ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ: “ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΜΟΥ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ‘ΗΛΙΑ ΡΙΧΤΟ’

Πολλά χρόνια μετά το "Όλα είναι δρόμος" ο σπουδαίος ηθοποιός ανατρέχει σε όλη του τη ζωή μιλώντας στο Magazine με αφορμή την τηλεοπτική επιστροφή του στον κόσμο της νύχτας μέσα από τη σειρά "Αυτή η νύχτα μένει".

Προφανώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους δύο ρόλους -αυτόν που υποδύεται το 2022 στην πολυαναμενόμενη τηλεοπτική σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» και εκείνον που υποδύθηκε το 1998 στην πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία «Όλα είναι δρόμος». Το κοινό θα το διαπιστώσει καθώς θα εξελίσσεται η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή, θα καταλάβουμε δηλαδή εν καιρώ όλοι τι εννοεί ο Γιώργος Αρμένης όταν λέει στο Magazine ότι «δεν καιγόμουν να παίξω πάλι τον Μάκη Τσετσένογλου. Θέλω να κάνω κάτι άλλο. Το είπα αυτό στα παιδιά της σειράς και το σεβάστηκαν».

Είναι όμως πρακτικά αδύνατο να μην οδηγηθεί το μυαλό σε ένα πολύ συγκεκριμένο συνειρμικό μονόδρομο, με αφετηρία το trailer της σειράς, που δείχνει τον σκυθρωπό Γιώργο Αρμένη να βαδίζει το ξημέρωμα σε ένα χωματόδρομο φορώντας μαύρο κοστούμι και κρατώντας μια σακούλα γεμάτη γαρίφαλα, και κατάληξη σε μια άλλη γωνιά της βαθιάς ελληνικής επαρχίας, με τον Γιώργο Αρμένη σε έκσταση να λούζεται με φτηνό ουίσκι και να βάζει φωτιά στον εαυτό του ενώ η μπουλντόζα παίρνει φορά και ρίχνει το «Βιετνάμ».

Ο Γιώργος Αρμένης δεν βρίσκει τη σύνδεση περίεργη ή υπερβολική ή κουραστική γιατί πρώτος και καλύτερα απ’ όλους είναι ο ίδιος -αυτός ο σπουδαίος θεατράνθρωπος που τιμήθηκε με το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη- που αναγνωρίζει ότι εκείνος ο ήρωας έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της τέχνης που τον γέννησε (όντας, προφανώς, γονιμοποιημένη από τη ζωή, όπως κυλούσε εκείνη την εποχή ίσως σε μεγαλύτερο απ’ όσο σήμερα βαθμό), όντας κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ποπ κουλτούρας, ένα meme πολύ πριν την εποχή των memes.

«Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, περπατάω στο δρόμο και μου φωνάζουν “Ηλία ρίχτο”. Πολλοί με φωνάζουν Τσετσένογλου, δεν ξέρουν καν το όνομα μου», λέει στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί. «Τους χαιρετάω. Μ’ αρέσει που το ακούω. Δεν με πειράζει». Αλίμονο. Είναι πια 80 ετών.

Ο Γιώργος Αρμένης ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Κύριε Αρμένη, μιας και συναντιόμαστε στο θέατρό σας που είναι σχεδόν 25 ετών, σκέφτεστε ποτέ πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός;
Είναι πράγματι πολλά τα χρόνια. Νομίζω ότι έφτιαξα το θέατρο το ’89. Τα πρώτα χρόνια, μόλις το αγόρασα, ήταν διαφορετικό, θυμάμαι υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σκεφτόμουν πότε θα πέσει. Έξι χρόνια λειτούργησε έτσι, ώσπου με πιάσανε από το δήμο και μου είπαν: Κύριε Αρμένη, πρέπει να σας βάλουμε ένα πρόστιμο. Εντάξει, λέω, να βάλετε. Θέατρο έκανα, δεν έκλεψα κάτι. Ευτυχώς ήταν μικρό το ποσό, το έδωσα αμέσως.

Ήταν ανέκαθεν ένα από τα μεγάλα σας όνειρα να αποκτήσετε το δικό σας θέατρο;
Αφού έφυγα από τον Κουν, τι να κάνω; Πού να πάω; Δεν μπορούσα να πάω σε πολλά άλλα θέατρα. Πήγα μόνο στο Εθνικό. Έκατσα επτά χρόνια. Έπαιξα εκεί και βοηθήθηκα γιατί είχα μόλις αποκτήσει παιδί. Τα καλοκαίρια, μάλιστα, δεν δούλευα. Μα δεν θα κάνεις Αριστοφάνη; μου έλεγαν. Εντάξει, τους έλεγα, θα κάνω κάποια στιγμή, αλλά να μεγαλώσει πρώτα λίγο ο γιος μου. Καθόμουν λοιπόν στο σπίτι μου στο Πήλιο τα καλοκαίρια και έπαιζα το χειμώνα. Τελικά έπαιξα Αριστοφάνη, τις «Νεφέλες», με την κυρία Συνοδινού.

Δηλαδή μετά τον Κουν νιώθατε ότι δεν σας χωρούσε ο θεατρικός τόπος;
Ναι, έψαχνα να βρω ένα στίγμα καλό, που να έχει κάτι. Ευτυχώς με βοήθησε το Εθνικό. Ώσπου έφυγα από εκεί και γύρισα ένα σίριαλ στο MEGA, «Το σόι μας» λεγόταν, για δύο χρόνια. Έτσι μπόρεσα και έφτιαξα το θέατρο και το σπίτι μου. Τότε έπεφταν λεφτά στα σίριαλ – και γενικά. ΠΑΣΟΚ και πάσης Ελλάδος, που λένε. Δουλεύαμε πολύ και πληρωνόμασταν καλά. Έτσι πήρα θάρρος και έφτιαξα το θέατρο. Σε αυτό το χώρο που βλέπεις είχε τοίχους γεμάτους ζωγραφιές και σχέδια. Έπρεπε όμως να τα καταστρέψω όλα. Είμαι καταστροφέας λοιπόν και κατεδαφιστής κατά κάποιο τρόπο αυτού του διατηρητέου κτιρίου. Δε γινόταν όμως αλλιώς. Ευτυχώς είχα πολλούς μαθητές από την αρχή.

Το να έχει κάποιος το δικό του μαγαζί, εν προκειμένω το δικό του θέατρο, έχει εξ ορισμού πολλές σκοτούρες. Στην περίπτωσή σας το να βλέπετε ως δάσκαλος τους μαθητές σας να προκόβουν, ήταν από μόνο του αρκετή ανταμοιβή;
Είναι ωραίο, δεν μπορώ να πω. Στο Θέατρο Τέχνης, όπου έμεινα συνολικά 22 χρόνια αν θυμάμαι καλά, ο Κουν με έριξε στη σχολή πολύ γρήγορα. Θυμάμαι ότι μόλις τελείωσα έπαιξα αμέσως τον Πουκ στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ σε μετάφραση του Βασίλη Ρότα, του μπάρμπα-Βασίλη που τον αγάπαγα πάρα πολύ. Το σημαντικό είναι ότι στο θέατρό μου ήμουν από την αρχή ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω, δεν χρωστούσα σε κανέναν, πούλησα μέχρι και ένα σπίτι που μου είχε αφήσει η μάνα μου, ξεχρέωσα, έστειλα και τον γιο μου να σπουδάσει σκηνοθεσία στο Παρίσι και μετά ήμουν ελεύθερος να κάνω τη σχολή. Κάθε μέρα έκανα μαθήματα από τις 14:00 μέχρι τις 20:00 στη σχολή, μετά έβαζα το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση, σκουπιζόμουν και πήγαινα στα καμαρίνια για να ντυθώ και να αρχίσει η παράσταση. Αυτή ήταν η ζωή μου για πολλά χρόνια. Αγαπούσα όμως πολύ τα μαθήματα, αγαπούσα τα παιδιά, τους έδειχνα πολλά πράγματα.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Πώς ξεκινούσατε το πρώτο μάθημα;
Αυτό που ήθελα ήταν να ανακαλύπτω μόνος μου το κάθε παιδί. Θυμάμαι έρχονταν μανάδες και μου μιλούσαν για τα παιδιά τους. Δεν ήθελα να μπαίνουν γονείς εδώ μέσα. Αφήστε, τους έλεγα, θα το ανακαλύψω μόνος μου, θα βρω τα κουμπιά του. Και πήγα καλά, έβγαλα καλούς ηθοποιούς που σήμερα είναι πρωταγωνιστές.

Η επαφή με τα νέα παιδιά σας βοηθούσε ως ηθοποιό;
Μου έδινε ενέργεια. Αν και στην αρχή ήταν όλοι κουμπωμένοι. Ώσπου να τους ξεκουμπώσεις, να πάρουν θάρρος, να μιλήσουν, να παίξουν, να τσαλακωθούν, τρόμαζες, έφευγε ένα εξάμηνο και δεν έκαναν τίποτα. Στο δεύτερο έτος έπαιρναν φόκο. Αλλά ήταν πολύ ωραία. Αν και δε μου λείπει γιατί κουράστηκα πάρα πολύ. Μπορεί να είχα κι άλλους καθηγητές, αλλά έμπαινα στα μαθήματά τους να δω τι κάνουν. Εγώ έδινα γραμμή στους καθηγητές, έλεγα εσύ θα κάνεις αυτό, ο άλλος θα κάνει εκείνο κι εγώ ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω.

Φημολογείται ότι είστε αυστηρός δάσκαλος.
Γιατί να μην είμαι;

Τι εννοούν όσοι το λένε;
Το θέμα είναι να μην κάνεις βλακείες. Έβλεπα μερικά παιδιά πχ να φωνάζουν, τους έλεγα: Τι είναι αυτά, ηρεμήστε, που νομίζεστε ότι είστε, σε θέατρο είστε. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο μαθητής δεν πρέπει να είναι εξωστρεφής. Πρέπει. Κι αν είναι εσωστρεφής, πρέπει να τον ξεκουμπώσεις. Πρέπει επίσης να έχει ήθος, να ξέρει τι λέει, να μπορεί να τονίσει σωστά, να μπορεί να τσαλακωθεί. Ή να μην τσαλακωθεί. Εδώ ξεκινούσαμε από το σώμα και μετά μπαίναμε στα λόγια. Και φυσικά αναλύαμε τον κάθε χαρακτήρα, ποιος είναι, πού πάει, αν είναι παντρεμένος, αν έχει φίλους, παιδιά κλπ.

Πιο μεγάλη σημασία έχει το ταλέντο ή η σκληρή δουλειά;
Το ταλέντο, αν υπάρχει, θα φανεί γρήγορα. Το θέμα είναι να μην ξεστρατίσει, να μην πάει στη βλακεία, στο εύκολο. Πάντα δύσκολα έβαζα εγώ στους μαθητές. Δεν μπορείς εδώ να κάνεις σαχλαμάρες που γίνονται σε άλλα θέατρα, ίσως πιο εμπορικά. Είχα μια αυστηρότητα μόνο σχετικά με αυτό. Δεν έβρισα όμως ποτέ κανένα παιδί.

Καλύτερος τελικά ποιος γίνεται; Αυτός που έχει έμφυτο ταλέντο αλλά δεν το εξασκεί ιδιαίτερα ή ο άλλος που έχει μεν μικρότερο ταλέντο αλλά σκοτώνεται στη δουλειά;
Συνήθως καβαλάει το καλάμι αυτός που θα του πεις αμέσως ότι είναι πολύ καλός. Γι’ αυτό κι εγώ μόνο μερικές φορές έλεγα μπράβο – μέχρι εκεί. Είμαι αυστηρός, ναι, αλλά με την έννοια ότι πρέπει να βάλεις τα παιδιά σε ένα δρόμο, σε μια συνθήκη. Ούτε φωνές, ούτε τίποτα άλλο. Γι’ αυτό μετά το πρώτο τρίμηνο έκανα ξεσκαρτάρισμα, υπήρχαν παιδιά που τους έλεγα να πάνε κάπου αλλού γιατί εδώ δεν θα τα κατάφερναν. Με βαριά ψυχή το έκανα, αλλά έπρεπε, για να μπορέσω να κρατήσω την καλή μαγιά.


Για όσους έμεναν αποτελούσατε κατά κάποιο τρόπο και πατρική φιγούρα;
Μα φυσικά! Ήμουν πολύ δεμένος μαζί τους. Ήθελα να ξέρω τι τους συμβαίνει.

Όπως αποτέλεσε πατρική φιγούρα για εσάς και ο Κάρολος Κουν;
Βασικά ήταν ο πατέρας μου. Ο μόνος πατέρας που γνώρισα στη ζωή. Ίσως να μην έχω πει ποτέ μου τη λέξη «πατέρας». Διότι ο κανονικός μου πατέρας ήταν άλλη ιστορία, τι να σας πω. Έκανε δυο παιδιά με τη μάνα μου και σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγα μόνο μια φορά, 22 χρονών, τον είδα κι έφυγα.

Επουλώνεται με κάποιο τρόπο ένα τόσο βαθύ τραύμα;
Ακόμη δεν έχει επουλωθεί. Μέσα στην καραντίνα έγραψα ένα έργο που τον «ξεχέζω» πολύ άγρια. Κι ας έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Είχα λοιπόν τη μάνα μου που ξενοδούλευε, σφουγγάριζε και τέτοια. Εγώ έτρεχα να πουλάω γιασεμιά στα ζευγαράκια το βράδυ. Ξυπνούσα 3 το πρωί και μάζευα το γιασεμί γιατί εκείνη την ώρα δυναμώνει. Είχα ένα καλαθάκι με βρεγμένη πετσέτα και το γέμιζα. Το απόγευμα τα έβαζα σε ένα ταψί με άλλη βρεγμένη πετσέτα από πάνω με μανταλάκια για να διατηρηθούν. Και όταν τα ξεσκέπαζα, πέρναγα πευκοβελόνες στα γιασεμιά γιατί δεν έχουν κοτσάνι, τα έκανα ματσάκια με κλωστίτσες χρωματιστές, τα έβαζα πάλι μέσα στο καλαθάκι που ήταν βρεγμένο. Το βράδυ, μόλις πήγαινε να νυχτώσει, το έπαιρνα και πήγαινα από το Φλοίσβο μέχρι κοντά στο Αεροδρόμιο με τα πόδια -μεγάλωσα στην Αγία Βάρβαρα του Παλαιού Φαλήρου- γιατί εκεί είχε μπαράκια και μπουζουξίδικα. Κάποιοι με κυνηγούσαν. Άλλοι με λυπόντουσαν, μου έλεγαν «μπες Γιωργάκη». Έτσι έβγαζα κάποια λεφτά για να βοηθήσω τη μάνα μου. Που ήταν και πατέρας και μάνα. Όσο κοντούλα ήταν τόσο τσαγανό είχε. Θυμάμαι μια φορά που της έδωσα τα λεφτά, μου λέει «πάρε ένα πενηντάρικο». Γιατί μου το δίνεις; της λέω. «Να πας σε καμιά γυναίκα», λέει. Ήμουν 16 στα 17. Δεν είχα βρει κορίτσι ποτέ. Πέρασα άγρια και σαν παιδί στο χωριό και σαν παιδί στην Αθήνα. Τέλειωσα το δημοτικό με το ζόρι. Μετά δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Τι να σου πω. Δηλαδή παπούτσια βρίσκαμε από δω κι από κει, μας τα έδιναν, άλλα ήταν πιο μεγάλα, άλλα πιο μικρά, πόναγαν τα πόδια μου. Ήταν άγρια. Αλλά όλα αυτά εγώ τα έγραψα, δηλαδή όχι όπως σου τα λέω, εννοώ ότι έγραψαν μέσα μου και όλο αυτό τον πόνο και το συναίσθημα τον έβγαζα στα κείμενα μου και στο παίξιμο μου. Ακόμη αντλώ πράγματα από εκεί μέσα. Μπορώ να σκεφτώ κάτι και να δακρύσω. Ήταν άγριες και οι εποχές γενικά. Τι να κάνουμε όμως. Τώρα μεγάλωσα.

Πέρασα άγρια και σαν παιδί στο χωριό και σαν παιδί στην Αθήνα. Τέλειωσα το δημοτικό με το ζόρι. Μετά δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Τι να σου πω.

Ισχύει λοιπόν και στην περίπτωσή σας αυτό που λένε ότι στην τρίτη ηλικία είναι οι αναμνήσεις, καλές ή κακές, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας που παραμένουν ολοζώντανες.
Αυτά όλα περνάνε στο DNA σου, αγάπη μου. Ήταν στιγμές που έβλεπα τη μάνα μου να κλαίει και τρελαινόμουν. Γι’ αυτό όταν πήγα στον Κουν, βρήκα τον πατέρα που έψαχνα.

Πώς αντέδρασε η μητέρα σας όταν κατάλαβε ότι θα γίνετε ηθοποιός;
«Να γίνεις αγόρι μου», μου λέει, «και θα ξαναπιάσω εγώ δουλειά». Γιατί τότε εγώ είχα φτιάξει ένα μικρό σαντουιτσάδικο και έβγαζα κάποια λεφτά. Είχα πάρει και βέσπα. Πέρασα στον Κουν, της λέω. «Πού πέρασες; Τι είναι ο Κουν;» μου λέει. Είναι ένας μεγάλος δάσκαλος, της λέω. «Τον ξέρεις;» μου λέει. Όχι, της λέω, δεν τον έχω γνωρίσει ακόμη. Πράγματι, όταν έδωσα εξετάσεις δεν τον γνώρισα γιατί τότε ανέβαζε κάτι παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν μου έφερε καμία αντίρρηση η μάνα μου. Μάλιστα αφού τελείωσα τη σχολή και άρχισα να παίζω, μου έδωσε τις οικονομίες της και μου είπε: «Πρέπει να πάρεις αμάξι». Τι να το κάνω το αμάξι; της λέω. «Να έρχεσαι, να με παίρνεις, να με πηγαίνεις καμιά βόλτα», λέει. Έτσι πήρα το πρώτο μου αμάξι, ένα φιατάκι.

Ήταν τότε κάτι μπαρμπάδες μου και έλεγαν στη μάνα μου: «Μην τον αφήσεις, θα γίνει πούστης» και τέτοια. Μπαίνω μια μέρα στο σπίτι και τους λέω: άντε γαμηθείτε, σηκωθείτε φύγετε από δω. Είχα μεγαλώσει πια, δεν φοβόμουν. Είχα πάει μέχρι και στα καράβια. Είχα αντρέψει πια και τους έβαλα τις φωνές: Δεν θα ξαναμιλήσει για μένα στη μάνα μου κανένας. Τέλος πάντων, τι τα θυμόμαστε αυτά τώρα. Ας μείνουμε στο ότι ο Κουν ήταν πατρική φιγούρα για μένα. Μου έδειχνε ζεστασιά. Του άρεσα σαν νέος ηθοποιός. Έκανα τα πάντα στο θέατρο. Μέχρι και τον φροντιστή. Δηλαδή το πρωί πήγαινα στη σχολή για τις πρόβες, το βράδυ παραστάσεις, και μετά έτρεχα στην Όθωνος για πάρω λεωφορείο που με άφηνε στο Εδέμ και από εκεί πήγαινα κάνα μισάωρο πάνω στην Αγία Βάρβαρα, προς το Μπραχάμι.

ΔΕΝ ΠΕΡΝΩ ΟΥΤΕ ΑΠ’ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ

Ποια ήταν η σημαντικότερη συμβουλή που σας έδωσε ο Κουν;
Να διαβάζεις. Μου έδινε συνέχεια βιβλία. Θυμάμαι να διαβάζω το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι στο λεωφορείο κι όταν κατέβαινα, επειδή δεν είχε φώτα, τρόμαζα μην τυχόν και με βρει ο αστυνόμος. Έτρεχα και έφτανα σπίτι λαχανιασμένος.

Ισχύει ότι από τότε που φύγατε από το θέατρο Κουν, δεν έχετε περάσει ούτε απ’ έξω;
Ναι, ούτε απ’ έξω. Άστο, είναι μεγάλη ιστορία.

Μα γιατί;
Υπήρχε πολύ μεγάλος φθόνος εκεί μέσα προς οποιονδήποτε είχε ταλέντο.

Φθόνος από ποιους;
Από το «κονκλάβιο». Σου μιλάω για τεράστιο πόλεμο. Με διαβάλλανε στον Κουν. Ήθελα να φύγω νωρίς, στα πέντε χρόνια, αλλά με κράταγε ο Κουν. Με ζητούσαν από αλλού αλλά δεν τσίμπαγα. Το κράταγα όμως μέσα μου όλο αυτό. Και όταν πέθανε ο Κουν, έφυγα. Κι ας με έγραψε κληρονόμο.

Υπάρχει αυτή η περιβόητη ιστορία με τη διαθήκη του Κουν.
Την τελευταία φορά που πήγα στο νοσοκομείο να δω τον Κουν, μου έδωσε ένα χαρτάκι. Θα πας, λέει, σπίτι και μέσα στο πορτοφόλι μου έχω 45.000δρχ για την κηδεία μου και ένα χαρτάκι που πρέπει να διαβάσεις. Μόλις πέθανε όντως πήγα στο σπίτι του. Θυμάμαι σαν τώρα το σκύλο του που είχε αγριέψει και άρχισε να μου γαβγίζει. Παίρνω το πορτοφόλι, το ανοίγω, βρίσκω τα λεφτά και πράγματι ένα απλό χαρτάκι που έγραφε με πολύ ψιλά γράμματα ότι αφήνει το θέατρο στον Γιώργο Λαζάνη, τον Μίμη Κουγιουμτζή και τον Γιώργο Αρμένη. Τρίτος ήμουν. Ο Λαζάνης τότε έμενε εκεί κοντά με μία κοπελιά, δεν έχει σημασία το όνομα της. Εκεί ήταν μαζεμένοι ήδη πολλοί για να συλληπηθούν τον Λαζάνη, τον Κουγιουμτζή και μένα. Έδωσα το χαρτάκι στον Λαζάνη και αμέσως άρχισε να κλαίει. Με παίρνει έξω ο πρόεδρος του θεάτρου, ο Βίκτωρ Μελάς, ένας Ηπειρώτης που με αγαπούσε πολύ και μου λέει: «Ο Κουν έχει κάνει διαθήκη με συμβολαιογραφική πράξη και αυτό το χαρτί μπορεί να ανατραπεί». Δεν ξέρω πόσο εύκολο θα ήταν γιατί το χαρτάκι είχε πάνω την υπογραφή του. Αλλά εγώ δεν θέλησα ούτε καν να πάω σε δικηγόρο. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που τώρα δεν περνάω ούτε απ’ έξω. Ποσώς με ενδιαφέρει. Όταν άρχισε να αρρωσταίνει ο Κουν, πέρασα πολύ άσχημα εκεί. Ανέβαινα ως ηθοποιός, συγνώμη κιόλας που το λέω έτσι, αλήθεια ντρέπομαι, αλλά ό,τι έκανα έλαμπε. Οπότε υπήρχε φθόνος. Ειδικά απ’ όταν άρχισα να σκηνοθετώ. Τέλος πάντων, δύσκολη κατάσταση. Φανταστείτε ότι έφυγα κι έμεινα δύο χρόνια άνεργος. Ευτυχώς η γυναίκα μου ήταν αεροσυνοδός και έπαιρνε καλά λεφτά, ειδικά σε σχέση με μένα που έπαιρνα ψείρες. Το τελευταίο φακελάκι που μας έδωσε ο λογιστής πριν πεθάνει ο Κουν ήταν 66.000 δρχ. Τέλος πάντων, η παρακαταθήκη του Κουν για το ελληνικό θέατρο δεν συζητιέται. Έφερε όλα τα σύγχρονα ρεύματα στην Ελλάδα, εκεί, στο «ιερό υπόγειο» όπως είχε γράψει ο Ψαθάς. Κάναμε ωραίες παραστάσεις. Και πολλές! Μπορεί να ανέβαιναν τρία έργα το χειμώνα και άλλα δύο το καλοκαίρι.

Η μεγαλύτερη παθογένεια του ελληνικού θεάτρου σήμερα ποια είναι κατά τη γνώμη σας;
Κοίταξε αγόρι μου, δεν ξέρω αν είναι παθογένεια, πάντως από τη μία έχεις την κάστα των επιχειρηματιών που έχουν δέκα-δεκαπέντε θέατρα ο καθένας κι από την άλλη πολύ μικρά θέατρα που φυτοζωούν. Γίνονται όμως ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτή την περίοδο κάνω κι εγώ φουλ πρόβες γιατί εκτός από το «Αυτή η νύχτα μένει», στις 13 Οκτωβρίου θα ανέβει ο «Μπακαλόγατος» στο Θέατρο Πειραιώς 131. Εγώ θα κάνω τον Παντελή, ο Ζουγανέλης τον Ζήκο.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Όσον αφορά τη σειρά, έχετε αντιληφθεί ότι από μόνη της η παρουσία σας στο trailer μέσα σε αυτό το σκοτεινό σκηνικό βαθιάς, λαϊκής νύχτας, έχει προκαλέσει μεγάλες προσδοκίες στο κοινό;

Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, περπατάω στο δρόμο και μου φωνάζουν «Ηλία ρίχτο». Πολλοί με φωνάζουν Τσετσένογλου, δεν ξέρουν καν το όνομα μου. Δεν με πειράζει. Τους χαιρετάω. Μ’ αρέσει που το ακούω.

Το ξέρετε ότι υπάρχουν και στο Facebook σελίδες Τσετσένογλου;
Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω από αυτά. Δεν βλέπεις τι κινητό έχω; (σ.σ. έχει με κουμπιά και μικρή οθόνη).

Γιατί πιστεύετε ότι έχει αγαπηθεί τόσο πολύ αυτός ο ήρωας;
Γιατί όλο αυτό που δείχνει άρχισε να φουντώνει με το ΠΑΣΟΚ. Έριχνε και ο Ανδρέας τις ζεϊμπεκιές του. Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλο μυαλό και εξωστρέφεια. Θυμάμαι ένα παλιό εξώφυλλο στον Ταχυδρόμο που ήταν ο Ανδρέας και διάφοροι γονατιστοί γύρω του να χειροκροτάνε και να σπάνε πιάτα. Από εκεί και πέρα πήρε θάρρος ο κόσμος. Θα πάω στα μπουζούκια, έλεγε ο άλλος, να ξεδώσω. Όλοι τέτοια θέλανε. Να αισθανθούν θεοί. Έλα μου όμως που μετά έπρεπε να πληρώσουν τα σπασμένα. Έπαθαν αυτό που έπαθα κι εγώ στο «Βιετνάμ»: κάηκα.

Στα γυρίσματα κοντέψατε να καείτε και κυριολεκτικά, έτσι δεν είναι;
Ναι, πήρα κάποιες φωτιές. Δεν φταίει ο Παντελής (σ.σ. Βούλγαρης). Εγώ φταίω. Στην αρχή από την παραγωγή βάζανε ουίσκι Cutty Sark. Κάναμε ένα σωρό πρόβες αλλά δεν άναβε. Πήρα λοιπόν ένα ντόπιο και με πήγε με το Datsun σε ένα παντοπώλη, τον ξυπνήσαμε στις 2 το βράδυ. Δώσε μου έξι μπουκάλια πράσινο οινόπνευμα, του λέω. Τα κόβω με το σουγιά και τα ρίχνω όλα πάνω μου. Εν τω μεταξύ έτρεμαν τα πόδια μου από την κούραση, ήμασταν ξάγρυπνοι. Με το που βάζω φωτιά και παίρνει η καμπαρντίνα σκέφτομαι: Αμάν, θα καώ! Άρπαξε αμέσως και το κοστούμι που ήταν νάιλον, κάηκαν λίγο και τα μαλλιά μου. Εντάξει, όμως, τα καταφέραμε.

Και με το παραπάνω, όπως αποδείχτηκε και από τη βράβευση σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1998.
Ο Παντελής είναι από τους πιο γλυκούς σκηνοθέτες. Είναι πολύ καλός. Όσο για το βραβείο, ναι μεν το πήρα, αλλά γράφει απλώς «Βραβείο Α΄ Ανδρικού Ρόλου». Ούτε ποιος το πήρε γράφει, ούτε για ποια ταινία. Τώρα το έχω κολλημένο κάπου στην κουζίνα, το βλέπω καμιά φορά όταν μαγειρεύω. Παλιότερα το είχα κολλημένο στο μπάνιο αλλά έπεσε γιατί είχε υγρασία.

Δεν δίνετε δηλαδή σημασία σε αυτά.
Όχι, αγάπη μου, γιατί να δώσω; Εγώ θέλω να κάνω τη δουλειά μου και να πληρώνομαι γι’ αυτή. Με τα λεφτά που πήρα από αυτή την ταινία άλλαξα αμάξι, γιατί είχα ένα παλιό και έτσι όπως το φορτώναμε με τη γυναίκα μου για να πάμε στο Πήλιο, άρχισε να βγάζει καπνούς στα διόδια. Πεταχτήκαμε έξω και τρέχαμε με τον γιο μου στην αγκαλιά. Πάντως θυμάμαι τη μέρα που έμαθα για το βραβείο. Ήμουν εδώ μέσα, φτιάχναμε ακόμη το πρώτο θέατρο τότε, πίναμε ουίσκι και τρώγαμε φιστίκια. Ξαφνικά με πήρε τηλέφωνο η γυναίκα μου και μου το είπε. Χαρήκαμε όλοι πολύ. Κάποτε, ξέρεις, ο Τάσος Ζωγράφος, ένας αγαπημένος μου άνθρωπος και σπουδαίος σκηνογράφος, μου είπε το εξής: «Γιώργο, τώρα που πήρες βραβείο, άμα δεις να σου ξανακάνουν ταινία, σφύρα μου, όταν παίρνει βραβείο Έλληνας ηθοποιός, μετά τον ξεχνάνε». Λίγο πολύ αυτό έγινε.

Σας φώναξε όμως ο Αγγελόπουλος για το «Λιβάδι που δακρύζει».
Όντως, μου είπε ότι θα παίξω 21 μέρες, οπότε ήθελε να μου δώσει γύρω στο 1.000.000 δρχ. Του ζήτησα 5. «Πολλά είναι για 21 μέρες, ποιος νομίζεις ότι είσαι;» μου λέει. Ο Γιώργος ο Αρμένης, λέω στον Θόδωρο, τον οποίο ήξερα από πολύ παλιά, πριν καλά καλά κάνει ταινίες. Κάναμε παρέα εδώ στα Εξάρχεια. Τελικά μου λέει εντάξει. Πάμε πάνω, ξεκινάμε τα γυρίσματα, ώσπου άρχισαν να ξημερώνουν μέρες με ήλιο. «Πάλι μια κακή μέρα γαμώ το κέρατό σας!» φώναζε ο Αγγελόπουλος. Ξαφνικά αποφασίζει να σταματήσει την ταινία. Άλλο που δεν ήθελα εγώ, έπαιζα κιόλας τον «Θείο Βάνια» εδώ στην Αθήνα. Μετά από έξι μήνες με παίρνει τηλέφωνο. «Έλα Αρμένη, ξεκινάμε», μου λέει. Τι ξεκινάμε; του λέω, αφού τελείωσαν τα γυρίσματα. Εγώ είχα πάρει περίπου τα μισά χρήματα. Δεν θέλω να το κάνω, του λέω. Αλήθεια, είχα υποφέρει εκεί πάνω. «Μα έχουμε γυρίσει ένα σωρό σκηνές μαζί σου», λέει. Και τι φταίω εγώ, του λέω, αφού είπες ότι σταματάει η ταινία. Μη στα πολυλογώ, πήγα στο γραφείο του και τα βρήκαμε γιατί μου είπε ότι θα έστελνε στη σχολή μου τον Νίκο Πουρσανίδη και την Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Τα παιδιά ήταν πρωτοετείς στο Εθνικό, φεύγοντας το έχασαν για πάντα, δεν μπορούσαν να ξαναμπούν. Τα έστειλε λοιπόν σε μένα λέγοντας ότι θα πληρώσει ο ίδιος τα δίδακτρα τους. Ήρθε μια φορά και έδωσε πέντε φράγκα και μετά δεν ξαναπάτησε.

Στη δουλειά ήταν δύσκολος ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;
Πάρα πολύ. Καλά έκανε όμως. Είχε τη δική του εικόνα, τη δική του γραφή, τη δική του συνθήκη.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Για να επιστρέψουμε στο «Αυτή η νύχτα μένει». Υπάρχει και για εσάς, όπως και για τον κόσμο, η αίσθηση ότι επιστρέφετε στον πιο χαρακτηριστικό σας ρόλο;
Όταν μου περιέγραψαν τα παιδιά που γράφουν τη σειρά ότι αυτός ο τύπος είναι ένα μούτρο της νύχτας, δεν σου κρύβω ότι σκέφτηκα τον Παντελή τον Βούλγαρη, μην τυχόν του φανεί κάπως. Όσο για μένα, δεν καίγομαι να παίξω τον Τσετσένογλου πάλι. Θέλω να κάνω κάτι άλλο. Το είπα αυτό στα παιδιά της σειράς και το σεβάστηκαν. Υπάρχουν προφανώς κοινά σημεία με τον Τσετσένογλου. Δηλαδή και το σίριαλ πιάνει όλο αυτό το κλίμα με τα θαλασσοδάνεια, τα πακέτα από την Ευρώπη κλπ. Ο Τσετσένογλου είχε πάρει λεφτά από το πακέτο Ντελόρ για να κάνει εργοστάσιο επίπλων στο Κιλκίς, αλλά τα έτρωγε στα μπουζούκια και καταστράφηκε. Μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι σώνει και καλά καταστρέφουν κόσμο αυτά τα κέντρα, δεν τα κατηγορώ. Τέλος πάντων ανυπομονώ για τη σειρά, είναι πολύ καλογραμμένη. Το μόνο που ζήτησα από τα παιδιά είναι να μην είναι φλύαρος ο ήρωας μου. Όπως δεν ήταν και ο Τσετσένογλου. Αν θυμάσαι καλά, δεν είχα πολλά λόγια στο «Όλα είναι δρόμος». Έβγαζα το συναίσθημα με τα μάτια μου. Γι’ αυτό με πήρε μετά ο Αγγελόπουλος. Είσαι κοντός, είσαι έτσι, είσαι αλλιώς, μου λέει, σε παίρνω όμως για το βλέμμα σου. Και τα μουλάρια έχουν βλέμμα, του λέω, γιατί δεν παίρνεις ένα μουλάρι;

Το ξεκίνημα της σειράς σχεδόν συμπίπτει με τα γενέθλιά σας στις 18 Οκτωβρίου. Πώς νιώθετε τώρα που κλείνετε τα 80;
Υπέροχα. Δεν φοβάμαι το θάνατο. Ξέρω τι πρέπει να γίνει. Έχω αφήσει οδηγίες στο γιο μου να με κάψει. Ξέρω πού θα πάω.

Θρησκευτική ή πολιτική κηδεία έχετε επιλέξει;
Μάλλον θρησκευτική. Δεν επιτρέπεται με αποτέφρωση; Σάμπως με νοιάζει κιόλας; Πεθαμένος θα είμαι.

Πόσο συχνά αναπολείτε σήμερα τη νιότη σας;
Ήταν τόσο άσχημα όλα αυτά που πέρασα, αγόρι μου, που δεν αντέχω να τα σκέφτομαι, δεν μπορώ να πηγαίνω πίσω. Το καλοκαίρι που δεν πήγα στο Πήλιο -τι να πάω να κάνω μόνος μου τώρα που πέθανε η γυναίκα μου- όποτε σκεφτόμουν κάτι τέτοιο, έκλαιγα. Χωρίς να το θέλω, μου φεύγανε δάκρυα. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι θα ήθελα να τελειώσω όρθιος. Ίσως όχι παίζοντας. Όρθιος, αλλά όχι πάνω στη σκηνή. Μην λερώσω τη σκηνή, κρίμα είναι.

Σας ευχαριστεί που οι νεότεροι συνάδελφοί σας αντιμετωπίζουν με δέος;
Τους ευχαριστώ από την καρδιά μου. Αν μη τι άλλο δεν έχω δώσει δικαιώματα για να με βρίσει κανείς.

Η σειρά «Αυτή η νύχτα μένει» του Alpha, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου, σενάριο Ιωάννας Κανελλοπούλου και Γιώργου Μακρή, με πρωταγωνιστές τους Βασίλη Μπισμπίκη και Γιάννη Στάνκογλου, θα κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 10/10 στις 22:40.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα