ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ MAZOHA

Ένας από τους πιο παραγωγικούς μουσικούς της εναλλακτικής σκηνής σήκωσε το τηλέφωνό του και μας άφησε για μια ώρα να τον ρωτήσουμε ό, τι πιθανό και απίθανο μας κατέβηκε στο κεφάλι.

Ήμασταν στο τηλέφωνο με τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το πρότζεκτ ΜΑΖΟΗΑ, τον Τζίμη Πολιούδη, και όταν τον ρώτησα πού ακριβώς βρίσκεται, -”Θεσσαλονίκη, ναι, αλλά πού ακριβώς τώρα που μιλάμε”- μου είπε ότι ήταν στο μαγαζί ενός φίλου του, που είναι λίγο απ’ όλα, “καφέ-μπαρ, στριπτιτζάδικο, κοσμηματοπωλείο και εικόνες Παναγίας”. Και λέω, ναι, αν ξεκινάει έτσι η κουβέντα, θα πάει καλά.

Ο Τζίμης δηλαδή βρισκόταν στη βάση του, στην πόλη από όπου τα τελευταία χρόνια παράγει και βγάζει προς τα έξω με ασυνήθιστη συχνότητα τους δίσκους του, όχι μόνο ως MAZOHA, αλλά και ως Vagina Lips -εμείς ωστόσο θα επιμείνουμε μόνο στο ένα απ’ τα δύο πρότζεκτ του λόγω προσωπικού κολλήματος.

Μιλήσαμε για τα λάιβ που πυκνώνουν, τα τραγούδια και τις ιστορίες πίσω απ’ αυτά, τον Κωνσταντίνο Βήτα, τις φρίκες που τρώει “ανά πάσα στιγμή”, το πόσο γλυκό τραγούδι είναι το “Πουτανάκι σου” -“αν και το ‘χιτ’ μου είναι το ‘Είναι ωραία να πεθαίνουμε παρέα’ σύμφωνα με το Spotify”- και για όλα αυτά που δείχνουν ότι η “φάση του ανεβαίνει”. Και γιατί ίσως εκείνος να μην ήθελε να ανέβει κι άλλο.

Είμαι μεγάλος φαν του EP σου “Βεντάλιες και σιδερογροθιές”.
Τα ψυχοπονιάρικα.

Βγήκε το ‘22 και σκεφτόμουν ότι για σένα θα είναι ήδη παλιό, ότι με τη συχνότητα που γράφεις θα μου πεις “τι θυμήθηκες τώρα”.
Παμπάλαιο. Σκέψου ότι τον Ιούλιο έκανα ένα διπλό άλμπουμ MAZOHA με 16-17 τραγούδια, το οποίο είναι έτοιμο, μιξαρισμένο, με τη λογική να το βγάλω προς το Πάσχα ως ένα διπλό βινύλιο.

Τελικά όμως δεν θα το κάνω γιατί δεν θα το αγοράσει κανείς, είναι πανάκριβα τα διπλά βινύλια -ούτως ή άλλως έχουν ήδη ακριβύνει και τα μονά. Εμένα τώρα μπορεί να έχει ανέβει η φάση μου αλλά ο κόσμος που έρχεται στα λάιβ είναι νεολαία -θα αγοράσει μπλουζάκια αλλά όχι βινύλια.

Και τώρα όλοι οι νέοι δίσκοι κάνουν σχεδόν 27 ευρώ στα δισκοπωλεία. Εγώ για να βγάζω κάτι ως Τζίμης, πρέπει στα λάιβ να το δίνω 20 ευρώ, αλλά επειδή κι αυτό μου φαίνεται πολύ, συχνά τα δίνω και 15 ευρώ για να φύγουν κι ας μη βγάζω εγώ τίποτα, δεν με νοιάζει.

Τι ήχος θα είναι;
Μου έστειλαν τώρα την τελική μίξη απ’ το πρώτο απ’ τα δυο άλμπουμς, και με το που το ακούω λέω “γαμάει”. Εγώ είμαι και λίγο ψωνάρα με εμένα, είμαι ο μεγαλύτερος μου φαν και έτσι πιστεύω ότι γενικά πρέπει να είναι. Ωστόσο, έχω και την εμπειρία και την ωριμότητα να καταλαβαίνω και τις αδυναμίες. Και καμιά φορά μπορεί να μην το παραδέχομαι αλλά μέσα μου το ξέρω.

Αλλά αυτά τα κομμάτια είναι πάρα πολύ καλά, και έχει μέσα από κανονικά πανκ τραγούδια, που είναι σαν να ακούς BAZOOKA μέχρι τραγούδια που θυμίζουν τις “Βεντάλιες”, όπως το “Ο θάνατος” και το “Αρλέτα”. Θα έχει και πολύ ραπάρισμα… Είναι η πιο πολύπλευρη δουλειά μου μέχρι σήμερα.

Επειδή βγάζεις τόσα πολλά άλμπουμ δεν φοβάσαι μήπως ο κόσμος δεν προλάβει να αφομοιώσει τα τραγούδια, τη μουσική;
Όχι γιατί δεν υπάρχουν και κανόνες. Ίσα ίσα το αντίθετο, αν δεν βγάλεις κάτι είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ. Εμένα φέτος μου έδωσαν φοβερό μπουστάρισμα “Οι φρίκες”, “Το τελευταίο βράδυ της γης” και η “Άνοιξη” -η κασέτα δηλαδή. Είχε μεγαλύτερη απήχηση από το άλμπουμ.

Επίσης ξέχασα να σου πω ότι έχω και ένα κομμάτι, το “Αρρενωτίποτα”, το καλύτερο μου τραγούδι νομίζω μέχρι σήμερα, το οποίο είναι μπιτάτο γκρουβάτο, είναι στιχομυθία “Πρωταθλητή” τύπου.

Και μένα αυτό μ’ άρεσε η κασέτα περισσότερο αλλά εγώ είμαι και ψυχοπονιάρης είπαμε.
Ναι, OK. Μα τα ψυχοπονιάρικα που τα λέω εγώ, αυτά είναι που πουλάνε. Αν ήθελα θα έκανα πάλι ένα, είναι το μόνο εύκολο.

Ο μαλάκας ο Bono έχει πει κάτι πολύ σωστό, ότι όλοι μπορούν να γράψουν ένα λυπητερό τραγούδι αλλά ένα χαρούμενο είναι πολύ πιο δύσκολο.

Το “Τελευταίο βράδυ της γης”, έχει κάτι από power pop μπαλάντα, θυμίζει λίγο stadium ροκ, δηλαδή σε σκέφτομαι σε ένα στάδιο με αναπτήρες αναμμένους…
Αυτό είναι το πλάνο…

Το υπονομεύεις και λίγο όμως έτσι όπως το τραγουδάς.
Πιστεύω ότι αυτό που διαφοροποιεί εμένα από όλους αυτούς που κάνουμε φάση, γιατί είμαστε 5-6 ονόματα που παίζουμε συχνά και έχουμε κόσμο κτλ, είναι ο στίχος, δεν είναι η μουσική. Ο δικός μου στίχος είναι απλός, έχει αυτό το μαύρο χιούμορ, είναι σκοτεινός, αλλά όχι με την έννοια του νταουνιάρη που θα πεις “πωπω κλείστο, δεν μπορώ να ακούω”…

Και γενικά αυτά που λέω δεν αφορούν τους πολλούς. Για παράδειγμα, μέσα στον “Πρωταθλητή” λέω για βιαστές. Παρότι το βίντεο βγήκε -εντελώς τυχαία εννοείται- την ίδια μέρα με το σκάνδαλο Φιλιππίδη, δεν ακούστηκε παραπάνω, σταμάτησε κάπου στα 50.000 views. Εκεί που θέλω να καταλήξω δηλαδή είναι ότι το δικό μου το στυλ είναι πολύ συγκεκριμένο, δεν απευθύνεται σε όλους και ούτε οι συγκυρίες δεν το αλλάζουν αυτό.

Αλλά και εγώ δεν θέλω να μεγαλώσει άλλο -δεν ξέρω κι αν μπορεί. Αυτά που λέω και ο τρόπος ζωής μου δεν αφορούν τους πολλούς. Είμαι ικανοποιημένος γιατί μετά θα χάσει και το νόημά του. Είμαι πάρα πολύ περίεργος ως άνθρωπος και χαίρομαι που αυτή η περιέργεια βρίσκει απήχηση και κατανόηση και δεν θέλω να μεγαλώσει άλλο γιατί θα αρχίσει και να παρερμηνεύεται το πράγμα.

Το “Λούτρινο” για παράδειγμα πιστεύω ότι ξέφυγε πολύ.
Θα μπορούσε να ξεφύγει περισσότερο αν εγώ το ήθελα. Αυτό είναι το τραγούδι που βαριέμαι να παίζω πιο πολύ στα λάιβ. Λέω “άντε να μπει πέντε λεπτά να τελειώσουμε να φύγουμε”.

Γιατί;
Δεν το βαριέμαι ακριβώς, απλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπω στην κατάλληλη ψυχοσύνθεση που χρειάζεται την ώρα που το παίζω. Είναι το μοναδικό τραγούδι που με έχει ταράξει τόσο πολύ τη στιγμή που το ηχογραφούσα, κόντεψα να πάθω κρίση πανικού. Ήταν πολύ δυνατό για μένα, δεν μπορούσα να το αντέξω ψυχολογικά. Μπορεί να το είχα γράψει μόλις την προηγούμενη μέρα, αλλά εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ακριβώς τι ήθελα να πω.

Στο λάιβ μου είναι πολύ δύσκολο να μπω στο πετσί του.

Ήθελα να σε ρωτήσω την ιστορία πίσω απ’ αυτό το τραγούδι.
Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη ιστορία πίσω από κάποιο τραγούδι, υπάρχουν άπειρες ιστορίες που συνδέουν όλα τα τραγούδια μεταξύ τους. Τώρα αυτό γράφτηκε κατά παραγγελία, η εταιρεία ήθελε να βγάλει μία συλλογή τότε στην καραντίνα.

Εγώ τότε ήμουν με μια κοπέλα, την είχαμε βγάλει μαζί την πρώτη καραντίνα, πολύ ωραία φάση. Είχα ήδη έτοιμη τη μουσική κι έκατσα κι έγραψα τους στίχους. Μίλησα για τον εαυτό μου, γενικά, όχι για κάτι συγκεκριμένο. Είναι όλα αυτά που με απασχολούν συνεχώς, δηλαδή για δύο τρία πράγματα μιλάω συνήθως στα κομμάτια μου.

Φαντάζεσαι πάντως μια μέρα να έρχονται όλοι για αυτό, να πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα;
Δεν θα γίνει αυτό, γιατί και έρχονται για άλλα τραγούδια πιο πολύ, αλλά και γιατί με κριντζάρει λίγο του να ‘μαι 40τόσο χρονών και να λέω για λούτρινα, θέλω να είναι λίγο πιο σπίντα η φάση…

Λειτουργώ ενστικτωδώς οπότε δεν θα γράψω κάτι άλλο σαν αυτό τώρα, γιατί δεν το νιώθω αυτήν τη στιγμή. Μπορεί να το κάνω στο μέλλον αλλά να το νιώθω πραγματικά.

Ούτε στο “Τελευταίο βράδυ της γης” υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία από πίσω;
Όχι. Πιο πολύ αποσπασματικές ιστορίες υπάρχουν σε όλα τα κομμάτια. Επίσης εγώ κατανοώ τους στίχους μου αφού κυκλοφορήσουν τα τραγούδια και τα ακούσω. Τότε καταλαβαίνω τι θέλω να πω. Όταν τα γράφω δεν έχω ιδέα.

Θα κάτσω να γράψω χωρίς να ξέρω τι, απλά νιώθω ότι έχω πράγματα μέσα μου, θα φτιάξω το μπιτ και πάνω εκεί θα χτίσω, και θα κάνω ας πούμε δύο με τρία τραγούδια την ημέρα. Μου βγαίνει αυτόματα πλέον. Για αυτό και τα άλμπουμς που κάνω πλέον βγαίνουν σε δυο τρεις μέρες.

Προηγουμένως μου είπες ότι σε απασχολούν δυο τρία συγκεκριμένα θέματα και πάνω σε αυτά γράφεις. Ποια είναι;
Αυτά που με απασχολούν συνεχώς είναι η διαμάχη με τον εαυτό μας, το πώς να παραμείνεις αληθινός και σωστός ενώ όλα γύρω σου καταρρέουν…

Όπως ο στίχος “προσπαθώ να μείνω αισιόδοξος μέσα απ’ το φέρετρο”, κάπως έτσι;
Ναι… Επίσης με απασχολεί πολύ όλη αυτή η στάση απέναντι στα ζητήματα των γυναικών, επειδή έχω μεγαλώσει σε μητριαρχική οικογένεια -ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός- κι έχω μάθει να σέβομαι πολύ τις γυναίκες. Και όλη αυτήν την ματσίλα, τη μισώ από παιδί.

Και με τη σύγχρονη πραγματικότητα ασχολούμαι πολύ, μέσα στην οποία είναι και τα ερωτικά αδιέξοδα -γενικά το πιο δύσκολο πράγμα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις.

Προσπαθώ τα τραύματα που έχω ή αυτά που δημιουργούνται να τα επουλώνω μέσω της εξομολόγησης, της σύνθεσης αλλά και της εκτόνωσης που μου προσφέρουν τα λάιβ. Ένα καλό λάιβ για μένα είναι πολύ καλύτερο απ’ την ψυχανάλυση, μετά χαλαρώνω πολύ.

Και το χειροκρότημα δεν είναι λίγο σαν ναρκωτικό;
Ναι, εγώ είμαι φουλ ματαιόδοξος με αυτά.


Κάπου είδα ότι αγαπάς πολύ τον Κωνσταντίνο Βήτα.
Αγαπάω, ναι. Κοίταξε, από όλους αυτούς τους παλιούς που έχω γνωρίσει έστω και λίγο, μου φαίνεται ως ο πιο έντιμος, δηλαδή δεν το κάνει για τα φράγκα, είναι πολύ σοβαρός και μετρημένος, με τη σωστή έννοια του όρου.

Και είναι και φοβερός καλλιτέχνης, και ποιητής και δεν έχει κάνει ποτέ κακή δουλειά. Ακόμα και σήμερα συνεχίζει σε κάθε δίσκο του να έχει πολύ ωραία πράγματα, κάτι που δεν νομίζω ότι ισχύει και τόσο για κάποιους του παρελθόντος.

Επίσης, κάποιοι απ’ τους παλιούς είναι και που δεν θα πουν ποτέ τίποτα για μας τους καινούργιους -αν μπορώ εγώ να θεωρηθώ καινούργιος. Και αυτοί είναι που έχουν τις τρελές τις αμοιβές, αυτοί είναι που παίζουν σ’ όλα τα πανηγύρια τα δημοτικά…
Εγώ αν ήμουν στη θέση τους θα έλεγα “ποιος μ’ αρέσει από τους καινούργιους; Αυτός, αυτός και αυτός. Έλα μαζί μου να κάνεις ένα λάιβ, πάρε και αυτά τα λεφτά που θες, να σε μάθει ο κόσμος”.

Αυτήν τη στιγμή μπορεί εγώ να παίζω στην Αθήνα και να έχω 300-400 άτομα, στη Θεσσαλονίκη 200-250 και σε κάθε επαρχιακή πόλη 100 άτομα για παράδειγμα, αλλά δεν είμαι πετυχημένος. Πετυχημένος θα ‘μαι όταν θα ‘χω 500-1000 άτομα όποτε παίζω σε κάθε πόλη της περιφέρειας. Κατάλαβες;

Όπως είναι για παράδειγμα ο Εισβολέας που είναι άλλο είδος, βέβαια. Ούτε και νομίζω ότι θα γίνουμε ποτέ γνωστοί αλλά αυτό δεν πρόκειται και επειδή δεν μας φωνάζουν στα δημοτικά. Φωνάζουν όλο τους ίδιους και τους ίδιους. Ε, φτάνει ρε πια, εμάς δεν θα μας πάρει κάποιος να μας συστήσει σε αυτό το κοινό; Στους πανηγυρτζήδες, τους μπίρες-ρετσίνα-σουβλάκια;

Οπότε εφόσον άκουγες Κωνσταντίνο Βήτα, δεν περίμενες τον Παπακαλιάτη για να μάθεις “Το τυχερό αστέρι”…
Το κομμάτι αυτό το άκουγα τρελά ως φοιτητής αλλά Παπακαλιάτης τραγικός, δεν άντεξα να δω πάνω από δύο επεισόδια.

Εγώ τέσσερα.
Είσαι ήρωας. Εγώ μόλις είδα εκείνη την ερωτική σκηνή που είχε με την κοπέλα στο δεύτερο επεισόδιο σκέφτηκα “πόσο ακόμα θα το φάμε στη μάπα αυτό το πράγμα”…


Αυτό το λάιβ, “Συναισθηματική Αγωγή” που κάνατε με the Boy, Nalyssa Green και Δεσποινίς Τρίχρωμη, πώς είχε πάει;
Sold out πήγε.

Αυτή είναι η φάση σου εσένα έτσι; Δηλαδή είσαι αυτή η ομάδα των ανθρώπων που είστε μια ομάδα μέσα στην υπόλοιπη ομάδα του αντεργκράουντ, κάπως έτσι.
Κοίταξε, δεν μ’ αρέσει σαν όρος γιατί δεν πιστεύω ότι είναι κανένας αντεργκράουντ. Απλά αυτά τα παιδιά που παίξαμε μαζί εκείνη τη μέρα, γνωριζόμαστε προσωπικά και υπάρχει πολλή αλληλοεκτίμηση -είμαστε φανς ο ένας του άλλου.

Εγώ ταιριάζω με αυτούς τους πιο χαλαρούς, αλλά επειδή έχω και σετ που είναι ξύλο, ταιριάζω και με συγκροτήματα σαν τους Bazooka, με τους οποίους έχω παίξει πολλές φορές.

Τους γουστάρω πολύ, είναι η αγαπημένη μου μπάντα στην Ελλάδα. Είναι φοβεροί, είναι όλοι ένας κι ένας.

Κάνεις πάρα πολλά λάιβ. Πλέον ζεις απ’ αυτό, έτσι;
Παίζω πολύ και έχω καταφέρει και ζω απ’ τη μουσική τον τελευταίο χρόνο. Το ζητάει ο κόσμος.

Βλέπω στο πρόγραμμα που έχεις βγάλει ότι γυρνάς την Ελλάδα, κάθε μέρα παίζεις κι αλλού.
Επειδή είμαι μόνος μου, συμφέρω, δηλαδή τα μεταφορικά είναι πιο φτηνά, είμαι πιο ευέλικτος, μπορώ να παίξω οπουδήποτε, ό, τι ώρα θέλω. Για παράδειγμα δεν έχω να συζητήσω με σένα που είσαι bandmate μου πότε σε βολεύει να πάμε κάπου και να μου πεις “όχι” επειδή δεν σε αφήνουν απ’ τη δουλειά.

Οπότε εγώ μπορώ να παίξω από την Κολοπετινίτσα μέχρι τη Νέα Υόρκη ανά πάσα στιγμή. Κάνω ο, τι γουστάρω. Αν θέλω φεύγω κι αύριο.

Άσχετο αλλά στα τραγούδια σου πιάνεσαι και λίγο με θέματα ψυχικής υγείας, όπως ας πούμε στις “Φρίκες”.
Ναι, εννοείται, γιατί με απασχολούν κι εμένα αυτά. Βασανίζομαι πολύ με τέτοια θέματα, δηλαδή και πιο σοβαρά και πιο ανάλαφρα.

Ναι, δεν θέλω τώρα να σε ρωτήσω πολύ πιο προσωπικά πράγματα…
Μα δεν θα σου έλεγα έτσι κι αλλιώς γιατί αν δεν τα βιώσεις, δεν μπορείς να τα καταλάβεις αυτά.

Το “Φρίκες” είναι τέρμα βιωματικό τραγούδι. Απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά το ρεφρέν του είναι γενικό.
Προσωπικά τρώω φρίκες ανά πάσα στιγμή, μπορεί να πηγαίνουν τα πράγματα γαμώ και να τις φάω (γελάει). Αλλά από την άλλη έχω συμβιβαστεί με αυτό, δηλαδή ξέρω ότι θα βασανίζομαι για πάντα, ότι αυτή είναι η φύση μου.

Το “Πουτανάκι σου” μου αρέσει πάρα πολύ.
Αυτό κανονικά είναι τρολ τραγούδι, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την αξία του. Ήθελα να είναι ένα κομμάτι που θα τρολάρει ο ένας τον άλλον. Πώς είναι το “πες μου τι είσαι; Είσαι το πουτανάκι μου” αλλά θέλω να γίνεται απ’ τη μεριά της γυναίκας, δηλαδή να το λέει άντρας στη γυναίκα ότι “εγώ είμαι το πουτανάκι σου”. Και να το ακούς έτσι σε μπαρ νησί, τελευταίο κομμάτι…

Είναι γλυκό τραγούδι πάντως, χωρίς πλάκα.
Μα το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Επειδή θέλεις να πεις μία ιστορία ανάλαφρη, δεν σημαίνει ότι είναι και κακή. Και όλα αυτά είναι αληθινά κιόλας, έχουν γραφτεί για αληθινό πρόσωπο.

Όπως και το “Μέχρι που φτάνει η αγάπη σου για μένα” που έχει κάνει πολύ γκελ στον κόσμο. Είναι ένα ερωτικό τραγούδι, το οποίο γράφτηκε απ’ τη μεριά μιας κοπέλας που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί μου. Εγώ δεν ένιωθα το ίδιο.

Λίγο σκληρό αυτό. Το ξέρει;
Όχι, δεν το ξέρει αλλά πάει και κάπως έτσι η φάση γιατί αλλιώς θα έπρεπε κάθε μήνα να βασανίζομαι ερωτικά με άλλο άτομο (σ.σ. γελάμε). Δεν μπορώ να το αντέξω πλέον, μεγάλος άνθρωπος.

Η διασκευή στην “Άνοιξη” πώς σου ήρθε;
Αυτό το κομμάτι μ’ άρεσε πάντα από μικρός… Το θεωρώ το καλύτερο τραγούδι που έχει στείλει η Ελλάδα στη Eurovision.

Α, θα μιλήσουμε για την Eurovision τώρα, τέλεια (γελάμε).
Ναι, δεν τη βλέπω, άντε να έχω δει δυο τρεις φορές στη ζωή μου. Ούτε θα πήγαινα.

Ειλικρινά, δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να σε ρωτήσω κάτι τέτοιο, αλήθεια.
Ξέρεις, τι; Θα πήγαινα μόνο αν μπορούσα ως MAZOHA και έκανα ό, τι γούσταρα… Ή μόνο άμα έκανα καμιά παρωδία, έβαζα περούκα ξανθιά και τα γαμούσα όλα, δεν υπάρχει άλλο νόημα. Ή αν μου έδιναν άπειρα λεφτά. Γενικά για τα λεφτά θα έκανα άπειρα καραγκιοζιλίκια -όχι όμως τίποτα κομματικό. Ε, αφού θα ξεφτιλιστείς, τουλάχιστον να πάρεις λεφτά καλά.

Θα έγραφες και τραγούδια για την Πάολα;
Θα μπορούσα να γράψω τραγούδια για τον οποιοδήποτε, μακάρι, δεν το θεωρώ ξεφτίλα αυτό γιατί εγώ δεν θα χάσω τον εαυτό μου μουσικά, είμαι μεγάλος, δεν έχω αυτόν τον φόβο. Αν ήμουν 20-25 χρονών μπορεί και να τον έχανα, δεν ξέρεις. Τώρα όμως ξέρω τι θέλω να κάνω με τη μουσική μου.

Θα μπορούσα να γράψω για τον οποιονδήποτε γιατί είμαι και μηχανή παραγωγής, μού βγαίνουν εύκολα.

Ναι ρε φίλε, γιατί γράφεις τόσο πολύ, είναι εκνευριστικό. Ακόμα κι εγώ που δεν είμαι μουσικός νευριάζω μ’ αυτό.
Ή το ‘χεις ή δεν το ‘χεις. Εγώ το ‘χω απ’ την πρώτη στιγμή που έπιασα όργανο.

Είμαι ίσως ο χειρότερος κιθαρίστας απ’ αυτούς που παίζουν κιθάρα στην Ελλάδα και είμαι σίγουρα ο χειρότερος πληκτράς απ’ αυτούς που παίζουν πλήκτρα στην Ελλάδα. Αλλά μπορώ να γράψω τα περισσότερα τραγούδια απ’ αυτούς που γράφουν τραγούδια στην Ελλάδα.

Από πού είσαι Θεσσαλονίκη, από ποια περιοχή;
Δεν είμαι από Θεσσαλονίκη, είμαι από Γιαννιτσά -χειρότερα. Εκεί δηλαδή έχω πάει σχολείο. Απλά έχω εδώ μια ζωή -όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, από μικροί εδώ κάναμε ηχογραφήσεις με μπάντες…

Αλλά δεν νιώθω ούτε Θεσσαλονικιός ούτε Γιαννιτσιώτης, δεν μ’ αγγίζει τίποτα απ’ τα δυο.

Και όταν πήγες Θεσσαλονίκη, με ποιον σκοπό πήγες; Για να σπουδάσεις κάτι;
Κοίταξε, εγώ πάντα είχα εδώ μεγαλύτερα αδέρφια, μεγαλύτερους φίλους. Σκέψου 15 χρονών πήγα πρώτη φορά στο Berlin -’το 96-’97 κάπου εκεί. Δεν ήρθα ως φοιτητής εδώ αλλά επειδή δεν πέρασα με την πρώτη, τη χρονιά που διάβαζα για να ξαναδώσω την έβγαλα στη Θεσσαλονίκη.

Ψυχολογία ήθελα να περάσω αλλά δεν τα κατάφερα -λόγω άγχους όμως. Ήμουν καλός στην πραγματικότητα.

Και τελικά πού πέρασες;
Πέρασα στη Λάρισα τουριστικά. Ήμουν σε ένα τμήμα 160 ατόμων, όπου τα 146 ήταν κορίτσια, και λέω στη μάνα μου “εδώ είμαστε, ούτε μεταγραφή Θεσσαλονίκη ούτε τίποτα”.

Το μετάνιωσα, βέβαια, απλά τη Θεσσαλονίκη την είχα βαρεθεί τότε, είχα ήδη γυρίσει όλα τα μαγαζιά της, και τα πιο εμπορικά σαν το Bulshit του Κανάκη μέχρι τα πιο αντεργκράουντ σαν το Κάρπε Ντίεμ στη Ναβαρίνου.
Με έχουν πετάξει έξω απ’ το Berlin άπειρες φορές… Ποτέ δεν έχω πλακωθεί στο ξύλο κανονικά, ξέρεις, όλο κάτι τζαρτζαρίσματα (γέλια). Και κάθε φορά τους έλεγα ότι είμαι από διαφορετική πόλη, και μια μέρα μου λέει ένας εκεί πέρα “ρε ψηλέ, από πού είσαι τελικά, τι θα γίνει”.

Άσχετο, η μάνα σου στα Γιαννιτσά έχει καταλάβει τι κάνεις; Το επικροτεί;
Όχι ρε, δεν ασχολείται, είναι μεγάλη γυναίκα. Ξέρει απλά ότι παίζω, ότι βγάζω κάποια λεφτά για να ζω και μέχρι εκεί. Ούτε τα αδέρφια μου δεν ξέρουν πάνω κάτω. Χαίρονται εννοείται, αλλά άλλος κόσμος τελείως.

Άρα όταν πας στα Γιαννιτσά σε λένε απλά Δημήτρη ή σε λένε κι εκεί Τζίμη;
“Δημήτρη” δεν με έχει πει ποτέ κανείς, ούτε η μάνα μου.

Πώς σου κόλλησε αυτό το όνομα;
Έχω έναν ξάδερφο 20 χρόνια μεγαλύτερο που είμαστε πολύ δεμένοι και αυτός είναι ο Τζίμης ο ορίτζιναλ. Παλιός τζόκεϋ πειρατής, με τον Έλβις, με μηχανές, με σκυλιά, ξέρεις όταν όλα αυτά ήταν “απαγορευτικά”. Και επειδή αυτόν τον έλεγαν πάντα Τζίμη, και έχουμε τον ίδιο παππού με το ίδιο όνομα, έλεγαν κι εμένα έτσι εξαιτίας του.

“Δημήτρη” δεν με έχει πει ποτέ κανείς, και δεν μ’ αρέσει κιόλας, είναι σαν να μιλάς σε κάποιον άλλον.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα