ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ/ 24MEDIA LAB

ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΚΑ. ΠΟΤΕ ΚΑΛΑ

Οι λέξεις «ίδρυμα» και «παιδί» είναι τόσο ριζικά αντίθετες μεταξύ τους που δεν θα έπρεπε να γειτνιάζουν με κανέναν τρόπο.

Πρώτα ήρθε το δυσάρεστο ξάφνιασμα. Η Κιβωτός του Κόσμου, μια ΜΚΟ που δραστηριοποιείται στον ιδρυματικό χώρο της ενασχόλησης με παιδιά και για την οποία μέχρι πρότινος ουδείς δεν τολμούσε να αρθρώσει δημόσια κριτικό λόγο, αποδεικνύεται μέσα από τον χείμαρρο των καταγγελιών ένας χώρος κακοποίησης και φαυλότητας. Το φωτοστέφανο του ιδρυτή της έπαψε να φεγγοβολάει. Μετά ακολούθησε η παρέμβαση του κράτους που έγκειται στο ξήλωμα της ποινικά και πειθαρχικά ελεγκτέας διοίκησης και στον ορισμό καινούργιας. Πολύ φοβάμαι ότι το επόμενο στάδιο είναι ο εφησυχασμός, η αφομοίωση του σαστίσματος και ο κατευνασμός του θυμού. Θα περάσει κι αυτό.

Αφού εξαντληθεί στην τηλεοπτικοποίηση του δράματος, η οποία συχνά αδιαφορεί για τον επανατραυματισμό των θυμάτων και την εμβάθυνση της συζήτησης, θα το σβήσει το σφουγγάρι μιας επικαιρότητας που είναι στυγνή και ιλιγγιώδης. Η Πολιτεία θα διατείνεται ανενδοίαστα πως έπραξε το καθήκον της κι ένα κομμάτι της κοινωνίας, καλόβουλα, αφελώς ή υποκριτικά, θα πιστεύει ότι το πρόβλημα λύθηκε. Μόνο που κάποια παιδιά θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν σε ιδρύματα κι αυτό από μόνο του είναι εγκληματικό.

Οι λέξεις «ίδρυμα» και «παιδί» είναι τόσο ριζικά αντίθετες μεταξύ τους που δεν θα έπρεπε να γειτνιάζουν με κανέναν τρόπο. Η συγκόλληση τους πάντα συνεπάγεται την εξουδετέρωση του παιδιού. Γενικότερα το ίδρυμα ως θεσμός συνιστά έναν αναχρονισμό που πλήττει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ατόμου, πολλώ δε μάλλον όταν αναφερόμαστε σε παιδιά. Παρότι τα ιδρύματα για παιδιά έχουν εγκαταλειφθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, στη χώρα μας εξακολουθούν να λειτουργούν κάτω από ένα πέπλο συστημικής αδιαφορίας που σκίζεται μόνο όταν κάποιες από τις υποθέσεις ψυχικής, σωματικής, σεξουαλικής βίας ξεβράζονται στη δημοσιότητα. Μπαλώνεται, όμως, γρήγορα με εγκατεστημένους αυτοματισμούς προχειρότητας και η κατάσταση επιστρέφει στην κανονικότητα της απαξίωσης.

Το ζήτημα, δηλαδή, δεν είναι μόνο τα όσα τερατώδη τύχει να πληροφορηθούμε για το τάδε ίδρυμα αλλά η ύπαρξη των ιδρυμάτων ως δομή. Τις τελευταίες μέρες δόθηκε μεγάλη έμφαση και καλώς σ’ ένα βαθμό στα ιδρύματα θρησκευτικού χαρακτήρα ή θρησκευτικού μανδύα, τα οποία προφανώς στη συνομοταξία του κακού κατατάσσονται στα χειρότερα, καθώς η εσωτερική τους ζωή είθισται να είναι μια προσομοίωση κατηχητικού βασισμένη στην υποβολή των εννοιών της «ενοχής» και της «αμαρτίας» στα παιδιά και στην τιμωρία όσων δεν εκπληρώνουν το εθνοχριστιανικό φαντασιακό του «άσπιλου». Αυτό, όμως, επ’ ουδενί δεν θα έπρεπε να οδηγήσει στην εξιδανίκευση των υπόλοιπων ιδρυματικών τύπων. Πολλοί μίλησαν για την ανάγκη κρατικών ιδρυμάτων κι εδώ απλώς θέλω να θυμίσω ότι τα Λεχαινά, ένα πραγματικό κολαστήριο για παιδιά, είναι ένα κρατικό ίδρυμα. Η λειτουργία των ιδρυμάτων είναι εγγενώς κακοποιητική και διαμορφώνει τους όρους θυματοποίησης των παιδιών. Από τα κλουβιά στα Λεχαινά και τους βιασμούς στο Παπάφειο μέχρι την προετοιμασία «αμόλυντων νυφών» στα εκκλησιαστικού τύπου ιδρύματα και τις φρικαλεότητες στην Κιβωτό του Κόσμου, δεν πρόκειται για συμβάντα που συνιστούν απόκλιση της ιδρυματικής διαδικασίας αλλά γεννήματα της.

Δε χρειαζόμαστε κανένα ίδρυμα. Είναι αλήθεια ότι τα εκκλησιαστικά είναι άθλια αλλά αποτελεί λάθος επικέντρωση το τι είναι αθλιότερο- επισημαίνει ο Βασίλης Ιωακειμίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

«Η έννοια του ιδρύματος δεν υπήρχε πάντα στην ανθρωπότητα, είναι δημιούργημα της νεωτερικότητας, των τελευταίων δύο αιώνων. Όλα τα ιδρύματα που αναπτύχθηκαν είχαν κοινά χαρακτηριστικά, είτε επρόκειτο για φυλακές ή για κοινωνικά ιδρύματα που φαινομενικά υπήρχε η έννοια του μη εγκλεισμού. Οι βασικές αρχές τους ήταν κοινές: αρχιτεκτονικά δημιουργούν αίσθηση μη ιδιωτικότητας, όταν περνάς αυτή την πύλη παύει να είσαι άτομο και γίνεσαι μέρος ενός συστήματος που εδράζεται στη ρουτίνα , την πειθαρχία, τον πλήρη διαχωρισμό από την κοινωνία. Ακόμα κι αν με τα χρόνια άλλαξαν ορισμένες όψεις της αρχιτεκτονικής των ιδρυμάτων, οι βασικές λειτουργίες αλλοτρίωσης παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες. Επομένως, είναι λίγο πλασματική η συζήτηση για το αν πχ τα εκκλησιαστικά είναι χειρότερα και αν χρειαζόμαστε τα δημόσια. Δε χρειαζόμαστε κανένα ίδρυμα. Είναι αλήθεια ότι τα εκκλησιαστικά είναι άθλια αλλά αποτελεί λάθος επικέντρωση το τι είναι αθλιότερο» επισημαίνει ο Βασίλης Ιωακειμίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ/ 24MEDIA LAB


Την ίδια ακριβώς άποψη συμμερίζεται και η Πάττυ Σωτηροπούλου, εμπειρογνώμων παιδικής προστασίας:
«Δεν υπάρχουν καλά και κακά ιδρύματα. Υπάρχουν μόνο κακά και χειρότερα ιδρύματα. Δε θα έπρεπε να έχουν καμία θέση σε ένα σύστημα παιδικής προστασίας – πόσω δε μάλλον την κυρίαρχη θέση όπως συμβαίνει στην ελληνική πραγματικότητα. Η ίδια η λέξη προστασία εν προκειμένω είναι βαθειά προβληματική όταν μέσα στο ίδρυμα όπου το παιδί τοποθετείται για να «προστατευτεί» ,σύμφωνα με στατιστικές της UNICEF, υπάρχει 85 % πιθανότητα να κακοποιηθεί σωματικά και 25-30 % πιθανότητα να κακοποιηθεί σεξουαλικά από τα υπόλοιπα παιδιά – κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε ενδεχόμενους κακοποιητές εργαζόμενους ή εθελοντές, οι οποίοι ακριβώς λόγω των συνθηκών (ευαλωτοτητα παιδιών, συνθήκες ελέγχου και πλήρους εξάρτησης) βρίσκουν εύφορο έδαφος στις κλειστές δομές. Τα ποσοστά αυτά αυξάνονται όταν μιλάμε για ανάπηρα παιδιά.

Τα ιδρύματα αποδεδειγμένα επηρεάζουν αρνητικά τη σωματική, ψυχική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Χωρίς σταθερούς συναισθηματικούς δεσμούς το τραύμα των παιδιών που τοποθετούνται στα ιδρύματα μοιραία θα βαθύνει αντί να αμβλυνθεί. Ένα τραυματισμένο παιδί που μπαίνει στο ιδρυματικό σύστημα βγαίνει από αυτό ως ένας τραυματισμένος ενήλικας που θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με ελλιπή εκπαίδευση, μηδενική επαφή με την οικογένειά του ή την ευρύτερη κοινότητα και απροετοίμαστος. Είναι 40 φορές πιο πιθανό να έχει παραβατική συμπεριφορά και 500 φορές πιο πιθανό να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να τα ανατρέψουν ούτε οι όμορφοι χώροι, ούτε οι καλές διοικήσεις, ούτε οι φιλότιμοι εργαζόμενοι. Για την διαπίστωση ότι είναι ακατάλληλα τα ιδρύματα δεν χρειάζεται να περιμένουμε τις καταγγελίες που ανακύπτουν κατά καιρούς. Δε χρειάζεται καν να βυθιστούμε στις αμέτρητες έρευνες δεκαετιών που συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα. Αρκεί να σκεφτούμε τον εαυτό μας ως παιδί : πως θα νιώθαμε χωρίς ιδιωτικότητα, χωρίς επιλογές, χωρίς ταυτότητα; Πως θα νιώθαμε χωρίς έναν άνθρωπο αληθινά δικό μας; Παρόλα αυτά δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ένα σύστημα παιδικής προστασίας χωρίς ιδρύματα ή κι όταν ακόμα αναγνωρίζεται ο δομικά κακοποιητικος χαρακτήρας τους το κλείσιμό τους προβάλλεται ως ουτοπικό.»

Είναι 40 φορές πιο πιθανό να έχει παραβατική συμπεριφορά και 500 φορές πιο πιθανό να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να τα ανατρέψουν ούτε οι όμορφοι χώροι, ούτε οι καλές διοικήσεις, ούτε οι φιλότιμοι εργαζόμενοι.

Ισχύει απολύτως πως η διεθνής βιβλιογραφία και οι σχετικές έρευνες έχουν αποκαλύψει τις επιπτώσεις της ιδρυματικής φροντίδας, στην ανάπτυξη του σώματος εν γένει και του εγκεφάλου, στην κοινωνική συμπεριφορά και στην εξέλιξη. Μάλιστα, οι έρευνες αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν έναν μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε πέντε μήνες διαμονής στο ίδρυμα, ακόμα και στην περίπτωση που οι διατροφικές τους ανάγκες ικανοποιούνται πλήρως. Όσον αφορά στον τομέα της γνωστικής ανάπτυξης, παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα στην προσοχή και στις εκτελεστικές λειτουργίες. Οι επιζήμιες συνέπειες της ιδρυματικής λειτουργίας στην ψυχο-κοινωνική εξέλιξη των παιδιών περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υπερκινητικότητα, εναντιωματική και συχνά επιθετική ή ακόμη και βίαιη, αυτοκαταστροφική ή αντικοινωνική συμπεριφορά ή συμπεριφορές απόσυρσης και αδυναμία δημιουργίας και διατήρησης συναισθηματικών δεσμών. Ο ΟΗΕ, εξάλλου, εδώ και 20 χρόνια έχει εκδώσει παγκόσμια κατευθυντήρια οδηγία κάνοντας έκκληση σε όλα τα κράτη να εξαλείψουν την τοποθέτηση βρεφών και νηπίων σε ιδρυματικά πλαίσια.

«Ναι αλλά αν δεν υπήρχαν τα ιδρύματα, τα παιδιά αυτά θα ήταν στο δρόμο» αντιτείνουν άλλοτε καλοπροαίρετα, άλλοτε απλώς βολικά διάφοροι στο αίτημα της αποιδρυματοποίησης. Είναι μια διαπίστωση δομικά ταξινομητική που υποκρύπτει αξιολογήσεις αρνητικής διάκρισης, ότι δηλαδή υπάρχουν ζωές δεύτερης ταχύτητας, παιδιά που σε αντίθεση με το δυτικό κοσμοείδωλο της εποχής μας, βιώνουν μια μαραμένη παιδικότητα κι αργότερα νεότητα, αποστερημένη από αγάπη και κοινωνική διάδραση, χωρίς υγιείς διαδικασίες αποκάλυψης της σεξουαλικότητας και αυτενέργειας του σώματος, χωρίς τη δυνατότητα οικοδόμησης δεσμών εμπιστοσύνης. Λες και οι δικές τους αξιώσεις για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και χειραφέτηση υποστέλλονται αυτόματα και αρκούνται μόνο στην αναπαραγωγή κάποιων στοιχειωδών – ενίοτε ανεπαρκών – υλικών όρων για την επιβίωση τους.

Για τις περιπτώσεις που έχουν εξανεμιστεί οι πιθανότητες το παιδί να παραμείνει στην ευρύτερη οικογένεια, πρέπει να πριμοδοτείται η αναδοχή, όχι όμως ως προθάλαμος παιδοθεσίας. Κι αυτό για να γίνει σωστά σημαίνει επαγγελματική αναδοχή με εκπαίδευση, εποπτεία και μισθό από το κράτος» υποστηρίζει ο Βασίλης Ιωακειμίδης.

«Ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν προχωράει η αποιδρυματοποιηση στην Ελλάδα είναι ότι έχει δημιουργηθεί μια αγορά με τζίρο και τεράστια κοινωνική επιρροή. Εναλλακτικά παραδείγματα υπάρχουν, έχουν εφαρμοστεί σε άλλα κράτη και συμπεριλαμβάνουν μικρές αυτόνομες μονάδες για μεγαλύτερα παιδιά στην κοινότητα, ενίσχυση της ευρύτερης οικογένειας – δηλαδή αν ο γονιός περνάει μια δύσκολη περίοδο ή μια κρίση, προσπαθούμε να υποστηρίξουμε κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας να αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού. Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το να πάει το παιδί σε κάποιον συγγενή για ένα διάστημα με επίβλεψη κατάλληλου προσωπικού είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο. Για τις περιπτώσεις που έχουν εξανεμιστεί οι πιθανότητες το παιδί να παραμείνει στην ευρύτερη οικογένεια, πρέπει να πριμοδοτείται η αναδοχή, όχι όμως ως προθάλαμος παιδοθεσίας. Κι αυτό για να γίνει σωστά σημαίνει επαγγελματική αναδοχή με εκπαίδευση, εποπτεία και μισθό από το κράτος» υποστηρίζει ο Βασίλης Ιωακειμίδης. Υπογραμμίζει παράλληλα την ανάγκη για γενναίες πολιτικές πρόληψης, καθώς έχουμε υπόψη μας πως πολλές οικογένειες που τα παιδιά τους καταλήγουν σε ιδρύματα δεν αφορούν σε περιστατικά κακοποίησης αλλά μαστίζονται από τη φτώχεια, την ένδεια ή δυσκολίες όπως η ουσιοεξάρτηση. Εκεί απαιτείται η αρωγή του κοινωνικού κράτους, για να βελτιωθεί το οικογενειακό περιβάλλον. «Στην Ελλάδα οι κοινωνικές υπηρεσίες πάνε όταν η καταστροφή έχει συντελεστεί. Έχει σημασία να έχεις υπηρεσίες που να υποστηρίζουν την οικογένεια πριν γίνει το κακό» καταλήγει.

ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ, 24MEDIA LAB

Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος δε χρειάζεται να στύψει πολύ το κεφάλι του για να επινοήσει προτάσεις. Αυτές είναι γνωστές από χρόνια, υλοποιούνται σε αρκετές χώρες, ενώ οι φορείς που ασχολούνται επιστημονικά με την παιδική προστασία έχουν εισφέρει πλήθος μελετών και επεξεργασιών. Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα άγνοιας. Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων και βούλησης. Στην καρδιά της δημόσιας συζήτησης το ουσιαστικό ερώτημα που ανακύπτει είναι αν τα παιδιά, ανάπηρα ή μη ανάπηρα, νευροτυπικά ή νευροδιαφορετικά, παραμελημένα ή κακοποιημένα, θα σημασιοδοτούνται ως μέλη μιας κοινότητας που δικαιούνται φροντίδα ή θα αντικειμενοποιούνται και θα εξωθούνται στην εσχατιά των ιδρυμάτων. Μ’ αυτό το ερώτημα αναμετριέται η Πολιτεία και η απάντηση όφειλε να είναι αυτονόητη.

«Ένα σχέδιο αποιδρυματοποίησης θα πρέπει να περιλαμβάνει: Τη στήριξη των ευάλωτων οικογενειών ώστε να μειωθεί καταρχήν η εισροή των παιδιών στα ιδρύματα και να αυξηθούν τα ποσοστά επανένωσης την τοποθέτηση των παιδιών σε ανάδοχη οικογένεια (επείγουσα, βραχύχρονη, επαγγελματική, συγγενική) ή θετή οικογένεια και τέλος, για τον μικρό αριθμό παιδιών που δε θα καλυφθεί από τις προαναφερόμενες λύσεις, δημιουργία μικρών δομών με λειτουργία που να προσομοιάζει με αυτό που όλοι μας αναγνωρίζουμε ως σπίτι : ένα μέρος στο οποίο νιώθεις ότι ανήκεις, σε ακούνε και σε σέβονται. Ένα μέρος όπου δε νιώθει ο κάθε πολιτικός ή φιλάνθρωπος την άνεση να μπει, να χαϊδέψει κεφάλια και να μοιράσει δώρα. Θα παραθέσω ορισμένα στοιχεία από χώρες που εφαρμόστηκαν τέτοιες πολιτικές: Στη Ρουμανία ο αριθμός των παιδιών σε ιδρύματα μειώθηκε από 170.000 σε 65.000 σε μία δεκαετία (από το 1990 έως το 2000) και σήμερα υπολογίζοντα σε 6.500 παιδιά. Στη Μόλδαβια από το 2007 έως το 2016 είδαμε 86% μείωση των παιδιών που διαβιουν σε κλειστές δομές και στη Βουλγαρία από το 2010 έως το 2017 τα παιδιά σε ιδρύματα μειώθηκαν από 6.500 σε λιγότερο από 1000. Στην Ελλάδα βάσει των στοιχείων του υπουργείου Εργασίας είναι καταγεγραμμένα 1396 παιδιά σε ιδρύματα (ένας σχετικά μικρός αριθμός και διαχειρίσιμος) οπότε καταλαβαίνουμε ότι μια τέτοια αναμόρφωση είναι απολύτως εφικτή. Με λίγα λόγια πρέπει να κλείσουν τα ιδρύματα και γίνεται να τα κλείσουμε» σημειώνει η Πάττυ Σωτηροπούλου.

Σωστά, ολόσωστα, ζητάμε την πλήρη διαλεύκανση κάθε υπόθεσης κακοποίησης, κατάχρησης εξουσίας, κακοδιαχείρισης στα ιδρύματα, την απόδοση ευθυνών στους υπεύθυνους, την τιμωρία των δραστών, την απονομή δικαιοσύνης. Και μαζί με αυτά πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας και στα θύματα, να συνδράμουμε τον δικό τους αγώνα και να διεκδικήσουμε δωρεάν νομική εκπροσώπηση και ψυχοκοινωνική στήριξη. Ακόμα, παραπέρα, όμως, αν δε συνομολογήσουμε με αποφασιστικότητα «κανένα παιδί σε ίδρυμα», θα παραμείνει σχεδόν αλώβητο το σύστημα της ιδρυματικής βίας, συνεχίζοντας το καταστροφικό του έργο. Δεν είναι θεωρία λη συνθηματολογία. Είναι μια επιτακτική ανάγκη, που έχει καθυστερήσει πολύ και αδικαιολόγητα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα