάντα αυτό τον δεύτερο. Η σχέση του πιστού με την πίστη του. Εθνικοποιήσατε τον Θεό, λέτε ο Θεός των Ελλήνων, αν είναι δυνατόν”.

Διαβάστε εδώ το σπουδαίο Να Πεθαίνεις στα Τριάντα Σου, του Βασίλη Ραφαηλίδη (“Εθνος”, 26-5-1985)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα