Pinelopi Gerasimou

ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ “ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ”: ΣΥΝΟΜΙΛΗΣΕ ΤΕΛΙΚΑ Η UNDERGROUND ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΘΗΝΑ;

Είδαμε την πολυσυζητημένη παράσταση “Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα” που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μπισμπίκης στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Τι συνιστά έγκλημα και τι τιμωρία στην Αθήνα του 2023; Πότε ακριβώς τελείται ένα έγκλημα; Τη στιγμή της πράξης ή τη στιγμή που το συλλαμβάνει ο δράστης στο μυαλό του; Πώς προσδιορίζεται χρονικά η μετάβαση από τη νομιμότητα στην παρανομία; Και ποια η τιμωρία της;

Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, αυτά τα ηθικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα επιχειρεί να διερευνήσει η Ομάδα Cartel μέσα από μια νέα μεταγραφή του εμβληματικού μυθιστορήματος “Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα”, φέρνοντας την ιστορία στο τώρα, στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας.

Pinelopi Gerasimou

Εγχείρημα που μόνο εύκολο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς όχι μόνο πρέπει να “δαμαστούν” οι άπειρες σελίδες του εμβληματικού μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, αλλά και να μεταφερθούν στην Αθήνα του σήμερα.

Από τα πρώτα λεπτά, και η όψη και η γλώσσα της παράστασης προμήνυαν πως θα παρακολουθήσουμε μία τελείως ελεύθερη μεταγραφή του βιβλίου. Μία μεταγραφή που στηρίζεται μεν στη γραμμική αφήγηση του Ρώσου δημιουργού, αλλά που δυστυχώς της έλειπε ένα από τα πιο νευραλγικά συστατικά της, ο κειμενικός πυρήνας.

Η υπόθεση είναι γνωστή: Ο νεαρός φοιτητής της Νομικής Ρασκόλνικοφ παίρνει τον νόμο στα χέρια του και δολοφονεί μια γριά τοκογλύφο. Στην πορεία κυριεύεται από ενοχές, ερωτεύεται τη νεαρή πόρνη Σόνια, ανακρίνεται από τις Αρχές, έρχεται σε αντιπαράθεση με την οικογένειά του και διάφορους σκοτεινούς τύπους που τον καταδιώκουν, βασανίζεται από εσωτερικούς δαίμονες. Και στο τέλος επιλέγει τη δική του μορφή κάθαρσης.

Andreas Simopoulos
Andreas Simopoulos


Ήρωες σύγχρονοι;

Ο Βασίλης Μπισμπίκης είχε ιδέες και μάλιστα πολλές στη μεταφορά αυτή της παράστασης στη σύγχρονη Αθήνα, αυτή της νύχτας και της ζωής στους κακόφημους δρόμους, με τις πόρνες να “ψαρεύουν” πελάτες και τα ενεχυροδανειστήρια να προσφέρουν πρόσκαιρη ανακούφιση σε ταλαίπωρους και οικονομικά αδύναμους ανθρώπους.

Εκεί διαδραματίζεται και η διασκευή της παράστασης με τον κατά Μπισμπίκη Ρασκόλνικοφ να ακούει στο όνομα Μιχάλης Σχίζας και τη γριά τοκογλύφα να την υποδύεται η Αλίνα, μία τοκογλύφα που λαχταρά ανδρικά κορμιά. Η Ντίνα (Ντούνια στο πρωτότυπο) είναι η αδελφή του κεντρικού ήρωα έρχεται από τη Β. Ελλάδα στην Αθήνα προσπαθώντας να γλυτώσει από τον βιαστή της Αρκάδη (Σβιντριγκάιλοφ), ενώ ο δαιμόνιος αστυνόμος Πορφύρης προσπαθεί να λύσει το μυστήριο του εγκλήματος. Η Σόνια, κόρη του ποιητή Μαρμελάντωφ, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από την οθόνη ενός υπολογιστή και στο φιζίκ είναι ίδια με ηρωίδα ηλεκτρονικών παιχνιδιών ή με μία σωματοποιημένη Siri, ενώ ο Μαρμελάντωφ και πολλοί άλλοι ήρωες του Ντοστογιέφσκι παρελαύνουν ανάμεσα σε κακόφημες μπαρ και πορνοξενοδοχεία.

Το φάουλ των βίντεο

Οι αναγωγές στο σήμερα πολλές λοιπόν. Και πολύ έξυπνες. Ο κόσμος του εμβληματικού μυθιστορήματος παίρνει μία άλλη, πιο λούμπεν χροιά, ενώ παράλληλα προβάλλονται είτε μαγνητοσκοπημένα βίντεο, είτε μία ζωντανή κινηματογράφηση που λαμβάνει χώρα με τις κάμερες να έχουν τρυπώσει στα πιο απίθανα μέρη, για να αποκαλύψουν σε πρώτο πλάνο τις μύχιες σκέψεις των ηρώων. Καθόλου λειτουργική αυτή η τακτική. Γιατί στα μαγνητοσκοπημένα βίντεο βλέπουμε ουσιαστικά όλη την εσωτερική πάλη του Ρασκόλνικοφ μέσω μίας πεζής κειμενικής γλώσσας που δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία μας.

Andreas Simopoulos


Το δραματουργικό πρόβλημα

Εδώ έγκειται και το βασικό πρόβλημα της παράστασης. Ο Βασίλης Μπισμπίκης και ο Γιάννης Μελιτόπουλος στη δραματουργική επεξεργασία υπέπεσαν σε ένα μεγάλο ατόπημα. Αγνόησαν τη γλώσσα του πρωτότυπου κειμένου. Αγνόησαν όλη την υπαινικτικότητα και τον συμβολισμό των λόγων του κλασικού Ρώσου συγγραφέα και “παρέδωσαν” ένα κατά το δοκούν κείμενο παραγεμισμένο ατάκτως με πρόσθετους σύγχρονους προβληματισμούς που μόνο στη σύγχρονη Αθήνα δεν παρέπεμπε. Ένα κείμενο χωρίς καμία γοητεία, που φλέρταρε με τα όρια του κλισέ και του διδακτισμού. Ο Ρασκόλνικοφ μιλάει, και στα αυτιά μας φτάνει η φωνή του σε πρώτο μόνο επίπεδο. Δεν υπάρχει τίποτα από πίσω, τίποτα που να υποδηλώνει μία πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στο “Εγκλημα και την Τιμωρία”.

Δεν μπορώ να μην καταθέσω μία προσωπική μου σκέψη. Δεν ξέρω πώς θα ήταν το κείμενο αυτό, αν είχε περάσει από τα χέρια της Σοφίας Αδαμίδου, μιας γυναίκας που έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή, λάτρευε την ελληνική γλώσσα και είχε το σπάνιο χάρισμα να μπορεί να τη χειρίζεται με τρόπο μοναδικό.

Πολλά είναι αυτά που έχουν ακουστεί και για την Οικονομίδικη ιδιόλεκτο της παράστασης. Προσωπικά ουδόλως ενοχλήθηκα από αυτή. Ο Βασίλης Μπισμπίκης παίζει έξοχα με τον ρεαλισμο, δεν προσπαθεί να μιμηθεί κανέναν. Έχει αφομοιώσει στις παραστάσεις του τη γλώσσα που ναι, εισήγαγε ο Οικονομίδης στο θέατρο, και αυτό του πάει πολύ. Η ιδέα του λοιπόν η οικογένεια του Ρασκόλνικοφ να είναι μία τυπική ελληνική οικογένεια με τα “μπινελίκια” της ήταν έξοχη. Απλώς εδώ δε λειτούργησε.

Υπήρχαν και άλλες σκηνές που όχι μόνο δε λειτούργησαν, αλλά και ξένισαν, ενώ ήταν πανέμορφες από εικαστικής πλευράς. Για παράδειγμα, η σκηνή της κηδείας του Μαρμελάντωφ, όπου η Έρρικα Μπίγιου σαν Σόνια μάς χαρίζει μια υπέροχη χορογραφία. Δυνατή σαν σύλληψη και η τελευταία συζήτηση του Ρασκόλνικοφ και της Σόνια μέσα στο πολύχρωμα φωτισμένο δωμάτιο της δεύτερης, όπου το ζευγάρι μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από ηλεκτρονικό υπολογιστή και κάνοντας ένα είδος διαλογισμού μιλά περί ηθικής.

Andreas Simopoulos
Andreas Simopoulos


Οι ερμηνείες

Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν καλές στο σύνολό τους, με πολλές άνισες στιγμές. Λογικό, καθώς τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα τους, πολλές φορές έφταναν σχεδόν ξέπνοα νοήματος στο κοινό. Ο
Θοδωρής Σκυφτούλης στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρασκόλνικοφ κατάφερε εν μέρει να ανταποκριθεί μολονότι είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Δεν του ταίριαξε η τόσο εξωστρεφής ερμηνεία και κάποιες φορές νιώσαμε μία αμηχανία ακόμη και στον λόγο του. Οι στιγμές, ωστόσο, που συνδιαλέγεται με τον αστυνόμο Πορφύρη -Βασίλη Μπισμπίκη είναι από τις καλύτερες της παράστασης. Ο Β. Μπισμπίκης -που δεν καταλάβαμε γιατί μεταμφιέστηκε σε τέτοιο βαθμό- μας χάρισε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της βραδιάς, ενώ ευχάριστη έκπληξη ήταν η παρουσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις που πρώτη φορά είδαμε στο θεατρικό σανίδι σαν ηθοποιό. Η Άννα Μάσχα μπόρεσε- όσο της επιτράπηκε- να δώσει δείγματα του υποκριτικού της μεγαλείου σαν μητέρα του Ρασκόλνικοφ, ενώ εξαιρετικός ήταν ο Μάνος Καζαμίας ως Πέτρος Λούτζης. Πολύ ενδιαφέρον στάθηκε και το πέρασμα του Δημήτρη Παπάζογλου ως Μαρικόν, αλλά και η Ιώβη Φραγκάτου σαν Ντίνα Σχίζα.

Άνισες ήταν οι ερμηνείες των υπολοίπων με τη Μπέττυ Βακαλίδου να έχει καλές στιγμές, αλλά λανθασμένη σκηνοθετική καθοδήγηση γεγονός που δυστυχώς “θάμπωσε” την επιβλητική της παρουσία και τον Κώστα Φαλελάκη στον ρόλο του Αρκάδη Πονηρίδη να “καταβαραθρώνεται” σε μία από τις τελευταίες σκηνές του έργου, όπου πλέον έχει πια τιμωρηθεί. Μόνο σαν καρικατούρα μπορούμε να δούμε την ερμηνεία της Νίκης Σερέτη.

Andreas Simopoulos

Το πριν και το… μετά της ομάδας

Φαντάζομαι πως αν η παράσταση είχε παρουσιαστεί στον “χειροποίητο” χώρο του Cartel κι όχι στη λαμπερή σκηνή της Στέγης, το “άρωμά” της και το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό. Γιατί ο Βασίλης Μπισμπίκης, όπως έχει τουλάχιστον αποδείξει στις προηγούμενες παραστάσεις του, έχει το τρομερά μεγάλο ταλέντο να στήνει νατουραλιστικούς χειροποίητους λούμπεν κόσμους, να τους εγκιβωτίζει μέσα σε “μικρά θεατρικά δωμάτια” και ακολούθως “παίρνει” τον θεατή από το χέρι και τον κάνει συμπρωταγωνιστή του.

Αυτό το πέτυχε στην εντέλεια στο “Άνθρωποι και Ποντίκια”, το πέτυχε και πάλι σε ένα πολύ ικανοποιητικό ποσοστό στα Κόκκινα Φανάρια” και του “ξέφυγε” τελείως στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, παρόλο που ο Κένι ΜακΛέλαν έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στα σκηνικά (δεν αναφέρομαι στον “Πατέρα“, γιατί εκεί επρόκειτο για ένα έργο που διαδραματιζόταν σ΄ένα μόνο σπίτι).

Η ομάδα του Cartel λειτουργούσε σαν κολεκτίβα. Μόνη της καθάριζε, μόνη της έκοβε τα εισιτήρια, μόνη της έστηνε τα σκηνικά. Αυτή η ατμόσφαιρα ήταν μοναδική και σπάνια και σε καταλάμβανες με το που έμπαινες στο θέατρο. Κι αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα έλειπε στο “Έγκλημα και Τιμωρία”, καθώς έμπαινες σε μία πολυτελή θεατρική αίθουσα, σε βοηθούσαν να βρεις τη θέση σου ευγενέστατοι ταξιθέτες και υπήρχε τεράστια φυσική απόσταση από τη σκηνή, γεγονός που σε πέταγε εκ προοιμίου εκτός κλίματος.
Και με το σχόλιο αυτό, δεν εννοώ πως στον Μπισμπίκη δεν ταιριάζει ένας χώρος σαν τη Στέγη. Εννοώ πως θα πρέπει και ο κάθε καλλιτέχνης να είναι ευέλικτος και το δημιούργημά του να είναι και προσαρμοσμένο στον χώρο που παρουσιάζεται. Έτσι, αν η παράσταση αυτή πατούσε πάνω σε ένα πιο στιβαρό κείμενο που εναγκάλιζε αρμονικά όλες τις ιδέες του και ήταν στημένη με γνώμονα τη φυσική απόσταση ανάμεσα στον θεατή και τη σκηνή, το αποτέλεσμα θα ήταν τελείως διαφορετικό.

Συμπέρασμα

Η αλήθεια είναι πως η μεταφορά τέτοιων εμβληματικών έργων στο θεατρικό σανίδι δεν είναι εύκολη. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μία σύγχρονη διασκευή φερμένη στο σήμερα. Η παράσταση που έστησε ο Βασίλης Μπισμπίκης είχε ιδέες, σκηνοθετικά ευρήματα και μία στιβαρή υποκριτική ομάδα ικανή να τα υποστηρίξει, αν υπήρχε ένας ισχυρός σύγχρονος δραματουργικός πυρήνας. Αυτό δε αναιρεί την τολμηρή σύλληψη του εγχειρήματος και το γεγονός μίας αστοχίας, σίγουρα δεν μπορεί να αποδομήσει τον ίδιο σαν καλλιτέχνη.

Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση-
Έως 23 Απριλίου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα