HBO Max

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΤΟΚΙΟ

Η νέα σειρά του HBO Max, από τον σκηνοθέτη της Έντασης και του Miami Vice, μας μεταφέρει στο Τόκιο λίγο πριν την αυγή του 21ου αιώνα.

«Είναι δύσκολο να πάρεις έγκριση για γυρίσματα στο Τόκιο και αρχικά σκεφτήκαμε άλλα μέρη έξω από την πόλη. Αλλά ο Μάικλ Μαν ήθελε και θεωρούσε αναγκαίο να γυρίσουμε στο Τόκιο», λέει ο ηθοποιός Κεν Γουατανάμπε μιλώντας στο EW για τη νέα νουάρ σειρά Tokyo Vice.

Το πρώτο επεισόδιο είναι γυρισμένο από τον θρυλικό σκηνοθέτη της Έντασης, του Τελευταίου των Μοϊκανών αλλά –ακόμα πιο σημαντικά– του Miami Vice. Και των δύο εκδοχών του Miami Vice. Κι αν η παρεξηγημένη στην εποχή της ταινία έχει βρει πια σταδιακά την αναγνώριση που της αξίζει ως μοντέρνο αριστούργημα, η σειρά ποτέ δεν είχε ζήτημα αποδοχής. Το ‘80s αστυνομικό δράμα υπήρξε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και θεωρείται μια από τις καθοριστικές σειρές στην αισθητική εξέλιξη της τηλεόρασης.

Ο Μάικλ Μαν δεν είχε σκηνοθετήσει ούτε ένα επεισόδιο του σόου, όμως τα πάντα στο λουκ, στην υφή και κυρίως στο ρυθμό, αποδίδονται σε αυτόν, που λειτουργούσε ως παραγωγός από τα χέρια του οποίου περνούσαν τα πάντα– από τα τραγούδια που ακούγονταν μέχρι τα χρώματα που επιτρέπονταν στο σετ.

Για το Tokyo Vice ο Μαν είχε ένα διαφορετικό ρόλο. Αυτή τη φορά τον προσέλαβαν να γυρίσει απλώς το πρώτο επεισόδιο, τον πιλότο, το επεισόδιο που παραδοσιακά θεωρείται πως δίνει τον τόνο της κάθε τηλεοπτικής σειράς. (Αρχικός σκηνοθέτης επρόκειτο να είναι ο Ντέστιν Ντάνιελ Κρέτον, που αποσύρθηκε επειδή γύριζε το Σανγκ-Τσι της Marvel. Αυτό θα πει level up.) Κι αυτό που έκανε κατευθείαν ήταν αυτό που ξέρει καλύτερα, αυτό που αποτελεί σήμα κατατεθέν του σινεμά του, από το Thief με τον Τζέιμς Κάαν ως το Collateral με τον Τομ Κρουζ: Να βυθιστεί στον νυχτερινό κόσμο της πόλης, να αφήσει το σκηνικό να γίνει ένα με το ρυθμό, με την κίνηση, με τις ανάσες των ηρώων του.

«Οι γιαπωνέζοι κριτικοί πολλές φορές λένε πως οι ξένοι σκηνοθέτες θέλουν μόνο να κινηματογραφούν το Τόκιο από ψηλά, δηλαδή από τον ουρανό», λέει ο Γουατανάμπε. «Αλλά ο Μάικλ ήθελε να γυρίσει από χαμηλά, από το “υπόγειο” του Τόκιο». Δεν αποτελεί έκπληξη αυτό. Ακόμα και για το Miami Vice του 2006 υπάρχουν ιστορίες για το πώς τα γυρίσματα γίνονταν συχνά σε γωνιές του Μαϊάμι όπου δεν είχε βρεθεί ξανά συνεργείο, σημεία που ακόμα κι η αστυνομία αποφεύγει. (O θρύλος λέει πως για ένα γύρισμα σε μια πλατεία στο Σάντο Ντομίνγκο, ο Μαν χρησιμοποίησε μέλη συμμοριών ως σεκιούριτι.)

Οι ιστορίες του Μαν είναι πάντα κεντραρισμένες γύρω από σκληρούς, μοναχικούς αμερικάνους ήρωες που χάνονται (ή θέλουν με όλο τους το είναι να χαθούν) σε κόσμους που μοιάζουν απελευθερωμένους από σύνορα. Φαντάσματα που γίνονται με ένα φαινομενικά απόκοσμα αλλά τελικά τόσο οικεία σκηνικά. Γι’αυτό είναι σημαντικό το ότι οι κόσμοι αυτοί δεν –πρέπει να– μοιάζουν ποτέ μακρινοί, τουριστικοί. Σε αυτές τις ιστορίες, σε αυτούς τους κόσμου βυθίζεσαι. Έτσι συμβαίνει τώρα και με το Τόκιο του Tokyo Vice. Δεν το κοιτάς από ψηλά, αλλά από τα έγκατα.

***

Η σειρά, που αρχικά επρόκειτο να γυριστεί ως ταινία με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ράντκλιφ(!), βασίζεται στο memoir του δημοσιογράφου Τζέικ Άντελστιν πάνω στα 12 χρόνια που πέρασε καλύπτοντας το αστυνομικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Yomiburi Shinbun, ξεκινώντας από τη Σαϊτάμα. Εκεί, ως ο πρώτος μη γεννημένος στην Ιαπωνία ρεπόρτερ της εφημερίδας, ασχολήθηκε με την αναζήτηση δολοφόνων, τις τακτικές της γιακούζα, και την ντόπια διαφθορά, έχοντας ως μέντορα έναν έμπειρο ντετέκτιβ της αστυνομίας.

Ο Άντελστιν ξεκίνησε το ‘93 ωστόσο η δράση στην σειρά μεταφέρεται το 1999 με τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα να αναπτύσσεται ως κατεξοχήν παιδί των ‘90s λίγες στιγμές πριν το σβήσιμο του αιώνα και το άγριο ξύπνημα που θα έφερνε μαζί της η νέα δεκαετία. Τον ακολουθούμε καθώς τελειώνει τις εξετάσεις και πιάνει τη δουλειά στην εφημερίδα, που τον κάνει να ξεχωρίζει θέλοντας και μη (και ως τυπικός ήρωας του Μαν, τείνει περισσότερο προς το «μη» της υπόθεσης). Παρά την αιχμή και την καθαρότητα της εικόνας, η ιστορία μας πηγαίνει πίσω, με έναν τρόπο ζωντανά παλιομοδίτικο.

Στον κεντρικό ρόλο ο απρόσμενα στιβαρός Άνσελ Έλγκορτ του West Side Story του Σπίλμπεργκ παίρνει τη θέση του στη συλλογή των λιγομίλητων, ματσό ηρώων του Μαν. Τον βλέπουμε να χορεύει σε κλαμπ, στις λίγες στιγμές που καταφέρνει πραγματικά να χαθεί στο πλήθος. Γύρω του, στήνεται ένας κόσμος που όσο κι αν η εικόνα μπορεί να ξεγελά, είναι αναμφίβολα βγαλμένος από το (κοντινό έστω) παρελθόν- από τον τρόπο που λειτουργεί ο υπόκοσμος ως τους σιωπηλούς κανόνες της καθημερινότητας. Κι ο Άντελστιν αφουγκράζεται, γίνεται ένα με τον τόπο όσο και με τον χρόνο.

Για την ακρίβεια, να κάτι που μπορεί εύκολα να λογιστεί ως τηλεοπτική αδυναμία αλλά στην πραγματικότητα κάνει αυτό το επεισόδιο πιο ενδιαφέρον: Αυτή η εκδοχή του Τζέικ δεν έχει τίποτα το ορμητικό, δεν περιαυτολογεί, οριακά δεν υφίσταται. Απλώς βρίσκεται στο κέντρο ενός κόσμου την ίδια στιγμή που προσπαθεί να τον ερμηνεύσει, μοιάζοντας σα να αφήνει το περιβάλλον του να τον διαπερνά. Ακόμα κι όταν συγκρούεται με τα αφεντικά του στην εφημερίδα που τον διατάζουν απλώς να ακολουθεί την επίσημη αστυνομική γραμμή και να μην θέτει τίποτα υπό αμφισβήτηση, δεν το κάνει με έναν κλασικότερα τηλεοπτικό, α λα House τρόπο– προσπαθεί να καταλάβει, προσπαθεί να ενώσει μεταξύ τους τα κομμάτια του κόσμου που βρίσκεται γύρω του.


Δύο φαινομενικά ανεξάρτητοι μεταξύ τους θάνατοι θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του και όταν, κόντρα στο σύστημα, αρχίζει να σκαλίζει περισσότερο, τα στοιχεία που θα βρει θα τον οδηγήσουν βαθύτερα σε ένα κόσμο διαφθοράς που περιστρέφεται γύρω από τη γιακούζα και μια αθέατη πλευρά του Τόκιο που οι πάντες προσποιούνται πως δεν βλέπουν. «Άκου τι χρειάζεται να καταλάβεις: Δεν υπάρχει δολοφονία στην Ιαπωνία», του λέει ένας ντόπιος που αναλαμβάνει να του μάθει πώς λειτουργούν τα πράγματα.

«Ναι αλλά υπάρχουν υποθέσεις φόνων», του λέει ο Τζέικ, καθώς βρίσκονται σε ένα στριπ κλαμπ πηγμένο στον καπνό και τις ελεκτρίκ αποχρώσεις. «Υπάρχουν;», του απαντά εκείνος εστιάζοντας στην γυναίκα που χορεύει μπροστά του, δίχως καν να αλλάξει την κορμοστασιά του.

Στην ιαπωνική κουλτούρα πάρα πολλά πράγματα είναι τακτοποιημένα και αυστηρά οριοθετημένα, αφήνοντας έτσι μια αθέατη πλευρά που βράζει. Αυτοί οι κώδικες, αυτές οι πτυχές, βρίσκονται σε ένα διαρκή χορό με τον Τζέικ και την θέλησή του να ταιριάξει σε αυτό τον κόσμο- διαρκώς ρωτά, διαρκώς μοιάζει να σοκάρεται, να μαθαίνει, να ελίσσεται.

Ο Μαν τον σκηνοθετεί χρησιμοποιώντας τα γνώριμά του, πολύ κοντινής εστίασης πλάνα, δίνοντας deep focus στο φόντο. Υπάρχει μια εντυπωσιακή σεκάνς, της πρώτης εισόδου του Τζέικ στα γραφεία της εφημερίδας, όπου το πρόσωπό του και το φόντο μοιάζουν διαρκώς να παλεύουν για το focus, την ώρα που ο χώρος γύρω του καδράρεται με τρόπο βαθύ και πλούσιο.

Κινηματογραφώντας χαρακτήρες σε απευθείας σύνδεση και σχέση με το φόντο τους, ο Μάικλ Μαν τους επιτρέπει να ενσωματωθούν σε αυτό, να βρουν τον κρυφό ρυθμό του περιβάλλοντός τους. Πολύ απλά, τίποτα δεν μοιάζει τοποθετημένο σε αυτούς τους χώρους. «Πάντα προσπαθεί να κρύψει τα μη ρεαλιστικά συναισθήματα στο σετ», λέει ο Γουατανάμπε για το σκηνοθετικό στυλ. «Η νοοτροπία ήταν πως δεν υπάρχει ανάγκη να παίζουμε, απλά προσπαθούμε να ζούμε στο σκηνικό, να ζούμε μπροστά στην κάμερα».

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέον νουάρ που αφήνει το θεατή να βυθιστεί στον κόσμο του, μαζί με τους χαρακτήρες, τους ήχους, τις μουσικές, τον ρυθμό, τις αποχρώσεις του. Η δουλειά είναι τόσο στιβαρή στο χτίσιμο αυτού σύμπαντος, των συγκρούσεων, της απειλής, και της όλης του αισθητικής, που ακόμα και με την αποχώρηση του Μαν, η σειρά δεν χάνει τον δρόμο της. (Παρόλο που είναι ξεκάθαρη η διαφορά από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του δεύτερου επεισοδίου. Εκεί, το -πρωινό- πρώτο πλάνο είναι μακρινό, δίχως βάθος πεδίου, δίχως πάθος. Η κάμερα στη συνέχεια καταγράφει τη δράση από απόσταση, πια, και με τον ρυθμό να υπαγορεύεται περισσότερο από το κείμενο. Είναι η μέρα με τη νύχτα– κυριολεκτικά κιόλας.)


Η σειρά θα αποτελείται από 8 επεισόδια σε αυτό τον πρώτο κύκλο, τα οποία αναμένεται να μας φέρουν πίσω στην in media res σεκάνς με την οποία ανοίγει ο πιλότος (με Έλγκορτ και Γουατανάμπε έτοιμους για σύγκρουση με τη γιακούζα, το 2001), όμως η πρόθεση των παραγωγών είναι να συνεχιστεί η αφήγηση και για αρκετούς ακόμα κύκλους. Όσο για τον Μάικλ Μαν, αυτός ο πιλότος είναι η πρώτη του δουλειά από το -επίσης αδικημένο κατά την κυκλοφορία του- Blackhat του 2015. Εφτά χρόνια ήταν πολλά, για έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες, αλλά τώρα ευτυχώς ετοιμάζει την επόμενη ταινία του, τη βιογραφία Enzo Ferrari που προσπαθεί να γυρίσει εδώ και χρόνια, με πρωταγωνιστή τον Άνταμ Ντράιβερ.

Για την ώρα, υπάρχει η νύχτα του Τόκιο (Vice).

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα