Ο πατέρας μου (αριστερά) μαζί με έναν στρατιώτη του, στις αρχές του 1941 στο αλβανικό μέτωπο. Προσωπικό αρχείο Δ. Κρεκούκια

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ “ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ” ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΦΑΝΤΑΡΟ

Ογδόντα χρόνια μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας και το ξεκίνημα της γερμανικής κατοχής, δυο ιστορίες που εκτυλίχθηκαν παράλληλα μέσα στο 1941 και μιλάνε για το ανεξήγητο μίσος και τη δύναμη της αλληλεγγύης μέσα στη φωτιά του πολέμου.

Το ημερολόγιο έδειχνε 20 Απριλίου του 1941, όταν στο χωριό Βοτονόσι των Ιωαννίνων, υπεγράφη το πρώτο (από τα συνολικά τρία) πρωτόκολλο ανακωχής ανάμεσα στον αντιστράτηγο (και διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού) Γεώργιο Τσολάκογλου (τον μετέπειτα δωσίλογο πρωθυπουργό) και τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας των SS, Ζεπ Ντίτριχ. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Μέσα στο επόμενο τριήμερο, υπεγράφησαν δυο ακόμα πρωτόκολλα, με το τρίτο και τελευταίο (23/4) να περιέχει τους δυσμενέστερους όρους για την Ελλάδα. Από τότε πέρασαν ογδόντα χρόνια και οι μνήμες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη συμμετοχή της χώρας μας σε αυτόν, αλλά και τη γερμανική κατοχή, έχουν ξεθωριάσει. Οι επιζώντες εκείνης της περιόδου πρέπει να είναι ελάχιστοι πλέον, όμως μένουν οι καταγεγραμμένες μαρτυρίες όλων όσων έζησαν τη φρίκη του πολέμου και τη δυστυχία της κατοχής.

Με αφορμή αυτή την επέτειο, θα μου επιτρέψετε σήμερα να σας διηγηθώ δυο μικρές ιστορίες που εκτυλίχθηκαν σχεδόν παράλληλα χρονικά μέσα στο 1941 και αφορούν τους γονείς μου, όταν εκείνοι δεν είχαν ακόμα γνωριστεί. Οι δυο αυτές ιστορίες δε διεκδικούν πολεμικές “δάφνες”, αντίθετα, μιλούν από τη μια για μίσος και από την άλλη για αλληλεγγύη, αφού αμφότερα τα συναντάμε καθημερινά στη ζωή μας, πολύ δε περισσότερο μέσα σε δύσκολες συνθήκες όπως είναι αυτές του πολέμου. Αν θέλετε τη γνώμη μου, και οι δυο ιστορίες είναι εξόχως διδακτικές, αλλά θα σας αφήσω να βγάλετε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας, αφού τις διαβάσετε. Το κοινό τους στοιχείο είναι τα δάκρυα. Δάκρυα θλίψης και πόνου από τη μια, δάκρυα ευγνωμοσύνης και ανακούφισης από την άλλη. Δάκρυα που τα είδα να κυλάνε μπροστά μου και δεν τα ξέχασα ποτέ.

Ο πατέρας μου (μπροστά δεξιά) μαζί με φαντάρους του, τον Απρίλιο του 1941, στα μετόπισθεν του Ρούπελ, λίγο πριν τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.

Ο πατέρας μου ήταν απόστρατος αξιωματικός (έφτασε μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη και αποστρατεύτηκε τιμητικά ως ταξίαρχος), έτσι όταν ήμουν μικρός, ειδικά τα καλοκαίρια στις διακοπές, τον έβαζα να μου διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο στην Αλβανία, από τη γερμανική εισβολή, από την Αίγυπτο. Στα παιδικά μου μάτια, που έτσι κι αλλιώς τότε δεν μπορούσαν να κατανοήσουν σε όλη του την έκταση το δράμα που είχε ζήσει ο κόσμος, ο “στρατηγός”, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, φάνταζε ως ένας ήρωας από εκείνους που διαβάζουμε στα βιβλία ή βλέπουμε στις ταινίες. Σε κάθε διήγησή του κρεμόμουν από τα χείλη του και προσπαθούσα να αναπαραστήσω στο μυαλό μου τις μάχες που περιέγραφε. Φυσικά απέφευγε να μιλάει για θανάτους και σκοτωμούς, όμως όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να “ανοίγεται” περισσότερο και να μου μεταφέρει με πιο ρεαλιστικό τρόπο τις αναμνήσεις του.

Όταν στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ο πατέρας μου βρισκόταν στην Αθήνα, ήταν 27 ετών (γεννημένος το 1913), σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν στο Εθνικό Τυπογραφείο. Η επιστράτευση τον πήγε λίγες μέρες μετά στο αλβανικό μέτωπο, όπου ήταν παρών σε όλη τη νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού, από την Πίνδο αρχικά και κατόπιν, περνώντας τα αλβανικά σύνορα, στην Κορυτσά, τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και την Κλεισούρα. Πέρασε όλο τον χειμώνα στην πρώτη γραμμή και πήρε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 1941, η μονάδα του μετακινήθηκε στη γραμμή άμυνας στην κεντρική Μακεδονία, για να ενισχύσει τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις απέναντι στην επικείμενη γερμανική εισβολή.

Βρέθηκε στην Κερκίνη, πολύ κοντά στο οχυρό Ρούπελ, στα μετόπισθεν της Γραμμής Μεταξά. Όταν ολοκληρώθηκε η συνθηκολόγηση στις 23 Απριλίου, ο πατέρας μου μαζί με τους στρατιώτες του, αφέθηκαν ελεύθεροι από τους Γερμανούς και έτσι ξεκίνησαν τον μακρύ δρόμο του γυρισμού ο καθένας για τον δικό του προορισμό. Επειδή εδώ ξεκινάει η μια από τις δυο μικρές ιστορίες, για τις οποίες σας μίλησα στην αρχή του κειμένου, να επισημάνω το εξής. Όποτε ο “στρατηγός” μου διηγόταν τις αναμνήσεις του, διέκρινα πάντα στη φωνή του μια απόμακρη θλίψη. Ειδικά όταν αναφερόταν σε συγκεκριμένους φαντάρους του που δεν είχαν την τύχη να επιστρέψουν ζωντανοί από το μέτωπο, η θλίψη γινόταν πόνος, το έβλεπα καθαρά στα μάτια του, όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει. Ποτέ όμως δεν είχε “σπάσει”, σε καμία ιστορία δεν είχε λυγίσει.

Σε αυτή την ταλαιπωρημένη από τον χρόνο φωτογραφία, ο πατέρας μου (αριστερά) και δυο αξιωματικοί ακόμα, μπροστά από τη Μεγάλη Σφίγγα της Γκίζας (1941).

Εκτός από μια, αυτή που θα σας εξιστορήσω αμέσως τώρα. Όταν ξεκίνησε η επιστροφή από το μέτωπο, ο πατέρας μου με καμιά εικοσαριά στρατιώτες ακόμα, πήραν τον δρόμο για το νότο, άλλοι για την Αθήνα, άλλοι για την Πελοπόννησο, άλλοι για άλλα μέρη της Στερεάς Ελλάδας. Η πορεία ήταν δύσκολη, μη φανταστείτε ότι γυρνούσαν με κάποιο μηχανοκίνητο μέσο. Όχι. Με τα πόδια γινόταν όλο το “ταξίδι”, αφού οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τα πάντα (τρένα, στρατιωτικά φορτηγά, καμιόνια κλπ), για να μεταφέρουν τα δικά τους στρατεύματα και πολεμοφόδια αρχικά στην Αθήνα και από εκεί στην Κρήτη, όπου τον Μάιο θα έκαναν την επίθεση στην τελευταία μάχη επί ελληνικού εδάφους. Το πεζό “καραβάνι” άφηνε σιγά-σιγά τη Μακεδονία, μπαίνοντας στη Θεσσαλία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πέρα από την κούραση, ήταν το φαγητό και το νερό.

Οι Γερμανοί έπαιρναν τα πάντα για τις δικές τους ανάγκες, έτσι ελάχιστα έμεναν για τους Έλληνες κατοίκους. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου και οι δικοί του, έφτασαν σε ένα χωριό κάπου ανάμεσα στην Κατερίνη και τη Λάρισα, εξαντλημένοι από το πολύωρο περπάτημα και την πείνα. Μόλις αντίκρισαν κάποιους κατοίκους στον δρόμο του χωριού, τους χαιρέτησαν και τους παρακάλεσαν να τους δώσουν λίγο ψωμί και νερό. Οι χωρικοί όμως θεώρησαν σωστό να αρχίσουν να τους πετάνε πέτρες και να αμολύσουν καταπάνω τους τα σκυλιά τους. Αιφνιδιασμένοι οι στρατιώτες έκαναν πίσω, έφυγαν από το χωριό και συνέχισαν τον δρόμο τους. Όμως η ίδια δυσάρεστη έκπληξη τους περίμενε και στα επόμενα χωριά. Από όπου περνούσαν, παρακαλώντας για λίγο ψωμί και νερό, η αντίδραση ήταν η ίδια: πετροπόλεμος, σκυλιά και βρισιές.

Και προσέξτε, δε μιλάμε για τίποτα αλήτες, αλλά για αυτούς τους οποίους αποθέωναν μέχρι λίγες εβδομάδες πριν σύσσωμοι οι Έλληνες άμαχοι, για αυτούς που είχαν διακινδυνεύσει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τη ζωή τους για να υπερασπιστούν την πατρίδα. Για αυτούς που είχαν περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα στα βουνά, με χιόνια, κρύο, στερήσεις και κακουχίες, με κρυοπαγήματα, αλλά και τραύματα από τα εχθρικά πυρά. Αυτοί οι “ήρωες”, όπως τους αποκαλούσε μέχρι προχθές ο Τύπος, αναγκάστηκαν να μαζεύουν αγριόχορτα και ρίζες για να τραφούν, πίνοντας βρώμικο νερό από όπου έβρισκαν. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα, εκείνο το βράδυ στο μπαλκόνι του σπιτιού μας στον Μάραθο, που ο “στρατηγός” μού διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Και για πρώτη φορά, όσο μιλούσε, είδα τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Ασταμάτητα.

Ο πατέρας μου (δεύτερος από αριστερά), μαζί με Έλληνες και Βρετανούς αξιωματικούς, στο Κάιρο τον Μάιο του 1942.

Ο πατέρας μου τα είχε δει όλα στη ζωή του. Όλα όμως, κυριολεκτικά. Όπως εκείνη την ενέδρα που τους είχαν στήσει οι Ιταλοί τις πρώτες μέρες του πολέμου, σε εκείνον και πέντε φαντάρους του που είχαν βγει για αναγνωριστική περίπολο και είχαν βρεθεί ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, γλυτώνοντας από θαύμα, επειδή την κρίσιμη στιγμή της διαφυγής τους, το όπλο του Ιταλού που βρισκόταν απέναντί τους, έπαθε εμπλοκή και έτσι μπόρεσαν να γυρίσουν σώοι στον καταυλισμό τους. Ή όπως ένα βράδυ που βρισκόταν μέσα στη σκηνή ενός τραυματία στρατιώτη του, σε ένα ύψωμα έξω από την Κλεισούρα και τον παρηγορούσε λέγοντάς του ότι θα γινόταν καλά και θα γύριζε στην αρραβωνιαστικιά του, όταν ένα βλήμα όλμου προσγειώθηκε δίπλα τους, κάνοντας κομμάτια τον φαντάρο και αφήνοντας για πάντα κουφό τον πατέρα μου από το δεξί αυτί, χωρίς όμως η έκρηξη να του προκαλέσει έστω και μια αμυχή.

Όλες αυτές τις ιστορίες μου τις είχε διηγηθεί με εκείνη τη θλίψη στα μάτια του, όμως μόνο η αισχρή αντίδραση των “δικών του” ανθρώπων, των συμπατριωτών του, των “Ελλήνων”, ήταν που τον λύγισε και τον έκανε να κλαίει ασταμάτητα σα μικρό παιδί, για πρώτη φορά μπροστά στον γιο του. Ήταν εκείνη η ανάμνηση που είχε μείνει αποτυπωμένη μέσα του με ανεξίτηλα μαύρα χρώματα και την οποία ποτέ του δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τον θάνατο αμέτρητες φορές, σκότωσε Ιταλούς και Γερμανούς, είδε στρατιώτες του να πεθαίνουν μπροστά του ή να μένουν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή, συμβιβάστηκε με την αγριότητα του πολέμου, πάλεψε μέσα του με τον φόβο, μπόρεσε να νικήσει τους εφιάλτες του, όμως την προδοσία από το ίδιο του το αίμα, ποτέ δεν την κατανόησε, ποτέ δεν την ξεπέρασε.

Αυτή ήταν η μια από τις δυο ιστορίες. Ο πατέρας μου στη συνέχεια έφτασε στην Αθήνα και από εκεί κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου διορίστηκε από τους Άγγλους διοικητής σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, πριν πάρει μέρος και στις δυο μάχες του Ελ Αλαμέιν. Σε εκείνο το στρατόπεδο θα γνώριζε τη μητέρα μου, όμως πριν φτάσουμε εκεί, προηγείται η δεύτερη ιστορία, οπότε παραμένουμε στο 1941, αλλά φεύγουμε από την Αίγυπτο και πάμε στη Χίο. Εκεί, στον Βροντάδο, είχε γεννηθεί η μαμά, το 1926, η μεσαία από τρεις αδερφές, η Μαρία η μεγαλύτερη, η Ελπίδα η μικρότερη. Ζούσαν μαζί με τη μητέρα τους, τη Δέσποινα, ενώ ο πατέρας τους, ο Κήρυκος, ήταν ναυτικός σε εμπορικά πλοία. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Κήρυκος βρισκόταν σε υπερπόντιο ταξίδι και οι τέσσερις γυναίκες ήταν μόνες τους. Λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση του Απριλίου του 1941, οι Γερμανοί έφτασαν στο νησί.

Ο πατέρας μου στην έρημο τον Ιούνιο του 1942, λίγο πριν την πρώτη μάχη του Ελ Αλαμέιν.

Η τρομοκρατία των SS ήταν καθημερινή, η γιαγιά Δέσποινα διηγόταν τον δικό της φόβο και των κοριτσιών, κάθε φορά που ακούγονταν οι γερμανικές μπότες στον δρόμο, έξω από το σπίτι τους. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι είχε χαθεί κάθε επικοινωνία με τον Κήρυκο, δεν ήξεραν πού βρισκόταν, αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει. Κάπως έτσι, απελπισμένες από την κατάσταση που επικρατούσε στη Χίο, αποφάσισαν να το σκάσουν, να φύγουν για την Αίγυπτο. Συνεννοήθηκαν με έναν γνωστό τους που θα έφευγε με ένα καΐκι και μια νύχτα πήγαν στον Μελιγγά, ένα μέρος λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Βροντάδου, κοντά στη μονή Μυρσινιδίου, όπου τους περίμενε το πλεούμενο. Ο καπετάνιος αρχικά δεν ήθελε να πάρει μαζί του τη μητέρα των κοριτσιών, επειδή είχε πρησμένα πόδια και θα δυσκόλευε τις κινήσεις τους.

Όμως με τις φωνές και τα κλάματα από τις κόρες της, μαζί με τη διαβεβαίωση ενός άλλου επιβάτη, γνωστού τους, που είπε στον καπετάνιο ότι όποτε χρειαζόταν, θα την κουβαλούσε ο ίδιος στην πλάτη του, ξεπεράστηκε το πρόβλημα και επιβιβάστηκαν και οι τέσσερις. Μέσα στη νύχτα το καΐκι κάλυψε εννιά μίλια και έφτασε στον Τσεσμέ (παραθαλάσσια πόλη, 85 χιλιόμετρα δυτικά της Σμύρνης, ακριβώς απέναντι από τη Χίο), όπου αποβίβασε τους επιβάτες και πήρε τη ρότα της επιστροφής για το νησί. Εκεί όλοι οι πρόσφυγες μοιράστηκαν σε καμιόνια και ξεκίνησε ένα πολυήμερο ταξίδι, πρώτα προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τα νότια παράλια της Τουρκίας και στη συνέχεια προς το νότο, περνώντας από τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη, πριν φτάσουν στον τελικό προορισμό τους, την Ισμαηλία, στη δυτική όχθη της διώρυγας του Σουέζ.

Να πω εδώ ότι η μαμά ήταν τότε 15 χρονών, ένα κοριτσάκι, που θέλοντας και μη, υποχρεώθηκε να ξεριζωθεί από την πατρίδα της και το σπίτι της, ξεκινώντας αυτή την περιπλάνηση προς το άγνωστο. Η ίδια και ο πατέρας μου, όταν γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, πέρασαν πολλά δύσκολα χρόνια ακόμα, με πολλά απρόοπτα, στεναχώριες, εμπόδια, απογοητεύσεις. Όμως ποτέ δεν το έβαλαν κάτω και η αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλο, ήταν τόσο σπάνια, που τους βοήθησε να τα ξεπεράσουν όλα. Η μητέρα μου, ευαίσθητη από τη φύση της, μου είχε διηγηθεί πολλές από αυτές τις ιστορίες, είτε από την περίοδο του πολέμου, είτε μεταγενέστερες. Πάντα όμως ήταν ψύχραιμη, μετρημένη στις αντιδράσεις της, ενώ με το πέρασμα των χρόνων είχε απομυθοποιήσει πολλές δύσκολες καταστάσεις, προσθέτοντας αρκετό χιούμορ όποτε τις αναπολούσε.

Η μεγάλη αδερφή της μητέρας μου, Μαρία, έξω από τη σκηνή όπου έμεναν, στο στρατόπεδο προσφύγων στην Αίγυπτο (1941).

Όταν όμως μου διηγήθηκε για πρώτη φορά τη δική της “Έξοδο” από τη Χίο και το ταξίδι στην Αίγυπτο, υπήρξε μια συγκεκριμένη αναφορά που την έκανε να λυγίσει. Δεν ήταν ούτε η ταλαιπωρία, ούτε ο φόβος για το άγνωστο, ούτε η αβεβαιότητα για το παρόν και το μέλλον, ούτε καν η ίδια η προσφυγιά. Αντίθετα, ήταν η ευγνωμοσύνη για όλους εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που στις στάσεις που έκαναν, έτρεχαν να τους δώσουν λίγο νερό, λίγο φαγητό, ένα χαμόγελο ελπίδας, ένα “χάδι” καλοσύνης. Τούρκοι, Σύριοι, Λιβανέζοι, Παλαιστίνιοι, Αιγύπτιοι, χωρίς εξαίρεση, ένιωθαν τον πόνο των ξεριζωμένων και ήθελαν να τον ανακουφίσουν όπως και με ό,τι μπορούσαν. Και ήταν εκείνη η ανάμνηση που έφερε δάκρυα στα μάτια της, εξαφανίζοντας κάθε εσωτερική της άμυνα, έχοντας βιώσει τόσο δυνατή και ξεχωριστή μέσα της τη δύναμη της αλληλεγγύης.

Για μένα ήταν το απόλυτο κοντράστ. Από τη μια, ο πατέρας μου να κλαίει από πόνο και θλίψη για τους Έλληνες, τους συμπατριώτες του, που είχαν φερθεί στον ίδιο και τους στρατιώτες του σαν να ήταν εγκληματίες και από την άλλη, η μητέρα μου να κλαίει από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για τους “ξένους”, τους άγνωστους, που με τις απλές, ευγενικές ψυχές τους, κατάφεραν να κάνουν τη νεαρή προσφυγοπούλα να ξεχάσει έστω και για λίγες στιγμές τα βάσανά της. Δυο εικόνες τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές μαζί. Δυο εικόνες που αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά πόσο άδικο, πόσο λάθος είναι να κρίνεις τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, το χρώμα τους, τη θρησκεία τους. Δυο εικόνες που δείχνουν περίτρανα ότι το “κακό” δε βρίσκεται απαραίτητα στους “ξένους” και πως το “καλό” δε φωλιάζει υποχρεωτικά στους “δικούς μας”.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε η μεγαλύτερη πληγή που άνοιξε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Με 85 εκατομμύρια νεκρούς σε όλο τον κόσμο, η υφήλιος έζησε στις πιο ακραίες μορφές τους, τον πόνο, τη δυστυχία, την πείνα, την εξαθλίωση, την εξόντωση, τον ίδιο τον θάνατο. Όμως μέσα σε εκείνα τα τόσο μαύρα χρόνια, είτε από τη μεριά όσων πολέμησαν, είτε από τη μεριά των αμάχων, οι καλές και ευγενικές προθέσεις βρήκαν πάντα τις χαραμάδες για να ρίξουν λίγο φως στο απέραντο σκοτάδι και να υπενθυμίσουν ότι πάντα θα υπάρχουν ψυχές που νιώθουν, που κατανοούν, που συμμερίζονται, που συμπαραστέκονται, που βοηθούν, που στέκονται αλληλέγγυες απέναντι στο δράμα του διπλανού, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία αν αυτός είναι γνωστός ή άγνωστος, χωρίς να μετράει η προέλευσή του ή ο προορισμός του.

Ο γάμος του πατέρα μου και της μητέρας μου, το 1942 στην Ισμαηλία της Αιγύπτου. Δεξιά, στον τοίχο με το λευκό φόρεμα, η μεγάλη αδερφή της μητέρας μου, Μαρία και το κοριτσάκι μπροστά δεξιά, η μικρή αδερφή, Ελπίδα. Δίπλα στον πατέρα μου, με το σκούρο φόρεμα, η μητέρα των κοριτσιών και γιαγιά μου, Δέσποινα.

Η μαμά με τις αδερφές της και τη μητέρα τους, κατέληξαν τελικά στο στρατόπεδο προσφύγων, στο οποίο ήταν διοικητής ο πατέρας μου. Εκεί γνωρίστηκαν, ο “στρατηγός” συγκινημένος από την ιστορία τους, έκανε τα αδύνατα δυνατά και μέσω του Ερυθρού Σταυρού μπόρεσε να εντοπίσει τον ναυτικό πατέρα τους. Στους επόμενους μήνες ερωτεύτηκε τη μαμά και ζήτησε το χέρι της από τη γιαγιά Δέσποινα. Παντρεύτηκαν το 1942 στην Ισμαηλία και έζησαν μαζί 57 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1999 που ο “στρατηγός” έφυγε από τη ζωή. Γνωρίστηκαν σε δύσκολους καιρούς, δε χάρηκαν όπως θα ήθελαν τα νιάτα τους, αλλά βγήκαν ζωντανοί από τον πόλεμο και την κατοχή. Δεν ξέχασαν ποτέ τα όσα πέρασαν, αλλά φρόντισαν να τα “θάψουν” βαθιά μέσα τους, για να κοιτάξουν μπροστά.

Μόνο εκείνες οι δυο ιστορίες που σας διηγήθηκα, “στοίχειωσαν” και τους δυο, με τα δάκρυά τους να έχουν γίνει πλέον δική μου ανάμνηση. Γι’ αυτό και το σημερινό κείμενο, ογδόντα χρόνια μετά το 1941, είναι αφιερωμένο στη μνήμη τους.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα