Τα 90s δεν ήταν μόνο grunge και britpop
Διαβάζεται σε 9'
Ο Παναγιώτης Μένεγος κάθε εβδομάδα τεντώνει τα αυτιά του. Προτείνει καινούριους ή ξεχασμένους δίσκους, βλέπει μουσικά ντοκιμαντέρ, ακούει podcasts και διαβάζει μουσικά βιβλία. Και φτιάχνει μια playlist για τα δικά σας ακουστικά…
- 16 Οκτωβρίου 2025 11:15
Στην αρχή τους, αγκαλιάσαμε ξανά την εσωστρέφεια επιστρέφοντας στην αμερικάνικη παράδοση του hard rock και (ανα)γνωρίζοντας τον τελευταίο μεγάλο ροκ σταρ στο πρόσωπο του Cobain. Στην πορεία τους, συμμετείχαμε στην επανεφεύρεση του βρετανικού πατριωτισμού ανακαλώντας τα swinging sixties με ολίγη από σαπουνόπερα Blur vs Oasis. Στο τέλος τους, το ίντερνετ προφήτεψε το τέλος της σχέσης μας με τη μουσική όπως την ξέραμε ως τότε.
Τα 90s, όμως, δεν ήταν μόνο grunge, britpop και Napster. Ήταν και μια χρυσή εποχή για το hip hop, γεννήθηκαν είδη όπως το trip hop και το big beat (έστω κι αν ήταν αποτελέσματα της δημιουργικής γραφής των media), συστηθήκαμε με τους Radiohead και είδαμε τη χορευτική μουσική να βγαίνει από τα κλαμπ παράγοντας άλμπουμ που έσπασαν διαχωριστικές γραμμές.
Όπως οι All Seeing I και οι Sabres of Paradise, ίσως ξεχασμένοι ήρωες εκείνης της δεκαετίας που όμως θυμηθήκαμε με τις φετινές επανεκδόσεις των σημανιτκών δίσκων τους. Και βέβαια ο Tricky που το παλεύει ακόμα…
A SIDE
The All Seeing I, Pickled Eggs and Sherbet
[London Records, 1999 (2025 reissue)]
Είναι 1998 κι ο Jarvis Cocker βρίσκεται στα παρασκήνια του Top of the Pops, της θρυλικής μουσικής εκπομπής του BBC που για τέσσερις δεκαετίες παρουσίαζε κάθε εβδομάδα στους Βρετανούς τα νέα ονόματα που κυριαρχούσαν στα τσαρτ. Ο Jarvis έχει μόλις επιστρέψει από μια κουραστική αμερικάνικη περιοδεία με τους, καθιερωμένους πια ως britpop αουτσάιντερ, Pulp κι ετοιμάζονται να παίξουν το καινούριο τους single “This Is Hardcore” (που θα έδινε και τον τίτλο στο επερχόμενο έκτο άλμπουμ τους).
Στο πρόγραμμα εκείνης της βραδιάς, μαζί τους είναι προγραμματισμένο να εμφανιστεί κι ένα γκρουπ που ο Jarvis δεν ξέρει ποιοι είναι αλλά γνωρίζει την ήδη μεγάλη τους επιτυχία. Λέγεται “Beat Goes On”, έχει εξαπλωθεί παντού στη Μεγάλη Βρετανία, έχει ακουστεί μέχρι και στην καθημερινή σαπουνόπερα-θεσμό EastEnders και, κατά σύμπτωση, βρίσκεται στα τσαρτ μια θέση πάνω από το νέο κομμάτι των Pulp (νο. 11 και 12, αντίστοιχα).
Έτσι όπως τα δύο γκρουπ συναντιούνται στους διαδρόμους των αυστηρών στούντιο του BBC, ο Jarvis ζει «εύρηκα» στιγμή. Το άλλο γκρουπ λέγεται The All Seeing I και δύο από τους τρεις τους γνωρίζει προσωπικά, καθώς έρχονται όλοι από την ίδια πόλη: από το Σέφιλντ, την «πόλη του ατσαλιού» στον βρετανικό Βορρά, εκεί που ανακαλύφθηκε το ποδόσφαιρο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο frontman των Pulp ανταλλάσσει χειραψίες και προσπαθεί να κρύψει επιμελώς μια κάποια ζήλεια, αφού ακόμα και στο απόγειό της η δική του μπάντα βρίσκεται μια θέση παρακάτω στον κατάλογο με τις επιτυχίες. Πριν βγουν για το playback τους, συμφωνούν να τα ξαναπούν στην «πατρίδα», μήπως έχει τίποτα στίχους που του περισσεύουν να τους χαρίσει; Γιατί αυτό το γκρουπ που ξεκίνησαν δύο παραγωγοί και DJs, ο Dean Honer και ο Richard Barratt (DJ Parrot), «νεαροί βετεράνοι» της σημαντικής ηλεκτρονικής σκηνής του Σέφιλντ, μαζί με τον τζαζ μουσικό Jason Buckle, έχει κάνει τέτοιο χαμό με το single του που μοιραία ετοιμάζεται για LP.
H ιστορία του “Beat Goes On”, συνοπτικά: κομμάτι των Sonny & Cher από το 1967 που διασκεύασε την ίδια χρονιά ο τζαζίστας Buddy Rιch χρησιμοποιώντας την κόρη του στα χαρακτηριστικά φωνητικά. Από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ο Buckle είχε αγοράσει τον δίσκο με τη διασκευή για μερικές πένες σε ένα charity shop, οι άλλοι δύο μόλις το άκουσαν είπαν «ωπ, κάτι έχουμε εδώ», σάμπλαραν και πρόσθεσαν beats. Τελικά προέκυψε μια τεράστια επιτυχία που φιλοξενήθηκε σε ταινίες, διαφημιστικά, βιντεοπαιχνίδια, ενώ την ίδια χρονιά στους All Seeing I ζητήθηκε να αναλάβουν την παραγωγή για μια νέα βερσιόν του track που τελικά συμπεριλήφθηκε σε ένα ντεμπούτο άλμπουμ που λεγόταν …Baby One More Time, μιας νέας, πολλά υποσχόμενης ποπ σταρ, ονόματι Britney Spears.
Όμως το (πόσο βρετανικός τίτλος κι εξώφυλλο;) Pickled Eggs and Sherbet, είναι κάτι πολύ παραπάνω από το άλμπουμ που περιέχει ένα one hit wonder με ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι ένας καταπληκτικός, λίγο ξεχασμένος μέχρι τη φετινή του χορταστική επανέκδοση, δίσκος που συνδυάζει το «αυτί» δύο DJs που το «είδαν να συμβαίνει» με την έκρηξη του acid house (αλλά γρήγορα αποτραβήχτηκαν απογοητευμένοι από την σκηνή), τη φαντασία ενός αληθινού μουσικού και, φυσικά, το αλατοπίπερο που έριξε ο Jarvis Cocker όταν ενσωματώθηκε στην παρέα.
Είναι απολαυστική η διήγησή του, στα liner notes, για το πώς τραγούδησε σε μια σοφίτα στους υπόλοιπους (που κάθονταν στο πάτωμα αφού δεν υπήρχαν διαθέσιμες καρέκλες) το “Walk Like a Panther” που έγραψε για να ερμηνεύσει τελικά ο “Tom Jones των φτωχών”, Tony Christie. Και είναι θαυμάσιοι οι στίχοι που έγραψε στο αγαπημένο “1st Man In Space”, εκεί που αφενός μεν ο Jarvis σχολιάζει την εκτόξευση της φήμης του, όσο ίσως δεν έκανε σε κανένα κομμάτι των Pulp, κι αφετέρου τα φωνητικά παραδίδονται στον Phil Oakey των σπουδαίων Human League, ενώνοντας δύο γενιές ηλεκτρονικής πρωτοπορίας μιας πόλης που σχεδόν κατέρρευσε όταν χάθηκαν 50.000 θέσεις εργασίας στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Θάτσερ.
Παρά την επιτυχία του πρότζεκτ οι All Seeing I δε συνέχισαν. Απορροφήθηκαν σε άλλα πρότζεκτ (ο Parrot, ας πούμε, δούλεψε με τη Roisin Murphy και είναι από τους καλύτερους remixers εκεί έξω), έχασαν το ενδιαφέρον τους, αφήστε που δεν ήξεραν πώς να το τουράρουν. Για εκείνο που μετανιώνουν, βέβαια, είναι που στο απόγειο του μπλαζέ τους δεν απάντησαν θετικά στη Madonna που τους είχε ζητήσει να συνεργαστούν. “Fuckin’ idiots”, δικά τους λόγια…
Aκούστε τo Pickled Eggs and Sherbet
B SIDE
The Sabres of Paradise, Sabresonic / Haunted Dancehall
[Warp 1993, 1994 (2025 reissues)]
Δε θα ξανασχολούμασταν ποτέ με τους Sabres of Paradise, όχι γιατί δεν το αξίζουν ως ένα από τα υποτιμημένα σχήματα των 90s, αλλά γιατί δε θα το επέτρεπε ο εγκέφαλός τους, ο σπουδαίος DJ και παραγωγός Andrew Weatherall που «ποτέ δεν ενδιαφερόταν για το χθες, αλλά πάντα κοιτούσε το αύριο». Ο τόσο πρόωρος χαμός του, όμως, στις αρχές του 2020, φώτισε αναπόφευκτα όλα τα κεφάλαια της πολυσυλλεκτικής καριέρας του. Και οι Sabres of Paradise (όνομα που ο ίδιος εμπνεύστηκε από κάποιο βιβλίο για ρώσους κοζάκους που κούρσευαν πόλεις και χωριά ξελογιάζοντας τις γυναίκες και κλέβοντας τον χρυσό!!!) ήταν ένας πολύ σημαντικός σταθμός της…
Ήταν μια συμπραξή του με τους Gary Burns και Jagz Kooner (αμφότεροι μέλη των Aloof που εβαλαν το trip hop λιθαράκι τους, επίσης στα 90s), εντελώς μπροστά από την εποχή της. Φουτουριστική electronica που πήρε τον ηδονισμό του balearic και τον προσάρμοσε στο αστικό περιβάλλον των μεγάλων πόλεων. Το πρώτο άλμπουμ τους, Sabresonic, που κυκλοφόρησε το 1993 από την Warp, ήταν περισσότερο μια συλλογή των πειραμάτων που έκαναν οι τρεις τους στο στούντιο πάρα άλμπουμ με αρχή-μέση-τέλος, πιάνοντας πάντως απόλυτα το zeitgeist εκείνης της στιγμής που ζητούσε εγκεφαλική ηλεκτρονική μουσική εκτός κλαμπ…
…αλλά ο τρόπος που έκαναν αυτά τα πειράματα, ήταν ενδεικτικός του ήθους τους. Για το follow up, Haunted Dancehall (που θεωρείται και το αριστούργημά τους) δούλεψαν ως εξής: ο καθένας τους διάλεξε από τρεις δίσκους από την ασύλληπτη δισκοθηκη του Weatherall και τους άκουσαν με ακονισμένο το νυστέρι του sampler, προκειμένου να εντοπίσουν τις βάσεις για να χτίσουν κομμάτια. Γι’ αυτό και οι Sabres προικονόμησαν μεν το big beat, αλλά δεν μοιάζουν με κανένα από τα συγκροτήματά του: στα tracks τους συναντιούνται το dub με το industrial, το ηλιόλουστο κι ονειρικό γίνεται μεταλλικό κι εφιαλτικό, το εκτεταμένο percussion είναι ταυτόχρονα έκσταση και συναγερμός.
Οι Sabres έστησαν φουλ μπάντα για τη live εκδοχή των συνθέσεών τους (ο Weatherall αισθανόταν κάπως άβολα και συμμετείχε μόνο ως παρατηρητής) και πιέστηκαν από τη βιομηχανία να ακολουθήσουν το trend της εποχής και να κυκλοφορήσουν τρίτο δίσκο με διάσημους γκεστ στα φωνητικά, σαν τους Chemical Brothers ας πούμε. Το πλάνο τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολο που περιλάμβανε Tom Waits, Ice T, Al Green, Little Annie, μάλιστα με τον Bobby Gillespie των Primal Scream ηχογράφησαν κιόλας.
Αλλά το τρίτο άλμπουμ δεν βγήκε ποτέ. Οι Sabres μάλλον χωρίς λόγο, για έναν εγωισμό της στιγμής, το διέλυσαν. Κι όλοι προχώρησαν, χωρίς ακριβώς hard feelings. Μέχρι o θάνατος του Weatherall να αποτελέσει αφορμή οι δίσκοι να επανεκδοθούν αφού χρειάστηκε να ξεσκονιστούν καταχωνιασμένα DAT αρχεία και το γκρουπ να ξαναστήθεί για να το υποστηρίξει με μερικά tribute λάιβ. Αλλά μη φανταστείτε το συνηθισμένο reunion τσίρκο, «θα βγάλουμε τα άλμπουμ, θα παίξουμε συγκεκριμένα gigs, θα επανατοποθετήσουμε το όνομα Sabres of Paradise και θα χαθούμε στο ηλιοβασίλεμα».
Το πνεύμα του Andy παραμένει ζωντανό…
Ακούστε τo Sabresonic και το Haunted Dancehall