Ο ΣΥΖΥΓΟΚΤΟΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΘΕΙΟ ΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΠΙΕΡΙΑΣ

Πώς δηλητηρίασε τη γυναίκα του, με συνεργό τη μάνα του, και για τέσσερις μήνες ξεγελούσε τις αρχές και την κοινή γνώμη.

Κάτω από το χλωμό φως της λάμπας, η συζήτηση ήταν έντονη. Οι ψίθυροι μαρτυρούσαν ότι κάτι σημαντικό αποφασιζόταν ανάμεσα στις σκιές και στους ήχους της νύχτας. Κάποια συνωμοσία που έπρεπε να κρατηθεί μυστική, μία συμφωνία θανάτου με ένα μοναδικό στόχο: Η Κατίνα Γκέλου έπρεπε να πεθάνει.

Κι όμως, δεν ήταν κάποιο κακοποιό στοιχείο με δολοφονικά ένστικτα, ούτε το πρότυπο του μισητού ανθρώπου. Μόνη της ιδιότητα αυτή της νοικοκυράς. Σύζυγος εδώ και πέντε χρόνια, μητέρα τρία παιδιών και έγκυος εδώ και τέσσερις μήνες. “Η Κατίνα ήταν καλή γυναίκα, δούλευε στα κτήματα και ήταν πολύ ηθική” θα πουν οι συγχωριανοί της. Κι όμως, στα 28 της χρόνια συγκέντρωνε το μίσος ανθρώπων που ζούσαν κάθε μέρα στο πλευρό της και οι οποίοι συνέλαβαν ένα εγκληματικό σχέδιο για την εξόντωση της: παραθείο στο φαγητό.

Μέσα σε λίγες ώρες, όλα είχαν μπει σε εφαρμογή. Την 31η Ιουλίου 1968, ο σύζυγος της, Βασίλης, ξεκίνησε μαζί με την μεσαία κόρη τους, έξι χρονών τότε, για το χωράφι, έξω από το χωριό Μεσημέρι Πιερίας, όπου ζούσαν. Λίγο πριν το μεσημέρι, εμφανίστηκε και η Κατίνα, όπως κάθε φορά, για να τους βοηθήσει στις δουλειές και να φέρει το φαγητό. Όταν ήρθε η ώρα, στάθηκε κάτω από μία κερασιά και άπλωσε το γεύμα: Τηγανίτες πιπεριές και ντομάτες, λίγο τυρί και ψωμί.

Στιγμές μετά, ο άντρας της, όλος αγωνία έτρεχε στο χωματόδρομο, για να φωνάξει βοήθεια. Μέχρι να βρει ένα ταξί για να τη μεταφέρουν, η Κατίνα ήδη είχε διπλώσει από τους πόνους. Μέχρι το ταξί να φτάσει στο χωράφι, εκείνη άφηνε την τελευταία της πνοή κάτω από τον ίσκιο της κερασιάς, με τη μικρή κόρη της ακριβώς δίπλα της.

Η νεκροψία – νεκροτομή που ακολούθησε, έδειξε ότι ο θάνατος της 28χρονης κοπέλας προήλθε από ισχυρή δόση γεωργικού φαρμάκου. Τα σπλάχνα της εστάλησαν στην Αθήνα για περαιτέρω εξέταση, ενώ οι αρχές προσπαθούσαν να καταλάβουν εάν επρόκειτο για ατύχημα, αυτοκτονία ή εγκληματική ενέργεια.

Ο νεος εισαγγελεας

Περισσότερες από 20 φορές ο Βασίλης Γκέλος πέρασε το κατώφλι της διοίκησης χωροφυλακής. Κι όχι μόνο αυτός. Το ίδιο έπραξαν η οικογένεια του, οι συγγενείς της Κατίνας, ακόμη και συγχωριανοί τους. Οι μαρτυρίες ήταν καθοριστικές στο να επικρατήσει η εκδοχή του ατυχήματος. Οι δολοφόνοι έπρεπε μόνο να είναι υπομονετικοί για να ξεφύγουν από τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.

Τα σπλάχνα της εστάλησαν στην Αθήνα για περαιτέρω εξέταση, ενώ οι αρχές προσπαθούσαν να καταλάβουν εάν επρόκειτο για ατύχημα, αυτοκτονία ή εγκληματική ενέργεια.

Δύο μήνες είχαν περάσει και οι αρχές δεν είχαν κατορθώσει να κάνουν καμία ανακάλυψη. Η δικογραφία για το θάνατο της Κατίνας Γκέλου ήταν έτοιμη πια να μπει στο αρχείο. Κι αυτό φαίνεται πως θα γινόταν αν ο νέος εισαγγελέας Πρωτοδικών δεν μελετούσε το φάκελο του θανάτου, προκειμένου να ενημερωθεί για τα καινούργια του καθήκοντα.

Ο εισαγγελικός λειτουργός διέγνωσε αμυδρές αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής για κάποια άτομα. Κάτι δεν του “έστεκε” καλά. Από εκεί πιάστηκε και διέταξε την αστυνομία να ξεκινήσει νέο κύκλο ερευνών, εξετάζοντας ξανά τους συγγενείς του θύματος. Και πάλι καμία διαφοροποίηση στις καταθέσεις. Ούτε και το πρώτο πόρισμα της τοξικολογικής εξέτασης των σπλάχνων του θύματος εισέφερε κάποιο νέο στοιχείο.

Οι αστυνομικοί είχαν πέσει στην παγίδα του Βασίλη Γκέλου. Είχαν πιστέψει πως η Κατίνα πέθανε από “ισχυράν δόσιν παραθείου”, που υπήρχε είτε πάνω στα δαμάσκηνα που έφαγε λίγη ώρα πριν το θάνατο της, είτε το πήρε οικειοθελώς. Το ενδεχόμενο το παραθείο να βρισκόταν μέσα στο γεύμα είχε -λανθασμένα- από καιρό αποκλειστεί, αφού ο συζυγοκτόνος είχε καταθέσει ότι από το ίδιο φαγητό που έφαγε η γυναίκα του, είχε φάει ο ίδιος, η εξάχρονη κόρη τους και ακόμα η μητέρα του και η αδελφή του, από τις υπόλοιπες μερίδες που είχαν κρατηθεί στο σπίτι.

Η παραπλάνηση των αρχών ωστόσο, επρόκειτο να πάψει σύντομα. Το πόρισμα των αθηναϊκών εργαστηρίων είχε καταληκτικό ρόλο, αφού επεσήμανε ότι “τόσο στο σκεύος μέσα στο οποίο μετέφερε η Αικατερίνη Γκέλου το γεύμα στο χωράφι, όσο και στην κατσαρόλα του σπιτιού όπου ήταν φυλαγμένο το υπόλοιπο φαγητό για το δείπνο, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα παραθείου”. Τα σενάρια των ποτισμένων φρούτων ή της αυτοκτονίας αποκλείονταν αυτομάτως.

Επί 119 ημέρες ακριβώς, ο Βασίλης Γκέλος είχε αναλάβει το ρόλο του “τεθλιμμένου χήρου”, που σε μία τραγική στροφή της μοίρας είχε μείνει -άθελα του- μόνος του με τρία παιδιά, ενώ η γυναίκα του και το αγέννητο παιδί τους είχαν πια χαθεί. Σχεδόν τέσσερις μήνες, επιχειρούσε να ξεγελάσει τις αρχές, αλλά και την κοινωνία ολόκληρη.

Η ομολογια

Πλέον όμως, όλα τελείωναν. Η υπόθεση από ατύχημα χαρακτηρίστηκε ανθρωποκτονία και ο Βασίλης Γκέλος έγινε ο βασικός ύποπτος του εγκλήματος. Η προσαγωγή του σήμανε τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Από την πρώτη κιόλας ερώτηση που του έθεσε ο διοικητής της χωροφυλακής, αυτός ήταν έτοιμος: “Ναι, μη κουράζεστε άδικα. Βαρέθηκα πια. Εγώ δηλητηρίασα τη γυναίκα μου με παραθείο. Θα σας τα πω όλα”.

Από εφημερίδα της εποχής.


Ήταν η πρώτη φορά που οι αρχές μάθαιναν πως εκείνος έριξε παραθείο στο φαγητό της την ώρα που θα βρίσκονταν στο χωράφι τους. “Στη μία το μεσημέρι καθίσαμε να φάμε. Τότε είπα της γυναίκας μου να πάει να δέσει τις κατσίκες που έβοσκαν σε μια άκρη του χωραφιού. Βρήκα την ευκαιρία. Σηκώθηκα από τη θέση μου, πήρα το μπουκαλάκι με το παραθείο και άδειασα το περιεχόμενο μέσα στο φαγητό, που είχε φέρει γυναίκα μου μαζί της και το οποίο ήταν τηγανιτές πιπεριές και ντομάτες. Όταν γύρισε, εγώ της είπα ότι δεν πεινούσα, τη δε κόρη μου είχα φροντίσει προηγουμένως να της δώσω ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί με τυρί για να μη δοκιμάσει από το φαγητό που προοριζόταν για τη μητέρα της. Εκείνη άρχισε να τρώει σιωπηλά και ύστερα από λίγα λεπτά, ενώ εγώ την παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου, την είδα να κουλουριάζεται και να αρχίζει να σπαράζει κάτω στο χώμα».

Η συνέχεια της ομολογίας ήταν εξίσου καθηλωτική. Οι αστυνομικοί μαθαίνουν για το “οικογενειακό συμβούλιο” που είχε προηγηθεί με τη μάνα του και την αδελφή του, για το ότι σε περίπτωση που η Κατίνα δεν δοκίμαζε το μεσημεριανό φαγητό, το βράδυ η πεθερά της θα της είχε έτοιμο ένα άλλο πιάτο φαΐ ποτισμένο με το ίδιο δηλητήριο. Μίλησε για τους καβγάδες του ζευγαριού, στους οποίους παρέμβαιναν τόσο η μητέρα του όσο και η αδελφή του, για το πώς πείσθηκε ότι θα ήταν καλύτερα χωρίς την Κατίνα. “Με πήραν στο λαιμό τους η μητέρα μου και η αδελφή μου” είπε στους αστυνομικούς αλλά και στον ανακριτή, που διέταξε την προφυλάκιση του.

Οι συλλήψεις δεν άργησαν ούτε στιγμή. Βέβαια, οι δύο γυναίκες αρνήθηκαν ότι συμμετείχαν στη δολοφονία, ενώ και ο βασικός κατηγορούμενος στην πορεία άλλαξε υπερασπιστική γραμμή, επιχειρώντας να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη.

Στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, η μητέρα και η αδελφή της Κατίνας προσπάθησαν να εξηγήσουν το μεγάλο «γιατί» αυτής της δολοφονίας. «Τον πρώτο καιρό του γάμου τους, η κόρη μου ήταν ευτυχισμένη. Όταν όμως, παντρεύτηκε η κουνιάδα της, Ελένη, και εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα, άρχισαν οι γκρίνιες και οι καυγάδες. Πήγαινε κάθε τόσο στο χωριό και ήθελε να κάνει κουμάντο στο σπίτι του αδερφού της. Έβριζε την κόρη μου και έπαιρνα τα λεφτά της οικογένειας. Εμείς δεν τολμούσαμε να επισκεφθούμε το σπίτι της κόρης μου. Τρία παιδιά γέννησε και μόνο στα βαφτίσια του πρώτου με κάλεσαν. Όταν έφτασα στο Μεσημέρι για την κηδεία της κόρης μου και την είδα, αμέσως κατάλαβα πως φαρμακώθηκε. Αλλά δεν ήξερα ποιοι το έκαναν αυτό. Η Ελένη την ημέρα της κηδείας φορούσε κόκκινα, ενώ η αδελφή της φορούσε μαύρα και έκλαιγε».

Οι περιγραφές των συγγενών της Κατίνας είχαν σαν στόχο να καταδείξουν ότι “στο σπίτι αφεντικό ήταν η Ελένη και η Κατίνα ήταν δούλα”. Όταν δε, το εγκληματικό τους σχέδιο είχε πλέον ολοκληρωθεί η Ελένη όχι μόνο δεν ξαναεμφανίστηκε στο σπίτι του αδελφού της, αλλά προξένευαν το συζυγοκτόνο σε κοπέλες της περιοχής. Λίγους μήνες μετά το φονικό, ο Βασίλης είχε ήδη λογοδοθεί με μία κοπέλα από διπλανό χωριό, όπως κατέθεσαν μάρτυρες.

«Ενα σωρο ψεμματα»

Οι τρεις κατηγορούμενοι πάντως, έμειναν ανένδοτοι μέχρι την τελευταία στιγμή. Επέμεναν ότι η Κατίνα αυτοκτόνησε σε μια στιγμή εκνευρισμού και πείσματός, όταν ο σύζυγος της έδωσε ένα χαστούκι. Το νέο σενάριο του συζυγοκτόνου είχε ως εξής:

“Την ημέρα εκείνη είμαστε στο κτήμα. Εγώ πότιζα και η γυναίκα μου βρισκόταν στην καλύβα με το παιδί. Την φώναξα να έρθει εκεί που δούλευα για να φάμε. Στην αρχή αρνήθηκε. Τελικά ήρθε ύστερα από μιάμιση ώρα. Εκεί που τρώγαμε μου είπε “είδες το δικό μου έγινε”, εννοώντας ότι έφτασε την ώρα που ήθελε εκείνη. Θύμωσα και της έδωσε ένα σκαμπίλι. Εκείνο ήταν. Έφυγε από κοντά μου και ξαναπήγε προς την καλύβα. Όταν σε λίγο πήγα να τη δω, ήταν πεσμένη στο χώμα και βογκούσε. Την ρώτησα τι έχει. “Τίποτα μου” είπε. “Πώς τίποτα”. “Έχω πονοκέφαλο και με πονάει κοιλιά μου αλλά θα περάσει”. Ξαναγύρισα στη δουλειά μου. Έτρεξε όμως το κοριτσάκι μας και μου είπε “η μαμά δεν μπορεί”. Έφτασα κοντά της. Βογκούσε δυνατότερα. Την άρπαξα και την πήγα στο νερό. Της έβρεξα το κεφάλι, την ξανασήκωσα αλλά έπεσε και δεν μπορούσε να κρατηθεί. Άρχισα να τρέχω, να καλέσω σε βοήθεια”.

Η ανακοίνωση της ποινής στον τύπο της εποχής.

Όσο για την προανακριτική του ομολογία, ο ίδιος υποστήριξε ότι ουδέποτε αποδέχθηκε ότι δολοφόνησε την Κατίνα, αλλά οι αστυνομικοί είχαν βαλθεί να τον παγιδέψουν. Τα λεγόμενα του εύλογα, προκάλεσαν την αντίδραση του προέδρου της έδρας: “Στις άλλες καταθέσεις σου δεν λες τίποτα για σκαμπίλια και τέτοια. Ούτε στον αστυνόμο, ούτε στον ειρηνοδίκη. Στις 23 Νοεμβρίου όμως στο χωροφύλακα λες πολλά πράγματα. Θέλεις να ακούσεις; «Είχαμε συχνά καβγάδες με την Κατίνα και είπα στη μαμά μου να την δηλητηριάσουμε να τελειώνει υπόθεση. Συμφωνήσαμε να πάρουμε ένα μπουκάλι παραθείο, να βάλει το μισό η μητέρα μου στο φαγητό και το άλλο μισό εγώ για να πεθάνει σίγουρα…». (…) Ήρθες εδώ για να εξομολογηθείς, να μας πεις την αλήθεια και όχι για να μας αραδιάζεις ένα σωρό ψέματα».

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1969 εκφωνήθηκε η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης. Το Μικτό Κακουργιοδικείο επέβαλε τα ισόβια δεσμά για τον συζυγοκτόνο Γκέλο. Ένοχη για απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία κρίθηκε και η μητέρα του, η οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 11 ετών. Η αδελφή του Ελένη ωστόσο, κρίθηκε αθώα για το ίδια αδίκημα, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερη. Τέλος, το δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 10.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην μητέρα της Κατίνας Γκέλου κι ακόμη 5000 δραχμές στην αδελφή της.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα