Photo by: Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΑΣ: “ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑΣ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΝΑ ΑΠΟΛΥΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ”

Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Προσκήνιο ανοίγει στο "Magazine" τα χαρτιά του για τα θεατρικά του σχέδια και όνειρα.

Ο Δημήτρης Καραντζάς δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, Είναι ένας σκηνοθέτης που έχει χαρακτηριστεί “φαινόμενο” καθώς σε ηλικία 26 ετών σκηνοθέτησε την πρώτη του παράσταση στην Επίδαυρο (Ελένη, 2014), ενώ τα έργα που επιλέγει πάντα δημιουργούν ιδιαίτερη αίσθηση. Από τον “Κυκλισμό του Τετραγώνου” του Δημήτρη Δημητριάδη μέχρι τα “Κύματα” της Βιρτζίνια Γουλφ και το “Ρομπ” του Ευθύμη Φιλίππου. Αλλά και πολλά πολλά άλλα.

Έμπειρος και καταξιωμένος πια ο Δημήτρης Καραντζάς κάνει ένα μεγάλο βήμα και αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θεάτρου Προσκήνιο. Γι΄ αυτόν ήρθε η στιγμή να αποκτήσει ένα σταθερό χώρο και να δώσει σάρκα κι οστά στις γλυκιές θεατρικές του αναμνήσεις.

Συναντηθήκαμε ένα πρωί Πέμπτης για καφέ στο Παγκράτι με αφορμή το νέο αυτό ξεκίνημα και μιλήσαμε για όλα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός πως μεγάλωσε μέσα σε μία αντίφαση, καθώς έμενε στην πλατεία Βικτωρίας, στην οδό Φυλής και πήγαινε σχολείο στο Αρσάκειο Εκάλης. “Στη γειτονιά μου επικρατούσε μία αντίληψη ζωής που δεν είχε καμία σχέση με αυτή που υπήρχε στο σχολείο μου στα Βόρεια Προάστια. Ένιωθα σαν να είχα δύο εαυτούς, σαν να πατούσα σε δύο κόσμους” εξομολογείται.

Ένιωθα σαν να είχα δύο εαυτούς, σαν να πατούσα σε δύο κόσμους.

“Στην οδό Φυλής που μέναμε υπήρχαν και κάποια σπιτάκια, οι οίκοι ανοχής, που κανείς δε μου εξηγούσε τι είναι. Βίωνα καθημερινά κάτι τελείως διαφορετικό και αυτό με βοηθούσε για να βγω από την αγωνία της λογικής των παιδιών του σχολείου μου. Η ιστορία με το πόσο πλούσιος ήταν κάποιος μαθητής ήταν βίαιη τότε. Εξοικειώθηκα και με τις δύο πλευρές μοιραία. Και μπορούσα να υπάρχω όπως ήθελα. Ημουν χαμαιλέοντας, χρησιμοποιούσα τα πάντα χωρίς να χαθώ… Δεν έκανα παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς. Ήμουν πιο μοναχικός και πιο μαζεμένος μέχρι το Γυμνάσιο. Μετά στο Λύκειο μού βγήκε η πιο κοινωνική μου πλευρά”.

Η τηλεοπτική σειρά "Δύο Ξένοι" ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί ο Δημήτρης Καραντζάς με το θέατρο Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography

“Οι Δύο Ξένοι ήταν η αφορμή”

Το θέατρο μπήκε στη ζωή του πολύ πλάγια και πολύ περίεργα. Καταρχάς δεν πήγαινε ποτέ σε παιδικές παραστάσεις. Δεν άντεχε καθόλου, πίστευε πως τον κοροϊδεύουν με όλες αυτές τις χρυσόσκονες κι αυτό το “κουβαλά” πολύ έντονα και στο πώς δουλεύει σήμερα, στο πώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει το κοινό με μια ισοτιμία. Πώς το αγάπησε; Ο ίδιος αποκαλύπτει πως “μικρός έβλεπα μία σειρά, τους Δύο Ξένους και είχα ενθουσιαστεί με την πρωταγωνίστρια, την Εβελίνα Παπούλια. Μία μέρα μου λέει η γιαγιά μου: Είδα πως αυτή παίζει στο θεατρο, θες να τη δεις από κοντά; Πήγα τοτε στο Εθνικό να δω την παράσταση του Φασουλή Βίρα τις Άγκυρες, και ενθουσιάστηκα. Μου φάνηκε τρομερό το τι μπορεί να γίνει πάνω σε μία σκηνή. Τότε αυτόματα αποφάσισα πως αυτό θέλω να κανω.”

Δημήτρης Καραντζάς, ετών 12 και…. σκηνοθέτης

Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Προσκήνιο αποκαλύπτει ένα αστείο και πολύ αθώο περιστατικό αναφορικά με την απόφασή του να ασχοληθεί με το θέατρο: “Ο πατέρας μου είχε κάτω από το δικηγορικό του γραφείο στην Ακαδημίας ένα τυπογραφείο που τύπωνε κάρτες επαγγελματικές. Εγώ πήγα εκεί γύρω στα 12 μου και τύπωσα μία κάρτα που έγραφε Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνοθέτης. Παλιά ντρεπόμουν γι΄αυτό και δεν το έλεγα, το έβρισκα πολύ ψωνίστικο. Τώρα το βρίσκω πολύ γλυκό και αστείο.

Κομβική στιγμή για μένα ήταν όταν είδα για πρώτη φορά στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας τον Γλάρο του Νίκου Μαστοράκη. Εκεί έπαθα σοκ με το πώς σε δύο τετραγωνικά μέτρα μπορεί να παίζεται κάτι που σου δημιουργεί ένα τόσο τρομερό άλμα στη φαντασία. Είχα δει ένα πολύ “γυμνό” θέατρο και είχα μεταφερθεί παντού. Από εκείνη τη μέρα έκανα μία προσωπική… στροφή. Πήγαινα στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, στο Κυκλάδων, στο Αμόρε, στο Θησείο και έβλεπα παραστάσεις. Και μάλιστα πήγαινα και μόνος μου. Έστηνα τις παρέες μου, τους έλεγα ψέματα πως θα βγω μαζί τους και πήγαινα μόνος θέατρο. Οι φίλοι μου δεν ήταν και πολύ θεατρόφιλοι. Ακολούθως γράφτηκα στο θεατρικό του σχολείου μου. Εκεί ήξερα πια τι θα έκανα στη ζωή μου. Πέρασα στα ΜΜΕ γιατί οι γονείς μου ήθελαν να μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν το τέλειωσα ποτέ. Και δυσαρεστήθηκαν πολύ, αλλά βέβαια το ξεπέρασαν μετά…”

Με δύναμη και βάση από το… Θέατρο Προσκήνιο

Ενώ παλαιότερα δήλωνε πως φοβόταν να έχει μία δική του σταθερή θεατρική βάση, από πέρσι έχει γίνει γνωστό πως είναι αυτός που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση στο θέατρο Προσκήνιο. Πώς άλλαξε γνώμη; “Είμαι γεμάτος αντιφάσεις. Πριν την πανδημία φαντάσου έκανα αίτηση για ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και δεν πήγα ποτέ. Έχει πλάκα, γατί στο ίδιο μεταπτυχιακό με είχαν ξαναπάρει στο παρελθόν και δεν πήγα επίσης. Αναφορικά με τον σταθερό χώρο, αν θες ξεκινήσεις κάτι μόνος σου από το μηδέν και θελήσεις να το υποστηρίξεις και οικονομικά είναι εξαιρετικά δύσκολο.

Δεν είμαι της αντίληψης πως η Τέχνη βγαίνει μέσα από την ανέχεια.

Παλιότερα όταν υπήρχαν οι σταθεροί πυρήνες του Αμόρε ή του θεάτρου Θησείον και του Κυκλάδων, τα θέατρα είχαν μια πολύ ισχυρή ενίσχυση από την Πολιτεία. Αυτό πλέον δεν υφίσταται και γι΄αυτό και αγχωνόμουν φοβερά για το πώς μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ένα πλαίσιο δουλειάς που οι άνθρωποι πληρώνονται κανονικά. Δεν είμαι της αντίληψης πως η Τέχνη βγαίνει μέσα από την ανέχεια… Η ιδέα τού να έχω έναν πυρήνα ανθρώπων – γιατί μέσα στα χρόνια έχει δημιουργηθεί και σε επίπεδο ηθοποιών και συντελεστών άτυπα μια ευρεία ομάδα ανθρώπων που συνεργαζόμαστε – μου αρέσει πιο πολύ από την αίσθηση μιας ασφυκτικά κλειστής ομάδας.

Οπότε, όταν μου προτάθηκε από έναν παραγωγό που ξέρω πως μπορεί να ενισχύει και να υποστηρίζει οικονομικά και δύσκολες και πιο “μη εμπορικές” ιδέες, ένιωσα ασφαλής και είπα το ναι. Συναισθηματικά πιστεύω πολύ στον σταθερό χώρο, πιστεύω πολύ στα βήματα που μπορείς να κάνεις με άλλους ανθρώπους. Άλλωστε αυτό είναι και το θέατρο που αγάπησα. Οι χώροι που είπα πριν, ήταν μέρη που ένιωθα πως υπάρχει μία προσωπική αγωνία και ένα προσωπικό ρίσκο γι’ αυτά που γίνονται. Δεν θέλω να είμαι ένας σκηνοθέτης που τον έναν χρόνο είναι εδώ, τον άλλο εκεί, συνεργάζεται με όλους και με αυτούς που μπορεί να μη θέλει και δεν έχει πρόβλημα, αλλά τελικά έχει. Θέλω να είμαι στον χώρο μου, με το ρεπερτόριο που θέλω, με το ύφος και τον τρόπο που θέλω και να έχω την ελευθερία και το τεράστιο πλεονέκτημα να λέω θέλω να έχω αυτούς τους ανθρώπους και να τους έχω”.

Δηλαδή είμαι υπόλογος και δέσμιος του ποιος έχει κάνει τηλεθεάσεις;

Από τη συζήτησή μας “βγήκε” μία άλλη πλευρά του σύγχρονου ελληνικού θεατρικού τοπίου, όχι και τόσο αισιόδοξη… “Τώρα λοιπόν, στη σύγχυση που έχει επικρατήσει παντού, αλλά και στο θέατρο, στην επιλογή των ηθοποιών παίζει για κάποιους ρόλο το σε ποια σειρά παίζουν και πόσους followers έχουν στο Instagram. Το ακούς από παραγωγές αυτό και τρελαίνεσαι. Δηλαδή είμαι υπόλογος και δέσμιος του ποιος έχει κάνει τηλεθεάσεις; Αυτό έχει αρχίσει και επηρεάζει και εμάς. Και δεν είναι θέμα σνομπαρίας, είναι κάτι πρακτικό. Υπάρχουν πολύ καλοί ηθοποιοί που παίζουν σε σειρές και πολύ κακοί ηθοποιοί που παίζουν σε σειρές. Βασικά όλοι κάπου παίζουν. Μπορεί να λες πως θα κάνω θέατρο και θα πάρω αυτον τον ηθοποιό που κάνει τηλεόραση, όμως τα γυρίσματα είναι ασφυκτικά. Και θες να κάνεις πρόβα μαζί του και ο άνθρωπος δεν έχει χρόνο. Αυτό συνιστά πρόβλημα. Αν το θέατρο πάει προς τα εκεί – γιατί προς τα εκεί πάει- τότε υπάρχει πρόβλημα και πολλοί άνθρωποι θα βρεθούμε σε μεγάλη αμηχανία.

Θαυμάζω πολύ τα θέατρα που δεν έχουν αναλωθεί στη λογική να αλλάζουν συνέχεια παραστάσεις και τηλεοπτικούς ηθοποιούς. Θαυμάζω πολύ το θέατρο Πορεία, το Κεφαλληνίας, το Άττις που υποστηρίζουν το ρεπερτόριό τους και υποστηρίζουν και άλλους ανθρώπους. Αλλά και αυτό που έχει ξεκινήσει ο Μπισμπίκης στο Cartel μου αρέσει πολύ, γιατί πολλοί έχουν ανάγκη να ξέρουν πως πάνε να δουν την πεποίθηση κάποιων ανθρώπων για το θέατρο…. Μου αρέσει να ξέρει ο κόσμος τι πάει να δει στο θέατρο. Να είναι προετοιμασμένος.

Υπάρχουν ηθοποιοί που απλώς κάνουν τη δουλειά τους. Αυτοί δε με συγκινούν.

Έχω μεγάλο άγχος για το όλο εγχείρημα. Θέλω ο χώρος αυτός να αποτελέσει έναν πυρήνα που θα λες πως εκεί θα δω τη δουλειά εκείνου του σκηνοθέτη και αυτών των ανθρώπων που καλεί να συνεργαστούν, αλλά και αυτών των ηθοποιών που μπορεί να εναλλάσσονται μέσα στα χρόνια, αλλά με κάποιο τρόπο είναι μαζί του. Υπάρχουν ηθοποιοί που απλώς κάνουν τη δουλειά τους. Αυτοί δε με συγκινούν. Έχει μεγάλη διαφορά το να νιώθεις πως τον άλλον τον απασχολεί όλο το έργο και όχι μόνο η ερμηνεία του. Μπαίνει και ο ίδιος σ΄ένα πλαίσιο συνδημιουργίας μίας δραματουργίας μέσα σ΄αυτό που κάνει.

Έχω την αγωνία ότι πιάνω τα πράγματα από την αρχή. Μαζί με τη βασική μου συνεργάτιδα, Γκέλυ Καλαμπάκα, θέλουμε να έχει όλο μια συγκεκριμένη αισθητική, από το λογότυπο, το πρόγραμμα, τα πάντα, από το πώς είναι ο χώρος, πού κάθονται οι θεατές… Χαίρομαι πολύ και για τη συνεργασία μας με τις εκδόσεις Νεφέλη. Από μικρός είχα πάθος με τις εκδόσεις αυτές και πήγαινα και αγόραζα στο Αμόρε όλα τα έργα που εξέδιδαν. Οπότε μου θυμίζει και μία συγκινητική περίοδο της ζωής μου. Τώρα ξεκινάμε μία συνεργασία που και θα εκτυπώνουν τα προγράμματά μας, αλλά και στο θέατρο θα λειτουργήσει πωλητήριο των εκδόσεων με συγκεκριμένους τίτλους και επιλογές. Θα διοργανώνονται, επίσης, από τις εκδόσεις Νεφέλη κάποιες εκδηλώσεις στο θέατρο και αντίστροφα συνεργάτες του Προσκηνίου θα κάνουν διάφορα στο νέο κτίριο των εκδόσεων. Καταλαβαίνεις πως όλη η αύρα που θα βγει από αυτό το θέατρο, θέλω να είναι κάπως. Ο εαυτός μου έχει διαμορφωθεί μέσα από τις θεατρικές μνήμες μου, έχει πλέον διαμορφώσει μία δική του γλώσσα και προσπαθεί να δει πώς θα σταθεί.”

Γκέλυ Καλμπάκα

Γιατί αυτή τη Φαίδρα της Τσβετάγιεβα;

“Καταρχάς το έργο αυτό το συνάντησα τυχαία σε μία έρευνα που κάναμε μαζί με τη Θεοδώρα Καπράλου που κάναμε μαζί τη διασκευή της Μήδειας, όταν ερευνούσαμε τον Ιππόλυτο. Με ενδιέφερε να βρω το πως πηγαίνεις στα βαθη των επιχειρημάτων σε μία τραγωδία, όχι τόσο το πώς θα στήσω μία παράσταση εξωτερικού χώρου. Στο πλαίσιο των παράλληλων κειμένων για τον Ιππόλυτο, έπεσα πάνω στο κείμενο της Μαρίνας Τσβετάγιεβα το οποίο με συνεπήρε από την αρχή γιατί είναι όλο… αλλιώς. Και η ίδια υποτίθεται το έγραφε με την προϋπόθεση να μην ανεβαίνει. Και η ίδια σχεδόν σε τίποτα δε χωρούσε και με το θέατρο είχε μία άρνηση. Θέλω να σου διαβάσω κάτι που βρήκα δικό της που είναι ενδεικτικό του πνεύματος που διατηρεί και στο έργο:

Δεν είναι τόσο η εποχή εναντίον μου, απέναντι σε μένα προσωπικά, είναι όπως κάθε άλλη δύναμη που συνάντησα στη ζωή μου, από παράξενη μέχρι και καλοπροαίρετη, όσο εγώ εναντίον της, την απεχθάνομαι πραγματικά. Ολόκληρο το βασίλειο του μέλλοντος. Την καταπατώ. Όχι μόνο με την πολεμική έννοια, αλλά με τα πόδια μου, τη φτέρνα πάνω στο κεφάλι του φιδιού. Σε όσα είπα μη δώσετε σημασία, παρά μόνο εσωτερικά.
Σημείωση στο περιθώριο: Η εποχή δεν είναι εναντίον μου προσωπικά, αλλά παθητικά. Εγώ είμαι εναντίον της ενεργητικά. Εγώ δε θέλω να τη βλέπω. Εκείνη δε με βλέπει.

Είχε αυτή την ακραία ενέργεια και σοφία η Τσβετάγιεβα. Στο έργο συναντάμε τον Ιππόλυτο τη στιγμή που εγκαταλείπει τους συντρόφους του και είναι σε μία παραίτηση. Δέχεται μία τρομερή επίσκεψη στο όνειρό του από τη μητερα του, η οποία έχει πεθάνει και εκείνη, χωρίς να του μιλήσει τού δείχνει το στήθος της. Και το μεγάλο του ερώτημα είναι: Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις και τη νεκρή μητέρα σου και την πληγή της; Και το ότι η πληγή είναι και το στήθος που είναι και η δική του πληγή… Ξεκινά δηλαδή το έργο από την απόσυρση και από το γάντζωμα στη νεκρή μητέρα και στο στήθος. Βαθιά ψυχαναλυτικό έργο. Εκείνη τη στιγμή γίνεται η συνάντηση με τη Φαίδρα που και η ίδια αρνείται τρομερά την επιθυμία. Και αυτή που της την εμφυσά είναι η τροφός. Σ΄αυτό το έργο δεν αναγνωρίζεις ποια είναι η τροφός και ποια η Φαίδρα. Δηλαδή δεν καταλαβαινεις αν το πάθος είναι της Φαίδρας ή της τροφού. Μοιάζει λίγο με την Persona του Μπέργκμαν και αυτό στην παράσταση έχει τονιστεί πολύ. Είναι σαν η Φαίδρα να γίνεται το δοχείο που χρησιμοποιεί η τροφός για να πλησιάσει την παρέκκλιση. Και επίσης όλο το επιχείρημα της τροφού είναι το στήθος. Της λέει χαρακτηριστικά “εγώ σε έχω θηλάσει και ό,τι συμβαίνει μέσα σου, ό,τι τρέχει στις φλέβες σου, εγώ σου το έχω δώσει”. Γίνονται ένα σώμα και οι δύο και αυτό το σώμα βουτά στην επιθυμία. Ο Ιππόλυτος έτσι έρχεται αντιμέτωπος και με τις δύο. Η Φαίδρα όταν του μιλά τού δείχνει μια θανάσιμη πληγή που είναι το στήθος της. Είναι σαν μια παγίδα που πέφτουν όλοι μαζί.

Η ποιήτρια διαρκώς περιγράφει πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη γέννηση από τον θάνατο και τον θάνατο από τον έρωτα. Είναι οι τρεις πόλοι που την ενδιαφέρουν. Για μένα έτσι και αλλιώς ο έρωτας είναι μία τεράστια παγίδα, είναι μία στιγμή που θέλεις να βγεις από τα όριά σου. Ασυνείδητα ξέρεις πως αντέχεις να βάλεις το σώμα σου στη φωτιά.

Δεν ξέρω πώς αντιμετώπισαν τον εγκλεισμό οι περισσότεροι άνθρωποι, εγώ τον αντιμετώπισα σαν ταφόπλακα, σαν την κατσαρίδα πριν πεθάνει.

Έτσι όπως ξεκινά η παράσταση είναι σαν να βρισκόμαστε στο σήμερα, σ΄ένα νεκρό και ουδέτερο τοπίο στο οποίο οι πέντε χαρακτήρες αποφασίζουν να έρθουν σε επαφή με την πιο άγρια πλευρά του σώματός τους και του εαυτού τους. Και με τη φύση. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης δημιουργείται ένα δέντρο με βάση μία ιδιαίτερη μέθοδο ανθοδετικής, την Ικεμπάνα. Η Ικεμπάνα είναι μία ολόκληρη φιλοσοφία για τη ζωή και τον θάνατο, για την αρμονία και την ομορφιά. Από το ξερό τοπίο αρχίζει να δημιουργείται ένα τεράστιο δέντρο. Αλλά σε εμάς, όταν αυτό το πράγμα εκτρέπεται και φτάνουμε στον αφανισμό, δημιουργείται ένα τερατούργημα που κρεμιούνται πάνω του τα ζώα. Είναι σαν να παρακολουθεί το δέντρο την πορεία προς τον όλεθρο.

Σιμόπουλος

Δεν ξέρω πώς αντιμετώπισαν τον εγκλεισμό οι περισσότεροι άνθρωποι, εγώ τον αντιμετώπισα σαν ταφόπλακα, σαν την κατσαρίδα πριν πεθάνει. Γι΄αυτό για μένα αυτή τη στιγμή το έργο αυτό έχει τεράστια κοινωνική και πολιτική σημασία. Γιατί μας ξαναζητά να έρθουμε εκ νέου σε επαφή με τη φύση και με αυτό που πραγματικά εμπεριέχεται στον άνθρωπο. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι το όν που καθημερινά υπερπληροφορείται με δεδομένα και στατιστικές για το πότε θα τελειώσει ο κορωνοϊός. Έχουμε γίνει μηχανές που τις μπουκώνεις πληροφορία και αυτές κάποια στιγμή θέλουν να θυμηθούν τη ζωή.

Το έργο αυτό ζητά την ένωση ακόμη κι αν πρέπει να ρισκάρουμε. Είναι σαν ένα βέλος που τρέχει με τρομερή ταχύτητα μόνο προς τα μπροστά και θα καρφωθεί όπου τύχει. Μετά από τόση ακινησία θέλω ταχύτητα”.

Πάντα τα έργα που διαλέγω έχουν να κάνουν με το τραύμα…

Πάντα τα έργα που διαλέγω έχουν να κάνουν με το τραύμα. Ωστόσο, αυτό που με παρακινεί και παίρνω αποφάσεις, είναι η επιθυμία μου για συγκεκριμένους ανθρώπους συντελεστές και ηθοποιούς. Θέλω να ερωτευτούμε μαζί κάτι. Και αυτό είναι μία ανάγκη μου για βαθύτερη επαφή. Θέλω ο κραδασμός ο δικός μου, να μεταδοθεί στον άλλο και να δημιουργηθεί ένα σύστημα κραδασμών, ένα δίκτυο… Αυτό για μένα είναι η βαθύτερη επικοινωνία που μπορώ να έχω. Θέλω να νιώθω μια ασφάλεια ότι εδώ συναντηθήκαμε.”

Δημήτρης Καραντζάς Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography

Η φόρμα και η αναπνοή του ηθοποιού

“Κατάλαβα κάποια στιγμή πως περιόριζα τους ηθοποιούς μου σε μία πολύ ασφυκτική φόρμα. Σε κάποια έργα αυτή χωρούσε, είδα, όμως, πως σε κάποιες περιπτώσεις είχε γίνει ένας μονόδρομος που με βόλευε. Από ένα σημείο και μετά οι ηθοποιοί δεν ανέπνεαν. Αυτό δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις μου. Είχα όμως μία πολύ ισχυρή ανάγκη να είναι έτσι το έργο. Επίσης, παρατηρούσα πως με τον τρόπο αυτό φαινόμουν πάρα πολύ, ήταν σαν να έδειχνα σκέψεις μου. Πάλι η πρόθεσή μου δεν ήταν αυτή, ήταν απλώς να δημιουργήσω ένα σύστημα με τους ηθοποιούς που να λειτουργεί… Μετά κατάλαβα πως αν κάνεις λίγο πιο πίσω, αυτό που μπορεί να συμβεί από τους ηθοποιούς είναι πιο διεγερτικό και για τους ίδιους, αλλά και για το κοινό. Και αυτό γιατί ο ηθοποιός δεν είναι αυστηρά υπόλογος στη φόρμα σου, γιατί μπορεί και να την ακολουθεί και να απελευθερώνεται από αυτή. Και αυτό μόνο πιο πέρα σε πάει. Αυτό εγώ το κατάλαβα στη Δωδέκατη Νύχτα στο Εθνικό, που για μένα ήταν μια παράσταση που δε λειτούργησε. Αυτό με ταρακούνησε. Αρχισα να μην είμαι εμμονικός. Δεν έβγαζα υποδεκάμετρο για να τα υπολογίσω όλα… Έγιναν και κάποιες παραστάσεις που ναι μεν είχαν φόρμα, αλλά ήταν πιο ελεύθεροι οι ηθοποιοί μέσα σ΄αυτή. Και ο Γυάλινος Κόσμος είχε φόρμα, αλλά ήταν πολύ χαλαρή. Το ίδιο και στις Τρεις Αδελφές, υπήρχε ισχυρή φόρμα, αλλά πιο σημαντικό ήταν το πυρηνικό θέμα των προσώπων.

Στη Φαίδρα είναι πάλι ισχυρή η λειτουργία της φόρμας, αλλά με έναν άλλο τρόπο. Γιατί πάλι υπάρχει ανάγκη για πολύ προσωπική εμπλοκή, αλλά σ’ αυτή την παράσταση είναι σαν να αναμειγνύεται κάτι πολύ φαντασιακό με το πραγματικό. Σαν είναι κάποιες μεγάλες αποσπασματικές εικόνες. Και δεν ξέρεις αν αυτό είναι κάτι που φαντασιώθηκες ή κάτι που συνέβη. Αυτό με ξεκούνησε και μου άρεσε.”

Photo by: Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography Dimitris Lampropoulos / Tourette Photography

Η πανδημία, η “ασφάλεια” και το #metoo

“Η πανδημία και τα σχεδόν δύο χρόνια απανωτών εγκλεισμών -που βγάζω άκυρα, τουλάχιστον εγώ δεν έχω καταλάβει πώς πέρασαν και πώς μεγάλωσα – κρύβουν μέσα τους μία τεράστια βία. Φαινομενικά δεν έχουμε μετατοπιστεί σαν άνθρωποι. Περιμέναμε να ξεκινήσει η χρονιά για να συμβεί ό,τι ακριβώς συνέβαινε. Άλλωστε πάντα γυρνάμε σ΄αυτό που έχουμε συνηθίσει, γιατί έτσι μόνο αισθανόμαστε ασφαλείς. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος είχε μία ροπή προς μία μελαγχολία, έγινε εντονότερη. Έχουμε πλέον κλινικά συμπτώματα κατάθλιψης. Και αυτό είναι φυσιολογικό μετά από ένα τέτοιο χαστούκι. Σίγουρα λοιπόν κάτι αλλάζει εσωτερικά. Που όμως το αποτέλεσμά του δεν το ξέρω ακόμα.

Κάποιοι άλλοι με βρίσανε, κάποιοι άλλοι με θεώρησαν κομματόσκυλο και είπαν πως κάνω κινήσεις γιατί θέλω να γίνω διευθυντής στο Εθνικό.

Το ξέσπασμα του #metoo για μένα ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν η μόνη στιγμή που αφυπνίστηκα στο lockdown. Δε χωρά ο νους μου το γιατί μπορεί να επιτρέπεται η οποιαδήποτε είδους κακοποίηση ή σεξουαλική εκμετάλλευση και γιατί όλο αυτό, ορισμένες φορές, ήταν συνδυασμένο με την Τέχνη; Επιτρέπεται γιατί η κακοποίηση είναι μορφή Τέχνης; Άκουσα και πως η στάση μου είναι συντηρητική γιατί στην Τέχνη επιτρέπονται τα πάντα και το άκουσα από ανθρώπους του χώρου και από συγγραφείς που εκτιμώ. Και ναι μεν κάποιοι εκτίμησαν τη στάση μου στο #metoo που ήταν κάπως πιο έντονη, όμως κάποιοι άλλοι με βρίσανε, κάποιοι άλλοι με θεώρησαν κομματόσκυλο και είπαν πως κάνω κινήσεις γιατί θέλω να γίνω διευθυντής στο Εθνικό ή κάπου αλλού, όταν αλλάξει η κυβέρνηση και βγει ο ΣΥΡΙΖΑ – ενώ δεν έχω ειρήνη με κάνενα μεγάλο κόμμα. Και αυτό λεγόταν και μεταξύ δημοσιογράφων και μεταξύ συναδέλφων. Μόνο καλό ήταν το #metoo. Πλέον ίσως υπάρξει ένα πιο ασφαλές πλαίσιο και αν πάει ένα αγόρι ή ένα κορίτσι ή ένα non binary άτομο σε μία δουλειά μπορεί να νιώσει πιο ασφαλής. Ίσως έτσι μπει ένα φρένο σε κάποιες συμπεριφορές που δεν ήταν μόνο ανεκτές, αλλά επιβραβεύονταν και με θέσεις εξουσίας του δημοσίου.

Η κριτική είναι κακοποιητική;

Η κριτική που την αφορά το θέατρο, ίσως δεν πρέπει να χαίρεται τόσο αυτοαναφορικά επειδή πετά δηλητήριο προς κάποιον. Μπαίνουμε εκεί στα όρια της εμπάθειας. Υπάρχουν κριτικοί που έχουν γράψει να πάει ο άλλος στο σπίτι του. Αυτό το θυμόμαστε, αλλα δεν είδα να άλλαξε κάτι. Δηλαδή, δεν μπορεί κάποιος άνθρωπος να λέει σε κάποιον άλλον να μην ξανακάνει τη δουλειά του, επειδή δεν του άρεσε κάτι σε μία παράσταση. Σ΄αυτό υπάρχει κάτι το υπερφίαλο και αλαζονικό, η θέση του κριτικού δεν είναι να απολύει, είναι να μιλά για κάτι που μπορεί να του φάνηκε ακόμη και φρικτό.

Πρέπει να σταματήσει ο οποιοσδήποτε να μας λέει αν θα κάνουμε τη δουλειά μας ή όχι

Αν μιλάς μέσα από εμπάθεια και εν θερμώ δε βοηθάς ούτε τον καλλιτέχνη και γίνεται αντιληπτό πως το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο εαυτός σου και όχι αυτό για το οποίο μιλάς. Υπάρχουν αυτοί που γράφουν κριτική και δεν ξέρω από πού και ως πού το κάνουν, υπάρχουν και αυτοί που έχουν εφόδια να κάνουν κριτική και πιστεύουν πως μπορούν να διαλύσουν προσωπικότητες. Είναι αυτές οι περίεργες δύο “σχολές”. Το όριο του πόσο μπορείς να προσβάλλεις είναι σαφές και όταν ξεπερνιέται υπάρχει πρόβλημα. Προσωπικά δεν νιώθω πως έχω κακοποιηθεί από την κριτική. Πιο παλιά έχω διαβάσει πως πρέπει να διαβάσω κανά βιβλίο για να πήξει το μυαλό μου, έχω νιώσει άσχημα και έχω ντραπεί και έχω ντραπεί που το διάβαζαν και άλλοι για μένα. Μέσα στα χρόνια έχω σκληρύνει και έχω μάθει να παίρνω υπόψιν μου όχι μόνο τα καλά -άλλωστε πολλές φορές γράφονται και ανούσια καλά πράγματα που δε με αφορούν- αλλά και τις κακές κριτικές. Σ΄αυτές έχω δει πολύ σοβαρές παρατηρήσεις, έχω δει και πολύ τον ναρκισσισμό του γράφοντος. Ένα είναι σίγουρο. Πρέπει να σταματήσει ο οποιοσδήποτε να μας λέει αν θα κάνουμε τη δουλειά μας ή όχι. Κι αυτό το λέω εν πλήρει συνειδήσει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version