Ο σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος

ΣΠΥΡΟΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: “ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΘΕΙΣ ΜΕ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ”

Σκηνοθετεί τη νέα σειρά "Οι Πανθέοι", 47 χρόνια μετά την πρώτη τηλεοπτική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος, και μιλά στο Magazine για την προσέγγισή του, τη μυθοπλασία και... την Κιτσοπούλου.

Έχοντας ήδη δύο τεράστιες τηλεοπτικές επιτυχίες στο πλούσιο βιογραφικό του, τις «Άγριες Μέλισσες» και τον «Όρκο», μαζί με ένα σωρό άλλα επιτεύγματα, ο Σπύρος Μιχαλόπουλος επιστρέφει στη μικρή οθόνη, σκηνοθετώντας τη νέα σειρά «Οι Πανθέοι», που θα προβάλλεται στο νέο πρόγραμμα του ΣΚΑΙ.

Το θρυλικό μυθιστόρημα του βραβευμένου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη γίνεται σειρά για δεύτερη φορά – 47 χρόνια μετά από την πρώτη τηλεοπτική μεταφορά του την περίοδο 1977-1979 – σε μία σύγχρονη παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, με ένα εξαιρετικό καστ (ανάμεσά τους και η Κάτια Δανδουλάκη, που είχε παίξει και στην πρώτη σειρά). Το αριστούργημα της ελληνικής πεζογραφίας εξιστορεί τις περιπέτειες των «Πανθέων», μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, κατά τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος, ο οποίος μαθήτευσε στο πλάι των Κισλόφσκι, Αγγελόπουλου, Πανουσόπουλου, όπως μας έχει περιγράψει σε προηγούμενη συνέντευξη, μιλά στο Magazine για το πώς προσεγγίζει το έργο αλλά και τους τηλεθεατές, για το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρη η σειρά, για την άνθιση της μυθοπλασίας και την στροφή προς τις σειρές που βασίζονται σε βιβλία, ενώ καταθέτει τη δική του γνώμη για την μεγάλη συζήτηση που άνοιξαν οι “Σφήκες” της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο.

Η σειρά "Οι Πανθέοι" θα προβληθούν τη νέα σεζόν στον ΣΚΑΙ STUDIO FOTOGENIA

Σας πετυχαίνουμε σε μια δημιουργική φάση, καθώς αυτή την περίοδο σκηνοθετείτε την επερχόμενη σειρά «Οι Πανθέοι» στον ΣΚΑΙ, η οποία έχει γράψει τη δική της ιστορία στο παρελθόν. Αρχικά, τι σας έκανε να πείτε το «ναι» σ’ αυτή τη δουλειά;
Το λογοτεχνικό αριστούργημα του Τ. Αθανασιάδη ήταν ο λόγος να πω το “ναι”. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα “ποταμό”, που αναδεικνύει με έξοχο τρόπο την κοινωνία της εποχής του ΄30. Τα πάθη των ηρώων με γοήτευσαν, όπως οι αλήθειες του Αθανασιάδη, που χειρίζεται το Σύμπαν του με δεξιότητα και σεβασμό. Ότι έχει γράψει ιστορία, είναι κάτι που δεν το σκέφτηκα, γιατί προσπαθούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Μία νέα ματιά σε δεδομένα γεγονότα. Το “ναι” επίσης το είπα γιατί υπάρχει πίσω από την πρόταση μία δυνατή παραγωγή, μία δυνατή διανομή και συνεργάτες που δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό κάθε μέρα. Υπάρχει μία δημιουργική ατμόσφαιρα που σε στηρίζει και προχωράς. Ευτυχώς, όχι μόνος.

Η σειρά είχε προβληθεί για πρώτη φορά στην τηλεόραση την περίοδο 1977-1979. Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, δεν πρόκειται για remake, αλλά για μια νέα προσέγγιση του εμβληματικού μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη. Ποια θα είναι, λοιπόν, η δική σας προσέγγιση; Θα υπάρχει κάποια σύνδεση με την πρώτη σειρά ή μιλάμε για ένα εντελώς καινούργιο εγχείρημα; Επίσης, θα βασίζεται σε όλους τους τόμους της συγγραφικής σύνθεσης του Αθανασιάδη;
Είναι μια νέα προσέγγιση στο μυθιστόρημα. Σεναριακά και σκηνοθετικά είναι μία νέα πρόταση, μια νέα ματιά, θα το έλεγες και κάτι καινούργιο… Στηριχθήκαμε βέβαια στο βιβλίο και στην πλοκή του, αλλά δίνουμε νέες διαστάσεις που υποβόσκουν και κυρίως αφήνουμε τον θεατή να “συνομιλήσει” με τους ήρωες. Είναι ένα νέο εγχείρημα, που έχει τον απαραίτητο σεβασμό στο έργο και στην πλοκή του. Θα βασιστούμε και στους τέσσερις τόμους, γιατί το έργο του Αθανασιάδη είναι ενιαίο και αδιαίρετο.

Είναι μια νέα προσέγγιση στο μυθιστόρημα. Δίνουμε νέες διαστάσεις που υποβόσκουν και αφήνουμε τον θεατή να “συνομιλήσει” με τους ήρωες.

Εσείς έχετε παρακολουθήσει εκείνη την πρώτη σειρά; Φαντάζομαι πως έχετε διαβάσει και το βιβλίο. Τι σας έκανε εντύπωση στην τηλεοπτική μεταφορά και τι στο συγγραφικό έργο; Τι αίσθηση σας άφησαν;
Είδα τη σειρά στα 17 μου και διάβασα το βιβλίο δύο φορές. Τη πρώτη την δεκαετία του ‘80 και τη δεύτερη τώρα. Η δεύτερη φορά μου αποκάλυψε πράγματα που δεν κατανόησα τότε. Κατανόησα τη δύναμη του Έρωτα, του απρόσμενου και αδιέξοδου έρωτα, τη δύναμη της συγχώρεσης και της δικαιοσύνης. Σ’ αυτά στηριζόμαστε, και αυτά υπηρετούμε, με σεβασμό πάντα. Γιατί όταν μεταφέρεις ένα τηλεοπτικό έργο στην οθόνη, έχεις μια σειρά από προβλήματα να λύσεις. Καταρχάς ένα κείμενο δυνατό που πρέπει να το έχεις σαν αναφορά πάντα. Κατόπιν έναν αναγνώστη που θέλεις να γίνει ο θεατής σου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπερνικήσεις την πρώτη αίσθηση που παίρνει και αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης. Ή τουλάχιστον να συμπέσει με την δική σου. Πάντα ο αναγνώστης, από τη φύση του, έχει μια εικόνα διαβάζοντας που πολλές φορές είναι διαφορετική από την δική σου. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα αυτά. Δεν θα κάνουμε βέβαια μια απλή καταγραφή, ένα ντοκιμαντέρ, αλλά θα δώσουμε μέσα από την μυθοπλασία μια δική μας πρόταση, έναν δικό μας κόσμο, ευελπιστώντας να είμαστε πιστοί τόσο στο βιβλίο, όσο και σε μας και εν τέλει στον αναγνώστη-θεατή.

"Είναι μια νέα προσέγγιση στο μυθιστόρημα. Δίνουμε νέες διαστάσεις που υποβόσκουν και αφήνουμε τον θεατή να "συνομιλήσει" με τους ήρωες".


Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια σημαντική περίοδο της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν κρίσιμα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, ενώ, παράλληλα, βλέπουμε τις «ζυμώσεις» του ελληνικού λαού μέσα από το πρίσμα των τάξεων. Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς αυτή την εποχή και ποια είναι τα κυριότερα σημεία που κρατάτε και τα οποία θα αναδείξετε;
Το έργο του Αθανασιάδη αναφέρεται σε μια εποχή, όπου όλα αλλάζουν στην Ελλάδα ή τουλάχιστον αρχίζουν να αλλάζουν. Η περίφημη γενιά του ‘30 στην τέχνη, μαζί με τη γενιά της μετά-μικρασιατικής καταστροφής, προσπαθεί να βρει τα “πατήματά” της και να αυτοπροσδιοριστεί. Τα παλαιά ήθη βρίσκονται σε κρίση και κριτική συγχρόνως, ενώ νέα ήθη, είτε από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό, έρχονται να δημιουργήσουν ένα καινούργιο κοινωνικό πλαίσιο. Η δικτατορία του Μεταξά το ‘36 επιβαρύνει και αναστέλλει τις νέες απόψεις, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται αντίρροπες δυνάμεις στην κοινωνία. Ενώ όταν η πάλη του παλαιού με το νέο είναι σε κρίσιμο σημείο, έρχεται ο Μεγάλος πόλεμος να πνίξει ή να αναστείλει κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και να φέρει ανατροπές σε κάθε δυνατότητα κοινωνικής προκοπής. Εκεί όμως κυριαρχεί ο έρωτας, μέσα σε καταστάσεις όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ασυνείδητα ότι η μόνη ελπίδα είναι ο ίδιος. Εκεί που λογική σταματάει αρχίζει ο πόλεμος, αλλά ο έρωτας δεν υπακούει σε καμία σύμβαση, καμία λογική, στέκεται όρθιος ακόμη και απέναντι στον θάνατο.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν ομοιότητες σε διάφορες ιστορικές περιόδους, αλλά πάντα οι συνθήκες είναι διαφορετικές.

Εντοπίζετε ομοιότητες με την σημερινή εποχή; Ποια στοιχεία καθιστούν επίκαιρο το έργο;
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν όμως και αυτοί, ανάμεσα τους και εγώ, που πιστεύουμε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν ομοιότητες σε διάφορες ιστορικές περιόδους, αλλά πάντα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Τα αποτελέσματα μοιάζουν αλλά δεν είναι ίδια. Θέλω να πω ότι οι ομοιότητες με την σημερινή εποχή φαντάζουν ίδιες αλλά δεν είναι στην ουσία.

Ιστορικά και κοινωνικά δεν είναι, είναι όμως κοντά στα συναισθήματα και τις ανάγκες του ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι και σήμερα υπάρχουν απειλές και πόλεμοι, όπως και η ανάγκη για επιβίωση, αλλά δεν ξέρω πόσο η ελπίδα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Δεν ξέρω πώς ο έρωτας θα γιάτρευε κάθε “ασθένεια” της κοινωνίας. Αυτές οι αναζητήσεις καθιστούν το έργο από μόνο του πεδίο ταύτισης ή αναγωγής. Ας προβληματιστεί ο θεατής αν τα μηνύματα των “Πανθέων”, είναι διαχρονικά. Για μένα είναι.

Η σειρά "Οι Πανθέοι" βασίζεται στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη STUDIO FOTOGENIA

Ποιοι ήρωες σας κεντρίζουν περισσότερο το ενδιαφέρον – ή σας εξιτάρουν, αν θέλετε – και γιατί;
Δεν υπάρχουν ήρωες στη σειρά που να μην έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Αυτό δεν είναι υπεκφυγή, αλλά πραγματικότητα. Είναι το ερωτικό τρίγωνο σε οικογενειακό κύκλο, αυτό είναι σκέψη μιας πολύτιμης συνεργάτιδας μας της Γιόλας Γύφτουλα, αλλά είναι και μία σειρά από ετερόκλητα, φαινομενικά, γεγονότα που απεικονίζουν ένα σύμπαν του Αθανασιάδη. Ο θεατής θα βρει κάπου να ταυτιστεί, να διαφωνήσει, να κριτικάρει, αλλά θα βρει και τον δικό του κόσμο. Την δική του σκέψη. Και αυτό μας κάνει χαρούμενους.

Μετά από τις «Άγριες Μέλισσες», στις οποίες υπήρξα τε ένας από τους σκηνοθέτες, είδαμε μια ραγδαία αύξηση των ελληνικών σειρών μυθοπλασίας. Όμως, πέρα από αυτό, είδαμε να δίνεται και περισσότερη προσοχή στις παραγωγές: πιο προσεγμένες, πιο καλά δουλεμένες, πιο ποιοτικές. Υψηλών προδιαγραφών. Παρατηρείτε κι εσείς αυτό το φαινόμενο; Πού το αποδίδετε;
Θέλοντας και μη, πάντα βέβαια με σεβασμό σε παλαιότερες σοβαρές περιπτώσεις, υπάρχει ένας άτυπος διαχωρισμός. Η εποχή πριν τις Μέλισσες και η εποχή μετά τις Μέλισσες. Αυτό έχει να κάνει με την μεταστροφή των Ελλήνων παραγωγών σε παραγωγές που έχουν ρίσκο. Ο Γιάννης Καραγιάννης αυτό το κατάφερε. Οι Έλληνες παραγωγοί έχουν να αντιμετωπίσουν ένα διαφορετικό, πολύ απαιτητικό κοινό, λόγω της επέλασης της πλατφόρμας. Ο θεατής είναι υποψιασμένος και αυστηρός, δεν αντέχει πια δουλειές ίδιες με παλαιότερες. Άρα για να τον κρατήσεις πρέπει να μην το ξεγελάσεις. Ο μόνος τρόπος να συμβεί αυτό είναι η αναζήτηση της ποιότητας. Όσοι το καταφέρνουν θα είναι και οι leaders.

Το κοινό θέλει να το κοιτάξεις στα μάτια και να του συμπεριφερθείς με τιμιότητα. Αυτό θα σε κάνει να κερδίσεις, τίποτε άλλο.

Σε συνέχεια αυτού, παρατηρούμε, επίσης, πως την επερχόμενη σεζόν οι περισσότερες νέες σειρές που αναμένουμε είναι βασισμένες σε βιβλία ή είναι εποχής, σε πάρα πολλές περιπτώσεις ισχύουν και τα δύο. Πώς το εξηγείτε; Θεωρείτε πως το κοινό έστρεψε το ενδιαφέρον των παραγωγών προς τα εκεί ή οι παραγωγές οδήγησαν το κοινό σε αυτή την κατεύθυνση;
Είναι και τα δύο. Είναι σαν το αιώνιο ερώτημα περί αυγού και κότας. Οι Έλληνες παραγωγοί έστρεψαν το βλέμμα τους σε βιβλία γιατί, εκτός εξαιρέσεων, γνωρίζουν πού οδηγείται ένα σενάριο. από την άλλη μεριά το κοινό, εμπιστεύεται τη λογοτεχνία και γνωρίζει, αν το έχει διαβάσει, τι θα συμβεί. Το κοινό δεν ενδιαφέρεται, πιστεύω, να δει κάτι που αλλάζει ανάλογα με την τηλεθέαση, πράγμα που συμβαίνει κατά κόρον σε πολλές περιπτώσεις. Το κοινό θέλει να το κοιτάξεις στα μάτια και να του συμπεριφερθείς με τιμιότητα. Αυτό θα σε κάνει να κερδίσεις, τίποτε άλλο.

"Ο θεατής είναι υποψιασμένος και αυστηρός, δεν αντέχει πια δουλειές ίδιες με παλαιότερες. Άρα για να τον κρατήσεις πρέπει να μην το ξεγελάσεις". STUDIO FOTOGENIA


Σε προηγούμενη συνέντευξή μας, μας είχατε πει: «Παντρεμένος είμαι με το σινεμά, η ερωμένη μου όμως είναι το θέατρο». Πώς εξελίσσεται η σχέση σας με τις δύο Τέχνες; Υπάρχει κάτι στα σκαριά ή κάποια ιδέα που θα θέλατε να υλοποιήσετε στο μέλλον;
Ναι είναι αλήθεια ότι αντιμετωπίζω το θέατρο σαν την ερωμένη μου. Αυτό είναι προσωπική άποψη. Θα ήθελα να είμαι κοντά της περισσότερο και να προσπαθώ να την υπηρετώ χωρίς ιδιοτέλεια. Είναι ξεκάθαρο ότι σαν σκηνοθέτης ολοκληρώνεσαι μέσα από το θέατρο. Η σχέση μου μεταξύ των δύο τεχνών είναι ξεκάθαρη. Το σινεμά το γνωρίζω καλά, το θέατρο το ψάχνω και πειραματίζομαι. Υπάρχουν ιδέες για πολλά, που σίγουρα θα γίνουν σύντομα. Γοητεύομαι από τον Μπέκετ και τον Ευριπίδη. Κάτι καλό θα βγει από αυτό.

Τέλος, με αφορμή τον πρόσφατο διχασμό του θεατρικού κοινού αναφορικά με την παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου στην Αρχαία Επίδαυρο, θεωρείτε πως είναι γόνιμο να ανοίγονται τέτοιες συζητήσεις; Γενικότερα, πόση ελευθερία έχει τελικά ο σκηνοθέτης ή ο εκάστοτε καλλιτέχνης, να διασκευάσει ένα αρχαίο κείμενο και να εκφράσει τη δική του οπτική; Ποια είναι η γνώμη σας;
Προσωπικά δεν διακρίνω κανέναν διχασμό στο θεατρικό κοινό. Τον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας τον έχει δώσει με ακρίβεια ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Είπε: «Ἔστι μέν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καί τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καί οὐ δί’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καί φόβου περαίνουσα, τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Στο έργο της Κιτσοπούλου έγινε μια παρανόηση, κατά τη γνώμη μου εσκεμμένα. Παρουσιάστηκε ένα έργο βασισμένο στις Αριστοφανικές Σφήκες, περισσότερο για επικοινωνιακούς λόγους, παρά για λόγους ουσίας.

Αυτό από μόνο του είναι ένας καθαρός προσδιορισμός. Σημασία έχει να κατανοεί όποιος καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία το πώς αυτή προσδιορίζεται. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πιστή απεικόνιση και η αναπαράσταση έχει προβλήματα κατανόησης. Τα αρχαία κείμενα έχουν πολλές αναγνώσεις και φυσικά αποδόσεις. Στο συγκεκριμένο έργο της Κιτσοπούλου έγινε μια παρανόηση, κατά τη γνώμη μου εσκεμμένα. Παρουσιάστηκε ένα έργο βασισμένο στις Αριστοφανικές Σφήκες, περισσότερο για επικοινωνιακούς λόγους, παρά για λόγους ουσίας. Το έργο δεν έχει καμία σχέση με τον Αριστοφάνη. Θα έπρεπε να είναι ένα άλλο έργο που δεν θα ξεγελούσε το κοινό. Προσωπικά πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης θα ήταν καλό να “εξάγει” τα νοήματα και να διαλέξει τη φόρμα που θα τα αποδώσει. Όχι προφανώς μουσειακά, αλλά ουσιαστικά. Θεωρώ ότι στην περίπτωση των Σφηκών δεν έγινε έτσι. Θα ήθελα όμως να έβγαινε στη δημοσιότητα η θεατρολογική ανάλυση του συγκεκριμένου έργου, όταν έγινε η πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών, για να δούμε πόσο όλο αυτό έχει βάση.

"Σημασία έχει να κατανοεί όποιος καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία το πώς αυτή προσδιορίζεται."

Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος με τα δικά του λόγια

«Γεννήθηκα στη Πρέβεζα το 1959 και έμεινα εκεί για 12 χρόνια. Αρχές του 70 μεταναστεύσαμε στην Αθήνα, όπως και πολλοί άλλοι. Γυμνάσιο και Λύκειο στην Κυψέλη, δίπλα στη Φωκίωνος, όταν ακόμη ήταν διπλός δρόμος. Νωρίς μετά το Λύκειο έφυγα για Πολωνία. Αντί για χημικός μηχανικός γύρισα σκηνοθέτης. Δρόμοι πολλοί σε Βερολίνο και Μόναχο και γνωριμίες αιώνιες. Ο Κισλόφσκι, ο Αγγελόπουλος , ο Πανουσόπουλος και άλλοι τόσοι σπουδαίοι.Μετά το στρατό στον Εβρο, η δουλειά. Από το 1984 έως τώρα. Μια σχολή Σταυράκου συμπλήρωσε το παζλ. Ινδαρές και Απειρανθίτης μαζί με Κατριτζιδάκη, όλοι μια γενιά.

Ύστερα Από δεκάδες ντοκιμαντέρ, η διαφήμιση. Με κράτησε μια δεκαετία. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές. Το 2004 οι σειρές. Βέρα στο δεξί και Έρωτας, ακολούθησε η Πολυκατοικία και η Κύπρος. Εκεί σειρές και θέατρο. Το Jordan στην Λευκωσία. Και μετά Ελλάδα. Το Ένα της Λουκάτου στις Ροές. Η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία Λούνα Μπαρ με κέρασε ποτό. Νέες γνωριμίες, νέες τεχνικές, νέες συνεργασίες. Θέατρο και σειρές μαζί . Η Επιστροφή , οι Άγριες Μέλισσες, ο Όρκος. Και το Τάνγκο Μπαρ του Κοροβέση στο Άβατον. Τώρα οι Πανθέοι η 16η σειρά και συνεχίζουμε, έως…».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα