RAINCOAL

ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ: ΠΩΣ ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΑ ΜΗΝ ΓΥΡΙΣΤΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Η πρωταγωνίστρια Έλενα Τοπαλίδου, ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης κι ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Κουτσαλιάρης αφηγούνται στο Magazine το making of μιας no budget ελληνικής ταινίας που σάρωσε τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Για κάτι λίγες στιγμές, εκεί λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, όλοι είχαν πιστέψει πως η ταινία μπορεί και να μην γυριζόταν ποτέ.

Πίσω στο ξενοδοχείο μετά από μια δύσκολη μέρα γυρίσματος, η ολιγομελής ομάδα πίσω από τα Μαγνητικά Πεδία έχει αράξει για να γιορτάσει άλλη μια μέρα που έφτασε στο τέλος της. Έτσι πρέπει να έμοιαζαν τα πράγματα, όταν μιλάμε για μια ταινία που γυρίζεται δίχως μπάτζετ, με δύο κάμερες των 200 ευρώ, με δύο ηθοποιούς και με ένα συνεργείο λίγων ατόμων, στην υπό καθεστώς καραντίνας εορταστική περίοδο: Κάθε μία από τις 10 -11 μέρες γυρισμάτων, θα έμοιαζε με ένας μικρός θρίαμβος.

Τα Μαγνητικά Πεδία θα έφταναν σχεδόν ένα χρόνο μετά να γίνουν η απόλυτη χοτ ταινία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με ένα σωρό μεγάλα βραβεία και αποτελώντας τον τίτλο που στα πηγαδάκια όλοι συζητούσαν. Όμως, ναι. Εκείνο το βράδυ, ένα από τα τελευταία πριν εκπνεύσει το 2020, μάλλον οι πάντες πίστεψαν για μια στιγμή πως η ταινία ίσως είναι στον αέρα.

Έχουν μόλις γυρίσει μια πολύωρη σκηνή σε μια κορυφή της Κεφαλονιάς, με το κρύο να έχει σχεδόν παραλύσει την πρωταγωνίστρια Έλενα Τοπαλίδου, και κατά την επιστροφή στο ξενοδοχείο μια μεγάλη έκπληξη τους περίμενε.

Γιώργος Γούσης, σκηνοθέτης: Είναι η 4η-5η μέρα γυρίσματος και κάνουμε αυτή τη σκηνή, 2-3 ώρες εκεί πάνω, μιλάμε για αδιανόητο κρύο.

Έλενα Τοπαλίδου, ηθοποιός: 6 ώρες ήμασταν! Φορούσα τρεις μπλούζες, τέσσερα καλσόν, απίστευτο κρύο.

Γούσης: Κάποια στιγμή έρχεται ο Αντώνης [σσ. Τσιοτσιόπουλος, πρωταγωνιστής] και μου λέει ότι η Έλενα δεν αντέχει άλλο το κρύο.

Τοπαλίδου: Ήμουνα μπλε!

Γούσης: Τελειώνουμε τη σκηνή κι είμαστε απλά ευτυχισμένοι που φύγαμε από εκεί.

Γιώργος Κουτσαλιάρης, διευθυντής φωτογραφίας: Επίσης είναι η πρώτη μέρα που τελειώνουμε ενώ έχει ακόμα φως. Δηλαδή κατεβαίνουμε κάτω και βλέπουμε ηλιοβασίλεμα, χαιρόμαστε όλοι που θα πάμε στο ωραίο μας ξενοδοχείο.

RAINCOAL

Γούσης: Κάνουμε ζεστό ντους, παραγγέλνουμε σουβλάκια, τρώμε, μια χαρά όλοι ευτυχισμένοι…

Κουτσαλιάρης: …και βάζουμε να δούμε το υλικό, όπως κάθε μέρα.

Γούσης: Κι είναι αυτή η σκηνή, που η κασέτα παίζει ένα δευτερόλεπτο, δεύτερο δευτερόλεπτο και μετά μπλε. Μπλε. Όλη η κασέτα δείχνει ένα μπλε στην οθόνη. Κι εμείς έχουμε παγώσει όλοι.

Τοπαλίδου: Εκτός από μένα που δεν ξέρω γιατί είναι πρόβλημα που δείχνει μπλε. [γελάνε] Ο Γιώργος έγειρε, οι άλλοι δεν μιλούν, τίποτα εγώ. Ο Αντώνης πάει έξω να κάνει τσιγάρο, πάω και του λέω, Τι έγινε; Μου λέει: Απλά δεν τράβηξε η κάμερα τίποτα.

Γούσης: Πέφτει νεκρική σιωπή. Και δεν ξέρει κανείς τι φταίει, γιατί δεν φταίει κανείς. Και το βασικότερο, χάνουμε την εμπιστοσύνη στην κάμερά μας. Από αύριο, τι θα κάνουμε;

RAINCOAL

Ο Κουτσαλιάρης εξηγεί πως είχαν δύο ίδιες κάμερες, ένα παλιότερο μοντέλο των 200 ευρώ. Ήδη η προηγούμενη τους είχε προδώσει, βγάζοντας γκλιτσαρίσματα σε κάποιες σκηνές. Ίσως η υγρασία, ίσως η παλαιότητα του μοντέλου, η ουσία είναι πως ξαφνικά, πέραν του ότι χάθηκε μια ολόκληρη μέρα υλικού, για τη δημιουργική ομάδα το μεγάλο πρόβλημα ήταν τελικά άλλο: Πώς συνεχίζεις, αν δεν ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι τραβάει η κάμερα; Αν τραβάει τα πάντα με γραμμές, με χιόνια, ή απολύτως καθόλου;

Η ταινία ξεκινά με πλάνα μέσα από ένα αυτοκίνητο σε ένα road trip προς την Κεφαλονιά. Είναι το ταξίδι που έκαναν οι Γιώργηδες (Γούσης, σκηνοθέτης και Κουτσαλιάρης, διευθυντής φωτογραφίας) και γράφουν κομμάτια της διαδρομής ώστε να εμφανιστούν στην ταινία σαν να επρόκειτο για τη διαδρομή των χαρακτήρων. Το ταξίδι το κάνουν με το ίδιο το αυτοκίνητο της ταινίας, το οποίο παίζει κεντρικό ρόλο στις μετακινήσεις και, τελικά, στην ίδια την ιστορία των δύο κεντρικών ηρώων– δύο ανθρώπων που απλώς συναντιούνται χωρίς να γνωρίζουν τίποτα ο ένας για την άλλη, κι απλώς κάνουν βόλτες, άσκοπα, διαπιστώνοντας πως τελικά είναι πολλά αυτά που τους ενώνουν, κι ας μην μοιάζουν σε τίποτα.

Η δυσκολία εδώ ποια ήταν; Οι μετακινήσεις χωρίς ειδική άδεια, εν καιρώ λοκντάουν, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολες. «Είπαμε μήπως πάμε με αυτοκίνητο και θα λέγαμε ότι πάμε σε κηδεία», λέει γελώντας η Έλενα Τοπαλίδου. «Τελικά κατάφερα και βγάλαμε άδεια, αλλά λέγαμε ότι αν για κάποιο λόγο κάτι πάει στραβά, θα πούμε ότι πάμε σε μια κηδεία όλοι μαζί», εξηγεί ο Γούσης. «Εγώ ταξιδεύω συνοδηγός κι έχω μια κατασκευή με σίδερα μπροστά μου στην οποία έχω δέσει την κάμερα για να γράφει τον δρόμο σταθερά», συμπληρώνει ο Κουτσαλιάρης την κάπως σουρεάλ εικόνα του πληρώματος.

Στο δρόμο τους σταματάνε αστυνομικοί κάθε φορά που φτάνουν σε διόδια, επειδή απαγορευόταν να βγεις από την πόλη. Είχαν την άδεια και την έδειχναν. «Κάθε φορά μας κοίταζαν με περιέργεια και λέγανε, α, ταινία κάνετε; τέλεια», όλοι ενθουσιάζονταν, θυμάται ο Γούσης. Στα τελευταία διόδια πριν την Πάτρα πετυχαίνουν έναν πολύ αυστηρό ελεγκτή. «Τι είναι αυτό», τους λέει δείχνοντας το σύστημα υποστήριξης της κάμερας. «Απαγορεύεται αυτό, είναι επικίνδυνο». Του εξηγούν ότι γυρίζουν μια ταινία και του δείχνουν την άδεια. Την κοιτάει αυτός και λέει «Αυτό είναι άδεια για Κεφαλονιά, δεν είναι για εθνική οδό, λύστε το».

Στη συνέχεια προσπαθούν να τον πείσουν ότι δεν τρέχει κάτι και αυτός θυμωμένος τους ζητάει την άδεια κυκλοφορίας, μόνο που η άδεια έχει βγει για το λευκό αμάξι, ενώ τώρα έχει βαφτεί ροζ και μαύρο για τις ανάγκες της ταινίας. «Λέω, την γαμήσαμε, θα τελειώσει αυτό πριν καν αρχίσει», σκεφτόταν ο Γούσης. Του πέρασε από το μυαλό να πάει να τον πιάσει στο φιλότιμο, να του το πει από μόνος του. Τελικά επιλέγει να το αφήσει στη μοίρα. Κοιτάει λοιπόν την άδεια ο πολύ τυπικός ελεγκτής, και μάλλον για κάποιο λόγο απλώς δεν πρόσεξε το χρώμα του οχήματος που αναγραφόταν.

«Την παίρνω, την βάζω στην κωλότσεπη και φεύγω», λέει γελώντας ο σκηνοθέτης. «Σκέφτομαι, αφού σωθήκαμε τώρα, θα σωζόμαστε σε όλη την ταινία. Και πραγματικά, με κάποιο μαγικό τρόπο, σωζόμαστε όντως μετά σε όλη τη διάρκεια της ταινίας».

RAINCOAL

Πίσω στο φουαγιέ στην Κεφαλονιά, λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά του ‘21.

Είναι όλα μπλε.

Κουτσαλιάρης: Φρίκη, τόση ανασφάλεια σε γύρισμα δεν έχω ξαναπεράσει στη ζωή μου. Αρχίζουμε και ψάχνουμε για ώρες σε όλες τις κασέτες που είχαμε γράψει ήδη. Τις βάζαμε και τις ξαναβλέπαμε μήπως έχει συμβεί κι αλλού. Πάνω στον πανικό κάποιες κασέτες δεν γύρισαν σωστά, γενικώς μια καταστροφή.

Γούσης: Εγώ σκέφτομαι μέσα μου, πού θα χωρέσει αυτή η μέρα; Πώς θα την ξανακάνουμε; Πώς θα τους πω να πάμε ξανά εκεί που είχε απίστευτο κρύο; Ο Κουτσαλιάρης ψυχανεμίζεται λίγο το κλίμα που επικρατεί, σαν να διαβάζει τις σκέψεις μας και λέει κάτι κομβικό: «Παιδιά, γι’αυτό ήρθαμε όμως ως εδώ εξαρχής. Ήρθαμε να ψάξουμε προβλήματα και μόλις βρήκαμε το βασικό πρόβλημα της ταινίας. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε». Εκείνη την ώρα αυτό έδωσε μεγάλο θάρρος στην ομάδα, αλλα γι’ αυτόν άρχιζε ο εφιάλτης.

Κουτσαλιάρης: Από την επόμενη μέρα, κάθε σκηνή που γυρίζουμε, την βγάζω από την κάμερα, τη βάζω σε ενα μηχάνημα και την γυρνάω πίσω, βλέπω αν έχει γράψει, και μετά η κασέτα ακυρώνεται. Οπότε εκτός της διαδικασίας, τώρα ξαφνικά έχουμε ένα σωρό κασέτες 60 λεπτών που γράφουμε 10 λεπτά στην κάθε μία.

RAINCOAL

Γούσης: Παίρνουμε το φίλο μας το Φοίβο στην Αθήνα…

Κουτσαλιάρης: Και μας στέλνει ένα κουτί παπούτσια γεμάτο κασέτες, γιατί πλέον οι κασέτες που έχουμε δεν μας φτάνουν. Άγχος να έρθει το κουτί, άγχος αν υπάρχουν τόσες κασέτες διαθέσιμες, και πλέον υπάρχει ο εφιάλτης του ότι τσεκάρω τα πάντα συνέχεια.

Γούσης: Και ξέροντας ότι την τελευταία μέρα θα τραβήξουμε μια κομβική σκηνή που πρακτικά δεν ήταν δυνατόν να γυριστεί δεύτερη φορά, θα ήταν μια κι έξω. Που ό,τι κι αν συμβεί εκεί, δε θα μπορούμε να το ξανακάνουμε.

Κουτσαλιάρης: Οπότε πλέον αφήνουμε την κάμερα να γράψει λίγο, βλέπουμε ότι έχει γράψει και μετά ξαναβάζουμε την κασέτα στην κάμερα, αφήνουμε ένα λεπτό κενό χρόνο για σιγουριά, και μετά γράφουμε πάλι. Μές στη μέρα το έκανα αυτό 8-10 φορές. Σε κάθε σκηνή!

Γούσης: Βέβαια προκύπτει το εξής: Τη δεύτερη μέρα που πάμε για να ξανακάνουμε στο βουνό την σκηνή που χάσαμε, είναι πλέον πολύ καλύτερη από την πρώτη! Ούτε τόσο κρύο έκανε, κι επίσης ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε.

Τοπαλίδου: Κι επίσης εννοείται πως αμέσως συμφωνήσαμε όλοι να το ξαναπάμε, δεν υπήρχε κανείς που είπε όχι ρε παιδιά.

Γούσης: Η Έλενα με περίσσιο θάρρος λέει, εντάξει, αφού τώρα ξέρω τι κρύο κάνει, μπορώ να το αντιμετωπίσω!

RAINCOAL

H Τοπαλίδου κι ο Τσιοτσιόπουλος φτάνουν στο νησί με το αεροπλάνο ένα μεσημέρι γύρω στις 12, και μια ώρα μετά ήδη ξεκίναγε η πρώτη λήψη. Εκείνη τη μέρα θα έπρεπε λογικά να νιώθουν κάπως χαμένοι, όσο χαμένες ψυχές είναι κι οι δύο quirky χαρακτήρες που παίζουν στην ταινία. Ένας άντρας και μια γυναίκα που δεν ξέρουν καν τι είναι αυτό που αναζητούν κι απλώς… βρίσκονται. Εκεί. Την ίδια στιγμή. Ο ένας στην τροχιά της άλλης. Και αυτό το ταξίδι δίχως προορισμό, το συνεχίζουν μαζί.

Την πρώτη βραδιά, στην «διάσημη ταβέρνα του Κούτουπα, με την αδιανόητη κρεατόσουπα» και «γίδα βραστή, μέσα σε μια αδιανόητη πίτα», οι Τοπαλίδου και Τσιοτσιόπουλος γυρίζουν την πρώτη σκηνή που μοιράζονται οι χαρακτήρες τους. Σε ένα εστιατόριο, να τρώνε, να συνδέουν τις αμήχανες σιωπές τους. Η Τοπαλίδου εξηγεί πως με τον Τσιοτσιόπουλο γνωρίζονταν, είχαν κάνει μαζί και μια μικρού μήκους. «Η σχέση που έχω με τον Τσιοτσιόπουλο είναι αυτή που βλέπεις στην ταινία», γελάει η Τοπαλίδου. «Και τώρα άμα συναντηθούμε, είναι σα να συνεχίζεται η ταινία». Αλλά εκείνη τη στιγμή, πολύ απλά, δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Η ώρα περνάει, είναι εκεί μιάμιση ώρα, είναι όλοι κουρασμένοι, είναι νύχτα, το συνεργείο αρχίζει να εκνευρίζεται κιόλας. «Σκέψου κανείς δεν καταλαβαίνει τι κάνουμε. Ούτε εμείς καταλαβαίνουμε», γελάει ο Γούσης. «Όταν το συνεργείο καταλάβει τι συμβαίνει και κάνουμε κάτι που αρέσει σε όλους, τότε οι πάντες αρχίζουν να θυσιάζονται, αλλά εδώ είμαστε στην πρώτη μέρα και δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς κάνουμε. Σου λέει ο άλλος, θα πάνε οι δέκα μέρες έτσι; Θα τραβάμε… τι ακριβώς θα τραβάμε;» Όμως αυτό το vibe είναι που τελικά στηρίζει όλο το θεώρημα του φιλμ. «Η σκηνή έχει μια τρομερή αμηχανία κι αυτό γίνεται μέρος της ταινίας», καταλήγει.

«Μια μέρα πριν πάω στην Κεφαλονιά ρωτάω τον Γιώργο, “και τι θα λέω;;”», θυμάται η Τοπαλίδου. «Φοβόμουν ότι θα μου μιλάει ο Αντώνης και δε θα του απαντάω τίποτα. “Μπορεί να μην σκεφτώ να πω ΤΙΠΟΤΑ!”. Μου λέει ο Γιώργος, “θα βρεις κάτι να πεις”. Κι άμα δεν βρω;»

RAINCOAL

RAINCOAL

RAINCOAL

RAINCOAL

Η ιδέα, λέει ο Γούσης, είναι ότι αυτοί είναι δύο άνθρωποι τόσο άγνωστοι μεταξύ τους που ακόμα και να υπήρχαν αμήχανες σιωπές ήταν πολύ πιστευτό κομμάτι των χαρακτήρων. Αυτή η φυσικότητα, ο αυτοσχεδιασμός μέσα σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο, είναι πολύ βασικό κομμάτι της επιτυχίας της ταινίας. Υπάρχουν κάποιες βασικές θεματικές που τίθενται κάθε φορά, και κάποιες σημαντικές πληροφορίες για την πλοκή που έπρεπε να αναφέρουν, και γύρω από αυτές θα συζητούν ό,τι τους έρθει– σημαντική λεπτομέρεια εξάλλου πως οι Τοπαλίδου και Τσιοτσιόπουλος αναγράφονται ως συν-σεναριογράφοι της ταινίας μαζί με τον Γούση.

Υπάρχουν σκηνές της ταινίας που οι δυο τους δεν λένε τίποτα. Υπάρχουν σκηνές που παίζουν με ό,τι τους προσφέρει ο χώρος. Άλλες φορές η Τοπαλίδου αρχίζει να τραγουδά, όπως σε ένα σημείο που τραγουδά Πουλόπουλο και ομολογεί γελώντας πως «μπορεί να είναι και η μόνη φορά στη ζωή μου που έχω πει αυτό το τραγούδι… είναι που φοβόμουν ότι δε θα μου έρθει κάτι να πω!». Μια άλλη σκηνή στην οποία τραγουδά το Stop της Sam Brown γεννά έναν ολόκληρο αυτοσχεδιαστικό διάλογο που ακολουθεί.

Μια από τις πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας κοιτάζει τους δύο ηθοποιούς από μακριά. Είναι η τυχαία επανένωσή τους, η οποία διαρκεί για το υπόλοιπο του φιλμ. «Αυτή είναι μια σκηνή που εφευρίσκουμε και την τραβάμε σφήνα σε ένα διάλειμμα, όσο τραβάμε μια άλλη σκηνή γιατί η σκηνή της επανασύνδεσής τους που είχαμε γυρίσει την πρώτη μέρα ήταν αποτυχία και την είχαμε πετάξει», λέει ο Γούσης. Η εν λόγω αρχική σκηνή, μια συνάντηση της Τοπαλίδου σε ένα καφέ με μια άλλη παρέα την οποία βαριέται μέχρι που περνά τυχαία ο Τσιοτσιόπουλος, δεν λειτουργούσε καθόλου.

RAINCOAL

RAINCOAL

Αντ’αυτού, βρήκαν ένα ωραίο σημείο που τους άρεσε και έκαναν απλά μια μακρινή λήψη, μια σκηνή πολύ πιο αφαιρετική σε σχέση με την αρχική. «Η ταινία είναι δομημένη ως κάτι που ακολουθεί δύο ανθρώπους σε ένα τοπίο, οπότε τελικά δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω». Γίνεται η λήψη, και επειδη κινηματογραφούν από μεγάλη απόσταση, κανείς πλην του Γούση δεν ακούει τι λένε μεταξύ τους οι ηθοποιοί στη σκηνή. «Η οδηγία προς την Έλενα ήταν πως θα έρθει ο Αντώνης και θα σου πει ότι δεν φτιάχτηκε το αμάξι του και εσύ “απλά ψήστον να φύγετε”».

«Κι εγώ του είπα, πάμε γιατί δεν έχω τι να κάνω και θέλω να πω μερικά τραγούδια να τα ακούσει κάποιος», συμπληρώνει η Τοπαλίδου.

Η σκηνή ήταν τέλεια.

RAINCOAL

Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Το φουαγιέ του ξενοδοχείου που μένουν, το έχουν μετατρέψει σε μπαρ για τις ανάγκες μιας σκηνής. Οι ηθοποιοί και το συνεργείο περνάνε καλά κι αυτό αρχίζει να βγαίνει στην οθόνη. Το πλάνο είναι να τελειώσουν το γύρισμα στις 23.30, να κάτσουν να φάνε, να κάνουν αλλαγή του χρόνου, και να κοιμηθούν αμέσως μετά τις 12 γιατί την επόμενη μέρα ακολουθούσε η τελευταία μέρα γυρίσματος με εγερτήριο στις 6 το πρωί.

Στην τελευταία σκηνή που γυρίστηκε πριν την αλλαγή του χρόνου, το αλκοόλ που ρέει πλέον είναι αληθινό, κι η Τοπαλίδου πάει στο πιάνο. Ο Γούσης θυμάται τον Δημήτρη Μανουσάκη που έχει ξαπλώσει κάπου διακριτικά με το κινητό του και τραβάει τη σκηνή. «Του λέω, τι τραβάς;, και μου απαντάει ψιθυριστά, “μου αρέσει που τραγουδάει”». Η Τοπαλίδου το θυμάται με συγκίνηση κι αρχίζει να μουρμουράει μελωδικά:

Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις.

«Το καταλαβαίναμε όλοι ότι αυτή η σκηνή είναι τρομερά φορτισμένη», λέει ο Γούσης.

Λίγες ώρες μετά, πρώτο ξημέρωμα του 2021. Πρώτα γυρίζεται μια σκηνή σε μια γκρεμισμένη γέφυρα, η οποία δεν ήταν στον αρχικό σχεδιασμό της ταινίας, παρά εμφανίζεται αφού ένας β΄ρόλος, μη επαγγελματίας ηθοποιός, κλέβει τόσο πολύ την παράσταση στη μία του αρχική σκηνή, που ανάγκασε τους δημιουργούς να σκαρώσουν επί τόπου την επιστροφή του.

Αλλά αυτό το ευχάριστο διάλειμμα ακολουθεί εκείνη η σκηνή προς την οποία έχτιζαν όλα, η σκηνή για την οποία ο Κουτσαλιάρης έτρεμε όλες τις μέρες από την πρώτη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η καταραμένη μπλέ οθόνη του θανάτου.

[Ακολουθεί spoiler για μια εξέλιξη της ταινίας]

Για τις ανάγκες μιας σκηνής, το αγαπημένο αυτό μαύρο/ροζ αμάξι θα πρέπει να κάνει μια βουτιά από την πλαγιά ενός βουνού. Ο Γούσης λέει πως προσπαθούν για μήνες να βρουν νόμιμους τρόπους να το κάνουν, σημεία που μπορεί να το καταφέρουν, ακόμα και σημεία όπου θα το έκαναν παράνομα αν χρειαζόταν. Ο διευθυντής παραγωγής Μαρίνος Σκλαβουνάκης βρήκε πως αυτός στον οποίο ανήκε ένα βουνό ήταν ξάδερφος του ιδιοκτήτη της ταβέρνας με τη θεϊκή γίδα (να πώς δένουν όλα γλυκά) και τους είπε πως μπορούν να πετάξουν από την πλαγιά οτιδήποτε θέλουν, αρκεί να τον φωνάξουν για να έρθει να δει την πτώση από κοντά.

Ο Γούσης λέει γελώντας πως «νιώθω ότι πάω το αμάξι σε αποστολή αυτοκτονίας» κι η Τοπαλίδου λέει συγκινημένη πως έχει κρατήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου σπίτι της. Όταν φτάνει η σκηνή (για την οποία δε θα αποκαλύψουμε το context) τώρα πλέον είναι η μοναδική στιγμή σε όλη την ταινία που τραβάνε ταυτόχρονα κι οι δύο κάμερες. Κι οι δύο φτηνές, παλιές, καταπονημένες, προβληματικές κάμερες. Με τα γκλιτσαρίσματα και με τις μπλε οθόνες. Σε μια σκηνή μια-και-έξω.

Ο Γούσης θυμάται: «Είμαι εγώ με τον Κούτουπα [σσ. ο ταβερνιάρης] και τα παιδιά του και σπρώχνουμε το αμάξι προς το γκρεμό φροντίζοντας να μείνουμε εκτός λήψης. Η μία κάμερα είναι στημένη κοντά σε εμας και την άλλη την έχει ο Κουτσαλιάρης στο απέναντι βουνό για να ακολουθήσει το αυτοκίνητο στην πτώση του». Με το που τελειώνει η λήψη –και η πτώση– τρέχουν κατευθείαν να δουν αν η κάμερα έγραψε σωστά. Βγάζει επί τόπου την κασέτα ο Κουτσαλιάρης και πηγαίνει μόνος του στο αυτοκίνητο για να την ελέγξει. Βλέπει ότι στην λήψη όπου φαίνεται το αμάξι να φεύγει στον γκρεμό, την οθόνη γεμίζουν κάτι ροζ γραμμές. Μέχρι να προλάβει να εγκατασταθεί ο πανικός, «οι γραμμές εξαφανίζονται μόνες τους, τρία δευτερόλεπτα πριν μπει το αμάξι στο κάδρο! Είδες άμα είσαι κωλόφαρδος;»

Επειδή ο Γούσης δε μπορούσε να πλησιάσει την άκρη του γκρεμού να δει την πτώση, γιατί αν το έκανε θα έμπαινε μέσα στο πλάνο, αναγκαστικά άκουσε την πτώση από μακριά. «Δεν το είδα ποτέ λάιβ. Η ανάμνησή μου είναι ότι βλέπω το αμάξι να εξαφανίζεται από τα μάτια μου και να ακούω έναν αδιανόητο πάταγο». Όμως ενώ η πλαγιά αυτή έχει τον ατελείωτο, ξαφνικά ο πάταγος σταματάει λίγο μετά την πτώση. «Εμείς θεωρούσαμε ότι αυτό το αμάξι δε θα σταματήσει ποτέ να κυλάει. Αλλά σε όλη την πλαγιά έχει ένα γαμημένο δέντρο! Και πάει και το πετυχαίνει!»

Ο Γούσης αρχικά ξενέρωσε όμως ο Κουτσαλιάρης που παρακολουθεί τη σκηνή μέσα από την άλλη κάμερα, χωμένος μέσα σε κάτι πουρνάρια στο απέναντι βουνό, βλέπει την μεγαλύτερη εικόνα. «Είχε από κάτω άλλο τόσο να συνεχίσει να κυλάει. Είχαν αγχωθεί όλοι που σταμάτησε η πτώση τόσο γρήγορα, αλλά τελικά ήταν καλύτερα. Αν συνέχιζε, θα γινόταν γελοίο. Ενώ έτσι το πλάνο έχει ένα απρόσμενο τέλος που είναι πολύ πιο σωστό κινηματογραφικά.»

«Ακόμα μια κωλοφαρδία!», γελάει ο Γούσης.

Λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά. Λίγες μέρες μετά το μπλε.

Τα γυρίσματα έχουν ολοκληρωθεί αλλά η περιπέτεια όχι.

Γούσης: Η όλη φάση συνεχίζεται μετά. Εγω και ο Κουτσαλιάρης είμαστε ακόμα στη νησί για 2-3 μέρες μετά το γύρισμα και έχουμε βάλει όλες τις κασέτες σε ένα κουτί παπουτσιών. Θεωρούμε ότι αν αυτό το κουτί πάθει οτιδήποτε, εξαφανίζεται μαζί του η ταινία.

Κουτσαλιάρης: Περιφερόμαστε πλέον με ένα κουτί. Πάμε να βρούμε τον Μαρίνο για φαγητό και παίρνουμε μαζί μας το κουτί! Ακριβως όπως και οι χαρακτήρες της ταινίας.

Γούσης: Τελευταία νύχτα κοιμόμαστε σε μια σοφίτα σπιτιού που έχει έναν φεγγίτη. Έχω αφήσει το κουτί στο τραπεζάκι κάτω από τον φεγγίτη. Ξυπνάω μες στη νύχτα από κεραυνούς. Είμαστε σαν πλάνο του Γουες Άντερσον, δύο μονά κρεβάτι συμμετρικά αριστερά και δεξιά στις δύο πλευρές του τοίχου και στη μέση ένας φεγγίτης, να φωτίζει ένα τραπεζάκι ακριβώς από κάτω. Και πάνω στο τραπεζάκι, το κουτί. Το βλέπω και λέω από μέσα μου «μαλακά τέλειωσε, θα πέσει ΤΩΡΑ κεραυνός και θα το κάψει.» Σηκώθηκα και το έβαλα κάτω από το κρεβάτι μου. Σε τέτοιο σημειο ειχε φτάσει η παράνοια.

Κουτσαλιάρης: Την άλλη μέρα επιστρέψαμε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ. Επειδή δεν είχαμε πια αυτοκίνητο. Το είχαμε ρίξει στον γκρεμο!

Γούσης: Γυρίσαμε με το ΚΤΕΛ με ένα κουτί παπουτσιών αγκαλιά.

Είναι αυτό που καμιά φορά παρατηρείς κάτι αξιοσημείωτους περιαστικούς και αναρωτιέσαι, ποια να είναι η ιστορία τους άραγε; Για τους δύο παράξενους τύπους με το κουτί παπουτσιών στο ΚΤΕΛ, τώρα ξέρουμε.

«Έτσι βρήκαμε και τον τίτλο της ταινίας», λέει ο Γούσης.

Εξηγεί ο Κουτσαλιάρης πως έψαχναν στο ίντερνετ να μάθουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό το μπλε. Είδαν πως στο miniDV μπορεί να σημαίνει ένα εκατομμύριο διαφορετικά πράγματα, αλλά ξεχώρισαν αυτό: Πως επειδή λέει είναι μαγνητική η ταινία, αν είσαι κοντά σε μαγνητικά πεδία, όπως σε επίγεια ραντάρ, μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.

«Στο κουτί που βάλαμε τελικά όλες τις κασέτες, όταν το κλείσαμε γράψαμε πάνω: “Magnetic Fields”».

Τα Μαγνητικά Πεδία κυκλοφορούν στις αίθουσες από το Cinobo. Η ταινία απέσπασε τα βραβεία Ίρις Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου και Γυναικείου ρόλου για το 2022.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα