“Μου έλεγαν να πάω πίσω στη χώρα μου. Πιαστήκαμε στα χέρια. Αποξενώθηκα”

“Μου έλεγαν να πάω πίσω στη χώρα μου. Πιαστήκαμε στα χέρια. Αποξενώθηκα”

Δύο νέα παιδιά, μία φοιτήτρια και ένας μαθητής λυκείου, άνοιξαν στο NEWS247 την ψυχή τους, μιλώντας για το σκληρό πρόσωπο του ρατσισμού που γνώρισαν στη χώρα μας λόγω της καταγωγής τους από τη Βόρεια Ήπειρο

Γεννήθηκαν και ζουν στην Ελλάδα, έχοντας ως προίκα αλλά και ως “στάμπα” την καταγωγή τους από τη Βόρεια Ήπειρο. Δύο νέα παιδιά, μία φοιτήτρια και ένας μαθητής λυκείου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, μίλησαν στο NEWS247 για τις δυσκολίες που πέρασαν, αντιμετωπίζοντας το εξής παράδοξο: να βιώνουν ως Έλληνες τον ρατσισμό από συμπατριώτες τους μέσα στην Ελλάδα.

Η κοροϊδία-παιχνίδι από συμμαθητές, η αντίδραση που οδήγησε σε ξύλο και η αποξένωση

Ο Κώστας Φράγκος είναι μαθητής της Γ΄ λυκείου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, γνωρίζοντας από πολύ μικρός το σκληρό πρόσωπο του ρατσισμού. Και οι δύο του γονείς κατάγονται από τη Βόρεια Ήπειρο, προερχόμενοι από οικογένειες που είχαν στιγματιστεί από το κομμουνιστικό καθεστώς ως “εχθροί του λαού” και έτσι το 1990 ήρθαν στην Ελλάδα. “Οι στιγματισμένες οικογένειες ήταν οι πρώτες που έφυγαν και με την ενίσχυση του κράτους. Είχαν και το πρόβλημα ότι ήταν Έλληνες. Τους φώναζαν συχνά οι Αλβανοί στρατιωτικοί “παλιοέλληνες”.

Τα προβλήματα για τον 18χρονο μαθητή άρχισαν πολύ νωρίς, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, δίνοντας του, από τη μία πλευρά, το έναυσμα για να μάθει για τις ρίζες του αλλά στερώντας του, από την άλλη, τις χαρές του να είσαι παιδί.

“Με τους γείτονες δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις. Στο σχολείο είναι πιο έντονες οι εμπειρίες. Στην Α΄ δημοτικού θυμάμαι τη δασκάλα μας να ρωτάει ποια παιδιά είναι από ξένες χώρες. Σήκωσαν χέρι κάποια παιδιά από την Πολωνία και την Αλβανία. Εγώ δεν το σήκωσα γιατί δεν ήξερα. Βλέπει τον κατάλογο και με ρωτάει γιατί δεν σήκωσες το χέρι. Και της απαντάω ότι “εγώ ξέρω ότι είμαι από το Γεωργουτσάτι”. Δεν ήξερα τότε ότι υπήρχαν σύνορα. Θυμάμαι ότι μου είχε τραβήξει το αυτό γιατί πίστευε ότι εγώ ντρεπόμουν να πω από πού είμαι και δεν σήκωσα το χέρι εσκεμμένα. Τα παιδιά όπως συμβαίνει, ήθελαν να βρουν κάποιο να κοροϊδεύουν. Αυτό ξεκίνησε ως παιχνίδι. Μετά οι γονείς των συμμαθητών μου άρχισαν να λένε στα παιδιά τους “μην τον πλησιάζεις, μην, μην, μην” και έτσι δεν είχαμε και κάποια ιδιαίτερη σχέση”.

“Στη Γ΄ δημοτικού πάλι κάποια δασκάλα ήθελε να μάθει ποιοι είναι αλλοδαποί. Το περιστατικό το έμαθε η οικογένεια μου και το θεώρησε ντροπιαστικό που μας κατέτασσαν στην ίδια κατηγορία ενώ είχαμε υποστεί τόσα βάσανα στη Βόρεια Ήπειρο. Στην αρχή αφέθηκε το θέμα αλλά αργότερα ο πατέρας μου πήγε για κάποια δουλειά στο σχολείο και η διευθύντρια του είπε να κάνει το παιδί να αγαπήσει τον τόπο του. Ο πατέρας μου το ένιωσε σαν ειρωνεία. Δηλαδή από τη μία μας λέτε να αγαπάμε τον τόπο μας και από την άλλη μας κάνετε να σιχαινόμαστε τα αδέρφια μας, τους Έλληνες. Η δασκάλα είχε συνταξιοδοτηθεί πλέον, οπότε δεν μπορούσε να γίνει κάποια διαδικασία και η διευθύντρια απόρησε γιατί δεν έγινε καταγγελία για το περιστατικό εκείνο. Τότε ξεκίνησε και το ενδιαφέρον μου για να μάθω ποιος είμαι. Άρχισα να ψάχνω, να διαβάζω ιστορία πράγμα περίεργο για ένα παιδί δημοτικού”

“Στο γυμνάσιο υπήρχαν προβλήματα με συμμαθητές. Αρκετοί άρχισαν να εκφράζουν έντονα την ρατσιστική τους συμπεριφορά. Στην αρχή ξεκίνησαν με περιφρονητικά λόγια, μετά έβριζαν και άρχισα να αντιδρώ. Στο τέλος πιαστήκαμε στα χέρια με κάποιο παιδί, αρκετές φορές, για το θέμα της καταγωγής. Μου έλεγε “σας φιλοξενούμε”, “να πας πίσω στη χώρα σου” και “δεν σε θέλουμε”. Αυτός ήταν και ο λόγος που έφτασα στο σημείο να ζητήσω να αλλάξω σχολείο. Μέχρι το γυμνάσιο είχα και το θέμα της αποξένωσης, που ήταν για μένα το μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς είναι βασικός παράγοντας για να μπορέσεις να προσαρμοστείς. Στην περιοχή που μένουμε ήρθαμε πριν 10 χρόνια αλλά ακόμα και τώρα έχω πρόβλημα προσαρμογής. Οι φίλοι μου είναι κυρίως Βορειοηπειρώτες. Δεν έχω φίλους στην περιοχή που μένω”

Με την αλλαγή του σχολείου προσπάθησα στην αρχή να κρύψω την καταγωγή μου. Τόσο για να μην δημιουργηθούν τα ίδια προβλήματα αλλά και γιατί μου είχε ζητηθεί από συγγενικά μου πρόσωπα που ήταν στο ίδιο σχολείο, γιατί δεν θέλανε να γίνει γνωστό από πού είναι. Έτσι, ήθελα δεν ήθελα απόκρυψα την καταγωγή μου. Κάποια στιγμή όμως, μέσα από κάποια σχολική εργασία, μαθεύτηκε. Τότε μια κοπέλα από την Ήπειρο, από την Αετόπετρα συγκεκριμένα, ένα χωριό πολύ κοντά στα σύνορα, άρχισε να μου αντιμιλάει και να μου λέει ότι “δεν είμαστε ίσα και όμοια”, “άλλο Ήπειρος και άλλο Βόρεια Ήπειρος”  και “εσείς στην Αλβανία, κάντε ό,τι θέλετε”. Άρχισε να τραβάει τα παιδιά μακριά από μένα, λέγοντας “ο Αλβανός”, “ο κακός” γιατί ταύτιζα την Ήπειρο με την Βόρεια Ήπειρο”.

Παρόμοια όμως αντιμετώπιση έχει και όταν πηγαίνει στο χωριό του, στη Βόρεια Ήπειρο, τα καλοκαίρια και το Πάσχα. “Η αντίδραση τους προς κάθε τι ελληνικό είναι λίγο εχθρική. Αν σ’ ακούσουν να μιλάς ελληνικά, αν δουν ότι πιστεύεις ότι είσαι Έλληνας, τότε αρχίζουν να σου αντιμιλάνε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήμουν σε μια καφετέρια και μου λέει ένας “γιατί μιλάς ελληνικά”. “Γιατί αυτή είναι η γλώσσα που ξέρω και που μιλάει η περιοχή”. “Εδώ είναι Αλβανία, έχεις περάσει τα σύνορα”. Έχεις να αντιμετωπίσεις τέτοιες καταστάσεις, αλλά τι να κάνεις. Επίσης σε ένα λεωφορείο, ένας Αλβανός με ρώτησε γιατί δεν ξέρω αλβανικά. Γιατί κανένας στην οικογένεια μου δεν ήξερε και ποτέ δεν έμαθε”.

Όσον αφορά στο μέλλον, ο Κώστας ετοιμάζεται να δώσει πανελλήνιες εξετάσεις. Στόχος να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες ή να μπει στο τμήμα Βαλκανικών Σπουδών, ευελπιστώντας στη συνέχεια να βρει μια εργασία που να συνδέεται και με επιστροφή στις ρίζες.

Η παρατήρηση από δασκάλα και η “αφιλόξενη” Αθήνα

Η Μαριάνθη Μ. γεννήθηκε στην Κέρκυρα αλλά τα τελευταία δύο χρόνια ζει στην Αθήνα λόγω των σπουδών της στο Πάντειο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. “Στην Κέρκυρα δεν έχω βιώσει τον ρατσισμό όσο τα δύο χρόνια που είμαι στην Αθήνα”, ξεκαθαρίζει, σημειώνοντας ότι οι γονείς της, που πήγαν πριν από τουλάχιστον 25 χρόνια από τη Βόρεια Ήπειρο στο νησί, δεν αντιμετώπισαν εκεί κάποια ρατσιστική συμπεριφορά.

Τα προβλήματα και σ’ αυτή την περίπτωση άρχισαν νωρίς. “” Στο δημοτικό όταν μας έλεγε η δασκάλα μας να σηκώσουμε το χέρι ποιοι είναι Έλληνες και ποιοι αλλοδαποί, δεν σήκωνα ποτέ ότι είμαι ξένη. Και το χαρακτηριστικό σχόλιο της “γιατί δεν σηκώνεις χέρι, αφού δεν είσαι Ελληνίδα”. Εγώ της έλεγα ότι δεν νιώθω κάτι άλλο εκτός από Ελληνίδα. Ήμουν πολύ μικρή, δεν ήξερα, δεν μου είχαν πει ποτέ οι γονείς μου να λέω ότι είμαι Αλβανίδα. Οπότε δεν μπορούσα να το εκφράσω γιατί δεν το ένιωθα”.

“Στο γυμνάσιο είχα μια φίλη που ήταν και αυτή Βορειοηπειρώτισσα και έλεγαν συνέχεια “πράσινη κάρτα, πράσινη κάρτα”. Μια μέρα ήταν ο διευθυντής έξω από την τάξη, ακούει αυτό το παιδί και του λέει “γιατί της το λες αυτό”. Του απαντάει “γιατί είναι από την Αλβανία” και ο διευθυντής τον ρωτάει “πώς το ξέρεις αυτό, έχεις δει τα χαρτιά της;” Γιατί εμείς που έχουμε γεννηθεί εδώ έχουμε ελληνική ταυτότητα, όπως και οι γονείς μου. Άλλο περιστατικό που με είχε πειράξει πολύ ήταν στη σχολή. Σε μια συζήτηση με συμφοιτήτριές μου, με ρώτησε μία κοπέλα από την Κρήτη από πού είμαι. Της απάντησα ότι έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κέρκυρα, εν μέρει νιώθω Κερκυραία αλλά οι ρίζες μου είναι από τη Βόρεια Ήπειρο. “Άρα είσαι Αλβανίδα”. “Δεν είμαι Αλβανίδα, είμαι Βορειοηπειρώτισσα”. “Γιατί ντρέπεσαι γι’ αυτό που είσαι;”. “Ντρέπομαι που είσαι σε μια τέτοια σχολή και δεν ξέρεις ιστορία. Και είσαι από την Κρήτη και θα έπρεπε να ξέρεις ότι πολλοί Κρητικοί ήρθαν και πολέμησαν στη Βόρεια Ήπειρο”. Από τότε απομακρυνθήκαμε, ίσως γιατί με ένιωθαν σαν ξένη”.

“Γενικά πολλές φορές στην Αθήνα τους Βορειοηπειρώτες τους αντιμετωπίζουν σαν Αλβανούς ενώ ο παππούς μου δεν μου ξέρει καν αλβανικά, η γιαγιά μου ήταν δασκάλα σε ελληνικό σχολείο και συνεργαζόταν με σχολεία από τη Χίο και άλλα νησιά, που τους έστελναν βιβλία. Ερχόντουσαν και εκδρομές στην Ακρόπολη και γενικά υπήρχαν πολλά πράγματα που τους συνέδεαν με την Ελλάδα. Ούτε ο πατέρας μου μιλούσε αλβανικά. Τα τελευταία χρόνια όμως λόγω του ότι έχει πολλούς φίλους Αλβανούς, έμαθε κάποιες λέξεις για να μπορεί να συνεννοείται. Κανείς στην οικογένεια μου δεν μιλάει άπταιστα αλβανικά. Τα ελληνικά είναι η μητρική μας γλώσσα”.

“Ένα περιστατικό που είχα βιώσει εγώ και με πείραξε πολύ, ήταν όταν είχαν πάει να ψηφίσω στις τελευταίες εκλογές. Μια γυναίκα είπε “Μπα, ψηφίζουν και οι Αλβανοί“.

Στο γυμνάσιο δεν είχαν αφήσει Βορειοηπειρώτισσα να σηκώσει τη σημαία σε παρέλαση. Ήταν άριστη μαθήτρια αλλά έδωσαν τη σημαία σε Ελληνίδα για να μην προκληθεί ένταση

“Ένα περιστατικό που συνέβη στο λύκειο, με έκανε να αρχίσω να διαβάζω για την ιστορία της Βορείου Ηπείρου γιατί πριν δεν ήξερα πολλά πράγματα. Μιλούσαν δύο παιδιά, ο ένας Αλβανός, ο άλλος Βορειοηπειρώτης από τη μεριά των χωριών των Αγίων Σαράντα. Και ακούω την εξής στιχομυθία: “Από πού είσαι εσύ;”. “Βορειοηπειρώτης”. “Τι Βορειοηπειρώτης. Δεν υπάρχει Βόρεια Ήπειρος. Είναι όλοι Αλβανοί”. “Όχι, δεν είμαι Αλβανός. Είμαι Βορειοηπειρώτης”. Πιάστηκαν στα χέρια και ένιωσα πολύ άσχημα για την συμπεριφορά του Αλβανού, γιατί ούτε αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν τη διαφορά. Από τότε άρχισα να ψάχνω, να διαβάζω και να ρωτάω τους παππούδες μου, από τους οποίους έμαθα ότι πρόγονοι μου είχαν πάει στη Βόρεια Ήπειρο από τη Στερεά Ελλάδα. Εκεί μάλιστα είχαμε τελείως διαφορετικό επίθετο γιατί μας το άλλαξαν. Παλιότερα οι Αλβανοί ποτέ δεν έγραφαν κανέναν “Νικόλαο” π.χ., τον έλεγαν “Νικολάι”. Τον παππού μου τον λένε Γρηγόρη αλλά τον γράφουν Λιγόρι”

Εδώ μας αντιμετωπίζουν σαν Αλβανούς αλλά στην Αλβανία τους Βορειοηπειρώτες τους λένε με ύφος απαξιωτικό μειονοτικούς και Έλληνες. Σε μια επίσκεψη στα Τίρανα με τους γονείς μου, μιλούσαμε ελληνικά στο δρόμο και μας έλεγαν “εδώ δεν θα μιλάτε ελληνικά”. Δεν μπορεί να μου στερήσει κανένας το δικαίωμα να μιλάω την μητρική μου γλώσσα”. 

Για το μέλλον της, είναι ξεκάθαρη: “Τη ζωή μου την σκέφτομαι στην Ελλάδα όχι κάπου αλλού”.



Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα