Με τους διεθνείς του 2004 στο σπίτι του πριν από μερικά χρόνια Φωτογραφία: Χ.Μπίλλιος (από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη)

Ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΕΠΑΙΖΕ ΜΠΑΛΑ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΓΗΠΕΔΟ

Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, με τη βοήθεια του Νίκου Μάλλιαρη, θυμίζει γεγονότα αλλά και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του ποδοσφαιρικού Μίκη, που έβλεπε το λαοφιλές σπορ με διαφορετικό μάτι από την επίσημη αριστερά.

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη και το Magazine για να τον τιμήσει, βαδίζει “στους δρόμους του Αρχάγγελου” με ένα βίντεο για το έργο και την προσφορά του. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής για τον άνθρωπο που διαμόρφωσε, σε ένα τεράστιο κομμάτι του, τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Ο αιώνιος επαναστάτης έκανε κτήμα της κοινωνίας την ποίηση, ο οικουμενικός συνθέτης με τις μελωδίες και την αρμονία να χορεύουν στο μυαλό του, οραματίστηκε από μικρός μια άλλη Ελλάδα και έναν διαφορετικό κόσμο.

Πληθωρικός όσο κανείς δεν χώρεσε σε κομματικούς σχηματισμούς, αν και στο τέλος της ζωής του επέστρεψε στο ΚΚΕ, κοινοποιώντας στους συντρόφους του τις τελευταίες επιθυμίες του. “Στο τέλος μένουν τα μεγάλα μεγέθη” έγραψε στην επιστολή του προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα κι είχε δίκιο. Ο ίδιος, άλλωστε, ήταν κάτι τέτοιο. Ένα τεράστιο μέγεθος. Σε όλα του.

Ιδιοφυής, εμπνευσμένος και ανεπανάληπτος μουσικός, ο Μίκης δρούσε και ζούσε για το λαό. Του άρεσε πολύ η επαφή με τον κόσμο γι αυτό και τον συνάρπαζαν οι συναυλίες στα ανοιχτά γήπεδα, που αποτέλεσαν και τη διέξοδό του για να φτάσει η μουσική του στις μεγάλες μάζες, ενώ η επίσημη ελληνική πολιτεία τον κυνηγούσε.

Το 1966 ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος καταγγέλλει “το μίασμα του κομμουνισμού” και ο Θεοδωράκης απαγορεύεται από το κρατικό ραδιόφωνο.

Στο πλευρό του συντάσσονται ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος. Η λογοκρισία πετσοκόβει και τα δικά τους τραγούδια. Τότε ο Θεοδωράκης μαζί με τους Λαμπράκηδες καταφεύγει στα γήπεδα. Το Μαουντχάουζεν και η Ρωμιοσύνη, ξεσηκώνουν την Νέα Φιλαδέλφεια και την Καισαριανή και ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα. Στο Ηράκλειο, φιλοξενούνται στο “Μαρτινέγκο” που παραχωρεί ο Εργοτέλης, σε πείσμα της άρνησης των “τοπικών αρχών” που ήθελαν να ακυρώσουν τη συναυλία. Για την στάση του αυτή ο ιστορικός σύλλογος θα τιμωρηθεί αργότερα από τη χούντα.

Στα γήπεδα (πρώτα της Ελλάδας, αργότερα όλου του κόσμου, στον επίμονο αντιδικτατορικό αγώνα του) θα νιώσει ελεύθερος. Όσοι τον έχουν δει στη συναυλία αμέσως μετά την πτώση της χούντας στο Καραϊσκάκη θυμούνται τη θεόρατη φιγούρα του να διευθύνει ορχήστρα, τραγουδιστές, τον κόσμο, έτοιμη να πετάξει πάνω από το χορτάρι και τις εξέδρες.

Έτσι κι αλλιώς του άρεσαν τα γήπεδα. Ο Μίκης -είναι γνωστό- αγαπούσε το ποδόσφαιρο, τον Ολυμπιακό και την Εθνική Ομάδα κι ο συνάδελφος Γιάννης Γεωργάκης που έγραψε το βιβλίο ” Κόμμα αλλάζουμε, ομάδα ποτέ, ή Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε το ποδόσφαιρο” (εκδόσεις Ιανός) υπερθεματίζει: “Έχει πολλές πτυχές ο ποδοσφαιρικός Θεοδωράκης. Όταν τελείωσα τη συγγραφή του βιβλίου και του έστειλα να το διαβάσει, έμεινε ενθουσιασμένος. Την περίφημη φράση, που υπάρχει και στον τίτλο, την είχε πει ο ίδιος στην περίφημη συνάντηση με τους βετεράνους ποδοσφαιριστές που οργάνωσε ο Νίκος Μάλλιαρης το 2003”.

Ολυμπιακός για πάντα! Όπως είχε πει "κόμμα αλλάζεις, ομάδα ποτέ" Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Με τον Μάλλιαρη ο Μίκης ήταν φίλος από τα τέλη της δεκαετίας του 70 και τις αρχές εκείνης του 80. Ο άλλοτε ποδοσφαιριστής του Εθνικού Αστέρα και της Προοδευτικής, που δραστηριοποιήθηκε από νωρίς στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ) αφηγήθηκε στο Magazine όλη την ιστορία.

Τις πρώτες συναντήσεις, την περίφημη φωτογραφία στο Γραφείο του Χαρίλαου Φλωράκη (που λίγο έλειψε να προκαλέσει ολόκληρη παρεξήγηση εξαιτίας μιας λεζάντας στον Ριζοσπάστη της επόμενης ημέρας), την κοινή πεποίθηση -σε αντίθεση με την γενική αντίληψη της αριστεράς-ότι το ποδόσφαιρο είναι ένας χώρος άμεσης επαφής και αφύπνισης των μαζών και τις συναντήσεις του με τα ινδάλματα της νιότης του.

“Θέλω να τα πούμε για την σχέση του Μίκη, με το ποδόσφαιρο” μου είπε στο τηλέφωνο. Ήξερα τη σχέση του με τον Θεοδωράκη, δεν περίμενα όμως ότι θα ερχόταν στο ραντεβού μας στην Πλατεία του Αγίου Λαζάρου στο Βύρωνα, με μια αρμαθιά από φωτογραφίες και αρχειακό υλικό.

Αλλάξαμε τρία τραπέζια, μας έπιασε καταιγίδα, ανοίξαμε λάπ τοπ, βγάλαμε επιστολές, φωτογραφίες με το Νίκο να είναι χειμαρρώδης, με το πάθος που τον διακρίνει από τα νιάτα του. Ίσως γι αυτό τον αγάπησε ο Μίκης, ο οποίος κοντά του, αγάπησε ξανά το ποδόσφαιρο που δεν σταμάτησε ποτέ να τον παρακολουθεί.

Ο ίδιος ο Θεοδωράκης -συμφωνα με τον Γιάννη Γεωργάκη- έπαιζε ποδόσφαιρο στον Πύργο (μια από τις πόλεις στις οποίες θήτευσε ως δημόσιος υπάλληλος ο πατέρας του) φορώντας τη φανέλα του τοπικού Ηρακλή και αγωνιζόμενος στη θέση του σέντερ-χαφ, όπως αποκαλούσαν τότε τους κεντρικούς μέσους. Το δελτίο του δεν βρέθηκε, ο Μάλλιαρης, όμως, δεν τον άφησε παραπονεμένο και σχεδόν εξήντα χρόνια μετά του χάρισε ένα αντίγραφο δελτίο ποδοσφαιριστή

Το ... δελτίο του στην ΕΠΟ! Το έφτιαξε τιμής ένεκεν ο Ν. Μάλλιαρης και ο Μίκης το καταχάρηκε! Από το αρχείο του Νικου Μάλλιαρη

“Ο Μίκης είχε άποψη για την μπάλα. Παρακολουθούσε πολύ ποδόσφαιρο από την τηλεόραση. Παλιότερα πήγαινε και στο γήπεδο…” λέει ο Γεωργάκης που εξηγεί γιατί έγινε Ολυμπιακός: “Σίγουρα τον επηρέασαν οι πέντε Ανδριανόπουλοι και η κοινή παρουσία τους στην προπολεμική ομάδα των “ερυθρολεύκων”. Μικρός όταν λόγω του πατέρα του βρέθηκε στην Κεφαλλονιά, υπήρχε ο Ολυμπιακός Αργοστολίου (ή Κεφαλλονιάς, όπως είναι η επίσημη ονομασία του) και δεν αποχωρίστηκε ποτέ την συμπάθεια του από τα “ερυθρόλευκα”.

Ο ίδιος ο Μίκης είχε πει ότι αγαπούσε τον Ολυμπιακό από μικρό παιδί: “Διαπίστωσα μάλιστα ότι οι παναθηναϊκοί ήταν … σπασίκλες. Κάθονταν πάντα στα πρώτα θρανία. Εμείς οι ολυμπιακοί, πηγαίναμε στα τελευταία”

Στο βιβλίο του “Τα θρυλικά του 60-65” ο φωτογράφος Τάκης Πανανίδης έχει δημοσιεύσει μια σπάνια φωτογραφία του Μίκη από την παρουσία του στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας στο ντέρμπι ΑΕΚ-Ολυμπιακού. Ήταν 10 Ιανουαρίου του 1960, με βροχή και κρύο, όταν οι “κιτρινόμαυροι” υποδέχθηκαν τους Πειραιώτες.

Ο Κώστας Νεστορίδης είχε σκοράρει πριν καν συμπληρωθεί το πρώτο λεπτό του αγώνα και το 1-0 ήταν το τελικό αποτέλεσμα του ματς. Ο Μίκης δεν είχε προλάβει να δει το γκολ, αφού πήγε στο γήπεδο καθυστερημένος, παρέα με τον Τάκη Πανανίδη.

Ο Μίκης νεαρός, στη Νέα Φιλαδέλφεια για το ντέρμπι ΑΕΚ-Ολυμπιακού το 1960 Από το βιβλίο του φωτορεπόρτερ Τάκη Πανανίδη "Τα θρυλικά του 60-65"

Ο Πανανίδης, φωτογράφος που κάλυψε όλη την γκάμα του ελληνικού τραγουδιού από το 1960 μέχρι το 1975 συνόδευε τον Μίκη στην Φιλαδέλφεια, ενώ έχει απαθανατίσει δεκάδες άλλες στιγμές του μεγάλου συνθέτη, όπως βέβαια και του Μάνου Χατζηδάκι.

Βλέποντας τον Μίκη όρθιο, ο κόσμος που τον αναγνώρισε, του ζήτησε να ανέβει στην εξέδρα. Ο “ψηλός” δεν είχε πρόβλημα, να σκαρφαλώσει τα κάγκελα και να καθίσει στις τσιμεντένιες τότε κερκίδες.

Μόλις έγινε αντιληπτός από τον κόσμο, καθώς είχε φτάσει καθυστερημένος στο γήπεδο, τον φώναξαν να ανέβει στην εξέδρα και ο Μίκης σκαρφάλωσε τα κάγκελα! Από το βιβλίο του φωτορεπόρτερ Τάκη Πανανίδη "Τα θρυλικά του 60-65"

Βοήθησε να έρθει ο Μπούκοβι

Στις αρχές του 1965, ο Μάρτον Μπούκοβι καταφτάνει στον Πειραιά και δημιουργεί μια ομάδα που έγινε μέχρι και τραγούδι (του “Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε ολυμπιακάρα). Λέγεται ότι ο Μίκης έπαιξε ρόλο στο να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια και ο σπουδαίος κόουτς, προερχόμενος τότε από την Λ.Δ της Ουγγαρίας, να έρθει, εν τέλει, στην Ελλάδα.

Ο Θεοδωράκης παραμένει φίλος του Ολυμπιακού και λίγο πριν από την αναχώρηση της “ερυθρόλευκης” ομάδας για τα Σκόπια (για τον αγώνα με την Βαρντάρ, στο πλαίσιο του βαλκανικού Κυπέλλου) βρίσκεται στο Ελληνικό και φωτογραφίζεται μαζί με Αγανιάν και Αυγητίδη

Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μαζί με τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού Γρηγόρη Αγανιάν και Παρασκευά Αυγητίδη, που αναχωρούσαν με την "ερυθρόλευκη" αποστολή για τα Σκόπια. Η λεζάντα στο ΦΩΣ είναι χαρακτηριστική Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Ένα μήνα μετά παραχωρεί μεγάλη συνέντευξη στο ΦΩΣ και στον αείμνηστο Άρη Μελισσινό, όπου εκφράζει τα “ερυθρόλευκα αισθήματά του”. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός: “Λατρεύω τον Ολυμπιακό από τα παιδικά μου χρόνια”. Ο Μελισσινός ξεκινάει τη συνέντευξη με ένα πολύ γλαφυρό τρόπο. Αντιγράφουμε με την ορθογραφία της εποχής.

“Τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά τα πλήκτρα και στο δωμάτιο πλημμύρισε γλυκεια, δροσιστική, ανάλαφρη η μελωδία …

“Σε πότισα ροδόσταμο

με πότισες φαρμάκι…”¨

Ύστερα, χαμογελώντας, αινιγματικά επανέλαβε:

– Με πότισες φαρμάκι…

Τον κύταξα περίεργα. Ήθελα να τρυπώσω μέσα στη σκέψι του…

– Μιλάς για τη ζωή Μίκη; τόλμησα να ρωτήσω, καθώς η όμορφη μελωδία είχε ήδη απλωθή σε όλο το δωμάτιο του διάσημου Έλληνα μουσικοσυνθέτη.

Με αποστόμωσε: “Μιλώ για τον Ολυμπιακό!”. Και καταλαβαίνοντας την περιέγειά μου, συνέχισε:

– Σαν οπαδός του, τον πότισα κι εγώ-όπως κι ο αμέτρητος ηρωικός λαός του-με το ροδόσταμο μιιας απίστευτης αφοσίωσεως και λατρείας. Μα στα τελευταία χρόνια, τούτος ο άλλοτε αδάμαστος του ποδοσφαίρου μας, όλους εμάς που τον ακολουθούμε πιστά μας πότισε…

– Φαρμάκι!

– Ακριβώς…”

Η συνέντευξη του στο ΦΩΣ και στον αείμνηστο Άρη Μελισσηνό για την αγάπη του στον Ολυμπιακό, τον θαυμασμό στον Βάζο, τον Μπούκοβι και άλλα πολλά από το μακρινό 1965 Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Είχαν περάσει έξι χρόνια από τον τελευταίο τίτλο του Ολυμπιακού, η μεγάλη ομάδα της δεκαετίας του 50 με τα έξι σερί πρωταθλήματα ανήκε στο παρελθόν, ο Μίκης όπως όλοι οι οπαδοί των “ερυθρολεύκων” έλεγε τον καημό του αλλά και εξέφραζε την σιγουριά του ότι ο Μπούκοβι θα έκανε σπουδαία πράγματα: “Θα δημιουργήσει ένα θαυμάσιο Ολυμπιακό, αντάξιο της ιστορίας του”.

Στην ίδια συνέντευξη δηλώνει ότι είχε είδωλο τον προπολεμικό αρχισκόρερ Γιάννη Βάζο, τον οποίο μάλιστα είχε συναντήσει πρόσφατα “σε μια ταβέρνα της Κοκκινιάς και ρίγησα από την συγκίνηση”.

Μια άλλη άποψη για το ποδόσφαιρο

Οι δραματικές εξελίξεις στην Ελλάδα με τα ιουλιανά του 65, η δικτατορία, η σύλληψη του, η εξορία, το Παρίσι οι συναυλίες με τη Φαραντούρη και τον Πανδή, στρέφουν τον Μίκη σε ένα ολομέτωπο αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Συνθέτει ακατάπαυστα. Προφανώς δεν βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, που από την δικτατορία έχει μετατραπεί σε εργαλείο προπαγάνδας. Η αριστερά δεν το βλέπει με καλό μάτι.

Ο Νίκος Μάλλιαρης πάλι όχι. “Αναρχικός” στα νιάτα του, αντικομμουνιστής όπως λέει λόγω των καταβολών της μητέρας του, οργανώνεται στο ΠΑΣΟΚ το 1974 όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου καλεί τους πολίτες για μαζικές εγγραφές στο Κίνημα, αλλά γνωρίζει την κομμουνιστική αριστερά όταν παίζει για λογιαριασμό του Εθνικού Αστέρα στην “κόκκινη” Καισαριανή. Αργότερα θα παίξει και στην Κοκκινιά, φορώντας τη φανέλα της Προοδευτικής.

Εκεί γύρω στο 1977-78, αρχίζει να ασχολείται με το άθλημα σαν συνδικαλιστής! Ο ΠΣΑΠ είναι μια ιδέα που βράζει στο μυαλό του, το οποίο οραματίζεται ένα ποδόσφαιρο διαφορετικό. Ανοιχτό στην κοινωνία, με μπροστάρηδες τους ποδοσφαιριστές: “Με τους τότε συναδέλφους μου δεν είχαμε ίδια ιδεολογική προσέγγιση. Οι περισσότεροι, ωστόσο, γεννημένοι στην κατοχή είτε λίγα χρόνια αργότερα, μεγάλωναν στην φτωχή μεταπολεμική Ελλάδα, λαϊκά παιδιά ως επί το πλείστον με ένα ιδιαίτερο αξιακό σύστημα, το οποίο δεν το αλλοτρίωσε η δόξα, ή μια επίπλαστη “γκλαμουριά” που κυκλοφορούσε στο χώρο” θυμάται, σχεδόν μισό αιώνα, μετά.

Υπό το βλέμμα της Νόνικας Γαληνέα, ο Μίκης υπογράφει (όχι βέβαια ... δήλωση μεταννοίας) την αίτηση για να γίνει μέλος του Αστέρα 2004 Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Γνωρίζοντας τον Μίκη που εκείνη την εποχή ήταν υποψήφιος Δήμαρχος με το ΚΚΕ (με το οποίο συντάχθηκε, πλέον και ο Μάλλιαρης) διαπιστώνει ότι και ο μεγάλος συνθέτης ασπάζεται τις ίδιες απόψεις.

“Τουλάχιστον δεν είχε την αποστροφή άλλων ιστορικών στελεχών, με τα οποία ερχόμουν σε επαφή και τους έβλεπα να θυμούνται “πως μαύριζε η ζωή τους, έγκλειστοι στις φυλακές Αβέρωφ και κάθε Κυριακή, απέναντι στη Λεωφόρο, άκουγαν τις φωνές για ένα γκολ, ή μια χαμένη ευκαιρία: “Ποιό ποδόσφαιρο; Ποιος λαός;” μου έλεγαν, αδυνατώντας να καταλάβουν τη δυναμική ενός κινήματος που εγώ έβλεπα να αναπτύσσεται στον ΠΣΑΠ. Ανθρώπους από διαφορετικές τάξεις, μορφωτική κατάσταση, που είχαν ξεπεράσει ιδεολογικές και οπαδικές διαφορές και είχαν ενωθεί σε ένα κοινό στόχο. Τι πιο αριστερό, πιο κομμμουνιστικό αν θες, απ’ αυτό;”

Στο γραφείο του Χαρίλαου Φλωράκη

Το 1982 ο ΠΣΑΠ είναι πολύ ενεργός και ενημερώνει τους πολιτικούς αρχηγούς για τις δραστηριότητες του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μάλιαρης και ο Αντώνης Αντωνιάδης έχουν προγραμματίσει συνάντηση με τον Χαρίλαο Φλωράκη: “Πάμε στα Γραφεία του ΚΚΕ, πίσω από το υπουργείο Εμπορίου, στην Καπποδιστρίου, γίνεται η συνάντηση αλλά ο φωτογράφος με τον οποίο συνεργαζόμασταν σαν Σύνδεσμος, είχε αργήσει να έρθει στο ραντεβού. Ήταν ο Παναγιώτης Μήτσουρας, μια τεράστια μορφή από τους “Ηνωμένους Φωτορεπόρτερ”, ο άνθρωπος που είχε δώσει το κόκκινο γαρύφαλλο στο Νίκο Μπελογιάννη για την περίφημη φωτογραφία.

Τον πετυχαίνουμε καθώς φεύγαμε, πλέον, από τα Γραφεία. “Πάμε πίσω να βγάλουμε τη φωτογραφία, μη χάσουμε και μεροκάματο” λέει, αλλά το να ξαναμπεις στα γραφεία -έτσι στα καλά καθούμενα- δεν ήταν εύκολο. Ενώ μιλάμε με τους υπεύθυνους στην είσοδο, εξηγώντας γιατί θέλουμε να ξαναδούμε τον Χαρίλαο, βγαίνει ένας από μέσα και χαιρετάει τον Μήτσουρα! Τον ήξεραν όλοι. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, πάνω μπαίνουμε στο Γραφείο όπου μέσα, πλέον, μιλάνε με τον Φλωράκη, ο Μίκης και ο Κώστας Καζάκος.

Η πρώτη συνάντηση του Μίκη με τον Νίκο Μάλλιαρη έγινε στα γραφεία του ΚΚΕ το 1982, παρόντος του Χαρίλαου Φλωράκη αλλά και του Κώστα Καζάκου. Ο Παναγιώτης Μήτσουρας πάτησε το κλικ για την ιστορική φωτο Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Με βλέπει ο Θεοδωράκης, με χαιρετάει, “τρελαίνεται” που βλέπει τον Αντωνιάδη, τα λέμε για την μπάλα, τον ΠΣΑΠ και τη γιορτή του ποδοσφαιριστή την οποία ετοιμάζαμε. Ενθουσιάστηκε ο Μίκης, “ναι, ναι, ωραία ιδέα έλεγε” και άρχισε να μιλάει για την λαϊκότητα του ποδοσφαίρου. Βγάζουμε και τη φωτογραφία όλοι μαζί, πλέον.

Η λεζάντα του Δελτίου Τύπου που μπήκε, μάλιστα και στον Ριζοσπάστη, με την δημοσιογραφική έκφραση “στο περιθώριο της συνάντησης, οι εκπρόσωποι του ΠΣΑΠ είχαν σύντομη συνομιλία με Θεοδωράκη-Καζάκο” παρεξηγήθηκε από τον Μίκη, που παραπονιόταν στον Φλωράκη την άλλη μέρα ότι … τον βάζουν στο περιθώριο!

Η ιδέα για την γιορτή, για διάφορους λόγους, δεν προχώρησε, πέρασαν τα χρόνια κατά καιρούς τα λέγαμε με τον Μίκη και όταν μαζί με τον πρώην συμπαίκτη μου, Γαβρήλο Παπαδόπουλο, φτιάξαμε στην Καισαριανή τον Αστέρα 2004, ήθελα την υποστήριξη των διάσημων φίλων του ποδοσφαίρου. Ο πρώτος που σκέφτηκα ήταν ο Θεοδωράκης, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, έγινε ο κρίσιμος αγώνας της Εθνικής με την Βόρειο Ιρλανδία για την πρόκριση στο Euro 2004 στη Λεωφόρο”.

Με τα ινδάλματα της νιότης του

Ο Μίκης είχε ήδη δανείσει τη μουσική του από το “Ποιος δεν μιλάει για τη Λαμπρή” (“Ενας Όμηρος”) που χρησιμοποιήθηκε ως ύμνος της Εθνικής Ομάδας και ήταν στο γήπεδο, ως επίσημος προσκεκλημένος. Ο Μάλλιαρης ξαναβρίσκει ένα σύμμαχο, για το άνοιγμα του ποδοσφαίρου στην κοινωνία, μέσω του πολιτισμού. Και ποιός θα μπορούσε να είναι καλύτερος από τον τεράστιο Μίκη.

“Εγώ πήγα παρέα με το Νίκο Χρηστίδη και μπαίνοντας στα επίσημα, αφού είδαμε τους πορτιέρηδες να μην αναγνωρίζουν και να εμποδίζουν αρχικά την είσοδο στον Μπάμπη τον Κοτρίδη, βρήκαμε τον Δομάζο, τον Καμάρα, τον Λουκανίδη και τον Παπαϊωάννου” λέει ο Μάλλιαρης και τα μάτια του λάμπουν λες και ξαναζεί τις σκηνές στο γήπεδο της Λεωφόρου.

Στα επίσημα της Λεωφόρου (στον αγώνα Ελλάδας-Β.Ιρλανδίας) ο Μάλλιαρης έχει φέρει κοντά του τον Μίμη Παπαϊωάννου και τον Αριστείδη Καμάρα. Παρακολουθεί η Ντόρα Μπακογιάννη. Η αρχή για να γνωρίσει από κοντά τα ινδάλματα της νιότης του Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Στα δέκα μέτρα ο Μίκης, δίπλα σε επίσημους και μη. Η -τότε- Δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη, Γιάννα Αγγελοπούλου και λοιποί. Δεν σταματάει να χαιρετάει, λίγο αμήχανος αλλά πάντα χαμογελαστός. Σε μια στιγμή, ο Δομάζος μου ψυθιρίζει: “Κοίτα Νίκο, πως την έχουν πέσει όλοι τους στον Μίκη…” Γυρίζω και του λέω “Μίμη, κανονικά σε αυτό το γήπεδο εσύ έπρεπε να είσαι οικοδεσπότης” και λέω στους υπόλοιπους “πάμε να τον χαιρετήσουμε θα χαρεί πολύ”.

Στην αρχή δίστασαν, πήγα μόνος μου, σχεδόν τους ξαναπήρα με το ζόρι για να τους φέρω κοντά του. Χάρηκε. Ενθουσιάστηκε θα έλεγα. Πέφτει η ιδέα να του κάνουμε το τραπέζι και κάπως έτσι φτάσαμε στο Χίλτον, στην βραδιά του Δεκέμβρη του 2003. Εκεί ο Μίκης πέρασε μια βραδιά, αξέχαστη. Ήταν μαζί με τα παλιά ινδάλματά του, θυμόταν παίκτες, μιλούσε για τον Ολυμπιακό, τις άλλες ομάδες. Μάλιστα, η γραμματέας του και φύλακας-άγγελος του, Ρένα Παρμενίδου, μας είχε παρακαλέσει να μην τον “ταλαιπωρήσουμε” και να γυρίσουμε νωρίς στο σπίτι. Πέρασε τόσο καλά, που επιστρέψαμε στις δυόμισι το ξημέρωμα”

Ο Μίμης Παπαϊωάννου που έκανε και καριέρα τραγουδιστή, συνοδεύει τον Μίκη στο "Δυο πόρτες έχει η ζωή". Ρεσιτάλ... Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Είναι σα να ξαναγίνεται παιδί, να πηγαίνει πάλι στο παλιό Καραϊσκάκη για να δει τους ήρωες της Κυριακής να παίζουν μπάλα.

“Αν μου έλεγαν ότι σήμερα θα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν, τον Βάγκνερ, δεν θα χαιρόμουν τόσο πολύ, όσο που βρίσκομαι μαζί σας…” λέει συγκινημένος στην ομήγυρη και προσθέτει: “Στην ηλικία που είμαι οι χαρές είναι πλέον πολύ σπάνιες. Τα έχω δει όλα, τα έχω πάθει όλα, τα έχουμε μάθει όλα. Αλλά εσεις μου προσφέρετε απόψε μια τεράστια χαρά”.

Θα καταθέσει μάλιστα και τις σκέψεις του για το ποδόσφαιρο:

“Υποτιμούν το ποδόσφαιρο, ενώ είναι η βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και μετά γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς άλλο επάγγελμα και επιλέγεις κόμμα. Εγώ είχα δυο κακά. Ήμουν και ποδοσφαιρόφιλος και αριστερός. Ο ελληνικός λαός, όμως, ζει με το ποδόσφαιρο.

Η ομάδα του είναι ιδανικό, είναι όραμα, είναι η πίστη του. Οι ποδοσφαιριστές τα είδωλά του, που συνδέονται με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Είναι σαν τους ήρωες του’ 21, σαν τον Καραϊσκάκη.

Στη Μακρόνησο, στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι. Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, παλεύοντας για τα ιδανικά. Άλλο όμως το ποδόσφαιρο και οι ποδοσφαιριστές. Ήταν όλα μυθοποιημένα στο μυαλό μας. Ακόμη και τώρα, που το ποδόσφαιρο δεν είναι ερασιτεχνικό, οι ποδοσφαιριστές μοιάζουν και είναι μυθικά πρόσωπα μέσα στο λαό και στη νεολαία…”¨

Από την ιστορική εκδήλωση των παλαιμάχων προς τιμήν του Μίκη στο Χίλτον. Όλες οι μεγάλες μορφές του ποδοσφαιρικού παρελθόντος έδωσαν το παρών

Κι ενώ τους αφιέρωνε το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” του Απόστολου Καλδάρα δεν μπορούσε να κρύψει την συγκίνηση του, που καθόταν δίπλα στον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, τον τελευταίο της θρυλικής πεντάδας που πέθανε σε ηλικία 100 ετών το 2011. Το 2003 στα 93 του ήταν ακμαιότατος και ο Μίκης έλεγε με καμάρι: “Δεν περίμενα ποτέ στη ζωή μου ότι θα καθόμουν δίπλα στον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο. Είναι ένα από ωραιότερα δώρα που μου έχουν κάνει ποτέ”!

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, παρών στην εκδήλωση, έγραφε την επόμενη μέρα στα ΝΕΑ:

“Όλοι, λοιπόν, ήταν εκεί. Και το κέφι άρχισε από πολύ νωρίς: Μόλις ακούστηκαν οι πρώτες πενιές του μπουζουκιού και ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα, πήρε ο Θεοδωράκης το μικρόφωνο και τραγούδησε-μέσα σε αποθέωση- το τραγούδι που αγαπάει περισσότερο απ’ όλα. Το νύχτωσε χωρίς φεγγάρι.

Με τον Νίκο Σαργκάνη, Τάκη Λουκανίδη, Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, Μίμη Παπαϊωάννου και Γιώργο Δαρίβα με τον οποίο ήταν μαζί στη Μακρόνησο Φωτογραφία: Χ.Μπίλλιος

Δεν τραγούδησε, όμως, μόνον ο Μίκης. Τραγούδησα κι εγώ. Και σηκώθηκαν και χόρεψαν εξαιρετικές “ζεϊμπεκιές” ο Υφαντής, ο Σ.Παπάζογλου, ο Σκευοφύλακας, ο Λινοξυλάκης, ο Μάλλιαρης, ο Σαργκάνης και μια γνωστή χορεύτρια που βρισκόταν στην παρέα. Η Ελίζα Πάλη. Κι ανάμεσα στον χορό και το τραγούδι, πήρε το μικρόφωνο και απήυθυνε έναν υπέροχο χαιρετισμό στους βετεράνους.

Θυμίζοντας τους ότι υπήρξαν πραγματικοί λαϊκοί ήρωες, συγκίνησαν εκατομμύρια Ελλήνων, έστειλαν χιλιάδες παιδιά στις αλάνες και στα γήπεδα. “Και είναι κρίμα” κατέληξε “αυτό το σπουδαίο άθλημα να αμαυρώνεται σήμερα από 200-300 αλήτες που ασχημονούν στις κερκίδες, προκαλώντας, συχνά, αιματηρά επεισόδια”.

Ο Μίκης μένει ενθουσιασμένος. Θα στείλει ευχαριστήρια επιστολή στον Νίκο Μάλλιαρη εκφράζοντας τα συναισθήματα του, γράφοντας: “Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω για την αλησμόνητη χαρά που μου χάρισε η γνωριμία και η επαφή μου με τους μύθους και τα είδωλα της νιότης μου και όχι μόνο.

Θα καταλάβατε και εσεις, υποθέτω, από τα λόγια και τις αντιδράσεις μου ότι σπάνια στη ζωή μου υπήρξα τόσο συγκινημένος και ευτυχής.

Τελικά αυτές οι αναμνήσεις είναι ό,τι καλλίτερο γνωρίσαμε στη ζωή μας κι αυτό γιατί κρύβουν ένα στοιχείο παιδικής αθωότητας και αγνότητας που χάθηκε μέσα στην απέραντη βρωμιά των αγρίων, στην οποία είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε”

Θα συνεχίσει να κρατάει επαφή με τους βετεράνους τους οποίους καλεί σε συναυλίες και εκδηλώσεις, τους συναντάει ξανά στο σπίτι του. Κάποια στιγμή θα δεχθεί και … αθλητικούς συντάκτες!

Συνάντηση επιφανών δημοσιογράφων με τον Μίκη στο σπίτι του. Οι αείμνηστοι Ηλίας Μπαζίνας και Φίλιππος Συρίγος, ο Νίκος Καραγιαννίδης και ο Ζήσης Καραβάς μαζί με τον ατζέντη Πασχάλη Παπαδόπουλο και το Νίκο Μάλλιαρη δίπλα στον συνθέτη Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Με την μπάλα και την ομάδα του 2004

Το 2004 ο Θεοδωράκης εκστασιάζεται με την Εθνική Ομάδα και την πορεία της στο Euro της Πορτογαλίας. Ο Μάλλιαρης παίρνει ξανά το λόγο:

“Λίγους μήνες μετά είμαι, πλέον, στον Αστέρα 2004 και ετοιμάζουμε μια εκδήλωση στην οποία θα έδινε το παρών. Η Εθνική βρισκόταν ήδη στην Πορτογαλία. Παίρνω τηλέφωνο τον Στέλιο Γιαννακόπουλο, που είναι Καισαριανιώτης και πολλές φορές είχε μιλήσει στα παιδιά του Αστέρα για τις εμπειρίες του στην Αγγλία και του ζητάω να πάρει μια μπάλα, να την υπογράψουν οι υπόλοιποι διεθνείς για χάρη του Μίκη.

Η μπάλα που του χάρισαν οι διεθνείς της Εθνικής του 2004. Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος μάζεψε τις υπογραφές, όπως δείχνει η ημερομηνία (26/67/2004), μετά τη νίκη επί της Γαλλίας στον προημιτελικό και λίγες μέρες πριν από τον ημιτελικό με τη Γαλλία Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Πράγματι, ο Στέλιος μαζεύει τις υπογραφές και μου στέλνει την μπάλα. Ο Θεοδωράκης που κάθε βράδυ ζούσε με αγωνία όλα τα ματς της ομάδας, πανηγύριζε τις νίκες σαν παιδί, τρελάθηκε από τη χαρά του. Τους έστειλε ευχαριστήρια επιστολή με ευχές για νίκη στον αγώνα που ακολουθούσε, νομίζω ήταν ο ημιτελικός με τους Τσέχους”

Ο Μίκης λόγω μιας ξαφνικής αδιαθεσίας δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην Καισαριανή. Εκεί, μάλιστα, η ΕΡΤ είχε κανονίσει σε απευθείας σύνδεση με την Πορτογαλία να μιλήσει με τους διεθνείς. Παρόλα αυτά η μπάλα που παίρνει στα χέρια του, τον ενθουσιάζει.

Η επιστολή του Μίκη που ευχαριστεί για τις υπογραφές πάνω στην μπάλα που του χάρισαν οι διεθνείς. Οι ευχές του για το μεγάλο ματς που ακολουθεί γραμμένες με πολλή αγάπη και συναίσθημα Από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη

Τα χρόνια περνάνε. Το 2004, στην εποχή που ξεσπάει η κρίση και έρχονται τα μνημόνια, μοιάζει με … μακρινή ανάμνηση. Ο Μάλλιαρης θα πει: “Ο Θεοδωράκης βγαίνει μπροστά, διαισθανόμενος και προβλέποντας με ακρίβεια τον κίνδυνο της ολικής καταστροφής. Απέναντι στις μαριονέτες των ξένων, που κινούν με μαεστρία τα νήματα, πρέπει κατά τη γνώμη του να υπάρξει καθολική αντίσταση. Και ποιο είναι το καλύτερο παράδειγμα “αντίστασης” και νίκης, εν τέλει, απέναντι στους ξένους; Η Εθνική του 2004. Ένα γκρουπ παικτών που ξεπέρασε συλλογικές διαφορές, ενώθηκε για τον κοινό στόχο, καθοδηγήθηκε από ένα φιλέλληνα ξένο προπονητή και έφτασε σε ένα θρίαμβο. Ήταν τα παιδιά που έφυγαν από την μιζέρια και τον ευτελισμό της Ελλάδας, πηγαίνοντας στο εξωτερικό.

Σκέφτηκα, λοιπόν, να τον φέρω σε επαφή με τα παιδιά της Εθνικής. Βοήθησε και ο Αλέξης ο Σπυρόπουλος για τη συνάντηση, που έγινε ένα πρωί στο σπίτι του με θέα την Ακρόπολη. Ηταν μαζί μου ο Ντέμης Νικολαΐδης, ο Τραϊανός Δέλλας, ο Τάκης Φύσσας, ο Γιώργος Καραγκούνης και ο Κώστας Κατσουράνης.

Προφανώς οι διεθνείς πίστευαν ότι ο Μίκης είναι ένας απόμακρος άνθρωπος, χαμένος στη μουσική και τις ιδέες του, που δεν θα έβρισκε καν χρόνο να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Ανακαλύπτουν κι αυτοί έναν ποδοσφαιρόφιλο Θεοδωράκη, που τους παρακολουθούσε από κοντά, θυμόταν φάσεις, τους πανηγυρισμούς του για τη νίκη και ήθελε να μάθει λεπτομέρειες για όλα!

Με τους διεθνείς του 2004 μιλάει για το ποδόσφαιρο και τους συμβολισμούς του δικού τους άθλου στην πραγματικότητα που βίωνε η Ελλάδα δέκα χρόνια μετά Φωτογραφία: Χ. Μπίλλιος

Δυο σκηνές με ατάκες του Μίκη δεν βγαίνουν από το μυαλό μου. Πάνω στην κουβέντα, τους ζητάει να βγουν μπροστά να μιλήσουν. Του απαντάει ο Δέλλας “ξέρετε, εμάς μας ρωτάνε συνήθως για ποδόσφαιρο. Εσείς πρέπει να μιλάτε…” Γελάει ο Μίκης και του δείχνει την κουρτίνα λέγοντας: “Μα δεν τον βλέπεις εκείνον; Ο χάρος είναι εδώ, κάθε μέρα και θέλει να με πάρει…”

Στο τέλος της συνάντησης οι ποδοσφαιριστές θέλουν μια αναμνηστική φωτογραφία στη βεράντα του σπιτιού του. Συνήθως δεν σηκωνόταν, δεχόταν τους επισκέπτες καθισμένος, αφού τα πόδια του ήταν πολύ ταλαιπωρημένα.

“Ναι, να βγούμε στη βεράντα, μόνο να μην μας πάρει είδηση η … κομαντατούρ” λέει ο Μίκης με το ατέλειωτο χιούμορ του υποννοώντας τις δυο γυναίκες νοσοκόμες που τον πρόσεχαν. Ήταν χειμώνας, έπρεπε να φορέσει μπουφάν και να βγει μαζί με τους διεθνείς για την αναμνηστική ιστορική φωτογραφία.

Και Καρέρας και Μπαρτσελόνα!

Εκτός των άλλων ο Μάλλιαρης τυγχάνει και φανατικός φίλος της Μπαρτσελόνα (δεν του είπα ότι είμαι με τη Ρεάλ, γιατί θα με έπαιρνε στο κυνήγι). Μέλος του κλαμπ (κανονικό, όχι αστεία) όταν είδε το 2009 τον Χοσέ Καρέρας στο Κάμπ Νόου με το κασκόλ της Μπάρτσα, θέλησε να τον φέρει σε επαφή με τον Μίκη!

Μια μέρα στο σπίτι του, μιλώντας για μπάλα, του διηγήθηκε εκτός από τα κατορθώματα του Μέσι, του Τσάβι και του Ινιέστα, το γεγονός με τον διάσημο τενόρο. Ο Μίκης που για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη είχε συνθέσει το Κάντο Ολίμπικο, πήρε τέσσερα cd του Κάντο Χενεράλ, έβαλε την υπογραφή του και είπε στον Μάλλιαρη να τα παραδώσει στον Καρέρας, τον Γκουαρδιόλα, τον Μέσι και τη διοίκηση της Μπαρτσελόνα, όταν θα ξαναπήγαινε στη Βαρκελώνη.

Το αναμνηστικό της Μπαρτσελόνα που πήρε στα χέρια του ο Μίκης, μέσω του Χοσέ Καρέρας, Συνήθως δίνεται σε πολύ διακεκριμένους φίλους του μεγάλου καταλανικού συλλόγου Αρχείο Νίκου Μάλλιαρη

“Ο Καρέρας λόγω ασθενείας δεν θα μπορούσε να περάσει από τα Γραφεία της Μπαρτσελόνα και το δώρο το παρέλαβε η γραμματέας του. Αργότερα το βράδυ, στο αποχαιρετιστήριο δείπνο, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Μπάρτσα Πιλαρ Γκινοβάρ ι Μασίπ, μου έδωσε ένα πίνακα-δώρο του κλαμπ για τον Μίκη. Κι όταν έφτασα στην Αθήνα, βρήκα ένα φάκελο στο σπίτι μου, με ευχαριστήρια επιστολή του Καρέρας και δυο cd, με εκτελέσεις της “Κάρμεν” και της “Τόσκα” που είχαν την υπογραφή του τεράστιου τραγουδιστή” λέει ο Μάλλιαρης.

Τελικά πόσο αξιοποιήθηκε αυτή η σχέση του Μίκη με το ποδόσφαιρο; Ο Νίκος, τρίβει το μουστάκι του και με τη βραχνή φωνή του θα πει: “Όλη αυτή η ιστορία δεν κεφαλοποιήθηκε ποτέ από την αριστερά. Υπήρχε ένα τεράστιο μέγεθος όπως ο Μίκης, όπως και δεκάδες άλλοι άνθρωποι της τέχνης συνθέτες, ποιητές,ζωγράφοι, αλλά το ποδόσφαιρο δεν την απασχολούσε. Δηλαδή αδιαφορούσε για ένα χώρο που προσελκύει τις μάζες. Πώς θα συναντήσεις όμως τον λαό; Θα τον καλέσεις εσύ, ή θα πας εκεί που συχνάζει, θα ακούσεις τη μουσική του, θα τραγουδήσεις τον καημό του;

Ούτε όμως το ίδιο το ποδόσφαιρο αξιοποίησε την παρουσία του Θεοδωράκη, ενώ έκανε τόσες συναντήσεις με εμβληματικές μορφές του αθλήματος. Λες και είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, ενώ στην ουσία πρόκειται για έναν!

Ο Μίκης έβλεπε πολύ μπροστά. Το έδειξε με όλη του τη ζωή, με τη μουσική, με τους Λαμπράκηδες, με την ίδια του την τέχνη. Αφιερωμένη στον λαό. Σε σένα, σε μένα, σε όλους μας…”

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα