RRR ΣΤΟ NETFLIX: Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΔΕΝ ΒΓΗΚΕ ΠΟΤΕ ΣΤΑ ΣΙΝΕΜΑ

Το Χόλιγουντ θα ευχόταν να είχε παραδώσει θέαμα σαν αυτό κι εμείς θα ευχόμασταν να το είχαμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Αν αναρωτιόσασταν κι εσείς, όπως όλοι μας εξάλλου, ποιο θα ήταν το καλύτερο φετινό ιστορικό μιούζικαλ υπερηρωικό έπος (!), τότε μπορεί να ξεφυσήξετε με ηρεμία. Η ταινία βρέθηκε, και είναι το RRR του Σ.Σ. Ρατζαμούλι (σκηνοθέτη του επικού δίπτυχου Baahubali), κι όσα κι αν σας πούμε για αυτήν, δεν θα επαρκούν ώστε να σας προετοιμάσουν για αυτό που θα αντικρύσουν τα μάτια σας.

Δεν θα είναι υπερβολή να την χαρακτηρίσουμε ως κορυφαία κινηματογραφική περιπέτεια της χρονιάς– για την ακρίβεια τίποτα δεν θα ήταν υπερβολή μιλώντας για αυτή την ταινία, καθότι διαλύει την ίδια την ιδέα της υπερβολής. Στο σύμπαν του RRR δεν υφίσταται κάτι τέτοιο: Τα όρια υπάρχουν για να ξεπερνιούνται, διαρκώς, πιθανώς μέσω κάποιας εντυπωσιακά χορογραφημένης σκηνής δράσης. Ή χορού. Ή δράσης και χορού.

Τα πρόσωπα στο RRR είναι αληθινά, ή τελοσπάντων αληθινά με την έννοια της «αλήθειας» όπως αυτή εντείνεται μέσα από τον λαϊκό μύθο. Δύο φιγούρες βασισμένες σε αληθινά πρόσωπα της αντίστασης των Ινδών απέναντι στους Βρετανούς, ο Σιταράμα Ράζου κι ο Κομαράμ Μπιμ έχουν μια κοινή γραμμή παράλληλης δράσης παρότι ποτέ στην πραγματικότητα δεν συναντήθηκαν.

Ο Ρατζαμούλι λέει πως πάντα τον συνάρπαζε η συμπτωματική συνύπαρξη δύο αγωνιστών της ελευθερίας, γεννημένοι στην ίδια περιοχή, κατά το γύρισμα του 20ου αιώνα, κι οι οποίοι σύμφωνα με την ιστορική καταγραφή εξαφανίστηκαν αμφότεροι για ένα διάστημα λίγων ετών πριν επιστρέψουν για να ριχτούν στη μάχη εναντίον των αποικιοκρατών. «Οι μέθοδοί τους ήταν ίδιες: Χτυπούσαν αστυνομικά τμήματα, έπαιρναν τα όπλα, όπλιζαν τον λαό, ενέπνεαν τον λαό», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Κι ενώ κι οι δύο πέθαναν στα χέρια των Βρετανών, δεν πρόλαβαν ποτέ να συναντηθούν. «Σκέφτηκα: Αν τους βάζαμε να συναντηθούν, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ τους, κάνοντας τον έναν να εμπνεύσει τον άλλον;»

Το φιλμ αντλεί δίχως μέτρο και με απόλυτη αίσθηση ευτυχίας, επιρροές από κάθε είδος έκφρασης ενός «σινεμά της έκστασης», είτε αυτό αφορά ινδικές μίξεις σπαγγέτι γουέστερν και παραδοσιακές αφηγήσεις παρανόμων (σαν το κλασικό φιλμ Sholay του 1975), είτε μια α λα Κουέντιν Ταραντίνο προσέγγιση στην Ιστορία. Ο Ρατζαμούλι εξάλλου παραδέχεται την επιρροή του Inglourious Basterds και του τρόπου με τον οποίο το σινεμά παίρνει «εκδίκηση» από την ίδια την Ιστορία. Αν προσπαθήσετε να βάλετε στο μίξερ όλα τα παραπάνω, με κάποιον παρανοϊκό τρόπο προκύπτει μια πρώτη ιδέα του τι είναι το RRR.

Με έναν τίτλο που ξεκίνησε προσωρινός (το πρώτο γράμμα στα ονόματα σκηνοθέτη και πρωταγωνιστών είναι R) αλλά στέκεται ως συντόμευση των λέξεων Roudram – Ranam – Rudhiram και της απόδοσής τους στα αγγλικά, Rise – Roar – Revolt, το RRR εκπροσωπεί όλες αυτές τις ερμηνείες ταυτόχρονα. Ένα αναπολογητικά cheesy και ευθύ buddy action που στέκεται ως παρεϊστικη αποθέωση της ιδέας της φιλίας, με μια φλόγα και ορμή πίσω από κάθε σκηνή– δράσης, χορού, ή επεξήγησης, δεν έχει καν σημασία.

Οι ιστορικές φιγούρες έχουν περάσει μέσα από το πρίσμα της λαϊκής δοξασίας αλλά και της μυθολογικής παράδοσης. Το RRR δεν είναι μια απλή περιπέτεια εποχής που παίρνει ελευθερίες πάνω στην ιστορική αλήθεια, είναι ένα pulp ανάγνωσμα που αποφασίζει να πει όλες τις ιστορίες σα να ήταν μία. Έτσι, ο Ρατζαμούλι αποτυπώνει τις δύο του κεντρικές φιγούρες με στοιχεία από τα δύο σημαντικότερη μυθολογικά έπη της ινδικής παράδοσης, Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα, ως επί γης ημίθεους με ένα αδιανόητο σετ δεξιοτήτων και μιας αμετακίνητης δύναμης.

Και τους καδράρει αντίστοιχα, ως μυθικά στοιχεία ζωγραφισμένα ως κομμάτια λαϊκής παράδοσης, σε μια ακολουθία από hero shots: Φιγούρες σκιάς που στέκονται στο κέντρο του κάδρου, ανάμεσα στα δέντρα, σα να κυριαρχούν στην ίδια τη φύση. Ή οντότητες σε παγωμένες πόζες όπου μοιάζουν να αψηφούν τους κανόνες της φύσης, σα να ίπτανται. Ή σε έντοντα υπερ-close-up, που εντοπίζουν μια ορμή λίγο πριν εκραγεί, μέσα σε κινηματογραφικές γκραβούρες που απεικονίζουν ανδραγαθήματα σα να είναι ήδη αποτέλεσμα διάδοσης στόμα με στόμα διαμέσου των αιώνων. «Τα έβαλε μόνος του με δέκα». «Εγώ ξέρω ότι πάλεψε με εκατοντάδες». «Άκου τώρα να σου πω τον μύθο του πολεμιστή που αντιμετώπισε μονάχος του ορδές χιλιάδων!» Είναι η αισθητική της προφορικής παράδοσης, μεταφρασμένη σε οπτική απεικόνιση.

Είναι ήρωες που τα βάζουν με τα στοιχεία της φύσης και βγαίνουν νικητές, ήρωες που απέναντι σε ορδές αντιπάλων απλώς στέκονται και παραμένουν ζωντανοί, άτρωτοι. Ακόμα κι η πρώτη τους γνωριμία γίνεται μες στην αγωνία μιας πυρακτωμένης θάλασσας (με νερό και φωτιά να συμβολίζουν την δυαδικότητα των ρόλων τους, καθώς ξεκινούν ως αντίπαλοι και διαπιστώνουν πώς το ένα στοιχείο χρειάζεται το άλλο), όπου φέρνουν εις πέρας μια εξωφρενική αποστολή διάσωσης, με ένα σχέδιο σκαρωμένο απλώς με βλέμματα:

Όταν πέφτει ο τίτλος της ταινίας είναι πρακτικά αδύνατο να μην ουρλιάξεις πανηγυρίζοντας σα να είδες λάιβ γκολ με ψαλιδάκι από τη γωνία της μεγάλης περιοχής.

Είναι μια πρώτη μόνο ένδειξη της αισθητικής ταυτότητας του φιλμ, το χρησιμοποιεί αφειδώς κάθε λογής τέχνασμα εντυπωσιασμού (διαρκή slow motion, εκφραστικές ερμηνείες, close ups, επικολυρικές μουσικές ενορχηστρώσεις, στίχους που επεξηγούν κάθε σημείο της πλοκής) προκειμένου να προσφέρει μια εμπειρία διήγησης που διαρκώς θέλει να σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Το RRR, του οποίου ακόμα κι η διαδικασία γυρισμάτων ήταν επική, με λοκέισον σε μισή ντουζίνα χώρες, αμέτρητες διακοπές λόγω covid, πάνω από 300 συνολικές μέρες γυρίσματων (75 εκ των οποίων αφορούσαν αποκλειστικά τις σκηνές δράσης), έγινε η ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία του ινδικού σινεμά και αυτό είναι κάτι που το φωνάζει οπτικά με κάθε τρόπο. Η απρόσμενα δαιδαλώδης πλοκή ακολουθεί τις δύο κεντρικές φιγούρες από τις αντίθετες πλευρές του νόμου σε μια πολύπλοκη περιπέτεια με κρυφές ταυτότητες, μετάνοιες, απαγωγές και την απαραίτητη επιστροφή στην παιδική ηλικία, ανοίγοντας και κλείνοντας δραματικά arcs με την ίδια συχνότητα (και ακρίβεια) που ξεκινά σκηνές δράσης.

Είναι πολύ σημαντική αυτή η συνύπαρξη. Οι σκηνές δράσης είναι πολύ λογικό πως κυριαρχούν στη σφαίρα της συζήτησης γύρω από το φιλμ, δίχως καμία να μοιάζει με την άλλη, και εκμεταλλευόμενες στο έπακρο τόσο το φυσικό χώρο, όσο και τις μπατζετικές δυνατότητες: Από μια σεκάνς επιβίωσης απέναντι σε ορδές χιλιάδων, μέχρι το κυνηγητό με μια τίγρη μες στη ζούγκλα, κι από μια σεκάνς-μπουρλότο όπου όλο το σκηνικό εκρήγνυται κι οι πάντες μάχονται απέναντι σε μια μίξη κομπάρσων και CGI, μέχρι μια αποστομωτικής έντασης σεκάνς χορού, τα πάντα στο RRR χορογραφούνται δίνοντας ρυθμό στην υπερβολή.

Κι αν αυτό το θέαμα μοιάζει με αρχή και τέλος της όλης ιστορίας, με το πόδι διαρκώς πατημένο στο γκάζι, η πραγματικότητα είναι πως η ταινία οφείλει κομμάτι της επιτυχίας της στον επιδέξιο τρόπο που είναι δομημένη σεναριακά. Μιας κι αναφέραμε και το Inglourious Basterds πιο πάνω, ο παραλληλισμός μπορεί να επεκταθεί και πέραν της διάθεσης του Ταραντίνο να σκοτώσει κινηματογραφικά τον Χίτλερ (και του Ρατζαμούλι να ξεφτιλίσει αντίστοιχα τους αποικιοκράτες). Η ιστορία του φιλμ είναι πυκνή και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται σε επίπεδα προσωπικού έπους, με backstory, με σύνδεση με τον κοινωνικό τους περίγυρο, με αγωνίες και φιλίες και πάθη και λάθη και κρυμμένα μυστικά.

Μπορεί το φιλμ ουσιαστικά να χωρίζεται στη μέση, αλλά και τα επιμέρους μισά διαθέτουν τα δικά τους διακριτά κεφάλαια που επιτρέπουν και στην εκκωφαντική δράση να ανασάνει, όσο και στους ήρωες να αποκτήσουν ουσιαστική ανθρώπινη διάσταση πίσω από τις ιστορικές και μυθικές τους πτυχές. Χωρίς ποτέ να νιώθει ανάγκη να γίνει πιο περίπλοκο από ό,τι χρειάζεται, το στόρι ξεδιπλώνεται με τρόπο ποτέ πλήρως αναμενόμενο ή πληκτικό, γεννώντας διαρκώς νέα μικρο-κίνητρα που ωθούν την εξωφρενική δράση σε νέες κατευθύνσεις, και μην επιτρέποντας ποτέ σεκάνς να ξεδιπλωθεί δίχως συναισθηματικά διακυβεύματα– καθώς η σχέση των δύο αντρών εξελίσσεται και περνά από χίλια κύματα, κάνουμε αυτό το ταξίδι μαζί τους, γροθιά τη γροθιά, άλμα το άλμα. Εκτός όλων των άλλων, το RRR είναι και η πιο μεστή σχέση φιλίας της κινηματογραφικής σεζόν.

Μια επιπλέον πολυπλοκότητα αφορά στην πολιτική διάσταση του θεάματος, όπως αναπτύσσει στην πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυσή του το Slate. Ο Ρατζαμούλι είναι ένας σκηνοθέτης που λειτουργεί εκτός του Μπόλιγουντ κέντρου της ινδικής βιομηχανίας, παίζοντας τεράστιο ρόλο στην ισχυροποίηση της εκτός Μουμπάι παραγωγής. Το RRR είναι γυρισμένο στα τελούγκου, τη δεύτερη πιο διαδεδομένη γλώσσα στην Ινδία η οποία συναντάται κυρίως στο νότιο μέρος της χώρας. (Στο Netflix το φιλμ διατίθεται με ινδικό dub, το οποίο είναι ομολογουμένως λάθος όσο και ενοχλητικό.)

Ως εκπρόσωπος ενός λαϊκότερου εμπορικού σινεμά, το φιλμ παίρνει ήρωες της αντίστασης κατά των αποικιοκρατών και μπολιάζοντάς τους με στοιχεία της ινδικής παράδοσης, τους ανάγει σε μοντέρνους ανίκητους υπερήρωες σε μια ιδιόμορφη έκφραση ινδο-πατριωτισμού. (Με κάποιους αναλυτές να εξηγούν πώς η εν τέλει άνιση θέση των δύο ηρώων αναπαράγει στερεότυπα απέναντι στον πληθυσμό των Γκόντι, από όπου προέρχεται και το μικρό κορίτσι που απαγάγεται, θέτοντας σε κίνηση την πλοκή του φιλμ.)

Είναι όμως σημαντικό το ότι ο Μπιμ περνά μεγάλο μέρος του φιλμ προσποιούμενος μουσουλμανική ταυτότητα, είναι σημαντικό το ότι δύο χαρακτήρες-ογκόλιθοι από τελείως διαφορετικές κάστες και με διαφορετικές μεθόδους ενώνουν διαρκώς τις δυνάμεις τους στη διάρκεια του φιλμ εκπαιδεύοντας ο ένας τον άλλον, και είναι τελικά σημαντικό πως όλη η αφηγηματική και δραματουργική δομή του φιλμ εστιάζεται απέναντι στους προφανείς κακούς της ιστορίας (και της Ιστορίας).

Έχοντας δει πολλές πια φορές την ιστορία της αποικιοκρατίας να παρουσιάζεται από κάθε πιθανό σημείο εισόδου –αρκεί αυτό να ανήκει σε μια κάποια Δυτική οπτική, όποια κι αν είναι αυτή– είναι κάπως ενθουσιώδες το να παρακολουθούμε ένα κατά βάση υπερηρωικό υπερθέαμα που βάζει τη Δύση στο ρόλο του καρτουνίστικου villain. Ο Ρέι Στίβενσον (Rome, Punisher: War Zone) παίζει απολαυστικά τον διοικητή Σκοτ Μπάξτον με στόμφο και με μια λάμψη στο μάτι που φέρνει στο νου χάρτινους κακούς κάποιας παιδικής περιπέτειας– ή ίσως, κάποιον μη-δυτικό villain σε μια τυχαία χολιγουντιανή παραγωγή.

Με όποιο τρόπο κι αν προσεγγίσει τελικά κανείς το RRR, αυτό που συναντά έχει τα χαρακτηριστικά ενός διαρκούς κρεσέντο, ένα over the top θέαμα κατασκευασμένο με μαεστρία κι εντυπωσιακή αίσθηση ρυθμού, αισθητικής και ελέγχου. Το οποίο ξέρει όπως πώς να διακλαδώνει την ιστορία και τις δραματικές διαδρομές του, ώστε κάθε νέα μάχη που έρχεται να αποκτά και μεγαλύτερη βαρύτητα. Περισσότερα διακυβεύματα, περισσότερα οπτικά στοιχεία, περισσότεροι χαρακτήρες, περισσότερος χορός– τα πάντα, σε ένα διαρκές μάξιμουμ που ξεπερνά μονίμως τον εαυτό του.

*Το RRR στριμάρει στο Netflix.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα