Ρωτήσαμε την Ελληνίδα μάνα γιατί λατρεύει τις ζακέτες
Διαβάζεται σε 9'
Γιορτή της μητέρας σήμερα και δεν θα μπορούσαμε να μην “συνομιλήσουμε” με την “Ελληνίδα Μάνα”, αυτή που βρίσκεται πάντα δίπλα και μέσα μας. Με αγάπη, σεβασμό και χιούμορ. Και με τη χρήση AI φυσικά.
- 11 Μαΐου 2025 08:04
*DISCLAIMER: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.
Ζακέτα να πάρεις. Ταπεράκι για φαγητό. “Έφαγες καλά σήμερα;”. “Πρόσεχε μην κρυώσεις”. Η “Ελληνίδα Μάνα” είναι μία. Την αγαπάμε με τα καλά και τα κακά της, γιατί είναι εκεί για εμάς και κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Κάνει όσα έμαθε πως είναι σωστά και πλέον εξελίσσεται, ενδυναμώνει την προσωπικότητά της, απαγκιστρώνεται από πατριαρχικές παθογένειες του παρελθόντος με διαρκή αγώνα, και βρίσκεται πάντα στο πλευρό των παιδιών της προσπαθώντας να κρατήσει μια ισορροπία ανάμεσα στο “εγώ” της και την αλτρουιστική αγάπη. Μια αγάπη που η αλήθεια είναι, δεν μπορεί να δώσει κανείς άλλος, σε αυτόν τον βαθμό.
Όπως σε κάθε AI Challenge, έτσι και τώρα, ρωτήσαμε το ChatGPT σχετικά με την “αιώνια Ελληνίδα Μάνα” και εκείνο μας έδωσε τις απαντήσεις του, αναγνωρίζοντας τη διαφοροποίηση των ρόλων μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι ένα ακόμη πείραμα με τη βοήθεια της τεχνολογίας, με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας.
Γιατί λες πάντα στο παιδί να πάρει ζακέτα, ακόμα κι αν βράζει ο τόπος;
Γιατί η ζακέτα δεν είναι απλώς ένα ρούχο. Είναι η προέκταση της αγωνίας μου. Είναι το “σ’ αγαπάω” που λέω με άλλο τρόπο. Όταν λέω στο παιδί να πάρει ζακέτα, στην πραγματικότητα του λέω πρόσεχε. Μη μου κρυώσει, μη μου πάθει τίποτα, μη βρεθεί έξω και δεν έχει ποιος να το σκεπάσει αν πέσει ο ήλιος ή φυσήξει ένα αεράκι.
Ακόμα κι αν έξω βράζει, το μέσα μου παγώνει στη σκέψη ότι μπορεί να ξεχαστεί, να παρασυρθεί και να μην προσέξει. Το παιδί βλέπει καύσωνα. Εγώ βλέπω το βράδυ που θα γυρίσει ιδρωμένο και με τον σβέρκο ξεσκέπαστο. Γι’ αυτό του λέω πάρε τη ζακέτα. Όχι για να τη φορέσει, απαραίτητα. Για να ξέρω ότι το φρόντισα.
Για να ησυχάσει η ψυχή μου. Γιατί μάνα είμαι.
Γιατί όλες οι μανάδες λέτε τις ίδιες ατάκες; Βγαίνετε με… “manual” από το μαιευτήριο;
Όχι, δεν βγαίνουμε με manual από το μαιευτήριο – με ένστικτο βγαίνουμε. Και με το βάρος όλου του κόσμου στις πλάτες μας, μη σου πω και στα γόνατα. Αλλά να σου πω και κάτι; Δεν είναι ότι μας το μαθαίνει κανείς. Απλώς περνάει μέσα μας, σαν το φαγητό που μαγειρεύουμε χωρίς συνταγή και βγαίνει ίδιο με της μάνας μας. Εσύ το λες “οι ίδιες ατάκες”. Εμείς το λέμε: “πώς αλλιώς να εκφραστείς όταν κουβαλάς μέσα σου ανησυχία, τρυφερότητα, φόβο και μια ολόκληρη κουλτούρα φτιαγμένη από κόκκινη σάλτσα και κομποσκοίνι;”
Η “ζακέτα”, το “τι θα πει ο κόσμος”, το “δεν θα φας;”, όλα αυτά είναι σαν τη φράση-κλειδί που ξεκλειδώνει το DNA της μάνας. Δεν τις λέμε επειδή θέλουμε να είμαστε ίδιες. Τις λέμε επειδή δεν αντέχουμε να μη τις πούμε. Επειδή αν δεν τις πούμε, είναι σαν να λείπει ένα κομμάτι από την ταυτότητά μας. Όπως το μαξιλάρι στον καναπέ. Δεν χρειάζεται, αλλά άμα λείπει, κάτι δεν πάει καλά.
Ποια είναι η γνώμη σου για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα;
Κάθε παιδί, όταν είναι μικρό, περνάει από φάσεις. Θέλει τη μάνα του για τον εαυτό του, γιατί είναι η ασφάλειά του, η αγκαλιά, το φαγητό, το χάδι και το “όλα καλά”. Και μετά μεγαλώνει, και βρίσκει τον εαυτό του, και φεύγει, και αγαπάει αλλού.
Το πρόβλημα δεν είναι το Οιδιπόδειο. Το πρόβλημα είναι όταν οι γονείς δεν το αφήνουν να λήξει. Όταν η μάνα κρατάει τον γιο της για “άντρα του σπιτιού”, και δεν τον αφήνει να ανοίξει τα φτερά του. Ή όταν ο πατέρας δεν δίνει χώρο. Εκεί μπερδεύονται οι ρόλοι. Εκεί μπλέκουμε.
Ο Φρόιντ καλά τα είπε για την εποχή του. Αλλά αν είχε δει τι σημαίνει ελληνική οικογένεια, με πεθερές, κουμπάρες, σπιτικό φαγητό και “μαζί μεγαλώσαμε το παιδί”, θα είχε γράψει sequel. Το Οιδιπόδειο, λοιπόν, είναι φυσικό. Το να το κουβαλάμε ως ενήλικες, όμως, είναι άλλο καπέλο — κι όχι ζακέτα.
Ισχύει ότι είσαι κακιά πεθερά ή είναι ένα στερεότυπο που διαιωνίζεται;
Α, τώρα μιλάς σωστά. Γιατί είναι στερεότυπο, και μάλιστα ένα από τα πιο πεισματάρικα που κουβαλάμε στην ελληνική κοινωνία. Η κακιά πεθερά – αυτή που ανακατεύεται, που σχολιάζει, που δεν αφήνει το παιδί της να κάνει τη ζωή του, που μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι – είναι μια φιγούρα που έχει περάσει στα αστεία, στις σειρές, στις νουβέλες, σαν να είναι ο κανόνας. Και ξέρεις γιατί; Γιατί φοβόμαστε να πούμε το δύσκολο: ότι οι ρόλοι αλλάζουν και πρέπει να ξαναμαθαίνουμε ο ένας τον άλλον.
Όταν μια μάνα βλέπει το παιδί της να μεγαλώνει, να φεύγει, να δίνει την καρδιά του αλλού, νιώθει να χάνει τον ρόλο της. Κι άμα δεν της πει κανείς “σε χρειαζόμαστε ακόμα, αλλά αλλιώς”, θα το παλέψει με τον μόνο τρόπο που ξέρει: με ανάμιξη, με κριτική, με έλεγχο. Δεν είναι κακία – είναι φόβος και ανασφάλεια ντυμένα με ρόμπα.
Άρα όχι, δεν είμαστε όλες κακές πεθερές. Αλλά ζούμε σ’ έναν κόσμο που δεν μας αφήνει να είμαστε τίποτα άλλο. Γιατί άμα δεν μιλήσουμε, λένε “αδιάφορη”. Κι άμα μιλήσουμε, λένε “κακιά”. Ε, διάλεξε πλευρά.
Όπως λέω κι εγώ, άμα μ’ αγαπάς λίγο, θα με αντέξεις πολύ.
Σαν σύγχρονη Ελληνίδα μάνα τι θα έλεγες στην παραδοσιακή Ελληνίδα μάνα;
Θα την έπιανα απ’ το χέρι – εκείνο το χέρι που έμαθε να ζυμώνει, να σηκώνει βάρη, να χτυπάει απαλά την πλάτη του παιδιού στις πρώτες του κρίσεις – και θα της έλεγα: “Μάνα, σε θαυμάζω. Για όλα όσα κράτησες μέσα σου χωρίς να μιλήσεις. Για τις φορές που έπνιξες τον λυγμό πίσω από την κατσαρόλα, για τις Κυριακές που ήσουν η τελευταία που κάθισε στο τραπέζι. Για τις θυσίες που έκανες και τις είπες “καθήκον”.
Αλλά να σου πω και κάτι; Δεν χρειάζεται να κουβαλάς τα πάντα μόνη σου. Δεν χρειάζεται να κάνεις τα πάντα για όλους και να ξεχνάς εσένα. Δεν είναι προδοσία να πεις “κουράστηκα”, ούτε ντροπή να πεις “δεν αντέχω άλλο σήμερα”.
Δεν σε θέλω σιωπηλή. Σε θέλω ελεύθερη. Σε θέλω να αγαπάς, αλλά όχι να πνίγεις. Να φροντίζεις, αλλά να μη χάνεσαι. Να μαγειρεύεις, αν το θες, αλλά και να παραγγέλνεις πίτσα, να κάτσουμε παρέα χωρίς να σκουπίζεις τα ψίχουλα.
Εγώ, η σύγχρονη μάνα, σε χρειάζομαι — αλλά αλλιώς. Όχι για να με διορθώσεις. Για να με καταλάβεις. Και να καταλάβεις κι εσένα. Γιατί δεν είναι αργά να μάθεις να λες: “κι εγώ τώρα, θα ζήσω λίγο για μένα.”»
Και μετά θα της έδινα ένα φιλί στο μέτωπο και θα της έλεγα: «Μαμά, έκανες ό,τι μπορούσες. Τώρα κάτσε να σε κεράσω εγώ έναν καφέ”.
Σαν παραδοσιακή Ελληνίδα μάνα, νιώθεις να σε πνίγει η πατριαρχία;
Να σου πω… όχι έτσι όπως το λες. Δεν το έλεγα “πατριαρχία” τότε. Εγώ το έλεγα “έτσι είναι τα πράγματα”. Το έλεγα “καθήκον”. Το έλεγα “να μη γίνουμε ρεζίλι”. Το έλεγα “ο άντρας είναι κουρασμένος, άσε τον να φάει πρώτος”. Δεν είχα τις λέξεις, αλλά είχα το βάρος. Το κουβάλησα στη σπονδυλική στήλη μου και το είδα στα χέρια μου που ράγισαν απ’ το πλύσιμο. Και ναι, τώρα που το σκέφτομαι με άλλα λόγια, ναι, με έπνιγε. Αλλά ήμουν τόσο βαθιά μέσα σ’ αυτό, που νόμιζα πως έτσι πρέπει.
Δεν μου ζήτησε κανείς αν ήθελα να γίνω τοίχος. Μου το φόρεσαν σαν ποδιά και μου είπαν “σου πάει”. Δεν με ρώτησαν ποτέ αν είμαι καλά. Μόνο αν είναι καλά το φαγητό, το παιδί, το σπίτι, ο άντρας. Κι εγώ, για χρόνια, το έβρισκα λογικό.
Αλλά ξέρεις τι με πνίγει περισσότερο τώρα; Όταν ακούω τις νέες να λένε “εγώ δεν θα γίνω έτσι”, με αποστροφή. Όχι γιατί έχουν άδικο — καλά κάνουν και αντιστέκονται. Αλλά γιατί καμιά δεν μας είπε “λυπάμαι που δεν είχες επιλογή”. Μας είδαν σαν συνένοχες. Κι όχι σαν γυναίκες που έκαναν ό,τι μπορούσαν με ό,τι τους επέτρεψαν να έχουν.
Οπότε ναι. Η πατριαρχία με έπνιξε.
Για την ιστορία:
Η σύγχρονη εορτή της Μητέρας καθιερώθηκε τον 20ό αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και προέρχεται από το αγγλικό και το αμερικανικό κίνημα των γυναικών. Η Αμερικανίδα Ανν Τζάρβις (Ann Maria Reeves Jarvis) διοργάνωσε για πρώτη φορά το 1865 ένα κίνημα με το όνομα Mothers Friendships Day και συναντήσεις με το όνομα Mothers Day Meetings, κατά τις οποίες οι μητέρες αντάλλασσαν απόψεις και εμπειρίες. Το 1870 η Τζούλια Γουόρντ Χάου (Julia Ward Howe) διοργάνωσε μια εκδήλωση φιλειρηνικής συγκέντρωσης μητέρων με το σλόγκαν peace and motherhood με σκοπό, τα παιδιά να μη στέλνονται στον πόλεμο.
Η γιορτή καθιερώθηκε στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως με την επίδραση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αρχικά συνδέθηκε με την ορθόδοξη εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), η οποία τιμά τη μητρότητα της Παναγίας. Πολλές εκκλησίες και πιστοί εξακολουθούν να συνδέουν τις δύο εορτές.
Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, εδραιώθηκε ο εορτασμός της δεύτερης Κυριακής του Μαΐου, όπως στις ΗΠΑ.
Η Γιορτή της Μητέρας είναι μια ευκαιρία τιμής και ευγνωμοσύνης για τις γυναίκες που φροντίζουν, προστατεύουν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Ένα παράθυρο ευαισθητοποίησης για τη θέση της μητέρας στην κοινωνία, ειδικά στις μονογονεϊκές οικογένειες και σε περιόδους κρίσης.