24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΚΑΡΑΝΙΚΑΣ: “ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΩΝΙ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΜΠΙΝΓΚ ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ”

Ο Νίκος Καρανίκας θυμάται το καυτό καλοκαίρι που πρωτογνώρισε τον υπουργό “Αναπτύξεως” της “κυβερνήσεως”.

Δεν γνωριστήκαμε τώρα με τον Άδωνι. Η ιστορία μας πάει πολλά χρόνια πίσω, από εκείνο το καλοκαίρι του ‘94 στη Γαύδο.

Θυμάμαι ένα σγουρομάλλικο αγόρι να τριγυρνάει στην παραλία του Άη Γιάννη και να αναζητά βοήθεια για να στήσει τη σκηνή του. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκε μπροστά μου, ημίγυμνος, με μόνο ένα γαλάζιο σπίντο να κρύβει τη γύμνια της νιότης του, και να λάμπει στο φως του μεσημεριανού ήλιου σαν αρχαίος θεός.

Μαγικό θέαμα, ακόμα και η κοπέλα μου ρύγισε, ένιωσα τα νύχια της να διαπερνούν το μπράτσο μου.

Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα, στεκόταν ακριβώς πίσω από αυτόν τον τύπο. Μασουλούσε έναν λουκουμά.

Οι ιδρωμένες τρίχες γύρω απ’ τον αφαλό του λαμπύριζαν στο φως και ενώνονταν με το τριχωτό του στέρνο. Όλη αυτή η μαλλιαρή πανδαισία συνέχιζε μέχρι τους ώμους, εκεί αραίωνε για λίγο σε μερικές διάσπαρτες κατσαρές τρίχες, ώσπου να πάρει και πάλι τα πάνω της και να κατηφορίσει στην πλάτη του, δημιουργώντας μία φυσική κουβέρτα, ένα τρίχωμα που όμοιο του δεν έχει εμφανιστεί ξανά στα ελληνικά ύδατα.

Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο.

“Γεια σου, με λένε Σπυρίδωνα αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Άδωνι”, στρίγκλισε.

“Ε χεστήκαμε τώρα, τι μας το λες;”, του απάντησα ευγενικά.

“Σκέφτηκα μήπως θα μπορούσες να μας βοηθήσεις με τις σκηνές. Είμαστε εδώ με τις ξαδέρφες μας και δεν έχουμε ιδέα πώς να τις στήσουμε”.

Ήθελα να αρνηθώ, ποιος άνθρωπος πάει διακοπές με τις ξαδέρφες του αλλά μετά σκέφτηκα “ναι, ακριβώς αυτός ο άνθρωπος πάει διακοπές με τις ξαδέρφες του”.

Τους ακολούθησα. Είχαν αφήσει τα πράγματά τους κάτω από ένα δέντρο και πάλευαν να στήσουν τα πασαλάκια. Τους λυπήθηκε η ψυχή μου. Αναρωτιόμουν τέσσερα άτομα σαν αυτά τι δουλειά είχαν στη Γαύδο, τι το ‘θελαν το ελεύθερο κάμπινγκ.

Γρήγορα όμως θα καταλάβαινα.

Όταν τελειώσαμε το στήσιμο κι έκατσα λίγο στη σκιά ενός θαλασσόδεντρου για να απολαύσω το τσιγάρο μου, είδα τον Άδωνι να σκουντάει πονηρά τον φίλο του.

“Και για πες μου, ‘φίλε’, πώς διασκεδάζετε εδώ τα βράδια; Πώς φτιάχνετε.. κεφάλι;”.

“Καμιά κιθάρα, καμιά μπύρα, τέτοια”, του απαντάω αδιάφορα.

“Μόνο”, μου λέει;

“Μόνο”, του λέω.

“Δεν καπνίζετε δηλαδή τσιγάρα που να βάζετε μέσα μαριχουάνα;”, με ρωτάει κλείνοντας μου το μάτι. “Έλα, μίλα ελεύθερα. Αφού είναι και πολύ πρώτο, έτσι δεν είναι; Είναι μία συνήθεια των νέων που τους κάνει να αισθάνονται πολύ κουλ”.

“Μπα…”.

“Δεν σκαρώνετε δηλαδή κανένα τσιγαριλίκι;;;”, επέμεινε. “Έτσι σκέτα τα ακούτε τα κομμουνιστικά τραγούδια;”.

Ήταν η χειρότερη προσέγγιση ασφαλίτη που μου είχε τύχει ποτέ. Πραγματική θλίψη. Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.

Τις επόμενες ημέρες τους χάζευα να τριγυρνούν στην παραλία και να κάνουν αντίστοιχες ερωτήσεις σε ανυποψίαστους πιτσιρικάδες. Δεν άργησαν να καταντήσουν το ανέκδοτο του νησιού. Σκεφτόμουν πόσο κρίμα να περιοριστεί σε μια παραλία το ταλέντο αυτού του ανθρώπου και να μη γίνει το ανέκδοτο μίας ολόκληρης χώρας.

Η ζωή ευτυχώς θα έκανε το χρέος της.

Αργότερα θα μάθαινα ότι εκείνο το καλοκαίρι απλώς παρίστανε τον ασφαλίτη. Ναι, ο φίλος του και οι “ξαδέρφες” του ήταν πράγματι αστυνομικοί, αλλά ο ίδιος απλώς έψαχνε μια δουλειά για το καλοκαίρι, κάτι για να βγάζει το χαρτζιλίκι του.

Την επόμενη χρονιά θα επέστρεφε μόνος του στο νησί πουλώντας βιονικά νανοσωσίβια, και αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα προτού αρχίσει να μοσχοπουλάει βιβλία του Πλεύρη στην τηλεόραση.

Δεν τη φοβήθηκε ποτέ του τη δουλειά και γι’ αυτό έφτασε εκεί που έφτασε. Συνέχισε να μας χαρίζεις έμπνευση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα