Οι ξεχασμένοι ήρωες των 80s και το γκρουπ που πέτυχε μόνο στην Ελλάδα

Διαβάζεται σε 9'
Οι ξεχασμένοι ήρωες των 80s και το γκρουπ που πέτυχε μόνο στην Ελλάδα
Pictorial Press/Alamy/Visualhellas.gr // 24 MEDIA CREATIVE TEAM

Ο Παναγιώτης Μένεγος κάθε εβδομάδα τεντώνει τα αυτιά του. Προτείνει καινούριους ή ξεχασμένους δίσκους, βλέπει μουσικά ντοκιμαντέρ, ακούει podcasts και διαβάζει μουσικά βιβλία. Και φτιάχνει μια playlist για τα δικά σας ακουστικά…  

Οι Fine Young Cannibals μόνο άγνωστοι δεν είναι. Για λίγο υπήρξαν ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα στον κόσμο. Αλλά ήταν για πολύ λίγο. Και μετά παραδόθηκαν στη λήθη του χρόνου, αφήνοντας όμως τόσο σπουδαία κομμάτια που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανάψουν ξανά την φλόγα. 

Τις Saâda Bonaire πώς να τις ξέρει κανείς; Μέχρι το 2013 είχε κυκλοφορήσει μόνο ένα single τους, κι αυτό από το 1984 αποκλειστικά για μύστες και συλλέκτες. Κι όμως, όχι μόνο η μουσική, αλλά το συνολικό κόνσεπτ τους είναι πολύ ενδεικτικό μιας εποχής που έδινε χώρο στον τυχοδιωκτικό πειραματισμό.

Αυτήν την εβδομάδα, λοιπόν, back to 80s…

A SIDE

Fine Young Cannibals, The Raw & The Cooked
(London Records 1989 / reissue 2020)

 

Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσατε το “She Drives Me Crazy”; Πιθανότατα σε κάποια ξεπερασμένη 80s βραδιά ή ίσως στο ξεκίνημα του προγράμματος στην ντίσκο του νησιού, όταν ο DJ παίζει «αυτά που αρέσουν σε εκείνον». Μπορεί, βέβαια, και να έχετε γεννηθεί μετά την εποχή που μεσουράνησαν οι Fine Young Cannibals και τα αρχικά FYC να μη σημαίνουν για σας τίποτα παραπάνω από μια συντομογραφία στη διαλέκτο του chat.

Κι όμως το τρίο με συνεκτικό ιστό την πόλη του Μπέρμιγχαμ (στο κέντρο του χάρτη της Αγγλίας), βρέθηκε κυριολεκτικά στην κορυφή του κόσμου εκείνη τη μεταβατική στιγμή που τα 80s έδιναν τη θέση τους στα 90s. Το δεύτερο άλμπουμ τους The Raw & The Cooked, όχι μόνο δεν αποδείχθηκε «δύσκολο» αλλά έφτασε στο νο.1 των τσαρτ σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Καναδά κι Αυστραλία (κι αντίστοιχα τα δύο του βασικά singles σκαρφάλωσαν στην κορυφή του Billboard). Όχι κι άσχημα για το συγκρότημα που έφτιαξαν οι Andy Cox και David Steele μετά τη διάλυση των The Beat (από τα σημαντικότερα αουτσάιντερ της σκηνής που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε φτιαχτεί γύρω από την θρυλική 2 Tone και τους Specials).

Ο θρύλος λέει ότι οι δυο τους άκουσαν πάνω από 500 κασέτες με πιθανούς τραγουδιστές, μέχρι που έκλεισαν τα τετράδιά τους στο χαρακτηριστικό soul φαλσέτο του Roland Gift. Ενός μιγά που είχε κι αυτός ζήσει ως τα 11 του στο πολυφυλετικό Μπέρμιγχαμ (εκεί που «το χρώμα δεν ήταν πρόβλημα, η τάξη ήταν που πάντα δημιουργούσε διακρίσεις»), μέχρι που μετακόμισε βόρεια κι έγινε στα τέλη των 70s «ο μόνος μαύρος πάνκης στην πόλη» του Χαλ. (Σε ένα λάιβ των Clash, μάλιστα, «ευλογήθηκε», δίνοντας από την πρώτη σειρά του κοινού μια παραμάνα στον Joe Strummer για να συγκρατήσει το παντελόνι του που διαλυόταν). 

Οι FYC, που πήραν το όνομά τους από ένα φιλμ των 60s με τον Ρόμπερτ Βάγκνερ και τη Νάταλι Γουντ, πρωτοεμφανίστηκαν  το 1985 με το ομώνυμο άλμπουμ που τους έκανε γνωστούς, κυρίως μέσα από την επιτυχία “Johnny Come Home” και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες διασκευές ever στο “Suspicious Minds”. Τους άνοιξε διάπλατα ο δρόμος του Χόλιγουντ και βρέθηκαν στα σάουντρακ ταινιών όπως το «Άγριο Θηλυκό» και «Οι Καβγατζήδες»

 

Alamy/Visualhellas.gr

Όμως το The Raw & The Cooked, με τίτλο-δάνειο από βιβλίο του γάλλου ανθρωπολόγου Κλοντ Λεβί-Στρος, τους εκτόξευσε. Ως ένας δίσκος που εξεφρασε απόλυτα την εποχή του, συνδυάζοντας τη soul των 60s με την τότε έκρηξη του house, δίπλα σε άλλα σπουδαία άλμπουμ της ίδιας χρονιάς όπως τα ντεμπούτα της Neneh Cherry και των Soul II Soul. Σε μια Βρετανία που γινόταν λίγο πιο αισιόδοξη έτσι όπως εξέπνεε σιγά σιγά η περίοδος της Θάτσερ – οι FYC μάλιστα επέστρεψαν τα δύο Brits που κέρδισαν το 1990, επειδή θεώρησαν ότι η τελετή  μετετράπη σε «πάρτι των Συντηρητικών» καθώς φιλοξένησε βίντεο μήνυμα της Μάγκι. 

Δεν ήταν μόνο ο δυναμίτης “She Drives Me Crazy” ή το “Good Thing”, βγαλμένο κατευθείαν από τον Motown κανόνα. Ήταν επίσης το θαυμάσιο “I’m Not The Man I Used To Be” (από τα πρώτα κομμάτια που χρησιμοποίησαν το κλασικό “funky drummer” sample του James Brown). Ήταν η σπουδαία διασκευή τους στο “Ever Fallen In Love” των Buzzcocks, το “I’m Not Satisfied” με την κριτική στον καταναλωτισμό και τα New Order vibes, το επίσης new wave-y “Don’t Look Back” και τα παλιομοδίτικα “As Hard As It Is” και “Tell Me What”. Πολύ σημαντική, να σημειωθεί, η συμβολή του παραγωγού David Z, από την ευρύτερη «οικογένεια» του Prince, άλλωστε μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε στη Μινεσότα. 

Κάπου εκεί οι FYC «σταμάτησαν να το θέλουν». Υπό την πίεση των δισκογραφικών για ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, με τους καλοθελητές να τους «βάζουν λόγια» και παράλληλα πρότζεκτ όπως «οικογένεια» να προκύπτουν στην πορεία, δεν κυκλοφόρησαν άλλο άλμπουμ κι έβγαλαν μόνο ένα ακόμα τραγούδι το 1996. Ο Gift, κάποτε σε λίστες με τους «50 ομορφότερους άνδρες στον κόσμο», το προσπάθησε μάλιστα και ως ηθοποιός κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις σε σινεμά και τηλεόραση. 

Κι έμειναν μια λαμπερή σημείωση στην ιστορία. Την οποία μπορείτε να ξαναζήσετε στις επετειακές συναυλίες για τα 40 χρόνια τους, το φθινόπωρο σε Λονδίνο και Μπέρμιγχαμ…

Ακούστε το The Raw & The Cooked και την υπόλοιπη δισκογραφία των FYC

 

B SIDE

Saâda Bonaire, s/t
(Captured Tracks, 2013)

O Ralph Von Richtoven (καταρχάς, εκπληκτικό όνομα) ήταν ένας hustler στις παρυφές της μουσικής βιομηχανίας στη Βρέμη των αρχών των 80s. DJ με A&R αυτοπεποίθηση ότι ήξερε να αναγνωρίζει το ταλέντο κι ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι μπορούσε «να το κάνει να συμβεί» – είναι άλλωστε η εποχή που όλοι ήθελαν να γίνουν Malcolm McLaren. Γνώρισε την Stephanie Lange, έγιναν ζευγάρι και σύντομα «στρατολόγησε» και τη φίλη της Claudia Hossfeld για να φτιάξουν ένα μουσικό γκρουπ. 

Τα κορίτσια δεν είχαν μουσικό background, δεν είχαν ξαναϋπάρξει σε μπάντες, δεν ήξεραν ακριβώς να τραγουδάνε. Ήταν όμως πανέμορφες, αντανακλώντας το πρότυπο της ομορφιάς που θα καθιέρωνε κάποια χρόνια μετά η εποχή των supermodels, και είχαν τη διάθεση να πειραματιστούν. Όπως και ο ίδιος ο Von Richtoven είχε το, έστω μπερδεμένο, όραμα να αφεθεί στις επιμειξίες της μεταπανκ εποχής όπου τα είδη ήταν πια ρευστά. Και οι αποστάσεις μεταξύ τους γίνονταν αμελητέες. 

Οι Saâda Bonaire ήταν ένα είδος μεταλλαγμένης disco, με πολλά φυσικά όργανα και μια πυξίδα που έδειχνε μόνιμα Ανατολή. Για να το πετύχει ο Von Richtoven έφερε στο στούντιο περίπου είκοσι μουσικούς από τοπικές κομμουνιστικές οργανώσεις τούρκων μεταναστών, με παρελθόν σε σχήματα κούρδικης λαϊκής μουσικής. Έτσι φτιάχτηκε ένας αληθινά ιδιαίτερος ήχος: δίπλα στα synths και τα σαξόφωνα μπήκαν ηλεκτρικό σάζι κι αραβικά φλάουτα, τα λάιβ ντραμς συνδυάστηκαν με το drum machine. Η Claudia και η Steph βγήκαν μπροστά περισσότερο απαγγέλοντας (σαν το hip hop που ξεπεταγόταν την ίδια εποχή), και λιγότερο τραγουδώντας, στίχους για όσα συμβαινουν τις μικρές ώρες της νύχτας, κυρίως ανάμεσα σε φιγούρες της underground σκηνής της Βρέμης. 

Όμως, ο άνθρωπος που έδωσε σχήμα στο χάος ήταν ο παραγωγός Dennis Bovell, τον οποίο ο Von Richtoven είχε τη διορατικότητα να απαιτήσει έναντι του φημισμένου Conny Plank. Με καταγωγή από τα Μπαρμπέιντος και στο ενεργητικό του σπουδαία άλμπουμ των 70s (από τους δίσκους του  Linton Kwesi Johnson στο Y των Pop Group και το Cut των Slits), ο Bovell έδωσε την πολυπόθητη dub διάσταση που ήταν και το νούμερο ένα ζητούμενο του Van Richtoven. Όλα αυτά σε μια περιπετειώδη ηχογράφηση που ξεκίνησε στη Βρέμη και ολοκληρώθηκε στο στούντιο των Kraftwerk στην Κολωνία. Με τις συνεννοήσεις στο στούντιο  να θυμίζουν μόνιμα Βαβέλ, αφού τα αγγλικά του ενός ήταν χειρότερα από τα γερμανικά των υπόλοιπων και οι θηριώδεις ποσότητες χόρτου που καταναλώνονταν βοηθούσαν μέχρι να μη βοηθάνε. 

Με τα πολλά φτιάχτηκε το πρώτο single, το cult classic “You Could Be More As You Are”, που πέρααε σχετικά απαρατηρητο και of all places έγινε επιτυχία στην Ελλάδα (!!!). Τα κορίτσια ήρθαν μάλιστα στην Ελλάδα για μίνι περιοδεία σε Αθήνα και Κρήτη το καλοκαίρι του 1984. Χωρίς μπάντα εμφανίζονταν στη μέση της νύχτας για τέσσερα τραγούδια playback, μάλλον εξοργίζοντας τους θαμώνες των ντίσκο που ήθελαν να συνεχιστεί το μουσικοχορευτικό πρόγραμμα.

Έκτός μπάτζετ και προθεσμίας, χωρίς hype και παράπλευρα θύματα της ασυνέπειας ενός στελέχους στο οποίο είχαν ποντάρει το μέλλον τους, οι Saâda Bonaire είδαν την EMI να τις παρατά. Το άλμπουμ δεν βγήκε ποτέ, ενώ το single κατέληξε φετίχ των συλλεκτών σε φουσκωμένες τιμές στο Discogs. Απέκτησε όμως καλτ διαστάσεις στο ίντερνετ, απολαμβάνοντας σταδιακά την όλο και μεγαλύτερη εκτίμηση της balearic κοινότητας σε όλον τον κόσμο.

Μέχρι που το 2013 ένα label από το Μπρούκλυν, η Captured Tracks, προχώρησε στην πολυπόθητη κυκλοφορία, η οποία έγινε ανάρπαστη κι επανατυπώνεται διαρκώς. Και το 2022, έβγαλε άλλη μια συλλογή μεταγενέστερων κομματιών, το 1992, που ο Von Richtoven βρήκε ξεχασμένα σε ένα συρτάρι ψάχνοντας να εξαργυρώσει την επιτυχία της πρώτης…

Ακούστε την ομώνυμη συλλογή των Saâda Bonaire και το 1992

 

 

Info:

Ακολουθήστε τον ΚΙΟΥΡΕΪΤΟΡ σε Spotify και Instagram

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα