“Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα”: Ένα βιβλίο που θα θυμόμαστε για χρόνια
Διαβάζεται σε 9'
Το μυθιστόρημα του Andrés Montero, “Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα” (μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Και αξίζει να κοσμεί, κάθε βιβλιοθήκη.
- 27 Οκτωβρίου 2025 17:20
Ο Andrés Montero αποδεικνύει διαρκώς πως ξέρει να παρατηρεί, να ακούει και να αφηγείται ιστορίες βγαλμένες μέσα από την παράδοση της πατρίδας του, της Χιλής, βγαλμένες μέσα από μύθους, θρύλους, δοξασίες, στιγμές της ζωής στην περιφέρεια, εκεί όπου τα πράγματα είναι πιο αυθεντικά, με τον δικό τους, μυσταγωγικό τρόπο.
Στα βιβλία του ο Montero γράφει σαν να μιλάει στον αναγνώστη με τρόπο άμεσο, σαν να του λέει ένα “παραμύθι” για μεγάλους, με συμβολισμούς, αλληγορίες αλλά και – πάντα – ρεαλιστικές προεκτάσεις. Κάποιοι αναγνώστες θα βρουν εδώ στοιχεία από τη γραφή του Juan Rulfo που αποτελεί άλλωστε και επιρροή του Montero όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του “Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα” (El año en que hablamos con el mar) που κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα, “ταξίδεψε” στη Χιλή κυριολεκτικά από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα, δείχνοντας πως το “word of mouth” λειτουργεί καλύτερα από κάθε διαφήμιση, κάτι που είδαμε και στην περίπτωση του Γκιακ. Ο 36χρονος Montero γράφει με έναν τρόπο που σχεδόν αντιτίθεται στην εποχή μας. Σε έναν κόσμο υπερκατανάλωσης, οθονών και υπερπληροφόρησης, ο Montero χαμηλώνει τις ταχύτητες και μας ταξιδεύει σε αγροτικές κωμοπόλεις, χωριά και νησιά, όπου ακούει και διασώζει προφορικές ιστορίες. “Στο νησί δεν υπάρχει βιασύνη”, όπως γράφει.
Ο ίδιος άλλωστε με τη Nicole Castillo, διευθύνει τη σχολή Casa Contada που έχει ως σκοπό της την αναζήτηση μύθων και θρύλων, αρχαίων φωνών και αναμνήσεων ώστε να τους επαναπροσδιορίσουν στο σήμερα μέσα από εργαστήρια, φεστιβάλ, ακόμη και τηλεοπτικά προγράμματα.
“Είμαστε ακόμα αυτοί οι άνθρωποι των σπηλαίων που αφηγούμαστε ιστορίες γύρω από τη φωτιά” έχει δηλώσει ο ίδιος.
Στο “Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα” αφηγείται την ιστορία των δίδυμων αδερφών Γκαρσές, που ο ένας διάλεξε να μην αφήσει ποτέ το νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία, κι ο άλλος έφυγε για να δει τον κόσμο και να γίνει δημοσιογράφος. Ο έρωτας για μια γυναίκα, τη Μιλένα, και μια παρεξήγηση που δεν λύνεται επειδή οι άντρες παραμένουν σιωπηλοί αντί να μιλάνε και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, θα χωρίσουν τα αδέρφια για μισό αιώνα και θα τους αφήσουν σχεδόν χωρίς επικοινωνία.
Η μόνη εξαίρεση στην “επικοινωνία” τους είναι μια αναπάντητη επιστολή στην οποία εμφανίζεται μια μυθική χρυσή καμπάνα, την οποία κάποτε έψαχναν μαζί τα δίδυμα στον βυθό της θάλασσας στα ανοιχτά του νησιού τους.
Σχεδόν πέντε δεκαετίες αργότερα, ο δον Χερόνιμο αποφασίζει να επιστρέψει στο απομονωμένο νησί εν μέσω μιας πανδημίας που μας μεταφέρει στην εποχή του Covid.
Μια ριζοσπαστική προσπάθεια
Η αφήγηση, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο διέπεται από τη συλλογική “φωνή” των ντόπιων, αγροτών, ναυτικών, ανθρώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων, κάτι που παρουσιάζει ιδιαίτερο και μοναδικό ενδιαφέρον. Αποφασισμένοι να κατανοήσουν το μυστήριο των αδελφών Γκαρθές, οι αφηγητές ξετυλίγουν πολυάριθμες ιστορίες στις οποίες ο καθένας προσθέτει τη δική του “πινελιά”, δημιουργώντας έτσι μια συλλογική εξιστόρηση που ξεπηδά μέσα από μια ταβέρνα που στην πραγματικότητα, είναι πλοίο. Ένα πλοίο το οποίο μια μέρα έφτασε στο νησί, σαν δώρο από τη θάλασσα.
Με τα λόγια του συγγραφέα: Το πλοίο συμβολίζει ένα ταξίδι που φτάνει τελικά πάντα, στο ίδιο λιμάνι.
Οι αφηγηματικές φωνές αλλάζουν και ενώνονται αφηρημένα, κάτι που αναδεικνύει τη συλλογική “ενοχή” και ευθύνη, αλλά και την ανάγκη της κοινότητας να αναζωπυρώσει τη μνήμη και να βρει την νέα της ταυτότητα εν μέσω αποκλεισμού. Μάλιστα, παρεμβαίνουν και “σκηνοθετικές οδηγίες” που τροφοδοτούν την αίσθηση ότι είμαστε μέρος κάποιου “μεγαλύτερου πράγματος”. Στοιχεία που παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικό θέατρο, φυσικά.
Οι ντόπιοι αφηγούνται την επανένωση των αδερφών Γκαρσές, αλλά πρακτικά αφηγούνται και την δική τους ιστορία.
Στο βιβλίο υπάρχουν επίσης και στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, κάτι που συμβαίνει και στο “Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή” του Montero. Ο μύθος εδώ έχει ως εξής: Ένα νησί χαμένο στα ανοιχτά των ακτών της Χιλής. Τόσο χαμένο που δεν εμφανίζεται στους χάρτες. Έτσι, “δεν υπάρχει”. Πριν από πολύ καιρό, ένας ανθρακωρύχος έκανε μια συμφωνία με τον διάβολο και με τα πλούτη που απέκτησε από τη συμφωνία, πηγαίνει να ζήσει στο νησί θέλοντας να σπάσει τη “συμφωνία”. Ζει ειρηνικά με τη σύζυγό του στο νησί, κάνει πολλά παιδιά μαζί της, και μόνο ένα από αυτά δεν θα του δώσει εγγόνια. Ένα από αυτά τα εγγόνια είναι ο δον Χερόνιμο που επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του έπειτα από μακρά απουσία. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του, ο υπόλοιπος πλανήτης μαστίζεται ήδη από την πανδημία.
Το νησί είναι πλέον μια διπλή απομόνωση για τα αδέρφια. Τόσο χωροταξικά, όσο και πρακτικά λόγω υγειονομικού τρόμου. Δεν έχουν άλλη λύση από το να “επανενωθούν”. Να διηγηθούν ο ένας στον άλλον τι συνέβη στο παρελθόν, να ανασύρουν παλιές ιστορίες, να ξανασκεφτούν τη σχέση τους. Είχε έντονο παρελθόν. Έχει όμως μέλλον;
Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, που καλύπτουν τις τέσσερις εποχές, ξεκινώντας από το καλοκαίρι και καταλήγοντας στην άνοιξη, το βιβλίο “Η Χρονιά που Μιλήσαμε στη Θάλασσα” είναι ένας ύμνος στη ζωή, μέσα στους δυστοπικούς καιρούς που ζούμε. Γιατί πολύ απλά μιλάει για καθημερινούς ανθρώπους, πρόθυμους να ανοιχτούν, να αλλάξουν και να ξεκινήσουν από την αρχή. Όπως λένε, δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από κάποιον που ξαφνικά βρέθηκε στο σημείο να ακολουθήσει μια ζωή που δεν επέλεξε.
Οι τέσσερις εποχές του έτους της πανδημικής απομόνωσης προσφέρουν στο μυθοπλαστικό “χρονογράφημα” του Montero ένα νηφάλιο βάθος ώστε να ανακτήσει τα κομμάτια του παζλ της ζωής των πρωταγωνιστών του.
Στο βιβλίο ο Montero προβαίνει λεπτεπίλεπτα και σε μια κοινωνικοπολιτική κριτική για τη χώρα του, καθώς η επιστροφή του ενός αδερφού γίνεται στη διάρκεια της εξέγερσης του 2019 στη Χιλή. Η πολιτική παρακμή είναι εμφανής στην ατμόσφαιρα. Η δε αποχώρησή του είχε γίνει τον καιρό του πραξικοπήματος. Ίσως γι’ αυτό, όταν ο Χερόνιμο επιστρέφει και ρωτάει τους νησιώτες τι σκέφτονται για το τι συμβαίνει στη χώρα, εκείνοι απαντούν ότι η αλήθεια είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει και πολύ.
Η επανένωση του Ανθρώπου, η δύναμη της κοινότητας, η συγχώρεση και η αλλαγή, είναι τα στοιχεία που αναδεικνύονται εδώ ως θεμέλιος λίθος αναγέννησης και εύρεσης νοήματος απέναντι στην απολυταρχία και την εγκατάλειψη από πλευράς εξουσίας. Συνεκτικός ιστός όμως, είναι η παραδοχή της αλήθειας, που εν προκειμένω (και όπως πάντα), απελευθερώνει από τύψεις και δεσμά.
Το “Η Χρονιά που Μιλήσαμε στη Θάλασσα” δεν είναι απλά η ιστορία δύο αδερφών. Είναι η ιστορία φίλων και προγόνων, αγάπης και έρωτα, μύθων και θρύλων. Είναι μια ιστορία επιστροφής στις αξίες της απλότητας και του ανήκειν σε κάτι αυθεντικό που υπερβαίνει τις ατομικότητες. Είναι μια ιστορία εσωτερικής συμφιλίωσης που καταλήγει σε ένα τέλος το οποίο μας κάνει να θέλουμε να διαβάσουμε ακόμη περισσότερο Montero. Αν η απαρχή αυτής της ιστορίας είναι μια συμφωνία με τον διάβολο, το κλείσιμο αποθεώνει τις κυκλικές συναντήσεις που ενώνουν τις ψυχές μας. Μέσα σε μια ταβέρνα. Σε μια παραλία. Σε έναν λόφο, αγναντεύοντας τη θάλασσα που ό,τι κι αν συμβεί στον “δικό” μας κόσμο, θα στέκεται πάντοτε ανοιχτή, εκεί.
Δεν θα κάνουμε spoilers εδώ καθώς η ερμηνεία του τέλους του μυθιστορήματος, εναπόκειται σε εσάς. Συνολικά, πρόκειται για ένα πραγματικά συγκινητικό, αξιαγάπητο βιβλίο. Ένα από αυτά που φυλάσσονται πολύτιμα στην προσωπική μας βιβλιοθήκη. Το εξώφυλλο είναι του Χιλιανού ζωγράφου, Cristián Elizalde, στα έργα του οποίου αξίζει να ρίξετε μια ματιά.
Το μυθιστόρημα του Andrés Montero, “Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα” (μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου), κυκλοφορεί από τις 8 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί και το επίσης εξαιρετικό έργο του Andrés Montero “Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή“.
Andrés Montero
Ο Andrés Montero είναι συγγραφέας και προφορικός αφηγητής. Έχει γράψει τα βιβλία Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή, Taguada και Tony Ninguno, καθώς και εφηβικά βιβλία και το δοκίμιο Por qué contar cuentos en el siglo XXI. Το 2017 ο συγγραφέας έλαβε το βραβείο Elena Poniatowska, που απονέμεται στο καλύτερο μυθιστόρημα ισπανόφωνης λογοτεχνίας της χρονιάς (Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska) στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη του Μεξικού, για το έργο του Tony Ninguno.
Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Marta Brunet και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο για το εφηβικό Alguien toca la puerta. Για το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο. Διευθύνει τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada.