Ο Γιάννης Ξανθούλης Νίκος Κοκκαλιάς

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ: “ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ ΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΗ ΦΑΤΣΑ ΤΟΥ ΣΕ ΣΤΙΓΜΕΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΟΣ ΝΤΡΟΠΗΣ”

Μία συζήτηση με τον Γιάννη Ξανθούλη με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ο Γιάννης Ξανθούλης ανέκαθεν έχτιζε κόσμους στα βιβλία του. Και κάθε φορά ξαφνιάζει γιατί καταφέρνει να στήνει γέφυρες ανάμεσα στους κόσμους αυτούς με το σήμερα.

Το τελευταίο μυθιστόρημά του, “Ονειρεύτηκα τη Σαγκάη” (εκδόσεις Διόπτρα) σου φτιάχνει τη διάθεση από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Το διαβάζεις και ασυναίσθητα χαμογελάς με τον δραματικά ευφρόσυνο χαρακτήρα του, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιείς πως όλο αυτά που διαβάζεις είναι ουσιαστικά όλα αυτά που ζεις και βιώνεις. Είναι η πραγματικότητά σου ιδωμένη αλλιώς μέσω μίας αλληγορικής πλοκής που φλερτάρει πολύ στενά με μία ευφυή παρωδία.

Πρωταγωνιστές οι κάτοικοι ενός πέτρινου, άγονου και γεμάτου σκορπιούς χωριού, του Πετρόκαμπου, που ξαφνικά κληρονομούν την αμύθητη περιουσία ενός ξεχασμένου συντοπίτη τους που έχει διαπρέψει στο εξωτερικό σαν πορνοστάρ. Κάτοικοι με αστεία ονόματα -παπα-Τσιλιβήθρας, Αραχτούλα, Λάκης Φικιφίκας, Πιπίνα Τραχανά, Τραμπάλας και πολλοί άλλοι- ένα βουνό με νερό μαγικό που προκαλεί πονηρά νυχτοπερπατήματα και υπνοβασίες και μία πλοκή που καθρεφτίζει το αλλόκοτο της ζωής μας και την “ψευτο-υποταγή” μας στα κοινωνικά πρέπει…

Το τελευταίο μυθιστόρημά του, "Ονειρεύτηκα τη Σαγκάη" (εκδόσεις Διόπτρα) σου φτιάχνει τη διάθεση από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Το διαβάζεις και ασυναίσθητα χαμογελάς με τον δραματικά ευφρόσυνο χαρακτήρα του, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιείς πως όλο αυτά που διαβάζεις είναι ουσιαστικά όλα αυτά που ζεις και βιώνεις. εκδόσεις Διόπτρα

Εμείς μιλήσαμε με τον δημοφιλή Έλληνα συγγραφέα με αφορμή αυτό του το βιβλίο και συζήτησή μας ξεκίνησε από τα παλιά.

“Γεννήθηκα το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, που σήμερα είναι της μόδας λόγω της βάσης των Αμερικανών. Τον καιρό που ζούσα εκεί, οι νεοέλληνες τη μπέρδευαν με την Αλεξάνδρεια, ενώ στο άκουσμα του Έβρου φαντάζονταν κάτι απροσδιόριστο με ανθρωποφάγους και θανάσιμες ερήμους.

Την παιδική μου ηλικία την έχω καταγεγραμμένη σαν ένα φαντασμαγορικό ψέμα. Διαισθητικά ήξερα ότι ήμουν εγκλωβισμένος σε μια στερεότυπη αισθηματική κατάσταση που ωστόσο ήταν προσωρινή. Όλοι στην οικογένεια είχαν χιούμορ και σπασμένα νεύρα, οπότε συμπεριφέρονταν σαν να ζούσαν συνεχώς κάτω από την επήρεια σκωτσέζικου ντους. Είχε ενδιαφέρον…

Στην Αθήνα ήρθα εξοπλισμένος για υιοθεσία. Και με υιοθέτησε η πόλη κυριολεκτικά. Εννοώ πως ήμουν παιδιόθεν αθηνολάτρης λόγω των ενδιαφερόντων μου, όπως θέατρο, βιβλία, πολιτισμός γενικά και «βασιλικού» κήπου που τον φανταζόμουν σαν μια επισκέψιμη ζούγκλα. Η ζωή της νεότητάς μου διέθετε πολλά εδάφη φαντασίας, μάλλον από άμυνα.

Έγραφα προτού μάθω να γράφω. Ίσως γιατί έπληττα με τα παραμύθια των άλλων κι έπρεπε να κατασκευάσω τα δικά μου. Το μοναδικό βιβλίο που με συνέπαιρνε πραγματικά ήταν οι «Άθλιοι» του Ουγκώ σε άθλια παιδική βέβαια διασκευή. Όμως ακόμη κι έτσι με συγκλόνιζε” αναφέρει στο Magazine ο Γιάννης Ξανθούλης, μιλώντας για τα πρώτα του χρόνια και τις αναμνήσεις του από την Αλεξανδρούπολη.

Ο Μαρμαρόγκας στο βιβλίο είναι ένα άχαρο βουνό, τελείως φαλακρό. Κάτι παραπάνω από λόφος. Το νερό της υπνοβασίας ξεκινά από αυτόν. Αυτός κρύβει την ξεχωριστή υδάτινη φλέβα. Εμείς για «Μαρμαρόγκα» περιοριζόμαστε στις φαντασιώσεις μας. Και πάλι καλά να λέμε… αν μπορούμε να φαντασιωνόμαστε, έτσι που μας ευνουχίζει η τεχνολογία με τα μαραφέτια της. Γιώργος Οικονομόπουλος

Τι σας ενέπνευσε στο βιβλίο αυτό και διαβάζουμε αυτήν την αλλόκοτη ιστορία;
Αλλόκοτη είναι ολόκληρη η ζωή με τις παλινδρομήσεις της ψευτοηθικής. Εμπνεύστηκα από την τρέχουσα απελπισία, από τον χυδαίο αμοραλισμό των σοβαρογελοίων πολιτικών, από τη μοναξιά που μας επιβάλλει η τεχνολογία, από τον φόβο των ανυπεράσπιστων που παρηγοριούνται από την ευτέλεια της τηλεόρασης και την τρέλα του νεοέλληνα να φωτογραφίζει με κινητά τη φάτσα του σε στιγμές ευδαιμονίας χωρίς ίχνος ντροπής.

Στο βιβλίο μου οι άνθρωποι ενός πέτρινου χωριού χωρίς σκιά, με σκορπιούς και προβλήματα πάσης φύσεως κουβαλούν μια δική τους ηθική πολύ πιο γήινη και χωρίς κλισέ. Και σίγουρα οι κάτοικοί του είναι λιγότερο υποκριτές από άλλους που υπερασπίζονται τις νευρώσεις μιας αμφιλεγόμενης ηθικής.

Εμπνεύστηκα από την τρέχουσα απελπισία, από τον χυδαίο αμοραλισμό των σοβαρογελοίων πολιτικών, από τη μοναξιά που μας επιβάλλει η τεχνολογία, από τον φόβο των ανυπεράσπιστων που παρηγοριούνται από την ευτέλεια της τηλεόρασης και την τρέλα του νεοέλληνα να φωτογραφίζει με κινητά τη φάτσα του σε στιγμές ευδαιμονίας χωρίς ίχνος ντροπής.

Ο Πετρόκαμπος είναι αφημένος στην τύχη του., δεν πρόκειται για ένα συντηρητικό χωριό. Το χρήμα όμως είναι ένα πονηρός συμπαθής καταλύτης για να ξεπεραστούν διάφορα κλισέ. Αυτά σκεφτόμουν, όταν ξεκίνησα να περιγράφω το σοκ που δέχτηκαν με την ευεργεσία δέκα εκατομμυρίων ευρώ από ένα ξεχασμένο συμπατριώτη τους που πεθαίνει στη Γερμανία. Ένας ευεργέτης που συμβαίνει να είναι διάσημος διεθνής πορνοστάρ και τους χαρίζει χρήματα με κάποιους όρους βέβαια.

Τι συμβολίζει αυτή η υπνοβασία των κατοίκων του χωριού την οποία μάλιστα ουκ ολίγοι εκμεταλλεύονται;
Τίποτα δε συμβολίζει. Η υπνοβασία είναι μια άλλη δωρεά εξαιτίας κάποιας φλέβας νερού με «υπνοβατικά μέταλλα». Τους δίνει την ευκαιρία να παίξουν με τη λίμπιντό τους και να καλλιεργήσουν ένα φυτώριο μυστικών σε τοπικό επίπεδο… Με την υπνοβασία γίνονται άθελά τους πιο κοινωνικοί απ’ όσο μπορούν να φανταστούν στον ξύπνιο τους…

Στο βιβλίο αυτό ξαφνιάζει το χιούμορ του. Από τα ονόματα των ηρώων του μέχρι την ίδια την πλοκή του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το διάβαζα και γελούσα. Πώς νιώθετε που εκφράσατε τόσο έντονα αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα σας;
Πάντα απενοχοποιούσα στα βιβλία μου τις λέξεις. Στο «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» ακόμη περισσότερο αφού ο Πετροκαμπιώτης ευεργέτης απαιτεί να ιδρυθεί μουσείο που περιέχει τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα και φυσικά το υπερόργανό του μέσα σε ειδική γυάλα… Το έγραφα με απόλυτη συνείδηση, πως γράφω κάτι δραματικά ευφρόσυνο. Βέβαια, όπως θα διαβάσατε, ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι ο ξάδερφος του πορνοστάρ, Πέτρος Μακκαβαίος, ένας εξηντάχρονος συνταξιούχος λογιστής που γίνεται ο συναισθηματικός κρίκος μεταξύ ευεργέτη και Πετρόκαμπου.

Γελώ όταν με ξαφνιάζει κάτι που με ξεπερνά. Και δεν εννοώ τα ανέκδοτα που σιχαίνομαι και μπορώ να σου κόψω την καλημέρα αν αρχίσεις να μου διηγείσαι του στυλ «Άκου τώρα κάτι να γελάσεις…»

Τι σας κάνει να γελάτε; Γελάτε εύκολα; Έχουμε χιούμορ σαν λαός πιστεύετε;
Γελώ όταν με ξαφνιάζει κάτι που με ξεπερνά. Και δεν εννοώ τα ανέκδοτα που σιχαίνομαι και μπορώ να σου κόψω την καλημέρα αν αρχίσεις να μου διηγείσαι του στυλ «Άκου τώρα κάτι να γελάσεις…» Σαν λαός είμαστε εκπαιδευμένοι στα μοιρολόγια. Παρ’ όλα αυτά έχουμε και τις δυναμικές μας εκρήξεις. Δίκιο έχουν που αναφέρουν πως στους ποδοσφαιρικούς αγώνες το γελαστικό δαιμόνιο του νεοέλληνα καμιά φορά μεγαλουργεί.

Ο ήρωάς μου ονειρεύεται να ταξιδέψει στη Σανγκάη, την πόλη που η ταινία του αγαπητού πορνοστάρ «Το τρίτο πόδι του Ρήνου» έκοψε εννέα εκατομμύρια εισιτήρια. Εγώ ονειρεύομαι οπωσδήποτε κάτι λιγότερο κινέζικο και εξωτικό. Γιώργος Οικονομόπουλος


Ο δικός μας ο Μαρμαρόγκας… τι νερά κατεβάζει; Πόσο μπορεί να μας τρελάνει σε κάθε μας ύπνο ή ξύπνιο μας;
Ο Μαρμαρόγκας στο βιβλίο είναι ένα άχαρο βουνό, τελείως φαλακρό. Κάτι παραπάνω από λόφος. Το νερό της υπνοβασίας ξεκινά από αυτόν. Αυτός κρύβει την ξεχωριστή υδάτινη φλέβα. Εμείς για «Μαρμαρόγκα» περιοριζόμαστε στις φαντασιώσεις μας. Και πάλι καλά να λέμε… αν μπορούμε να φαντασιωνόμαστε, έτσι που μας ευνουχίζει η τεχνολογία με τα μαραφέτια της.

Στην πανδημία επαναπροσδιορίσαμε τη σχέση μας με τη λογική των εμβολίων, αν κατάλαβα καλά, και με την στατιστική του θανάτου. Δυστυχώς φαίνεται πως συνηθίσαμε να ζούμε κάτω από καθεστώς γκρίζας υπερπληροφόρησης με μάσκα ή χωρίς μάσκα.

Γιατί δε μαθαίνουμε ποτέ από την ιστορία μας; Γιατί περιμένουμε πάντα την χείρα βοηθείας από το εξωτερικό; Όπως οι κάτοικοι του Πετρόκαμπου που ξαφνικά ξεπουλούν τα πάντα στους Γερμανούς “σωτήρες” τους;
Οι Πετροκαμπιώτες του βιβλίου μου έχουν λόγους να ξεπουληθούν στη γερμανική εταιρεία που σχετίζεται με την περιουσία του πρώην γκάστερμπάιτερ πορνοστάρ. Τα παραδείγματα όμως του ξεπουλήματος δεν έχουν τελειωμό. Από που να αρχίσεις και που να τελειώσεις. Στην κορυφή της ξεφτίλας πάντως νομίζω ότι βρίσκονται οι Βρετανοί εδώ και πολλά χρόνια παρά το αυτοκρατορικό τους παρελθόν… Πιθανόν να είναι μια μοιραία εκδοχή των μεταλλάξεων με βάση την ηθική της οικονομίας, που, σε μεγάλο σημείο, ρυθμίζεται σήμερα από την καταναλωτική υστερία των καμηλιέρηδων-πετρελαιάδων. Η Ελλάδα αναλόγως ξεπουλιέται με κάποια πειστικά υποτίθεται επιχειρήματα. Τι να σας πω. Εγώ γράφω παραμύθια τετρακοσίων σελίδων το μάξιμουμ…

Η πανδημία πιστεύετε πως μας ταρακούνησε κάπως; Γιατί, κακά τα ψέματα, ήρθαμε σε επαφή με τα θνητά μας σημεία… Αλλάξαμε καθόλου; Επαναπροδιοριστήκαμε;
Επαναπροσδιορίσαμε τη σχέση μας με τη λογική των εμβολίων, αν κατάλαβα καλά, και με την στατιστική του θανάτου. Δυστυχώς φαίνεται πως συνηθίσαμε να ζούμε κάτω από καθεστώς γκρίζας υπερπληροφόρησης με μάσκα ή χωρίς μάσκα.

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου ονειρεύεται τη Σαγκάη, εσείς τι ονειρεύεστε; Τι θα θέλατε να είναι διαφορετικό γύρω μας; Είστε αισιόδοξος γι΄αυτά που θα έρθουν;
Ο ήρωάς μου ονειρεύεται να ταξιδέψει στη Σανγκάη, την πόλη που η ταινία του αγαπητού πορνοστάρ «Το τρίτο πόδι του Ρήνου» έκοψε εννέα εκατομμύρια εισιτήρια. Εγώ ονειρεύομαι οπωσδήποτε κάτι λιγότερο κινέζικο και εξωτικό. Κι όσο για αισιοδοξία, ναι, όσο υπάρχει η δυνατότητα να φανταζόμαστε χωρίς να «γκουγκλάρουμε»-την τύφλα μας τη μαύρη- κάπου τη συντηρώ και μάλιστα εκτός ψυγείου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα