Η ζωή στο Λεωφορείο. AP

ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ – ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΤΥΜΒΟ

Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος μας γράφει αποκλειστικά μια πικρή ιστορία που διαδραματίζεται λίγο πριν την έναρξη του ρεβεγιόν.

Ι

Ήτανε μια φορά τρεις φίλοι και τα πίνανε. Κάπου εκεί στο νιοστό μπουκάλι κι όταν οι κουβέντες για ποδόσφαιρο και γκόμενες είχαν εξαντληθεί, είπαν να το παίξουν και λιγάκι φιλόσοφοι. «Να σας πω, ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;» ρώτησε ο ένας και κατέβασε μονοκοπανιά ένα ποτήρι. «Ο θάνατος» απάντησε ο δεύτερος, «η μοναξιά» είπε ο τρίτος, «κολοκύθια με τη ρίγανη, η κόλαση» απάντησε ο πρώτος.

Ε, λοιπόν, όχι μόνο κολοκύθια αλλά και όλα τα ζαρζαβατικά κι οι πρασινάδες του κόσμου με τη ρίγανη, κύριοί μου, γιατί αυτές οι φτωχές σας απαντήσεις, αυτές οι τόσο ανώριμες, δείχνουν ότι όλη σας η ζωή είναι ένα παιχνίδι, ένα παιδικό πάρτι με ζελεδάκια και τυροπιτάκια και κλόουν και χαμηλή ξενέρωτη μουσική, αφού ούτε να διανοηθείτε δεν μπορείτε τη φύση του μεγαλύτερου φόβου, του τρομακτικότερου τρόμου που μπορεί να τυραννήσει ένα ανθρώπινο πλάσμα και να το κάνει να τρίζει τα δόντια του από αγανάκτηση.

Τώρα δα, ναι, τώρα που μιλάμε, είμαι μέσα του, σαν χωνευμένο αποφάγι, και αφήνομαι να με σέρνει όπου του γουστάρει, ή μάλλον όχι όπου του γουστάρει, εκεί που θέλω εγώ με πάει, αλλά το κάνει γκρινιάζοντας, καταναγκαστικά, και ίσως περιμένει και κάποια ανταπόδοση. Ανταπόδοση! Από εμένα; Δεν με ξέρει καλά, μου φαίνεται, εγώ δεν έδινα του αγγέλου μου νερό — μα τι ωραία φράση! Δες τους όμως: γιατί μου τη δίνουν όλοι έτσι; Ίσως επειδή στέκονται αμέριμνοι με τα καλά τους ρούχα και κουβεντιάζουν για το πόσες φορές πηδήχτηκαν χτες βράδυ και αν θα βάλουν τακούνι ή φλατ παπουτσάκι στο αποψινό ρεβεγιόν για την πρωτοχρονιά — ρεβεγιόν! από πότε κάνουμε ρεβεγιόν σε αυτή τη χώρα, ρε φίλε; Στο Τόλμη και Γοητεία νομίζετε ότι παίζετε; Μια ξεχειλωμένη γαλοπούλα, άντε και μισό δαγκωμένο κομμάτι βασιλόπιτα, και πολύ σας είναι.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω, ίσως να φταίει απλώς ο αέρας. Κάτι τα κλειστά παράθυρα, κάτι η πολυκοσμία, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, αλλά κι αυτή η λίγη που καταφέρνει να χωθεί στα πνευμόνια μου είναι λιγδιασμένη και ποτισμένη από ιδρώτα ή κλανιές. Επίσης, η ζέστη. Τέτοια εποχή έξω κάνει κρύο, φυσικά, αλλά εδώ μέσα είμαστε όλοι στοιβαγμένοι δίπλα δίπλα, σαν τούβλα από κρέας και κόκκαλα και μυαλά, έτσι που σκάω και ιδρώνω και νιώθω το μπλουζάκι μου να κολλάει στις μασχάλες και στο δέρμα. Κοίτα τους όμως! Έχουν το θράσος και την απαίτηση να υπάρχουν δίπλα μου, έχουν μαλλιά και μύτες και στόματα και αναπνέουν και μου ρουφάνε τον αέρα! Γιατί δεν κάθεστε σπίτι σας, ρε μαλάκες; Τι νομίζετε, ότι κάτι θα καταφέρετε έτσι και θα γίνετε πιο χρήσιμοι ή πιο όμορφοι; Πόσα κεφάλια μαζεμένα εδώ μέσα, θα ήθελα να είχα μια φρέζα και να τα έκοβα σύρριζα και μετά να ανέβαινα στον κάθε λαιμό και να έχεζα μέσα τους, μέχρι τα σκατά μου να γεμίσουν κάθε σώμα και να αρχίσουν να ξεχειλίζουν και να πνίξουν όλο το λεωφορείο. Αλλά όχι, θα ήμουν κι εγώ μέσα και τότε τι θα έκανα; Καλύτερα θα ήταν να είχα ένα ωραίο μαχαιράκι και να κάρφωνα έναν έναν στο σβέρκο μέχρι να φανεί το στόμα από πίσω και να γεμίσουν κρέατα και αίμα τα παράθυρα. Ναι, αυτό θα ήταν πιο ασφαλές. Σίγουρα.

Έπειτα, είναι κι αυτός ο οδηγός. Πώς το τσουλάει έτσι το όχημα, πάλι θα αργήσω στη δουλειά και θα μου τα ζαλίσει ο γυαλαμπούκας ο κοιλαράς το αφεντικό. Αυτήν εδώ την κοπελιά λίγο μπροστά μου δεν της λες άσχημη πάντως. Θα μπορούσα να της μιλήσω, να της πω ένα «γεια σου, τι κάνεις;» και τα σχετικά και μετά — ωπ, στάση, εδώ είμαστε! Συγγνώμη, θα κατεβείτε, με ρωτάει ένας κωλόγερος και κάνει κιόλας να περάσει, όχι, ρε πτώμα, δεν θα κατεβώ, γιατί εσύ είσαι στο λεωφορείο μου και μου το βαραίνεις και με καθυστερείς και δεν έφτασα ακόμα στη δουλειά μου — και πρόσεχε την τσάντα μου! Οι πόρτες ανοίγουν, μερικοί επιβάτες, μαζί κι ο γέρος που στριμώχτηκε όπως όπως, χύνονται σαν ξερατό από την πόρτα, ποδοπατούνται, χουφτώνονται, μουρμουράνε, προσεύχονται, «καλή χρονιά», κι άλλοι μπαίνουν μέσα λες και μόλις έφτασε το δρομολόγιο για τη γη της επαγγελίας, ποδοπατούνται, χουφτώνονται, μουρμουράνε, προσεύχονται. Για ελάτε, μαλάκες, κοπιάστε στην κόλαση κι εσείς, που μου χαμογελάτε επειδή καταφέρατε να μπείτε σε ένα γαμωλεωφορείο που είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Καινούργιες φάτσες, ίδιες φάτσες, οι παντοτινοί καταδικασμένοι.

Σαν να άδειασε κάπως εδώ μέσα, α, να και μια θέση, ρίχνω μια δρασκελιά και προλαβαίνω να κάτσω, κι η μαντάμ που έμεινε στην απέξω με στραβοκοιτάει μέσα από τα ξεπλυμένα μάτια της. Της πετάω ένα βλέμμα που στάζει αγριάδα και μουρμουράω κάτι μέσα από τα χείλια μου, κάτι που δεν καταλαβαίνω. Υπέροχα, τώρα μπορώ να βγάλω το βιβλίο από την τσάντα μου, την όμορφή μου τσάντα, και να το απολαύσω, αλλά, αλλά, αλλά… όχι, δεν μπορώ να διαβάσω εδώ μέσα, δεν πρέπει να διαβάσω εδώ μέσα, χάνεται όλη η μαγεία και οι σελίδες βρομίζονται από αυτά τα καθάρματα.

Μα, κοίτα τους! Εσύ, ναι, ναι, εσύ εκεί κάτω στην γωνία, σε σένα το παχύδερμο που πιάνει τρεις θέσεις και μερικά κυβικά στρέμματα αέρα μιλάω, γιατί δεν κάνεις την χάρη στον εαυτό σου να αυτοκτονήσεις και τον αναγκάζεις να κουβαλάει όλους αυτούς τους τόνους λίπους που μαζεύονται και διπλώνουν σαν ζελές σε κάθε τίναγμα του λεωφορείου; Αν μπορούσες να δεις, γιατί δεν μπορείς, φυσικά, να δεις με τα ξύγκια που κλείνουν τα μάτια σου, αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου θα έβαζες τα κλάματα και θα άρχιζες να δαγκώνεις τις ίδιες σου τις σάρκες και να τις καταπίνεις αμάσητες, και το χειρότερο ξέρεις ποιο θα ήταν, το χειρότερο θα ήταν ότι θα απολάμβανες και την παραμικρή μπουκιά. Υπάνθρωπο υποκείμενο, ξεφτίλισμα του είδους μας, αν ποτέ εξωγήινοι προσγείωνονταν και σε έβλεπαν, τι γνώμη θα σχημάτιζαν, μου λες; Ή θα μας πέταγαν μια βόμβα να μας εξαφανίσουν από το σύμπαν, ή θα έβαζαν τα γέλια και θα έφευγαν όπως όπως, αφού πρώτα μας κατέβαζαν τα παντελόνια για να μας επιδείξουν τα φολιδωτά πράσινα κωλομέρια τους. Άι στο διάολο, έπαθα διαβήτη και μόνο που σε κοίταξα.

Εσύ, ναι, ναι, η γιαγιούλα, η κυράτσα, η νεκρή, πόσο να είσαι; Απορώ που δεν έχουν σπάσει ακόμα τα κόκκαλά σου με όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα κι επίσης, γιατί, για ποιο λόγο, ρε γαμώτο, μπορεί κάποια ετοιμοθάνατη σαν κι εσένα να έχει βγει στον έξω κόσμο; Μα, παρακαλώ, κυρία μου, το νεκροταφείο είναι στην άλλη μεριά της πόλης! Αηδίες, σε βαρέθηκα κι εσένα, αλλά πριν από αυτό, μαζέψτε τα μάγουλα και τις ρυτίδες σας από το πάτωμα, να χαρείτε.

Αχ, έχει πλάκα, δεν μπορώ να πω. Περνάει κάπως η ώρα παρατηρώντας την κατάντια των ανθρώπων γύρω μου. Τράβα, οδηγέ, θα αργήσω στη δουλειά! Μακάρι να το φώναζα κιόλας, κάτι μπορεί να γινόταν. Που λέτε, δεν υποφέρεται εδώ μέσα. Αυτός δίπλα μου πρέπει να έχει να κάνει μπάνιο από τότε που βαφτίστηκε, κι ο άλλος μπροστά έφαγε ένα χωράφι με κρεμμύδια χτες βράδυ — ξέρεις, μου αρέσουν τα κρεμμύδια, φίλε, αλλά από το δικό μου το στόμα, ξέρεις! Αυτός ο παππούς με την μαγκούρα γιατί με κοιτάει; Μήπως περιμένει να σηκωθώ και να του δώσω τη θέση μου; Χαχα, είπαμε, κανείς δεν με ξέρει! Βαρέθηκα, όμως, άντε, πότε φτάνουμε; Χμ, μπήκαμε στην τελευταία ευθεία, πάλι καλά, αλλά αυτός ο οδηγός μάλλον το κάνει επίτηδες, δεν εξηγείται αλλιώς. Ίσως αν του έλεγα καμιά κουβέντα, να το πάταγε λίγο παραπάνω, λιγάκι, αλλά σιγά μην το έκανε, εμένα θα ακούσει; Είναι κι αυτός ένα- Αλλά για μισό λεπτό, κάτι δεν πάει καλά, σα να σταματήσαμε εδώ και κάμποση ώρα. Όχι πάλι, ρε γαμώτο, όχι πάλι! Πώς στο διάολο γίνεται κάθε φορά τα φανάρια που πέφτουν πάνω στα δικά μου δrομολόγια, να μένουν τόσην ώρα κόκκινα; Θέλω να πιάσω αυτό το γαμημένο πράσινο ανθρωπάκι και να το πλακώσω στα χαστούκια και μετά να αρχίσω να κοπανάω το κεφάλι του στην άσφαλτο μέχρι να ανοίξει και να χυθούν τα μυαλά του ανάμεσα στις ρόδες των αυτοκινήτων και να βαφτεί πατόκορφα κόκκινο, γιατί μόνο έτσι βλέπω να ξεκολλάμε από αυτό το τέλμα πίσσας που έχουμε κολλήσει. Αλλά όχι, δεν μπορώ να το πιάσω, είναι έξω, εκεί δεν έχω δικαιοδοσία, είναι ασφαλές εκεί, σφίγγω την τσάντα στην αγκαλιά μου, οι άλλοι εδώ μέσα περιμένουν κι αυτοί υπομονετικά και συνεχίζουν να μιλάνε, συνεχίζουν να γαβγίζουν, τι περιμένετε, ρε καραγκιόζηδες, το λεωφορείο δεν ξεκολλάει, σφίγγω την τσάντα μου, το φανάρι δεν πρασινίζει, δαγκώνω τα χείλια μου, κάποιος μου κάνει πλάκα, ιδρώνω, κανένα πτώμα θα έχει φρακάρει την κυκλοφορία, δεν μπορεί, σκάω, ανοίξτε μου να βγω έξω, ανοίξτε μου, σκάω, τι με κοιτάτε όλοι σας έτσι, ρε γαμημένοι καραγκιόζηδες, σκάστε, δεν μπορώ άλλα γαβγίσματα, το κεφάλι μου, τη φρέζα, φέρτε μου τη φρέζα, τη φρέζα, τώρα, τη φρέζα, πρέπει να σηκωθώ να πάω μπροστά μπροστά να δω τι έχει συμβεί, δαγκώνω τα χείλια μου, ιδρώνω, σφίγγω την τσάντα μου, κοκκινίζω, σκάστε, τρίζω τα δόντια μου, ανοίξτε μου να φύγω, το κεφάλι μου, ανοίξτε μου, όχι, πρώτα φέρτε μου τη φρέζα και μετά, τη φρέζα, τη φρ-. Ω, επιτέλους, ξεκινήσαμε. Το σκατό ξεκόλλησε από το λούκι του βόθρου και πλησιάζω, ναι, ναι, πλησιάζω στη στάση μου, τώρα, αυτό ήταν, έφτασα. Βάζω την τσάντα στην πλάτη και περνάω ανάμεσα από το πλήθος. «Θα κατέβετε, παρακαλώ;» ρωτάω την γριούλα μπροστά μου, ναι, μου απαντάει, και την ευχαριστώ χαμογελώντας. Καθώς περνάω το πόδι μου έξω από το λεωφορείο, παρατηρώ ότι είναι μια ηλιόλουστη μέρα.

 

ΙΙ

Μαλακίες. Μια ζωή! Μια. Ζωή. Όχι μόνο υποχρεώνομαι να βλέπω κάθε πρωί τη σκατόφατσά του, που είναι λες και νίβεται στη χέστρα όταν ξυπνάει, όχι μόνο μας τραβολογάει παραμονές πρωτοχρονιάς λες και ετοιμάζει πρότζεκτ για την προσεδάφιση στον Άρη, αλλά το αρχίδι — το αρχίδι! — έχει και το θράσος να μου κάνει και παρατήρηση επειδή άργησα 2 λεπτά, και θα μου τα αφαιρέσει κι από το μισθό λέει, και καλά! Χάρη σας κάνω και που έρχομαι, ρε φουκαράδες. Λες και όλοι οι άλλοι οι άχρηστοι που έχει μαζέψει εκεί μέσα είναι καλύτεροι, όλοι κάτι μούτρα από ξύλο καρυδιάς έχουν, μούτρα δηλαδή έτοιμα για φέρετρα. Δουλεύουν, γιατί δουλεύουν, σάμπως και ξέρουν; για να ξεχνούν ότι πεθαίνουν. Το χαρτομάνι ατέλειωτο, η σκόνη ατέλειωτη, και τα έπιπλα, τα έπιπλα εκεί μέσα είναι τόσο… τόσο λευκά και βαρετά, δεν τα αντέχω, είναι αδιάφορα σαν μια ζωή!

Και τώρα πάλι εδώ, σε αυτό το μνήμα, ίδια πρόσωπα με το πρωί, μόνο ασύγκριτα πιο μιαρά και κουρασμένα. Αυτός ο ξανθός μού χτύπησε την τσάντα καθώς περνούσε. Συγγνώμη, μου ψιθυρίζει, πρόσεχε, ρε άνθρωπε, του φωνάζω, είσαι ένα γαμημένο σκουλήκι, του λέω από μέσα μου. Την χαϊδεύω απαλά, όλα είναι καλά εκεί μέσα, δεν έπαθε τίποτα. Σώπα σώπα. Αλίμονο! Δεν θα το άντεχα αν πάθαινε τίποτα μετά από τόση χειρουργική προετοιμασία που έχω ρίξει, ειδικά σήμερα, ειδικά σήμερα, που… που… αλήθεια, γιατί είναι όλα τόσο διαφορετικά σήμερα; Πέρα από το σχέδιο που έχω καταστρώσει, θα φταίει σίγουρα και που αλλάζει η χρονιά κι ο κόσμος έχει αρχίσει ήδη να τρέφει τις νέες ψευδαισθήσεις, εγώ όμως δεν μπορώ να κοιτάξω μπροστά παρά μόνο όσα πέρασαν, κι έτσι θυμάμαι πιο καθαρά εκείνη που έφυγε χωρίς να ειδοποιήσει — αλλά δεν πειράζει, όλα καλά! έχω ολόκληρο το σπίτι πια για πάρτη μου, μπορώ να μαγειρεύω ό,τι θέλω και να τα κάνω όλα πουτάνα, να ακούω μουσική στο τέρμα, να κατουράω στο πάτωμα της τουαλέτας, να διαβάζω με την ησυχία μου, να τραβάω όσες μαλακίες θέλω μέσα στην ημέρα χωρίς — σημαντικότατο! — να έχω το φόβο να με πιάσουν στα πράσα, και, το πιο σπουδαίο, να τριγυρνάω γυμνός μέσα στο σπίτι, χωρίς παντόφλες. Αυτός είναι ο δικός μου ορισμός για την ευτυχία, κύριοι! Διαφωνείτε μήπως;

Ναι, ναι, σε σας μιλάω, καλά καταλάβατε, σε σας που πάτε τώρα στα σπίτια των φίλων τυλιγμένοι στα χοντρά παλτά και τα φουλάρια σας, φορτωμένοι με τα ακριβά σας δώρα στις χάρτινες σακούλες, σας βλέπω, θα φορέσετε γραβάτα εσείς και ταγέρ ή φόρεμα εκείνες, θα πιείτε pinot noir εσείς, μπράντι εκείνες, θα φάτε φιλέτο εσείς, σαλάτα εκείνες, και σας ρωτάω, όχι, έχετε τα κότσια να μου απαντήσετε, πείτε μου, επιτέλους, για ποιο λόγο μπορεί να με παράτησε εκείνη; Πού να ξέρετε, ε; Όχι, όχι, το παραδέχομαι, έχετε δίκιο! α, εδώ έχετε δίκιο.

«Κάνετε λίγο άκρη να καθίσω;» με ρωτάει αυτή, ακούς θράσος! Εντάξει, πέρνα, αλλά μακριά από την τσάντα, μακριά! Τι έλεγα, λοιπόν, έλεγα ότι καλό και το βάσανο των σκέψεων, να, με τούτα και με εκείνα ξέχασα τη φυλακή όπου είμαι τώρα δα χωμένος. Είναι το ίδιο πάντα λεωφορείο, τόσα χρόνια, με τον ίδιο πάντα αριθμό, που με πάει πέρα δώθε από το σπίτι στη δουλειά και τούμπαλιν. Είναι ένα μνήμα με ρόδες, ένας κινούμενος τάφος, αλλά όχι, είναι ένα κωλάντερο κι εγώ ένα κουράδι που έχω κολλήσει στην γωνία και δεν μπορώ να φύγω, όσο κι αν σφίγγομαι, όσο κι αν σφίγγομαι, αλλά δεν είμαι μόνο, έχω δίπλα μου ένα τόνο σκατά, που αυτά κι αν βρομάνε, εγώ δεν βρομάω, μόνο αυτά.

Αλλά υπομονή, υπομονή, όλα θα είναι καλύτερα μόλις φτάσω στο σπιτάκι μου, κι ας λείπει εκείνη, θα χωθώ στο κρεβάτι μου να ηρεμήσω, κάποιο βιβλίο θα έχει ξεμείνει στο κομοδίνο να διαβάσω, ίσως δω και κανένα όνειρο εκεί στο μεταίχμιο προς ύπνο, το πρωί θα φτιάξω τον πρώτο καφέ του χρόνου βλέποντας στις ειδήσεις το κατόρθωμά μου και ποιος ξέρει, ίσως χτυπήσει και κανένα τηλέφωνο μέρα που θα είναι — και το βράδυ θα περάσει στο μπαλκόνι να χαζεύω τους περαστικούς, όλο και κάποια συμπαθητική φάτσα θα πετύχω, και μόνο από άποψη πιθανοτήτων να το δεις, όλο και κάποια συμπαθητική, η τσάντα μου μην πάθει τίποτα, ναι ναι η τσάντα, μόνο αυτή.

Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι, οι πιο έντονες αναμνήσεις της ζωής μου βρίσκονται εδώ μέσα, και κάποιος κακεντρεχής εξυπνάκιας θα μπορούσε να πει ότι όλη μου η ζωή είναι βουτηγμένη στα σκατά, αλλά δεν είναι έτσι, όχι, όχι, γιατί έχω το σπίτι μου, κι ας μην θυμάμαι να έχω περάσει πάρα πολύ χρόνο εκεί μέσα, κάποτε είχα κι εκείνη, κι ας μην την έχω τώρα, είναι όμως και το μαλακό μου το κρεβάτι και μια όμορφη γλάστρα που ανθίζει στο μπαλκόνι και μοσχοβολά, και τώρα στις γιορτές έχω περάσει μια αρμαθιά πολύχρωμα λαμπάκια γύρω από τα φύλλα της και τα βλέπω να λαμπυρίζουν λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, κι είναι κι ο ήλιος που δύει κόκκινος πάνω που χαζεύω τους περαστικούς, κι άλλα πολλά που δεν θυμάμαι, κι άλλα πολλά.

Μαλακίες! Πω ρε φίλε, μαλακίες! Πού βρήκαν τώρα χώρο να τρυπώσουν τέτοιοι συναισθηματισμοί βραδιάτικα; Πρέπει να φταίει η κούραση της μέρας στη δουλειά και η αδημονία για την αλλαγή του χρόνου, ναι, η κούραση και το άγχος κάνουν τον άνθρωπο ακόμα πιο ευάλωτο από ό,τι ήδη είναι, ναι, αυτό.

Από την άλλη, τι κάθομαι και σκάω, αφού όλα, απολύτως μαγικά και τέλεια, συγκλίνουν μέσα σε αυτήν εδώ την τσάντα. Για να δω την ώρα: ωραία, κοντεύουμε. Μην με ρωτήσεις πού την βρήκα τη βόμβα, δεν έχει σημασία, η πόλη αυτή είναι γεμάτη από τρόπους απαξίωσης της ανθρωπότητας, πες ότι την αγόρασα στο μπακάλικο, ή ότι την έφτιαξα στον πάγκο της κουζίνας. Σημασία έχει ότι σε λίγα λεπτά, σε ελάχιστα λεπτά, μπουμ, αυτό το γαμίδι θα γίνει χίλια κομματάκια, αυτά εδώ όλα τα ψοφίμια θα τυλιχτούν στις φλόγες και η φωτιά θα τους δαγκώνει τα κόκαλα, την ώρα που λαμαρίνες από το λεωφορείο, συγγνώμη, το κωλάντερο, θα τους έχουν σκίσει τον εγκέφαλο και τα γόνατα.

Η φρέζα, τι να κλάσει η φρέζα μπροστά σε αυτό που σας έχω ετοιμάσει, δύσμοιροι! Σκόνη θα γίνετε, θειάφι, θα ανακατευτείτε ο ένας με τον άλλον σε ένα βουνό από κοσκινισμένο θάνατο και μετά, μαντέψτε, θα έρθω από πάνω σας και θα σας κατουρήσω, μέχρι να γίνετε λάσπη. Ορίστε, αυτό είναι το ιδιοφυές μου σχέδιο, κρίμα που δεν θα έχετε την τύχη να το θαυμάσετε σε όλο του το μεγαλείο. Μόνο εγώ θα έχω την τιμή αυτή, εκεί σε μια γωνιά, θα βλέπω τα φλεγόμενα πτώματά σας να γίνονται στάχτη, και θα ουρλιάζετε και θα χτυπάτε τα τζάμια με απελπισία, αλλά έξοδος δεν θα υπάρχει, όπως έξοδος δεν υπάρχει ούτε από εδώ μέσα, θα σέρνετε τα νύχια σας πάνω στο γυαλί κι αυτά θα ξεφλουδίζουν και θα ξεκολλάνε μαζί με τη σάρκα σας και το αίμα σας θα χαράσσει γραμμές ανάκατο με πύον, αλλά εσείς δεν θα μπορείτε να το θαυμάσετε, γιατί θα πονάτε και θα πεθαίνετε και θα ουρλιάζετε, χαχα, οι γλώσσες σας θα ξεκολλάνε και θα πέφτουν στο πάτωμα, χαχα, κι εγώ θα είμαι στη γωνιά και θα σκέφτομαι εκείνη, θα περιμένω να γίνετε στάχτη για να σας κατουρήσω, εννοώ, η φρέζα, ποιος χρειάζεται τη φρέζα!

Το βιβλίου του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Τέρμα, η ώρα πλησιάζει, κοντεύουμε στην επίμαχη στάση, η ρύθμιση έχει γίνει με απόλυτη ακρίβεια, κι εγώ πλησιάζω, πού, στο σπίτι μου, φυσικά, αλλά κάτσε, μισό, σταματήσαμε πάλι, το φανάρι, δεν μπορεί, ιδρώνω, κοκκινίζω, δαγκώνομαι και σφίγγω την τσάντα, η τσάντα, η βόμβα, εκείνη, γιατί έφυγε, γιατί πέθανε, να πεθάνουν όλοι τους, να ψοφήσουν, το πράσινο δεν ανάβει κι εγώ είμαι ακόμα εδώ, ανοίξτε μου να φύγω, χτυπάω το κεφάλι μου στο τζάμι γιατί δεν μπορώ να μιλήσω, ανοίξτε μου να φύγω, η ώρα περνάει, τικ τακ, τικ τακ, χαχα, είμαι καταδικασμένος, θα γίνω στάχτη, πάντα νεκρός ήμουν οπότε τι πειράζει, το λεωφορείο θα γίνει κομμάτια, οι άνθρωποι θα γίνουν κομμάτια, τουλάχιστον θα πάψουν να γαβγίζουν, κι εγώ μαζί τους, ίσως έτσι γίνω επιτέλους κι εγώ άνθρωπος, το φανάρι ποτέ δεν θα γίνει πράσινο, εγώ ποτέ δεν θα γίνω άνθρωπος, εκείνη πάντα θα είναι μακριά, ποιος θα ποτίζει τη γλάστρα, τουλάχιστον ας μη χαθεί το άρωμά της, μακάρι να μπορούσα να φωνάξω πόσο όμορφη ήταν η ζωή μου, μακάρι να είχα φωνή για να φωνάξω ή ζωή για να την κάνω όμορφη, τικ τακ, το φανάρι ποτέ δεν θα ανάψει, δεν υπάρχει φανάρι, είμαι νεκρός. Κάποιος να ποτίζει τη γλάστρα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα