Shutterstock

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ;

Ένας μάντης, ένας βασιλιάς και μερικοί από τους πιο αλαζόνες ήρωες της εποχής, θα έβρισκαν απέναντί τους όχι μόνο μια πόλη, αλλά τον ίδιο τον Δία.

Μία μικρή γνώση του μύθου να έχεις ή της τραγωδίας του Αισχύλου, υποψιάζεσαι ποιος μπορεί να ήταν ο ένας.
Οι άλλοι έξι όμως;
Πώς λέγονταν;
Ποιοι ήταν και τι απέγιναν;

Αυτός που -φαντάζομαι ότι- φαντάζεσαι είναι προφανώς ο Πολυνείκης, ο άνθρωπος που για χάρη του έγινε η εκστρατεία εναντίον της Θήβας από τους Αργείους. Ο γιος του Οιδίποδα, που μαζί με τον Ετεοκλή, τον αδερφό του, είχαν συμφωνήσει να αλλάζουν κάθε χρόνο θέση στον θρόνο, από τη στιγμή που ο πατέρας τους αυτοεξορίστηκε, σακάτης και τυφλός. Ο Ετεοκλής δεν κράτησε τη συμφωνία και έτσι ο Πολυνείκης βάδισε εναντίον του, μαζί με ακόμη έξι στρατηγούς, σε αυτό που ο Αισχύλος θα απαθανάτιζε ως “Επτά επί Θήβας”.

Οι υπόλοιποι ήρωες όμως, που -σχεδόν- όλοι πέθαναν μπροστά απ’ τις επτά πύλες της Θήβας, και χρειάστηκε η μεσολάβηση των Αθηναίων για να ταφούν, ποιοι ήταν; Είχαν το ίδιο ενδιαφέρουσες ιστορίες;

Μάλλον ναι, και ξεκινάμε με εκείνη του βασιλιά τους.

Άδραστος

Βασιλιάς του Άργους και ο μόνος που επέζησε της εκστρατείας. Όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε από το συγγενή του Αμφιάραο, ο Άδραστος κατέφυγε στον παππού του τον Πόλυβο, βασιλιά της Σικυώνας κι όταν εκείνος πέθανε, έκατσε ο ίδιος στον θρόνο του. Όταν όμως ο Αμφιάραος πήρε για γυναίκα του την αδελφή του Αδράστου, οι δύο άντρες τα βρήκανε, και ο Άδραστος επέστρεψε στο Άργος ως βασιλιάς.

Ο Άδραστος πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Θήβας, υποχρεωμένος να πράξει έτσι ως πεθερός του Πολυνείκη. Πώς έφτασε όμως να του δώσει την κόρη του;

Ο βασιλιάς του Άργους είτε είχε δει ένα όνειρο είτε ένα μαντείο τον είχε προειδοποιήσει ότι οι δυο του κόρες θα παντρεύονταν με έναν αγριόχοιρο και ένα λιοντάρι αντίστοιχα. Όταν, λοιπόν, μια μέρα έφτασαν στο παλάτι του ο Πολυνείκης, ο οποίος είχε ένα λιοντάρι στην ασπίδα του, το έμβλημα της Θήβας, και ο Τυδέας, ο οποίος είχε έναν αγριόχοιρο, το έμβλημα της Καλυδώνας, κατάλαβε ότι τα σημάδια μιλούσαν για εκείνους.

Ο πρώτος, ο γιος του Οιδίποδα, είχε εκδιωχθεί από τον Ετεοκλή, και ο Τυδέας είχε εκδιωχθεί απ’ τους συμπατριώτες του γιατί είχε σκοτώσει δύο ξαδέρφια του κατά μία εκδοχή ή έναν θείο του σε κυνήγι, σύμφωνα με άλλη εκδοχή.

Έτσι, ο Άδραστος τους πάντρεψε με τις δύο κόρες του, την Αργεία και τη Δηιπύλη, και τους υποσχέθηκε ότι με τον στρατό του, θα τους επέστρεφε τους θρόνους τους. Και την αρχή θα την έκανε με τον Πολυνείκη.

Όμως η πολιορκία της Θήβας δεν πήγε και τόσο καλά, και όλοι στρατηγοί σκοτώθηκαν. Σώθηκε μόνο ο ίδιος χάρη στο φτερωτό άλογο του Αρίωνα.

Δέκα χρόνια αργότερα, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για την ήττα του, έπεισε τα παιδιά των νεκρών στρατηγών του να εκστρατεύσουν εκ νέου εναντίον της Θήβας. Αυτήν τη φορά, οι λεγόμενοι “Επίγονοι” θα τα κατάφερναν, θα κυρίευαν την πόλη, έχοντας τώρα μόνο έναν επιφανή νεκρό στις τάξεις τους: τον γιο του Αδράστου, τον Αιγιαλεύς.

Ο γέρος πια βασιλιάς θα πεθάνει στην επιστροφή του στα Μέγαρα, εξαιτίας της βαθιάς του λύπης.

"Επτά επί Θήβας", όπως παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο απ' το Θέατρο Κύπρου EUROKINISSI

Τυδέας

Γιος του βασιλιά της αρχαίας πόλης Καλυδώνας, που βρισκόταν στην Αιτωλία, ο οποίος βρέθηκε στο Άργος με τον τρόπο που είδαμε και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά. Από τον γάμο του, γεννήθηκε ένας από τους πιο σκληρούς Έλληνες πολεμιστές, ο Διομήδης.

Κατά την εκστρατεία εναντίον της Θήβας, αν και διακρίθηκε για την ανδρεία του του, σε κάποια μάχη τραυματίστηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο ήρωα, Μελάνιππο.

Η Αθηνά όμως που θαύμαζε τον Τυδέα, θέλησε να του χαρίσει την αθανασία κι έτσι ζήτησε απ’ τον Δία, να της κάνει το χατίρι. Την τελευταία όμως στιγμή, η βαρβαρότητα του Τυδέα θα της άλλαζε γνώμη.

Όταν ο Αμφιάραος έκοψε το κεφάλι του ανθρώπου που τον τραυμάτισε βαριά, του Μελάνιππου, και το προσέφερε στον Τυδέα λίγο πριν ξεψυχήσει, εκείνος έφαγε το μυαλό του. Η Αθηνά αηδίασε απ’ αυτήν την πράξη και πήρε πίσω την αρχική της σκέψη, αφήνοντάς τον να ακολουθήσει τη μοίρα του στον Άδη.

Καπανέας

Αργείος ήρωας, ανιψιός του Αδράστου διαβόητος για τη δύναμή του, τη σωματική του διάπλαση αλλά και την αλαζονεία του. Κατά την πολιορκία της Θήβας, όταν κατέλαβε το μέρος του τείχους στο οποίο πολεμούσε, ζήτησε μία σκάλα για να ανέβει στην κορυφή του. Όταν έφτασε ψηλά, περηφανεύτηκε ότι τώρα ούτε ο Δίας δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει, με αποτέλεσμα ένας κεραυνός να έρθει ως απάντηση απ’ το πουθενά και να τον σκοτώσει.

Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Δάντης τον αναφέρει στη Θεία Κωμωδία, περιγράφοντας πώς τον συνάντησε στην κόλαση, παρέα με άλλους βλάσφημους, να βασανίζεται αιώνια. Τον είδε ξαπλωμένο ύπτια πάνω σε μια πεδιάδα με φλεγόμενη άμμο, να συνεχίζει να βρίζει τον Δία, καθώς ως “παγανιστής συνέχιζε να αγνοεί την ύπαρξη του αληθινού Θεού”.

Ιππομέδοντας

Επίσης ανιψιός του Αδράστου, με γιγαντιαίο ανάστημα και τρομερή δύναμη. Πάνω στην ασπίδα του είχε τον τερατόμορφο Τυφώνα να βγάζει φωτιές απ’ τα ρουθούνια του, το ων που γέννησε η Γη για να εκδικηθεί τους Ολύμπιους Θεούς για τους θανάτους των Τιτάνων.

Κατά τη μάχη μπροστά απ’ τις επτά πύλες, σκοτώθηκε απ’ τον Ίσμαρο, τον γιο του Αστακού. Κατά μία άλλη εκδοχή του μύθου, στη μάχη που έδωσε για να πάρει το σώμα του νεκρού Τυδέα, σκότωσε τον Κρηναίο, γιο του θεού Πάνα και της νύμφης Ισμήνης, κόρης του ποταμού θεού Ισμήνου. Έτσι, όταν ο Ιππομέδοντας πάτησε στο ποτάμι, ο Ισμήνος ανέβασε τη στάθμη του νερού για να τον πνίξει. Ωστόσο, ο Ιππομέδων παρακάλεσε να μην πεθάνει με αυτόν τον τρόπο και ο Δίας κατάφερε να πείσει τον θεό του ποταμού να μην τον πνίξει. Μόλις όμως ο Ιππομέδοντας βγήκε από το ποτάμι, δέχτηκε επίθεση και σκοτώθηκε ακαριαία.

Gregorio Borgia AP Photos

Παρθενοπαίος

Σύμφωνα με τον τοπικό αργειακό μύθο ήταν αδελφός του Αδράστου, αλλά σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο μύθο της αρχαιότητας, ήταν γιος της Αταλάντης και του Ιππομένη ή του Μελεάγρου ή ακόμα και του θεού Άρη.

Η Αταλάντη προκειμένου να κρύψει το γεγονός ότι δεν ήταν πια παρθένα, τον παράτησε μωρό ακόμη σε ένα βουνό της Αρκαδίας. Εκεί ένας βοσκός, τον βρήκε και τον ανέθρεψε μαζί με τον Τήλεφο, το παράνομο παιδί του Ηρακλή, που επίσης είχε μείνει παρατημένο στο βουνό.

Αργότερα, ο Άδραστος θα τον πείσει να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία κατά της Θήβας, με τον δεύτερο να έχει τη Σφίγγα ως έμβλημα της ασπίδας του, προκειμένου να τρομάζει τους Θηβαίους.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές για τον θάνατό του. Η πιο διαδεδομένη θέλει τον Περικλύμενο, γιο του Ποσειδώνα να τον σκοτώνει, ενώ μία άλλη να πεθαίνει απ’ το χέρι του Άκτορα, όλες μπροστά απ’ τα τείχη της Θήβας.

Αμφιάραος

Γιος του Οϊκλή ή και του ίδιου του θεού της μαντικής, Απόλλωνα, και της Υπερμνήστρας, ήταν Αργείος ήρωας που γνώριζε καλά την τέχνη της μαντικής, όπως και της ιατρικής και της φαρμακολογίας.

Έδιωξε τον Άδραστο απ’ το Άργος, όταν όμως παντρεύτηκε τη γυναίκα του, τον άφησε να επιστρέψει και συμφιλιώθηκαν. Αυτά τα είπαμε και προηγουμένως. Αυτό που δεν είπαμε είναι πώς ο Αμφιάραος, αν και μάντης, αν και είχε δει την αποτυχία της εκστρατείας, δέχτηκε να πάρει μέρος.

Το πώς ο Πολυνείκης έπεισε τον Αμφιάραο να τον ακολουθήσει, δωροδοκώντας τη γυναίκα του, περιγράφεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη:

“Ο Πολυ­νείκης, επίσης, προσπαθούσε να πείσει τον μάντη Αμφιάραο να εκστρατεύσει μαζί τους εναντίον των Θηβών. Κι επειδή δεν συμφω­νούσε, γιατί γνώριζε από πριν ότι θα σκοτωθεί αν μετάσχει στην εκστρατεία, λένε, ότι ο Πολυνείκης έδωσε στη γυναίκα του Αμ­φιάραου το χρυσό περιδέραιο που, κατά τη μυθολογία, δώρισε η Αφροδίτη στην Αρμονία. Και τούτο για να πείσει τον σύζυγό της να πάρει μέρος στην εκστρατεία.

Τον καιρό που ο Αμφιάραος φιλονικούσε με τον Άδρα­στο για τη βασιλεία, συμφώνησαν κι οι δυο να αναθέσουν στην Εριφύλη να κρίνει τελικά τις διαφορές τους. Αυτή ήταν γυναί­κα του Αμφιάραου και αδελφή του Αδράστου. Κι όταν η Εριφύ­λη έδωσε τη νίκη στον Άδραστο και έκρινε ότι πρέπει ο σύζυ­γος της να λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Θηβαίων, τότε ο Αμφιάραος με τη σκέψη ότι ή γυναίκα του τον πρόδωσε, συμφώνησε βέβαια να μετάσχει στην εκστρατεία, έδωσε όμως εντολή στον γιο του Αλκμαίωνα μετά τον θάνατό του να σκοτώσει την Εριφύλη.

Ο Αλκμαίων αργότερα εκτελώντας την εντολή του πατέρα του σκότωσε τη μητέρα του, αλλά συναισθανόμενος ότι διέπραξε πράξη μιαρή, καταλήφθηκε από μανία”.

Ο Αμφιάραος έδειξε ιδιαίτερη ανδρεία στη μάχη, αλλά ούτε αυτό έφτασε. Η θέληση του Δία ήταν η πόλη να μην πέσει. Έτσι, μετά την αλληλοθανάτωση των Ετεοκλή και Πολυνείκη, ο Αμφιάραος βρέθηκε να τρέχει για να γλιτώσει τη ζωή του απ’ τους Θηβαίους.

Κατά την υποχώρησή του έφτασε μέχρι τις όχθες του Ισμηνού, όπου τον πρόφτασε ο Πολυκλύμενος. Ο Δίας όμως, δεν ήθελε να δει ούτε τον Αμφιάραο νεκρό κι έτσι έριξε -άλλον έναν- κεραυνό που άνοιξε μεγάλο χάσμα στη γη, μέσα στο οποίο έπεσε ο Αμφιάραος, ο ηνίοχός του, Βάτωνα, το άρμα και τα άλογά του. Στη συνέχεια ο Δίας τον έκανε αθάνατο, και εκ τότε οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν ως θεό.

Όταν ο Παυσανίας περασε από εκεί, ακόμη έδειχναν τον τόπο όπου εξαφανίστηκε ο ήρωας στις όχθες του Ισμηνού. Λεγόταν μάλιστα ότι στη θέση του χάσματος κτίσθηκε αργότερα περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά, αλλά ούτε και τα πρόβατα ή τα βόδια πλησίαζαν για να βοσκήσουν.

Το μαντείο του Αμφιάραου που δημιουργήθηκε αργότερα στον Ωρωπό ήταν απ’ τα πιο ονομαστά της Ελλάδας και όχι μόνο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρέσβεις του Κροίσου, του βασιλιά των Λυδών, έφτασαν κάποτε στο μαντείο προκειμένου να “μάθουν” αν έπρεπε να εκστρατεύσουν κατά των Περσών.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα