Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ, Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΩΛΗΣ

Ο Μάκης Κοντιζάς, ο "Λάκης απ' το "Φτάσαμεε!...", θυμάται τον σπουδαίο σκηνοθέτη, ο οποίος μια μέρα σαν σήμερα θα γιόρταζε τα γενέθλια του, και μας εξηγεί γιατί "ήμασταν τυχεροί που τον είχαμε".

Ο Λάκης απ’ το “Φτάσαμεε!…”, κύριος Μάκης Κοντιζάς για τον υπόλοιπο μη μυημένο στο τσιωλικό σύμπαν κόσμο, ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Μύκονο. Πριν κατηφορήσει όμως για το νησί του, κινούταν ανάμεσα σε μερικές από τις πιο ζηλευτές παρέες εδώ στην Αθήνα, σε ένα περιβάλλον που γέννησε ιδέες και ταινίες, καθοριστικές για το ελληνικό σινεμά.

Ερασιτέχνης ηθοποιός ο ίδιος, φίλος του Σταύρου Τσιώλη και του Χρήστου Βακαλόπουλου, συνεισέφερε μπροστά και πίσω από τις κάμερες, σε μια κατάσταση “πασπαρτού”, όπως του αρέσει να λέει. Τελικά όμως θα έμενε πιο γνωστός για τον ρόλο του “Λάκη” στην ταινία-αποθέωση του Σταύρου Τσιώλη στον κόσμο των πανηγυριών, των επαρχιακών σκυλάδικων και των “μουσικών χωρίς όνομα”.

Ο Τσιώλης γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα το 1937 και με αφορμή αυτό το γεγονός, ζητήσαμε απ’ τον Μάκη Κοντιζά να μας μιλήσει για τις συνεργασίες τους, τις ατάκες και τα περιστατικά πίσω απ’ τις κάμερες, αλλά κυρίως για τη φιλία τους.

Η γνωριμία

Τον Σταύρο τον κληρονόμησα από τον Χρήστο Βακαλόπουλο, πολύ καλό μου φίλο και συνεργάτη στο ραδιόφωνο και στα μουσικά περιοδικά. Με τον Χρηστο είχαμε βρει έναν μηχανισμό για να επεξεργαζόμαστε ιδέες για σενάρια όσο προετοιμάζαμε τις εκπομπές και γενικά όσο μιλούσαμε για δίσκους, βιβλία κλπ. Ο ένας είχε τη βασική ιδέα, ο άλλος τσόνταρε, και λέγαμε το μακρύ και το κοντό μας.

Είχαμε μια αγάπη εκείνα τα χρόνια όχι μόνο για τον Τσιώλη, αλλά και για τον Τορνέ, τον Πανουσόπουλο, γενικά για οτιδήποτε σάλευε στο ελληνικό σινεμά. Ήμασταν πάνω από όλα θαυμαστές όλων αυτών -και κυρίως του Σταύρου που έσκασε σαν φρούτο.

Ο Βακαλόπουλος ήταν τότε κριτικός και δημοσιογράφος στο Αντί, στην Αυγή κτλ, και μια χρονιά του ανέθεσε η ΕΡΤ1 να συντονίζει τις συνεντεύξεις με τους σκηνοθέτες στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν ο πρώτος στην ιστορία του φεστιβάλ που ήταν τόσο τίμιος και ίσος με όλους. Ο Σταύρος το εκτίμησε πολύ αυτό και έτσι κόλλησαν.

Άρχισαν να κυκλοφορούν τα βράδια και ο Χρήστος ανέπτυξε σιγά σιγά και με εκείνον αυτόν τον μηχανισμό, με απόγειο βέβαια το “Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε”, όπου συνυπογράφει και το σενάριο.

Από όταν πέθανε ο Χρηστάκος μας, it was up to Stavros, ό, τι μου ζητούσε, ήμουν εκεί.

Ζόναρς, νύχτα και σενάρια

Του Σταύρου του άρεσε να είναι σε μέρη σαν το Ζόναρς, σε πολυτελείς καφετέριες, όπου κάθεσαι όλη μέρα πίνεις καπουτσίνο, τοστάκια, μιλάς με κυρίες και τέτοια. Όσο λοιπόν κρατούσε αυτή η “συνομιλία” που σου είπα πριν, όπου καθόμαστε, μιλάμε και αναπτύσσεται και μια ιστορία σιγά σιγά, ο καημένος ο Βακαλόπουλος μπορεί να κάπνιζε και τρία πακέτα Stuyvesant.

Εγώ δούλευα πολύ και τα γλίτωσα αυτά, (ήμουν travel agent, και αργότερα γκαρνταρόμπα στο Rock ‘n’ Roll), είχα κάνει και ένα παιδάκι το ‘88, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα μέσα εκεί να σκεφτώ. Εμένα μου άρεσε που ήμασταν στα σπίτια μας, με τις μουσικάρες μας και την πλήρη ελευθερία, δεν μου άρεσε να βλέπω να μπαινοβγαίνουν διάφορες και να χαιρετιέμαι.

Ο Σταύρος όμως το μανάρι επειδή έτσι είχε ζήσει μία πολύ λιτή ζωή του άρεσαν αυτά, και τα μαγαζιά τα καλά, ανέβαινε η ψυχολογία του.

Κάναμε πολλή παρέα. Εμείς τότε τρέχαμε με τη δισκογραφία, μαζί με τον Φαληρέα και το Pop Eleven και τον παίρναμε μαζί μας. Κάθε βράδυ ήμασταν με Πίτσα Παπαδοπούλου, με Παιδιά απ’ την Πάτρα, με Αρετή Κυπραίου, τον πηγαίναμε στα νησιώτικα, στον Χριστοδουλόπουλο, έχουμε περάσει πολύ ωραία με τον Σταύρο. Και Μοναστηράκι πηγαίναμε, και μάντρες, και σε πολλά μέρη, ήμασταν αλάνια ρε παιδί μου, μέσα στην κίνηση. Σιγά τα ωά.

Με τον Τάσο Φαληρέα Αρχείο Μάκη Κοντιζά

Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά

Έπαιξα στην “Όλγα Ρόμπαρντς” του Βακαλόπουλου και σε μια μικρού μήκους του, το “Θέατρο”, το οποίο προβλήθηκε μετά τον θάνατό του και έκανε μεγάλη αίσθηση. Αλλά ο Τσιώλης δεν χρειάστηκε να με δει σε αυτές τις ταινίες για να με διαλέξει για τις δικές του, με γούσταρε απ’ το δια ζώσης.

Στον “Χαμένο Θησαυρό του Χουρσίτ Πασά” έχω προϋπάρξει στη συγγραφή και του σεναρίου, το οποίο βέβαια παραλλάχθηκε λίγο μετά τον θάνατο του Χρήστου. Το αρχικό σενάριο είχε περάσει από πολλά κύματα, για παράδειγμα δεν ξεκινούσε από τον Κορυδαλλό η ιστορία αλλά από ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι κάτω απ’ τα Χανιά.

Δεν ξέρω σε ποιο αστείο περιστατικό να πρωτοσταθώ, ήταν μια καταιγιστική ταινία, πολύ χιουμοριστική από μόνη της. Θυμάμαι ήταν τρομερό αίσθημα, 45 μέρες κοιμόμασταν στο Λιμένι στη Μάνη, με γυρίσματα στην Αρεόπολη, στο Οίτυλο, στο Άργος, στο Γύθειο… Καταπληκτικά.

Είχε πολύ γέλιο, ήταν σαν μία ποδοσφαιρική ομάδα. Ο μοναδικός πραγματικός επαγγελματίας ηθοποιός ήταν ο Μόσχος ο συγχωρεμένος, όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν ερασιτέχνες.

Ήταν όμως μία πολύ σοβαρή παραγωγή με διαχείριση από τη Δώρα Μπασκλαβάνου, αυτήν τη σούπερ ηθοποιό της “Γλυκιάς Συμμορίας”.

Θυμάμαι εκεί που κάθομαι σε ένα μαγαζί με κάτι πουτάνες στην Αρεόπολη και λέω “i’m the best client of Areopolis” παίζει κάποιος τον Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο αδερφός του Τσιώλη, που ήταν ζάμπλουτος στην Αμερική. Δεν ξέρω αν ζει ακόμα ο άνθρωπος.

Ατάκες έβγαιναν και στην πρόβα και γενικά έτσι όπως ήμασταν όλη μέρα εκεί, αφού δεν σταματάς να λες μαλακίες απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, οπότε κάτι θα μείνει, δεν μπορεί. Αυτό που λέει στο τέλος “λεφτά έχετε, γυναίκες έχετε;”, ήταν της τελευταίας στιγμής. Δεν ήταν καθόλου σκληρός στα γυρίσματα, ήταν πολύ κύριος, με τη διδασκαλία του, με τα όλα του. Μόνο με μένα μπορεί να ήταν καμιά φορά, όχι συστηματικά όμως, που σιγά τα ωά δηλαδή, απλά επειδή υπήρχε τώρα αυτή η σχέση μεταξύ μας, και ήξερε κιόλας ότι ήμουν και πιο φλέξιμπλ και ότι δεν θα το πάρω κατάκαρδα.

Φτάσαμεε!…

Στο “Φτάσαμεε” υπάρχει τρομερό κάστινγκ, έχει πολύ σοβαρούς ηθοποιούς, και υπήρχε και πολύ σοβαρή παραγωγή από πίσω, η οποία πάντα έχει λόγο και στη διανομή των ρόλων. Κι έτσι, απ’ την στιγμή που είχαν πάρει τόσους πολλούς καλούς, στο τέλος ενέδωσαν στον Τσιώλη που ήθελε να πάρει εμένα. Εγώ είμαι “ράβε, ξήλωνε και πρόσθετε”. Σαν αλατοπίπερο.

Ήθελε ο ρόλος που έπαιξα να μην είναι μαρκέ, δηλαδή δεν ήθελε να είναι με γνωστό ηθοποιό, ώστε οι θεατές να μην έχουν τον νου τους στον ηθοποιό. Και γι’ αυτόν τον λόγο με δείχνει λίγο σβέρκο, με έχει λίγο πλάι, γιατί όπως είπαμε, είχε να δείξει πολλούς σημαντικούς ηθοποιούς. Αλλά ήταν λεβεντιά ο Σταύρος.

Νομίζω ότι στην αρχή δεν ήταν στο επίκεντρο της ιστορίας ο στιχουργός τον οποίο υποδύομαι αλλά η τραγουδίστρια που κάνει η Κωνσταντίνα. Μόλις του βγήκε από το μυαλό όμως η τραγουδίστρια, έφτιαξε τον στιχουργό, γιατί ωραία τα σκέφτεσαι κάποια πράγματα πριν γίνει η ταινία αλλά μετά πρέπει να τα δεις αν είναι ωραία και στην πράξη. Είμαστε μηχανικοί φαντασίας αλλά και υλοποίησης.

Ο Σταύρος ήταν πολύ συγκροτημένο άτομο, πολύ πειθαρχημένο. Αν δεν δουλέψεις στο σινεμά, δεν μπορείς να καταλάβεις την οικονομία αυτού του ανθρώπου.

Εκεί που λέω με σταματάει “ο Καρβέλας στην Ποσειδώνος πολύ στεναχωρημένος”, είναι δικό μου γιατί είμαι Φαληριώτης, και τον Νίκο τον ξέρω από το γυμνάσιο.

Τις ημέρες που γυριζόταν το “Φτάσαμε” στη Λειβαδιά συνέβαινε ταυτόχρονα και όλος αυτός ο θρίαμβος του Euro, καιγόταν ο τόπος. Έλεγα τότε στον Σταύρο “τράβα” να έχουμε καμιά σκηνή και μου απαντούσε “όχι, Μάκη μου, δεν έχει σχέση με την ταινία”.

Ή στο τέλος που είμαι με την Παναγιωτοπούλου, όπου ανάβει το κερί για τους γιους της, εκεί έχω βρει έναν νάνο -έμοιαζε με τον Γκίμπονς, αυτόν τον μακρυμάλλη των ZZ Top- με σημαία ελληνική λόγω νίκης επί της Γαλλίας, αλλά και ντυμένος γκόθικ γιατί μόλις είχε γυρίσει από τη Μαλακάσα που είχε δει τον Alice Cooper. Και πάω και λέω στο Τσιώλη “βάλτον δίπλα σε ένα κλαδί εκεί με την Παναγιωτοπούλου να γίνουμε Φελίνι”. “Όχι, Μάκη μου, δεν αναφέρεται στο σενάριο”, μου λέει. Ήταν πολύ συνεπής.

Προς Θεού όμως, κάποια άλλα μπορεί και να τα υιοθετούσε, όπως και στο φινάλε του “Χουρσίτ Πασά” που είπαμε το “λεφτά έχετε, γυναίκες έχετε”, και το άλλο το αστείο με τον Καρβέλα.

Κοίτα, μπορεί εμείς να καθόμαστε και να μιλάμε όμορφα και δημιουργικά, ένας όμως θα κάτσει να τα γράψει για να έχουμε τη λογοτεχνία, το καταλαβαίνεις;

Έτσι είναι το σινεμά, θα μπεις και θα πληρώσεις ένα εισιτήριο και θα κάτσεις απαλλαγμένος από τον εγωισμό σου να δεις κάτι με τα μάτια του σκηνοθέτη -μόνο αυτός υπάρχει, κανένας άλλος.

Τσιώλης-Μπακιρτζής

Αν κάτσεις και γράψεις σε ένα χαρτί όλους τους ρόλους που έχει κάνει ο Αργύρης, εκτός από τον βασικό του στο “Ας περιμένουν οι γυναίκες” και τους τσιγγάνους στο “Φτάσαμε”, δεν θα τελειώσεις ποτέ. Στην προετοιμασία των ταινιών τον έβαζε να παίξει όλους τους ρόλους, να μάθει τα λόγια όλου του σεναρίου και όταν τελευταία στιγμή έβρισκε κάποιον άλλον, πχ τον Ζουγανέλη να παίξει τον καντινιέρη, του ζητούσε να παίξει κάποιον άλλον χαρακτήρα. “Κανένα πρόβλημα”, του έλεγε ο Μπακιρτζής. Μας είχε για πασπαρτού, κατάλαβες; Γεμίζαμε τρύπες.

Και του είχε μεγάλη αγάπη ο Αργύρης, του ‘λεγε “είμαι ο κυματοθραύστης σου, ρίξε ό, τι γουστάρεις”.

Και τον Αργύρη και εμένα και ένα ακόμη άτομο-κλειδί τον Χάρη τον Μιχαλογιαννάκη, ο οποίος έχει υπάρξει και βοηθός στις ταινίες του, αλλά και άλλους πολλούς, μας ενώνει για πάντα όλο αυτό με τον Τσιώλη. Έχω σχέση με όλους αυτούς μέσα τα χρόνια χωρίς να έχω, είμαστε δια παντός ενωμένοι, χωρίς τηλέφωνα και τέτοια.

Αυτοθυσία

Στις ταινίες του Τσιώλη δουλεύαμε με τρομερή αυτοθυσία. Μιλάμε για πολιτισμό αγάπης. Συμπράτταμε, βουλώναμε τρύπες, πώς να στο πω, γυρίζαμε τις πέτρες ανάποδα. Και δεν είναι ότι κάναμε το καθήκον μας ή κάναμε κάποιον ηρωισμό, δεν το βλέπαμε έτσι. Ήταν ό, τι καλύτερο μας είχε συμβεί. Να δεις τον Ζουγανέλη να σκουπίζει, να κάνει τον σεκιουριτά…

Ο Σταύρος είχε ένα τρομερό value για την ελληνική πραγματικότητα, κατάφερε κι έκανε αυτό που λέμε “φτωχή υπερπαραγωγή”. Όλοι τον “βρίζανε”, δηλαδή του έλεγαν “έκανες το φιλότιμο επάγγελμα”. Δεν έριξε άνθρωπο προς Θεού, αλλά κοιτούσε να το κάνει όσο πιο φτωχικά μπορούσε, απλά γιατί δεν υπάρχουν λεφτά, και όσα έμεναν γίνονταν πατατάκια.

Επίσης άνοιξε τον δρόμο για τον τίμιο φτωχό ελληνικό κινηματογράφο γιατί είχε την ανωτερότητα να τους πηγαίνει έτοιμη την ταινία και να αποφασίζει το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου από μόνο του τη συμμετοχή του στην παραγωγή και όχι να περιμένει χρηματοδότηση με βάρκα την ελπίδα -που μετά πρέπει να κάνεις ταινία γιατί σου έδωσαν λεφτά. Την ταινία την έκανε οπότε ήθελε αυτός. Και όπως ήθελε.

Καλτ και ατάκες στον δρόμο

Με έχουν σταματήσει άνθρωποι να μου πουν ατάκες απ’ το “Φτάσαμε”, έχω γίνει και φίλος στο Facebook με διάφορους.

Κάποια στιγμή κατέβηκε ο Μπακιρτζής και έπαιξε σε έναν παλιό κινηματογράφο στον Πειραιά. Πήγα μαζί με έναν φίλο και έπεσαν πάνω μου 18 τσιωλικοί να μου μιλήσουν… Έχω κι έναν άλλον γνωστό που πάει συνέχεια σε ένα μαγαζί στους “Θεσσαλούς”, κάπου στην αρχή της Καβάλας, το οποίο είναι στρούγκα τσιωλικών και μου λέει “καλά αν έρθεις εδώ και σε ανακαλύψουν, θα γίνει χαμός”.

Εντάξει, τώρα αυτό με το καλτ, εμένα δεν με αφορά. Δηλαδή επειδή πρόλαβε και έπαιξε ο Γκουσγκούνης στο Gagarin έγινε καλτ; Στην εποχή του ούτε απ’ έξω δεν περνούσαμε. Πιο εύκολο ήταν να πάρεις δύο γυναίκες και να πάτε να δείτε κατς και Σουγκλάκο παρά αυτό το πράγμα. Χαμαιτυπείο, πώς να στο πω.

Εμείς για άλλα τυρβάζαμε τότε -για δισκάκια, για βιβλία… Φτάνει κάπου με το καλτ, ξαφνικά έγιναν όλοι γκουσγκουνηδες.

Αρχείο Μάκη Κοντιζά

“Ήθελε να ζήσει θερμοκρασίες διαστήματος”

Γενέθλια δεν έχουμε περάσει μαζί, ούτε γιορτή γιατί εγώ έλειπα πάντα τα καλοκαίρια στη Μύκονο και γυρνούσα μετά τον Οκτώβριο.

Ωστόσο, Πάσχα έχουμε περάσει σίγουρα μαζί, έχουμε κάνει Αναστάσεις στο Μετόχι, στην Πλάκα και σίγουρα έχουμε κάνει και στο εκκλησάκι αυτό με τα αγάλματα που είναι στο πεδίο του Άρεως λόγω Βακαλόπουλου. Τον θάνατό του τον έμαθα απ’ την Κατερίνα, την κόρη του.

Ο άνθρωπος εφηύρε τη ζωή του εκατό χιλιάδες φορές. Πολυτάλαντο άτομο. Ήταν τρομερός σχεδιαστής χρυσών κοσμημάτων, ήταν καταπληκτικός αγιογράφος με όλη την νοοτροπία των εικαστικών ρωσικών εικόνων, ήταν ραλίστας, γι’ αυτό και οι πρώτες του ταινίες είχαν να κάνουν με ράλι.

Ο άνθρωπος ήταν στην πένα, με τη γυναίκα του, το παιδάκι του, κύριος, απλώς ήθελε να ζήσει θερμοκρασίες διαστήματος. Ήταν λίγο κλοσάρ. Ήθελε να σκέφτεται, είχε τα δικά του, λίγο ξεμοναχιαστός. Και είναι πολύ συγκινητικό που ήταν πρώτος στο ελληνικό εμπορικό σινεμά και ήρθε μετά στο φτωχό, αυτό των δημιουργών.

Άκου. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε Σταύρο Τσιώλη. Ήταν η χαρά της ζωής.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα