Το μνημείο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε Eurokinissi

ΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ 1821 – ΟΤΑΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΕΤΟΥΣΕ ΣΤΗ ΠΥΡΑ ΤΟΝ ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ

Τρία άγνωστα βιβλία που γνώρισαν τις πιο σκληρές “διώξεις”. Τα δύο κάηκαν στην αυλή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με εντολή του Γρηγορίου Ε΄, ενώ το τρίτο σχεδόν εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

“Τα απαγορευμένα βιβλία του 1821” αποτελούν ένα συλλογικό έργο τριών κειμένων, τα οποία γράφτηκαν μέσα σε διάστημα είκοσι δύο ετών, από το 1797 έως το 1819.

“Νέα Πολιτική Διοίκησις” (Βιέννη, 1797) του Ρήγα Βελεστινλή, “Λίβελλος κατά των Αρχιερέων”, γραμμένο από ανώνυμο συγγραφέα στη Σμύρνη το 1810, και “Κρίτωνος Στοχασμοί”, εκδιδόμενο επίσης από ανώνυμο συγγραφέα στο Παρίσι του 1819, είναι τα τρία πολιτικά κείμενα που γράφτηκαν μέσα σε ένα διάστημα 20 και κάτι ετών, και έρχονται σήμερα στο φως ως μία ενιαία κυκλοφορία (εκδ. iWrite – σειρά Lux Orbis), αποτελώντας μια συλλεκτική και ιδιαιτέρως σημαίνουσα δουλειά, σε ο,τι αφορά τα προεπαναστατικά κείμενα της ελληνικής, άγνωστης βιβλιογραφίας.

Η μελέτη των τριών αυτών “απαγορευμένων” έργων, επιβεβαιώνει για ακόμα μία φορά το γεγονός ότι το τρίπτυχο Ελευθερία, Γνώση και Ορθός Λόγος, αντιμετωπίστηκε προεπαναστατικά με μεγάλη εχθρότητα από την ανώτατη ηγεσία της Εκκλησίας, ο ρόλος και η δράση της οποίας είναι επιτακτικό να επαναξιολογηθούν από τις νεότερες γενιές. Τα δύο από τα τρία έργα κάηκαν στην αυλή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με εντολή του αμφιλεγόμενου ιστορικά, Γρηγορίου Ε’, ενώ το τρίτο σχεδόν εξαφανίστηκε από προσώπου γης (για τις καύσεις των έργων του Ρήγα πριν το 1821 στην Κωνσταντινούπολη, μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικότερα και στη “Μαύρη Βίβλο του 1821”).

Η νέα έκδοση προλογίζεται από τον καταξιωμένο ομότιμο καθηγητή Ιστορίας στο Ιόνιο πανεπιστήμιο, Πέτρο Πιζάνια, ενώ στο τέλος παρατίθεται το επίμετρο του Δρ. Ιστορίας, Αθανάσιου Γάλλου, αφιερωμένο στη σημασία της πρώτης έκδοσης του “Λιβέλλου” στην ελληνική βιβλιογραφία.

«Οἱ Ἀρχιερεῖς κατεφρόνησαν τὸ κοινὸν τοῦ γένους συμφέρον, καὶ ἀποβλέπουσιν εἰς τό ἴδιον. Αὐτοί ἐστερέωσαν τό ἴδιον κράτος καὶ δεσποτείαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καί ἀμάθειαν του λαοῦ».

Λίβελλος κατά των Αρχιερέων (Ανώνυμος, 1810)

Ο Μηνάς Παπαγεωργίου, δημοσιογράφος και Διευθυντής Σειράς Lux Orbis των εκδόσεων iWrite, μιλώντας στο Magazine, ξεχωρίζει ως κοινό στοιχείο των τριών αυτών έργων, το γεγονός ότι στοχοποιήθηκαν τόσο έντονα από τις εκκλησιαστικές Αρχές της εποχής, ακριβώς για τη δυναμική που είχαν.

Ποια είναι η κοινή γραμμή που διαπνέει τα τρία κείμενα που παρουσιάζονται εδώ;
Η “Νέα Πολιτική Διοίκηση” του Ρήγα Φεραίου, μαζί με τα έργα ανωνύμων συγγραφέων “Λίβελλος κατά των Αρχιερέων” και “Κρίτωνος Στοχασμοί”, συνθέτουν ένα φαινομενικά ετερόκλητο παζλ κειμένων στο νέο βιβλίο της Σειράς Lux Orbis, με τίτλο “Τα απαγορευμένα βιβλία του 1821”. Ετερόκλητο διότι (κατά σειρά παράθεσης) το πρώτο έργο αποτελεί ένα πολιτικό μανιφέστο για το μέλλον των Βαλκανικών λαών έξω από την Οθωμανική αυτοκρατορία, το δεύτερο μία καταγγελία για τη συμβολή του Κλήρου στη διάδοση της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας και το τρίτο μία κραυγή απόγνωσης για περισσότερη Παιδεία, ενάντια σε φαινόμενα εκκλησιαστικής διαφθοράς στην Ανδριανούπολη.

Το κοινό τους στοιχείο είναι ότι και τα τρία αυτά κείμενα αποτέλεσαν στόχο της Εκκλησιαστικής λογοκρισίας κατά την προεπαναστατική περίοδο, μιας και δύο από αυτά (το έργο του Ρήγα και το “Κρίτωνος Στοχασμοί”) κάηκαν στην αυλή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ από τον “Λίβελλο”διασώζεται σήμερα μόλις ένα αντίτυπο. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, για ποιον λόγο μπορούν επάξια να χαρακτηριστούν ως “απαγορευμένα” βιβλία.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η ξεχωριστή σημασία των κειμένων αυτών για την Ελλάδα του 2021;
Πρόκειται για έργα που μας φέρνουν σε άμεση επαφή με τις κοινωνικές συνθήκες που προετοίμασαν την ελληνική Επανάσταση. Η “Νέα Πολιτική Διοίκηση” του Ρήγα αντανακλά τον πόθο για Ελευθερία. Ο “Λίβελλος κατά των Αρχιερέων” υμνεί τον Ορθό Λόγο. Από τη μεριά του, το “Κρίτωνος Στοχασμοί” προβάλλει το αίτημα για περισσότερη Παιδεία, παραμονές του Αγώνα.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα προηγούμενα αντανακλούν τον προβληματικό τρόπο με τον οποίον η ανώτατη ιεραρχία της Εκκλησίας αντιμετώπισε προεπαναστατικά αυτές τις έντονα τονισμένες έννοιες. Η ανάγνωση των κειμένων αυτών (ιδιαίτερα εάν συνδυαστεί με την “Μαύρη Βίβλο του 1821” που κυκλοφορήσαμε τον Μάρτιο) μεταδίδει στον σύγχρονο αναγνώστη μηνύματα μέσω των οποίων όχι μόνον δύναται να διαμορφώσει μία διαφορετική εικόνα που πιθανώς έχει για το ’21, αλλά και να συμβάλλει ουσιαστικά στον δημόσιο προβληματισμό για την ποιότητα της Παιδείας και τα επίπεδα του Ορθού Λόγου στην ελληνική κοινωνία σήμερα. Τα όσα διαδραματίζονται γύρω μας, καταδεικνύουν για ακόμα μία φορά το τεράστιο πολιτισμικό πρόβλημα της χώρας μας.

Τέλος, ειδική αναφορά αξίζει να γίνει για την επανέκδοση του “Λιβέλλου”, διακόσια έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία του στη Σμύρνη. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα αξιομνημόνευτο εκδοτικό γεγονός, τόσο για τους ειδικούς μελετητές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσο και για τους αναγνώστες – ερευνητές που επιθυμούν να έρθουν σε επαφή με ένα από τα σημαντικότερα αντικληρικά κείμενα αυτής της περιόδου.

Προσπαθώντας να φωτίσει περισσότερο τα κείμενα καθεαυτά αλλά και την εποχή εν μέσω της οποίας εκδόθηκαν, το Magazine μίλησε με τον Πέτρο Θ. Πιζάνια, ομότιμο καθηγητή ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ο οποίος έχει επιμεληθεί την εισαγωγή της έκδοσης.

Κατά την εκτίμησή σας, μια πανβαλκανική συνομοσπονδία της εποχής, αν δημιουργείτο, θα μπορούσε να άρει την εκκλησιαστική επιρροή στο σύστημα παιδείας της εποχής και να οδηγήσει σε ένα ομοσπονδιακό κοσμικό κράτος στα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Κάθε επιστήμη (εκτός από τα μαθηματικά) ερευνά και εντέλει διαυγάζει μια πραγματικότητα, φυσική ή κοινωνική. Συνεπώς, η σφαίρα των επιστημονικών υποθέσεων ακολουθεί αυτή την αρχή είτε πρόκειται για τον σχεδιασμό ενός πειράματος είτε για την έρευνα σε ιστορικά αρχεία. Οπότε, και στην ιστορική επιστήμη δεν υφίσταται υποθετικό ερώτημα εκτός της ιστορικής πραγματικότητας παρά μόνο ως μεθοδολογική και λογική αυθαιρεσία. Ο λόγος είναι ότι η επιστημονική γνώση είναι η μόνη από όλες τις μορφές γνώσης που θεμελιώνεται σε αποδείξεις που προκύπτουν από τα εξεταζόμενα ρεαλιστικά δεδομένα. Ποιες αποδείξεις μπορούν να οργανωθούν από κάτι που δεν συνέβη ποτέ;

Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε για έναν “Ελληνικό Διαφωτισμό” ή έστω για μια απόπειρα δόμησής του, ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του ως προς την ιδιαιτερότητά του;
Ας παρακάμψουμε το ερώτημα που πρώτος έθεσε ο Ε. Καντ «Τι είναι Διαφωτισμός» και διερεύνησε ο Μ. Φουκώ. Ιστορικά πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικό κίνημα πολιτιστικού χαρακτήρα με ισχυρές προεκτάσεις στην αμφισβήτηση τόσο της επίσημης κοσμοεικόνας όσο και της πολιτικής ιδεολογίας της εποχής. Θεμελιωνόταν στην κριτική η οποία ασκούνταν με βάση τον ορθό λόγο και την υλιστική φιλοσοφία.

Η σύγκριση κάθε ιδιαίτερου διαφωτιστικού κινήματος, όπως και του ελληνικού, γίνεται συνήθως με τον γαλλικό ή πιο αποσπασματικά με ορισμένες μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως ο Νεύτωνας ή ο Λοκ. Οπότε η απουσία τους στα καθ’ ημάς δημιουργεί αμφιβολίες αν και κατά πόσο υπήρξε ελληνικός Διαφωτισμός. Αλλά, τελικά, όχι μόνο υπήρξε αλλά δεν ήταν είδος εισαγόμενο αλλά ενδογενές το οποίο επικοινωνούσε με τον ευρωπαϊκό έμμεσα με κείμενα και άμεσα από την μεγάλη διασπορά των Ελλήνων διανοουμένων διαφωτιστών σε ευρωπαϊκές πόλεις και πανεπιστήμια για σπουδές και λιγότερο για διδασκαλία. Τα έργα της εν λόγω κοινωνικής ομάδας του Νέου Ελληνισμού συνίστανται σε εκπαιδευτικές δράσεις οι οποίες αν και όχι ιδιαιτέρως μαζικές ήταν, ωστόσο, πολύ σημαντικές έναντι των τριών εκκλησιαστικών σκοταδισμών (ορθόδοξο, αρμενικό και εβραϊκό) που επικρατούσαν στα οθωμανικά Βαλκάνια και αλλού. Ακόμη οι Έλληνες διαφωτιστές επιδίδονταν σε συγγραφή και εκδόσεις περιοδικών και βιβλίων οι οποίες προϊόντος του 18ου αιώνα διαμόρφωσαν ένα χώρο κοσμικής ορθολογικής σκέψης και ελεύθερης έκφρασης σε επιτυχημένο ανταγωνισμό με τον εκκλησιαστικό και θρησκευτικό λόγο που κυριαρχούσε απολύτως επί αιώνες. Επίσης ανέπτυξαν μια πυκνή συζήτηση για την ελληνική γλώσσα, ενώ οι ριζοσπάστες διανοούμενοι διαφωτιστές καλλιέργησαν μια πολιτικοποίηση έναντι της οθωμανικής δεσποτείας δημιουργώντας από πολλά διάσπαρτα παλαιά στοιχεία και διάσπαρτες κοινωνικές πρακτικές μια συγκροτημένη εικόνα του ιστορικού χωροχρόνου η οποία συμπυκνωνόταν στην αυτοαναγνώριση «Έλληνας». Φυσικά, η συμβολή τους στη Φιλική Εταιρεία και ακολούθως στην Επανάσταση υπήρξε σημαντική.

Θα έλεγε κανείς πως στη δράση του Γρηγορίου του Ε’ εντοπίζει κανείς τις βασικές ιδέες της συντήρησης που διέπουν ολόκληρη την μετεπαναστατική ελληνική ιστορία και φτάνουν μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, ή θα ήταν υπερβολή μια τέτοια εκτίμηση;
Νομίζω πως η δράση του Γρηγορίου του Ε’ συνιστά μια πολύ τυπική επιλογή ενός ιεράρχη ο οποίος από τη θέση του μόνο σκοταδιστής θα μπορούσε να είναι και να δρα ως τέτοιος (όπως πολλοί ιεράρχες στα άλλα ορθόδοξα πατριαρχεία, στον αρμενικό επίσης, ακόμη στο εβραϊκό ιερατείο και φυσικά στην καθολική Εκκλησία). Να θυμίσω ότι το Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως και των Ιεροσολύμων καθώς και οι άλλες Εκκλησίες υπό την οθωμανική κυριαρχία, μέσω των προνομίων που τους παραχώρησαν οι Σουλτάνοι αποτέλεσαν οργανικούς θεσμούς άσκησης εξουσίας και ελέγχου των ποιμνίων τους για λογαριασμό του οθωμανικού αυτοκρατορικού κράτους και ειδικότερα του εκάστοτε Σουλτάνου. Και η εκτέλεσή του Γρηγορίου του Ε’ εντασσόταν στην πρακτική εκτελέσεων υψηλών αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους, μουσουλμάνων ή χριστιανών αδιακρίτως, οι οποίοι είχαν αποτύχει στο έργο που τους είχε ανατεθεί από τον Σουλτάνο. Το μάλλον γελοίο, με την επίσημη ιστοριογραφία της Εκκλησίας είναι πως στρατολόγησαν τον Γρηγόριο τον Ε’ στη Φιλική Εταιρεία δεκαετίες μετά, αφότου πλέον είχε πάψει να υπάρχει η οργάνωση και είχε εκτελεστεί ο εν λόγω Πατριάρχης.

Τελικά τι συνιστούσε “νεωτερικότητα” στο πρώτο ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση του 1821;
Η εισαγωγή των νεωτερικών αρχών δεν ξεκίνησε μετά το ’21 αλλά από την πρώτη, σχεδόν, ημέρα της Επανάστασης με τους χειρόγραφους κανονισμούς των τοπικών επαναστατικών συμβουλίων με τα οποία Φιλικοί οργάνωσαν τις πρώτες εξεγέρσεις, αρχής γενομένης από τις 17 Μαρτίου του 1821. Ακολούθως τα περιφερειακά επαναστατικά συμβούλια (Τοπικά πολιτεύματα) τις διεύρυναν και οριστικοποιήθηκαν ως προς τα θεμελιώδη κατά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Στην Τρίτη Εθνοσυνέλευση με το Σύνταγμα της Τροιζήνας οι Έλληνες είχαν οριστικοποιήσει πολύ συστηματικά το πολίτευμα που ήθελαν και εφάρμοζαν έως τότε. Πρόκειται για την καθιέρωση της αρχής του Νόμου έναντι της δεσποτικής βουλησιαρχίας∙ την αρχή της ισότητας όλων έναντι του νόμου αντί των αριστοκρατικών προνομίων και των τοπικών διακρίσεων∙ την εισαγωγή του Λαϊκού πολιτεύματος (République) και φυσικά της λαϊκής κυριαρχίας και των πολιτικών δικαιωμάτων έναντι της υποτέλειας. Και από την εκλογή των πρώτων εθνικών πολιτικών οργάνων, δηλαδή του Εκτελεστικού και του Βουλευτικού τον Ιανουάριο του 1822, έχουμε τις ελάχιστες απαρχές δημιουργίας δημόσιας διοίκησης, σύνταξης προϋπολογισμών, καθιέρωση ενιαίου φορολογικού συστήματος, κάποιων υποτυπωδών δικαστηρίων και φυσικά εκλογές για την επιλογή είτε των μελών του Βουλευτικού είτε των παραστατών (εθνικών αντιπροσώπων) στις εθνοσυνελεύσεις. Γνωρίζουμε από την ιστορική έρευνα έξι εκλογικές διαδικασίες που διεξήχθηκαν από το 1822 έως το 1829 σε όλες τις απελευθερωμένες περιοχές ακόμη και στις περιόδους που η Επανάσταση είχε φτάσει λίγο πριν τη συντριβή, όπως το 1826. Φυσικά, όλα αυτά δεν ανέτρεπαν διά μιας τις δομές και τις νοοτροπίες αιώνων δεσποτείας. Αλλά ακόμη και ο τελευταίος χωρικός ψήφιζε, ενώ ταυτοχρόνως πολεμούσε στα μετόπισθεν ή στην πρώτη γραμμή σκοτώνοντας τον προαιώνιο φόβο του στο πρόσωπο των Οθωμανών, εργαζόταν και άκουγε τους εγγράμματους και τους αρχηγούς να του μιλάνε για την ιστορία του και την αξία του και να τον ενθαρρύνουν. Έτσι ο χωρικός μετεξελισσόταν από χριστιανός ραγιάς σε Έλληνα πολίτη.

Είχε, τελικά, ταξικό χαρακτήρα το ’21, όπως πρότειναν κάποιοι ιστορικοί;
Δεν υπάρχουν συγκροτημένες κοινωνίες χωρίς κάποια ταξική δομή, αν, βέβαια, ορίσουμε τις κοινωνικές τάξεις με κάποιο ευρύτερο νόημα. Έτσι και οι ελληνικές. Μια παλαιά συζήτηση για τον χαρακτήρα της οθωμανικής δεσποτείας υπό το ερώτημα αν ήταν φεουδαλική ή όχι δεν απέδωσε σχεδόν τίποτε επιστημονικά επειδή οι υποτελείς στους Οθωμανούς βαλκανικές κοινωνίες ερμηνεύονταν από ιστορικούς υπό το πρίσμα των βορειοευρωπαϊκών φεουδαλικών συστημάτων ταξικής συγκρότησης.

Το Οθωμανικό αυτοκρατορικό κράτος συνιστούσε μια παραλλαγή του ασιατικού τρόπου παραγωγής το οποίο μπορούμε με ακρίβεια να ορίσουμε ως αγροτική δεσποτεία ανατολικού τύπου. Από το τέλος του 14ου, αρχές του 15ου αιώνα το Οθωμανικό κράτος από επεκτατικό λεηλατικό μετεξελίχθηκε σε εδραίο και άρχισε να ασκεί την εξουσία επιτελεστικά, μεταβιβάζοντας δηλαδή ειδικές (και όχι γενικές πολιτικές) εξουσίες σε ποικίλες μικρές τοπικές και άλλες αυτοκρατορικής εμβέλειας υποτελείς αριστοκρατίες. Από τις τελευταίες θα αναφέρω το ορθόδοξο ιερατείο οργανωμένο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης καθώς και τα ιερατεία των υπόλοιπων εκκλησιών όπως και τη φαναριώτικη αριστοκρατία. Από τις τοπικές αριστοκρατίες να θυμίσω τους προεστούς με τη διετή περίπου επιλογή επικεφαλής της επαρχίας (κοτζάμπαση) και πολύ λιγότερο τους αρματολούς επειδή είχαν αυτονομηθεί σε κάποιο βαθμό. Όλες αυτές εξαρτώνταν από το Οθωμανικό κράτος και η οικονομική τους ισχύς δεν απέρρεε από κάποια κατοχή μέσου παραγωγής, εν προκειμένω γη, αλλά συνιστούσε εισόδημα και σωρευόταν ως πλούτος για πολιτική χρήση και όχι ως κεφάλαιο. Αντίθετα, οι έμποροι, χερσαίοι και θαλασσινοί (καραβοκυραίοι), αποτελούσαν (μαζί με τους διανοούμενους) τον ευρύ πυρήνα του νεωτερικού αστικού Νέου Ελληνισμού και η ισχύς τους εκφραζόταν σε εμπορικό κεφάλαιο σε όλες τις μορφές: εμπορεύματα, χρεόγραφα, πλοία, και μετρητά. Οι Έλληνες έμποροι, σε αντίθεση για παράδειγμα με τους Άγγλους μεγαλεμπόρους του 17 ου και 18 ου αιώνα, δεν στηρίχτηκαν ούτε ποτέ στράφηκαν στη γαιοκτησία. Σε κάθε περίπτωση το σύνολο, σχεδόν της γης ως πρώην οθωμανική κτήση εθνικοποιήθηκε από την πρώτη Εθνοσυνέλευση και παρέμεινε με την μορφή οικογενειακών κλήρων στα χέρια των καλλιεργητών έναντι ενός επιπλέον μικρού φόρου. Έτσι, κατά την διάρκεια της Επανάστασης διαμορφώθηκε ένας κοινωνικός σχηματισμός του οποίου η ευρύτατη βάση αποτελούνταν από παραγωγούς που κατείχαν το μέσο της παραγωγής, αποτελούσαν οι ίδιοι την εργατική δύναμη εν πολλοίς και διέθεταν πολιτικά δικαιώματα. Κοντολογίς σχηματίστηκε μια République μικρών, κατά κύριο λόγο, ιδιοκτητών.

Τι ιστορικά διδάγματα μπορούμε να πάρουμε σήμερα από το ’21 και ιδίως από τις ζυμώσεις που προηγήθηκαν της εξέγερσης;
Από τον Φεβρουάριο του 1830, οπότε η Ελληνική Επανάσταση έληξε εν πολλοίς νικηφόρα, τίθεται εν γνώσει ή εν αγνοία τους σε κάθε γενιά Ελληνίδων και Ελλήνων πολιτών το ακόλουθο σπονδυλωτό ερώτημα:

-Αν χρειαζόταν θα μπορούσαμε να διατρανώσουμε αντίστοιχης σημασίας συνθήματα;
-Θα ανυψώναμε τα δικά μας λάβαρα;
-Θα αναλαμβάναμε ανάλογα υψηλή διακινδύνευση όσο οι εθνικοί μας πρόγονοι τότε;

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα