Νέοι Arcade Fire & Pulp: Αξίζει τον κόπο η νοσταλγία;
Διαβάζεται σε 7'
Ο Παναγιώτης Μένεγος κάθε εβδομάδα τεντώνει τα αυτιά του. Προτείνει καινούριους ή ξεχασμένους δίσκους, βλέπει μουσικά ντοκιμαντέρ, ακούει podcasts και διαβάζει μουσικά βιβλία. Και φτιάχνει μια playlist για τα δικά σας ακουστικά…
- 12 Ιουνίου 2025 04:50
Με διαφορά μιας δεκαετίας, όσο μεσολάβησε δηλαδή μεταξύ της κυκλοφορίας του Different Class (1995) που καθιέρωσε τους Pulp στο απόγειο της Britpop και του σπαρακτικού Funeral (2004) με το οποίο μας συστήθηκαν οι Arcade Fire, οι δύο μπάντες υπήρξαν λιγότερο ή περισσότερο indie εμβλήματα. Με τον Jarvis Cocker να αναγνωρίζεται επιτέλους, έχοντας περάσει τα 80s στην αφάνεια, ως ο επόμενος κρίκος στην μακριά αλυσίδα των βρετανών ποιητών της καθημερινότητας και την κολεκτίβα από το Μόντρεαλ να αντιπροσωπεύει τη Νέα Ευαισθησία λίγο πριν μετακομίσουμε σιγά σιγά στον ψηφιακό κόσμο.
Σήμερα όμως που, ακριβώς επειδή μετακομίσαμε on-line, η νοσταλγία δεν είναι σύμπτωμα αλλά μόνιμη συνθήκη, τι έχουν να μας πουν με τις καινούριες τους δουλειές δύο συγκροτήματα που μας έχουν τροφοδοτήσει με μερικά από πιο παθιασμένα sing-a-long της προσωπικής μας ιστορίας; Αξίζουν τα καινούρια τους άλμπουμ το ταξίδι στη λεωφόρο των αναμνήσεων;
A SIDE
Arcade Fire, Pink Elephant
(Columbia, 2025)
Οι Arcade Fire δεν έρχονται από κάποια περίοδο μακράς αγρανάπαυσης. Το φετινό όγδοο άλμπουμ τους κυκλοφορεί τρία χρόνια μετά το WE του 2022 που, στοιχηματίζω, θα σας πάρει κάποια ώρα να θυμηθείτε κάποιο κομμάτι του. Ίσως γιατί ήταν ένα σχετικά νερόβραστο σύνολο κομματιών, σίγουρα γιατί επισκιάστηκε από τις καταγγελίες πέντε ατόμων σε βάρος του frontman Win Butler για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά σε ένα εκτενές ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στο Pitchfork, το site που -μικρή ειρωνεία- τους δόξασε όσο κανένα άλλο στα 00s.
Γι΄αυτό το φετινό Pink Elephant, παίρνει το χαρακτήρα «επιστροφής», ακόμα κι αν δεν το σκόπευε. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, μάλλον το σκοπεύει με τίτλους τραγουδιών όπως “Open Your Heart or Die Trying”, “Circle of Trust” και “Beyond Salvation”. Και βέβαια το ομώνυμο “Pink Elephant”: το «παράδοξο του ροζ ελέφαντα» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σκέψη που θέλουμε να αποφύγουμε αλλά όσο περισσότερο «διατάζουμε» τον εγκέφαλό μας να τη διώξει τόσο περισσότερο μας γίνεται έμμονη ιδέα. Ο Butler είναι σαν να θέλει να διασκεδάσει τη θεωρία ότι παρότι εκείνος ή εμείς θέλουμε να μείνουμε στη μουσικη΄και τα τραγούδια, ας παραδεχθούμε αμφότεροι ότι δε θα τα καταφέρουμε μήπως και το ξορκίσουμε.
Μόνο που εδώ συμβαίνει ένα άλλο (ίσως όχι και τόσο) παράδοξο. Οι Arcade Fire, και ο ίδιος προσωπικά, δεν αντιμετώπισαν κάποιο καθολικό cancel. Οι περιοδείες συνεχίστηκαν κανονικά, το ίδιο οι προσκλήσεις σε φεστιβάλ αλλά και οι τηλεοπτικές εμφανίσεις. Κι όμως το άλμπουμ είναι το πρώτο της καριέρας τους που απέτυχε να μπει στο Billboard 200 στις ΗΠΑ.
Ο λόγος δεν είναι κάποια συνωμοσία της ακύρωσης. Αλλά μάλλον ότι πρόκειται για έναν μέτριο δίσκο που στερείται σπονδυλικής στήλης και αδυνατεί να υπηρετήσει ακόμα και την ιδέα της εξιλέωσης (αν υποθέσουμε ότι το επιχειρεί). Οι Arcade Fire ακούγονται ως χορτασμένοι ροκ σταρ που πασχίζουν να προκαλέσουν τον συναισθηματικό αντίκτυπο που προκαλούσαν μέχρι το The Suburbs. Κι αποτυγχάνουν. Εδώ δεν καταφέρνουν καν να αναπαραστήσουν το κουλ new wave που λάνσαραν στο Reflektor και στο (σχετικά υποτιμημένο) Everything Now (με εκείνο το φριχτό ομώνυμο κομμάτι, σαν mashup ABBA και Ρέμου). Δεν υπάρχει κανένα «κύμα» να σε παρασύρει στις βαρετές συνθέσεις του Pink Elephant, με την εξαίρεση ίσως του “Circle of Trust”. Και δεν υπάρχει τίποτα «νέο», οι Arcade Fire πέφτουν στην κλασική παγίδα να μοιαζουν με tribute μπάντα του εαυτού τους.
Για όλα αυτά (θα έπρεπε να μας) υποψιάζει βέβαι μια άλλη κλισέ «αμαρτία». Στην καρέκλα του παραγωγού οι AF επιστράτευσαν τον σπουδαίο Daniel Lanois. Επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που λέει ότι όταν μια μπάντα δεν έχει τίποτα άλλο να πει φωνάζει έναν παραγωγό-θρύλο μπας και το «κλέψει» – συνήθως τον Lanois, τον Nile Rodgers ή τον Brian Eno. «Νέους U2» δεν τους είπαμε, άλλωστε, κάποτε;
B SIDE
Pulp, More
(Rough Trade, 2025)
Έχω ένα θέμα με συναυλίες σαν αυτή των Pulp πέρυσι το καλοκαίρι. Μια χαρά περάσαμε (αγνοώντας επιδεικτικά τους Smile πριν), δε λέω. Και τόσο η μπάντα όσο και o Jarvis, ήταν παραπάνω από επαρκείς ακόμα κι αν τα χρόνια που έχουν περάσει δεν κρύβονται (από κανέναν μας). Όμως αυτό που γιορτάσαμε είναι αυτό που αντιπροσωπεύει η μπάντα σήμερα ή τη νοσταλγία για τα ρεφρέν της νιότης μας; (Κάτι που ισχύει και για τους νεότερους – η εποχή ευνοεί την anemoia, τη νοσταλγία για πράγματα που δεν έχεις απαραίτητα ζήσει)
Από αυτήν την οπτική, ο φίλτατος Jarvis ξηγιέται τίμια. Σε αυτό το δεύτερο reunion, οι Pulp δε θα είναι ένας περιοδεύων greatest hits θίασος. Αλλά μας δίνουν και το πρώτο στούντιο άλμπουμ μετά από 24 χρόνια (…now that’s what I call a comeback), διάστημα που ο ίδιος ο Jarvis έχει κυκλοφορήσει έξι δίσκους ανάμεικτων συναισθημάτων και κριτικών, έχει κάνει τον guest σε δίσκους άλλων κι επίσης τον δημοσιογράφο, τον ραδιοφωνικό παραγωγό και τον συγγραφέα. Έχει απομακρυνθεί από το βαγόνι της Britpop, φροντίζοντας να υπενθυμίζει ότι ήταν ο πιο αυτοσαρκαστικός απ’ όλους την εποχή της Cool Britannia παράκρουσης. Και τώρα, που οι Oasis επανενώθηκαν και ο Damon Albarn δεν σταματά να βγάζει ένα άλμπουμ κάθε τρίμηνο, βουτάει κι αυτός το δάχτυλο στο μέλι της αναβίωσης.
Η σαρδόνια, ειρωνική του πένα είναι η εγγύηση ότι το αποτέλεσμα στέκεται. Θα σχολιάσει το πολιτικό αδιέξοδο του There Is No Alternative βαφτίζοντας “Tina” ένα κορίτσι από το παρελθόν, θα καυτηριάσει τις μικροαστικές συνήθειες των κάποτε ονειροπόλων στο όμορφο “Farmers Market”, θα διαπιστώσει πικρά το παράθυρο που κλείνει στο “My Sex”, θα προσπαθήσει για ένα hit με τον πατροπαράδοτο disco τρόπο στο “Got To Have Love”, θα διδάξει μαθήματα βρετανικής εναλλακτικής ιστορίας στο “Spike Island”. Και θα έχει στο πλευρό του τον σωστό άνθρωπο στην παραγωγή για να τον κοπλιμεντάρει ως αφηγητή, τον πανταχού παρόντα James Ford – επίκαιρο συνεργάτη στα τελευταία άλμπουμ των Arctic Monkeys, Fontaines DC και Blur.
Στο τέλος, το More θα μοιάζει τόσο ειλικρινές που ακόμα κι αν σου περάσει απ’ το μυαλό ότι κανένα από τα κομμάτια του δε θα είχε θέση σε ένα best of από το 1983 ως σήμερα, η σκέψη δε θα σου γίνει έμμονη ιδέα. Στο Σέφιλντ δε συναντάς ροζ ελέφαντες…
SLY STONE (1943-2025)