Ο ΝΤΑΒΙ ΣΟΥ ΓΥΡΙΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ

Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, η “Επιστροφή στη Σεούλ” δεν είναι μια συνηθισμένη ταινία για τη διασπορά. Ο σκηνοθέτης Νταβί Σου εξηγεί στο Magazine πώς δημιούργησε κάτι τόσο βιωματικό χωρίς να καταλαβαίνει εξαρχής πως λέει μια ιστορία για τη δική του εμπειρία ξεριζωμού.

«Πώς γίνεται να κοιτάω στον καθρέφτη και να βλέπω κάτι τόσο αντίθετο;»

Μιλώντας με τον Νταβί Σου, σκηνοθέτη με καταγωγή από την Καμπότζη αλλά γεννημένο και μεγαλωμένο στη Γαλλία, βλέπουμε έναν άνθρωπο άκρως αντιπροσωπευτικό μιας εποχής που, όπως εξηγεί κι ο ίδιος, είναι μια εποχή ταξιδιού, η εποχή ενός κόσμου αληθινά παγκόσμιου, με ανθρώπους να έχουν παντου ξεριζωμούς: Οικογένειες, ή φίλους, ή ανθρώπους, ή αμαμνήσεις, που έχουν αφήσει σε κάποιο άλλο κομμάτι του κόσμου.

«Όσες συναντήσεις, άλλοι τόσοι αποχαιρετισμοί», μας λέει.

Η ιστορία την οποία έκανε ταινία δεν ήταν δική του. Είναι η ιστορία μιας φίλης του από την Γαλλία η οποία επέστρεψε για πρώτη φορά στην Κορέα και, με τον ίδιο παρόντα, συνάντησε ξανά τον βιολογικό πατέρα που την άφησε. Είναι μια ιστορία που διασκευάζεται στο θαυμάσιο φιλμ “Επιστροφή στη Σεούλ” (στις αίθουσες τώρα από το Cinobo), το οποίο κάνοντας πρεμιέρα στις περσινές Κάννες μάγεψε στην πορεία περνώντας από ένα σωρό φεστιβάλ του κόσμου– στην Αθήνα, στις Νύχτες Πρεμιέρας, κέρδισε μάλιστα και τη Χρυσή Αθηνά.

Η ταινία ακολουθεί τη Φρέντι, μια 25χρονη κοπέλα που ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νότια Κορέα όπου γεννήθηκε πριν δοθεί για υιοθεσία και μεγαλώσει στη Γαλλία, σε μια παρόρμηση να επανασυνδεθεί με την καταγωγή της και έχοντας ως σκοπό την αναζήτηση των βιολογικών γονιών της. Σε μια χώρα για την οποία δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα, γνωρίζει πολλές διαφορετικές ζωές και όλους τους ανθρώπους που δεν θα γίνει ποτέ, και η ζωή της παίρνει νέες, απρόσμενες κατευθύνσεις.

Καθώς όμως ετοίμαζε την ταινία, ο σκηνοθέτης άρχισε να διαπιστώνει πόσο πολύ αυτή η ιστορία αποτελούσε έναν αντικατοπτρισμό της δικής του αντίστοιχης εμπειρίας– μην έχοντας πάει κι ο ίδιος ποτέ στην Καμπότζη από την οποία κατάγεται, και βρισκόμενος κι ο ίδιος ανάμεσα σε πατρίδες, ανάμεσα σε ανθρώπους και καταστάσεις που πάντα θέλουν να καθορίσουν το ποιοι είμαστε.

Ο Νταβί Σου μίλησε στο Magazine για αυτή τη συγκεκριμένη εμπειρία της «πατρίδας από απόσταση», και τη δυσκολία του να καταφέρεις τελικά να βρεις την άγκυρά σου. Αλλά και για το πώς, ξεκινώντας να πει την ιστορία μιας φίλης του, κατέληξε να λέει υπό μία έννοια και την δική του– τι σου είναι η τέχνη!


Θέλω αρχικά να μάθω ποια είναι η σχέση σου με την ιστορία της ταινίας. Γιατί μοιάζει πολύ προσωπική με έναν παράδοξο τρόπο, γεμάτη λεπτομέρειες και ζησμένη. Ποια είναι η σύνδεση;
Η σύνδεση είναι μια εμπειρία που βίωσα το 2011. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα Κορέα και θα έδειχνα εκεί το πρώτο μου φιλμ, ένα ντοκιμαντέρ που γύρισα στην Καμπότζη. Δεν είμαι γυναίκα όπως η ηρωίδα της ταινίας, και δεν είμαι κορεάτης όπως αυτή– οι γονείς μου είναι γεννημένοι στην Καμπότζη και μετά εγώ γεννήθηκα στη Γαλλία. Πήγα λοιπόν στην Κορέα και συνάντησα μια φίλη που είχαμε σπουδάσει μαζί στο Παρίσι, και τότε εκείνη δεν πήγαινε ποτέ στην Κορέα, ούτε μου μιλούσε για την Κορέα. Όπως ακριβώς κι εγώ δεν μιλούσα για την Καμπότζη. Γιατί για εμένα η Καμπότζη δεν σήμαινε τίποτα τότε.

Χρόνια μετά, η φίλη μου πήγε τελικά στην Κορέα, συνάντησε τον βιολογικό της πατέρα, και επέστρεψε στη Γαλλία πιστεύοντας ότι η Κορέα είχε τελειώσει μέσα της. Αλλά όταν πήγα εγώ στην Κορέα για το ντοκιμαντέρ μου, απλά πήγε μαζί μου. Κι όταν βρεθήκαμε εκεί τον Οκτώβρη, μετά από 2-3 μέρες στο φεστιβάλ μου είπε ότι είχε στείλει μηνύματα στον πατέρα της και ότι θα τον συναντούσε, και μου πρότεινε να πάω μαζί.

Βρήκαμε μια κοπέλα που μπορούσε να μεταφράσει και πήγαμε οι τρεις μας, μιάμιση ώρα στο λεωφορείο, και μετά κάτσαμε απέναντι στον πατέρα της και στην κορεάτισσα γιαγιά της. Ήταν τρελό πράγμα να βλέπω. Ξαφνικά την είδα τόσο λυπημένη. Υπήρχε ένα βάρος θλίψης εκεί, και δεν υπήρχε αληθινή σύνδεση. Ήθελαν να συναντηθούν τόσο πολύ, κι όταν συναντήθηκαν δεν έλεγαν τίποτα. Μοιράζονταν μια υπερβολικά θλιμμένη ιστορία για να μπορούν να συνδεθούν.

Ήμουν 28 τότε. Δεν πίστευα ότι θα το έκανα ταινία αλλά κράτησα σημειώσεις, το κράτησα στο μυαλό μου. Ξαναπήγαινα Κορέα στο ενδιάμεσο, και το ‘17 το ξανασκέφτηκα, την συνάντησα και της είπα ότι θέλω εκείνη την ιστορία να την κάνω ταινία.

Οπότε όταν μιλάς για ακριβείς λεπτομέρειες στην ταινία, αυτό είναι αλήθεια. Πολλά έρχονται από την ιστορία της φίλης μου κι άλλα από συνομιλίες με άλλους ανθρώπους γύρω της. Γιατί δεν είναι δική μου ιστορία.

Είχες πάει εσύ πίσω στην Καμπότζη όταν έγινε αυτό;
Ναι, πήγα στα 25. Κι ήμουν όπως η Φρέντι στην ταινία. Σίγουρος για τη γαλλική μου ταυτότητα, έλεγα στον κόσμο ότι είμαι Γάλλος, η εκπαίδευσή μου ήταν γαλλική, η κουλτούρα. Γνωρίστηκα στην Καμπότζη με ανθρώπους της ηλικίας μου και μου λέγανε, τι λες μωρέ, είσαι από την Καμπότζη, το αίμα σου, το πρόσωπό σουΚαι άρχισα ένα εσωτερικό ντιμπέιτ όπως η Φρέντι. Και τώρα πια ζω μεταξύ Γαλλίας και Καμπότζης εδώ και χρόνια. Κάνω ταινίες εκεί, άνοιξα εταιρεία παραγωγής, ο πρώτος μου γιος γεννήθηκε εκεί.

Όταν αποφάσισα να κάνω την Επιστροφή στη Σεούλ, δεν το είδα ως ένα προσωπικό φιλμ, αλλά σκέφτηκα ότι ωραία, είναι η ιστορία της φίλης μου, θα είναι ωραίο να ειπωθεί. Και μόνο μετά από μήνες, γράφοντας το σενάριο, άρχισα να αμφισβητώ γιατί το κάνω. Σκεφτόμουν, δεν είμαι κορεάτης, τι υπάρχει εκεί για μένα να πω; Κι όταν σχεδόν το είχα εγκαταλείψει, ανακάλυψα αυτή την υπόγεια έντονη σύνδεση με την ιστορία. Όταν συνδέθηκα με αυτό, τελικά έβαλα πολλά προσωπικά πράγματα μέσα.

Αυτό είναι το θέμα με την τέχνη, μπορείς να μιλάς για ένα πράγμα και ξαφνικά να συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό τον καιρό μιλούσες για κάτι άλλο χωρίς να το καταλαβαίνεις καν.
Ξέρω αυτό το συναίσθημα πολύ καλά, ναι. Είναι συναρπαστικό για μένα. Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα κάνω μια ταινία για έναν 25χρονο άντρα που πάει πίσω στην Καμπότζη για πρώτη φορά, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω αυτή την ιστορία γιατί παραείναι προσωπική. Και τελικά την έκανα με αυτή τη μορφή!

Οπότε συνειδητοποίησες πράγματα στην πορεία και για τη δική σου εμπειρία του να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο χώρες;
Υπήρχε αυτός ο εκνευρισμός του να μη σε καταλαβαίνουν απόλυτα, να μη θεωρείσαι καν καμποτζιανός. Υπάρχει ο εκνευρισμός της μετάφρασης, του τι σημαίνει να είμαστε σε έναν παγκόσμιο χώρο όπου πάντα πρέπει να μεταφράζουμε. Αλλά πόσα μπορούν στα αλήθεια να μεταφραστούν; Υπάρχουν πολιτισμικά κενά που πάντα θα σε κάνουν να μην καταλαβαίνεις όσο κι αν προσπαθείς να ταιριάξεις. Και στην ουσία να μην νιώθεις τελικά ότι ανήκεις κάπου.

Όταν κάνεις προσωπικά φιλμ σαν αυτό, αν είσαι όσο ειλικρινής γίνεται, τότε το φιλμ θα σε σπρώξει να βγάλεις κάτι από τον εαυτό σου. Να πάρεις ένα ρίσκο να πεις κάτι που βρίσκεται πίσω από τις εμπειρίες σου– και μπορεί δυο χρόνια μετά να το βλέπεις και διαφορετικά.

Κάτι που ένιωσα λέγοντας αυτή την ιστορία είναι πως στο μεγάλο μακρύ ταξίδι που κάνουμε, όσους ανθρώπους συναντάς, άλλους τόσους αφήνεις στην άκρη του δρόμου, πρέπει να αφήσεις πίσω. Όσες συναντήσεις, άλλοι τόσοι αποχαιρετισμοί. Το ένιωσα γράφοντας την Φρέντι, η οποία πάντα βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους αλλά γρήγορα αλλάζει και γίνεται κάτι άλλο χωρίς να κοιτάζει πίσω. Κι ίσως μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη συμπεριφορά ως συνέπεια του τραύματος της εγκατάλειψης, κάτι που λείπει από τη ζωή της.

Αλλά αφορά και την παγκόσμια αλήθεια, του ποια είναι η σχέση μας με τους άλλους. Στο τέλος, που μπορεί πολλοί να το διαβάσουν ως θλιβερό, νιώθω πως υπάρχει και κάτι άλλο, μια κατανόηση, μια ανακάλυψη. Όλο αυτό το ταξίδι, της έχει αποκαλύψει κάτι στο τέλος. Δεν ξέρω αν ανακάλυψα κι εγώ κάτι αντίστοιχο, αλλά υπήρξαν πράγματα που έπρεπε να ομολογήσω στον εαυτό μου μέσα από αυτή τη διαδικασία– που δε θα το έβλεπα έτσι χωρίς αυτή την ταινία.

Αυτό που είπες για τον παγκόσμιο χώρο με έκανε να σκεφτώ και παρόμοιες δικές μου εμπειρίες, που υπάρχουν πολλές τέτοιες στην Ελλάδα… Η διασπορά είναι ελληνική λέξη εξάλλου! Αλλά αυτό το να ταξιδεύεις στην άλλη άκρη του κόσμου και να συναντάς μέλη μιας οικογένειας που σας χωρίζουν ωκεανοί, εμπειρίες, γλώσσα… Είναι τόσο σκληρό.
Είχα ακριβώς αυτή την εμπειρία. Στην Καμπότζη γνώρισα την οικογένεια που υποτίθεται ήταν η οικογένειά μου, αλλά δε μπορούσαμε να μιλήσουμε κι ήμασταν σαν ξένοι. Οι άνθρωποι σήμερα νομίζω συνδέονται πολύ με αυτή την ιδέα της διαρκούς μετακίνησης, πιο πολύ σήμερα από ό,τι 20 χρόνια πριν. Σήμερα ταξιδεύεις πολύ πιο εύκολα, πολλοί άνθρωποι βιώνουν αντίστοιχες εμπειρίες πλέον. Μπορούν εύκολα να κινηθούν, να πάνε να δούνε τι συμβαίνει στην χώρα από την οποία κατάγονται. Και νιώθω πως γι’αυτό το λόγο η ταινία συνδέθηκε με το κοινό σε πολλές χώρες κιόλας.

Η ταινία ξεκινά με ένα πολύ κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Φρέντι. Υπάρχει αυτό το πρώτο πλάνο που βλέπουμε το χαμόγελό της από τόσο κοντά και σε κάνει να αναρωτιέσαι κατευθείαν ποια είναι η σχέση της με τους πάντες γύρω της. Ποια ήταν η διαδικασία σου σε σχέση με το πώς την ακολουθεί η κάμερα στην διάρκεια της ταινίας; Είναι σαν σε πολλά σημεία της ταινίας να προσπαθεί η κάμερα να την εντοπίσει, κατά μία έννοια.
ΟΚ… ευρεία ερώτηση. [γελάει]

Σε σχέση με το πρώτο close up, κατάλαβα κάποια στιγμή ότι αυτή θα ήταν μια ταινία γεμάτη τέτοια. Ο αρχικός τίτλος του φιλμ ήταν Όλοι Οι Άνθρωποι Που Δεν Θα Είμαι Ποτέ, και μου άρεσε ο τίτλος γιατί αντικατοπτρίζει πολλές ερωτήσεις που συναντούν άνθρωποι όωπς η Φρέντι ή εγώ, που γυρνάνε πίσω, σε μέρη που όμως δεν ξέρουν τίποτα. Έτσι τη νιώθεις αυτή την εμπειρία. Παθαίνεις εμμονή με το να κοιτάς τα πρόσωπα των τριγύρω. Γιατί μοιάζουν με το πρόσωπό σου αλλά η εμπειρία τους, η ζωή τους, το παρελθόν τους, είναι όσο αντίθετο από το δικό σου γίνεται. Υπάρχει αυτό το Vertigo effect– πώς γίνεται να κοιτάω στον καθρέφτη και να βλέπω κάτι τόσο αντίθετο;

Το πρώτο πλάνο της Φρέντι με την Τένα τα λέει όλα αυτά. Είναι δύο ασιατικά πρόσωπα, που ζουμάρουμε σε αυτά από παρόμοια γωνία, σαν ένα mirror effect. Παρόλο που έχουν διαφορετική ενέργεια, σε έναν εξωτερικό παρατηρητή μοιάζουν παρόμοιο, είναι δύο όμορφα ασιατικά πρόσωπα. Αλλά στο τέλος θα δεις πως δεν υπάρχει τίποτα πιο διαφορετικό από όσο διαφέρουν η Τένα και η Φρέντι. Οπότε χρησιμοποιώ μεν ένα κλασικό shot / reverse shot, αλλά εδώ η τεχνική εκπροσωπεί μια τέτοια πολύ συγκεκριμένη νοηματική σύνδεση.

Κι είναι όντως ένα σούπερ κοντινό πλάνο. Γιατί η ερώτηση που με απασχολούσε πολύ ήταν αυτή της απόστασης. Σε τι απόσταση να βάλω την κάμερα από τη Φρέντι; Γιατί όλη η ιστορία της έχει να κάνει με τη σωστή απόσταση από ανθρώπους και καταστάσεις. Στο ξεκίνημα του φιλμ η Φρέντι αποφασίζει να μπει στο αεροπλάνο από ένα ένστικτο, είναι πολύ κοντά στα πράγματα, δε βλέπει καθαρά, δε μπορεί να έχει σωστή απόσταση.

Οπότε μετά στη σχέση κάμερας και Φρέντι. Είναι ένας χαρακτήρας που πάντα αναζητά την ελευθερία κι αντιστέκεται στον οποιονδήποτε που προσπαθεί να την καθορίσει, να την περιορίσει, να της βάλει ταμπέλα. Οι άνθρωποι διαφορετικών προελεύσεων πάντα το αντιμετωπίζουν αυτό, άλλοι προσπαθούν να τους πουν ποιος είσαι και τι πρέπει να κάνεις.

Η Φρέντι γίνεται επιθετική όταν συμβαίνει αυτό. Έχει την τάση να μην αφήνει να την καθορίσουν, σπάει τα σύνορα του κάδρου στο οποίο προσπαθούν να την ορίσουν. Σκεφτόμουν λοιπόν, πώς μεταφράζεται αυτό σε μια ταινία; Θα έπρεπε ακριβώς αυτό, ο χαρακτήρας να προσπαθεί να αποδράσει από το κάδρο, και το κάδρο να προσπαθεί να την ξαναπιάσει. Είχα στο μυαλό μου την ιδέα ενός χορού ή μια πάλης, ανάμεσα στην κάμερα και τον χαρακτήρα. Ένα κυνήγι γάτας και ποντικιού.

Όταν πάει σε ένα άλλο τραπέζι κάποια στιγμή και ρωτάει αν θέλει κάποιος να την ακολουθήσει, υπάρχει ένα συνεχές πλάνο. Ή όταν χορεύει, προσπαθεί να ξεφύγει από την κάμερα κι η κάμερα να την προλάβει.

Νταβί Σου στην πρεμιέρα της ταινίας στην Κορέα, τον Απρίλιο του 2023. AP Photo/Ahn Young-joon

Χαίρομαι που το ανέφερες αυτό γιατί ήθελα να ρωτήσω για την σκηνή του χορού στο κλαμπ. Οι σκηνές χορού στο σινεμά πάντα λένε κάτι για τους χαρακτήρες. Πότε σου ήρθε η σκέψη ότι το φιλμ χρειαζόταν αυτή τη σκηνή, και επίσης αναρωτιέμαι αν χορογραφήθηκε και πώς.
Όταν το έγραφα δεν ήταν ίδιο ακριβώς. Θα χόρευε δηλαδή και πάλι, αλλά με ένα πιο ήρεμο τραγούδι, ήταν ένα γαλλικό ποπ κομμάτι από τα ‘70s, όχι τόσο ρυθμικό. Αλλά μου αρέσει να κάνω πολλά πράγματα με τους ηθοποιούς μου, και με την Παρκ Τζι-μιν που παίζει την Φρέντι και την Γκούκα Χαν που παίζει την Τένα, πέρασα καιρό μαζί τους στο Παρίσι, κάναμε πολλά πράγματα για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση μεταξύ τους. Χορεύαμε, κάναμε γιόγκα… ήθελα να δω πώς κινούνται.

Τους ζήτησα κάποια στιγμή να παίξουν μουσική που τους αρέσει και έτσι μπήκε το κομμάτι Bizarre Love Triangle των New Order. Κι η Τζι-μιν άρχισε να χορεύει, εγώ την φίλμαρα, ήταν μαγεία. Χόρευε με ηλεκτρισμό, με μια ένταση στο σώμα της που άρχιζε να απελευθερώνεται. Παρατηρώ λοιπόν αυτή την ένταση. Θυμός, πόνος, είναι ακόμα εκεί, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει φως στο πρόσωπο, έμοιαζε ξαφνικά σα να βρήκε ελευθερία. Τότε ήταν που ήξερα ότι πρέπει να το έχω στην ταινία αυτό.

Το τραγούδι βέβαια ήταν πολύ ακριβό κι οι μουσικοί μας γράψανε ένα καινούριο σε αυτό το vibe. Δεν χορογραφήσαμε καθόλου. Της έδωσα ελευθερία κι επειδή ήξερε πως αγαπούσα αυτή τη στιγμή, μου είπε ξέρω τι θες, και το έκανε. Κάναμε μόνο δύο λήψεις.

Έβαλα tracks στους φακούς, ρίχναμε από πάνω φώτα ώστε να παίζουμε με τις σκιές και το φως ενώ χόρευε, αυτά είναι κλασικά σύμβολα. Κι εγώ όλη την ώρα έκανα ζουμ με το φακό, κάτι που δεν κάνω εγώ συνήθως, αλλά με συνεπήρε η πρόκληση του να προσπαθώ να την πιάσω με τον φακό. Της είπα να κάνει οτιδήποτε θέλει, κι η κάμερα μετά απλά προσπάθησε να την πιάσει. Ήταν κάτι ηλεκτρισμένο, τρομερά αγχωτικό, απίστευτα διασκεδαστικό.

Η “Επιστροφή στη Σεούλ” κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα