NETFLIX / AMC

ΤΟ BETTER CALL SAUL ΕΧΕΙ ΠΑΕΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ BREAKING BAD ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ

Η τελευταία σεζόν της spin-off σειράς ξεκινά στο Netflix, γι’αυτό ρίχνουμε μια ματιά σε όσα μας έχει δώσει ως τώρα.

Η ερώτηση επανέρχεται διαρκώς. Στην αρχή είναι συνηθισμένη, για spin-off σειρές. «Προτιμάς αυτό ή το ορίτζιναλ;» Αλλά σπάνια είναι τόσο επίμονη όσο στην περίπτωση του Better Call Saul, ενός πρίκουελ σόου που στα χαρτιά έμοιαζε όσο ύποπτο, σκιώδες και αδύνατο να το εμπιστευτείς, όσο ο ίδιος ο πρωταγωνιστικός του χαρακτήρας.

Δηλαδή ο Σολ Γκούντμαν, δηλαδή ο Τζίμι ΜακΓκιλ, ο φαφλατάς δικηγόρος του Breaking Bad που θα χρησιμοποιήσει κάθε πιθανή φτηνιάρικη ή παράνομη τακτική προκειμένου να βοηθήσει τους πελάτες του. Ο οποίος όμως εδώ, στη δική του πλέον σειρά, αποκτά διαστάσεις τραγικού ήρωα, σε μια συχνά σπαρακτική διαδρομή προς τη διαφθορά.

Δε θα φανταζόταν εύκολα κανείς σε τι διαστάσεις θα έφτανε το όραμα και σε τι αποτελέσματα η εκτέλεση, ενός τέτοιου –φαινομενικά κυνικού– σόου. Όμως όταν με είχε ρωτήσει φίλος και συνάδελφος πριν καιρό τι σχέση έχουν κατά τη γνώμη μου οι δύο σειρές, είχα απαντήσει πως «το Breaking Bad είναι το καρτούν, και το Better Call Saul είναι η τραγωδία».

Δεν είναι υποτιμητικός όρος το καρτούν– η σειρά πολύ συχνά αγκάλιαζε μια άλλοτε καρτουνίστικη, άλλοτε pulp εικονογραφία. Από τους δίδυμους εκτελεστές μέχρι το μισοκαμένο πρόσωπο του Γκας Φρινγκ κι από το εμβληματικό επεισόδιο με τη μύγα (που προσομοιάζει κάποιο επεισόδιο Road Runner) μέχρι, ναι, τον λιμοκοντόρο Σολ Γκούντμαν, η σειρά ήξερε πώς να χτίζει με εντυπωσιακό τρόπο έναν pulp κόσμο χρησιμοποιώντας ιδέες ως μηχανισμούς πλοκής χτίζοντας το ένα σοκ πάνω στο άλλο.

Ήταν τηλεόραση ενίοτε καθηλωτική, πάντοτε διασκεδαστική, απολύτως εμβληματική. Και το ένα πράγμα που δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κανένα άλλο σόου στην τροχιά της, θα ήταν να επιχειρήσει να την αντιγράψει. Σε στυλ, σε ρυθμό, σε ύφος, σε οτιδήποτε. Κι αν το Better Call Saul αφηγείται, εν τέλει, άλλη μια βραδυφλεγή διαδρομή προσωπικής κατάβασης στην κόλαση, το κάνει με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τo Better Call Saul είναι μια άσκηση ηθικής τυλιγμένη μέσα σε μια μοντέρνα τραγωδία.

Παρόλο που η spin-off σειρά, δια χειρός Βινς Γκίλιγκαν (ο δημιουργός του Breaking Bad) και Πίτερ Γκουλντ (εκ των βασικών σεναριογράφων της ορίτζιναλ σειράς), έξυπνα μας επιτρέπει μια κλεφτή ματιά στο μετα-Breaking μέλλον του Σολ Γκούντμαν, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε ποια θα είναι τελικά η μοίρα του, τη βασική δραματουργική γραμμή την γνωρίζουμε από το πρώτο δευτερόλεπτο. Ξέρουμε σε τι θα εξελιχθεί ο ήρωας, και ξέρουμε και τι θέση θα έχουν δίπλα του διάφορες φιγούρες-κλειδιά, όπως αυτή του Μάικ, του φανταστικού Τζόναθαν Μπανκς.

Είναι το κλασικό πρόβλημα πολλών αντίστοιχων ιστοριών. Ό,τι ενδιαφέρουσα ιδέα κι αν έχουν, τελικά καταλήγουν με τον ένα τρόπο ή τον άλλον μια άσκηση με γραμμές πάνω σε ένα χαρτί. Απλώς, ενώνουμε τελείες. Τα πάντα είναι ένα όχημα επανασύστασης γνώριμων προσώπων και καταστάσεων, προορισμένων να μας κάνουν να αντιδράσουμε ενστικτωδώς, χαρούμενοι που αναγνωρίζουμε κάτι χωρίς να έχει σημασία τι είναι αυτό, και γιατί είναι εκεί. Ας μην πάμε μακριά– η μισή σύγχρονη παραγωγή του Χόλιγουντ βασίζεται σε αυτή ακριβώς την τάση, με legacy σίκουελ τύπου Ghostbusters ή Spider-Man: No Way Home και με legacy σειρές τύπου Mandalorian ή οτιδήποτε βγαίνει από το CW.

Το Better Call Saul δεν έχει μείνει μακριά από τα γνώριμα πρόσωπα, εξάλλου ποτέ δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Ο Μάικ είναι βασικός χαρακτήρας από την πρώτη στιγμή ακολουθώντας τη δική του τραγική διαδρομή, και σταδιακά διάφορα άλλα γνώριμα πρόσωπα εισέρχονται στον κόσμο της σειράς, είτε με εκτεταμένη παρουσία (ο Φρινγκ του Τζιανκάρλο Εσποζίτο) είτε με μικρότερες εμφανίσεις (σαν τον Χανκ), όμως πάντα με τρόπο απολύτως οργανικό.

Σε αντίθεση με το προαναφερθέν Mandalorian ή με ταινίες τύπου Fantastic Beasts, που εξελίσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε κρυφές ιστορίες γνώριμων κόσμων μασκαρεμένες ως εξαρχής κάτι εντελώς διαφορετικό και σχετικά πρωτότυπο, ποτέ δεν νιώθεις πως το βαρυτικό πεδίο του Breaking Bad αλλοιώνει εν τέλει το Better Call Saul. Ο Βινς Γκίλιγκαν λέει πως, ύστερα από τις πρώτες 2-3 ειδικά σεζόν και το πώς δημιούργησαν έναν εντελώς δικό τους κόσμο, η ιδέα των cameo από χαρακτήρες του Breaking Bad έμοιαζε πια κάπως λάθος, και για να εμφανιστεί κάποιος χαρακτήρας, θα έπρεπε πλέον να είναι απαραίτητος στο στόρι. Αυτή είναι επομένως μια σειρά απολύτως αφοσιωμένη στην ιστορία που λέει, και η οποία ποτέ δεν μετατοπίζει το κέντρο βάρους της, ποτέ δεν μετεξελίσσεται σε μια «breaking bad ιστορία».

Το πετυχαίνει λοιπόν αυτό, δημιουργώντας έναν πάμπλουτο, εντελώς καινούριο κόσμο για τον ήρωά της. Που δεν κρέμεται από καμία ιδέα αυτοαναφορικότητας για να βγάλει νόημα ή να χτίσει δανεικό σασπένς. Ναι, ξέρουμε πού οδεύει ο Τζίμι, αλλά αυτό δεν είναι κάποιο καινούριο αφηγηματικό όχημα. Είναι το «θα απορείτε πώς βρέθηκα εδώ» σε πιο μεθοδική μορφή. «Θα απορείτε πώς βρέθηκα να συνεργάζομαι με εγκληματίες φορώντας πολύχρωμα ρούχα κάπου στην έρημο της Αλμπουκέρκη, σωστά; Αφήστε με να σας εξηγήσω».

Κι αυτό ακριβώς προχωρά να κάνει. Ξεκινά με τον Σολ Γκούντμαν όταν ήταν απλώς Τζίμι ΜακΓκιλ, ο λιγότερο πετυχημένος, λιγότερο μελετημένος, λιγότερο, λιγότερο, λιγότερο… αδερφός του Τσακ, ενός θρυλικού δικηγόρου που έχει το όνομά του σε μια μεγάλη δικηγορική φίρμα κι ο οποίος βλέπει την κατάσταση της υγείας του να φθίνει. Σε αυτό το ταπεινών καταβολών σύμπαν του Τζίμι, κεντρικό ρόλο παίζει κι η Κιμ, πρώην συνάδελφός του, για την οποία έχει αισθήματα, κι η οποία δουλεύει στη φίρμα του αδερφού του. Ο Τζίμι κάνει δουλειές από τα πίσω δωμάτια ενός νυχάδικου στο τοπικό mall, αλλά οι δεσμοί του τον συνδέουν με τους ψηλά ορόφους ουρανοξυστών στους οποίους δεν έχει καμία θέση.

Αν αυτή είναι η βάση ενός ντε φάκτο προσωπικού δράματος, η σειρά με αφοσίωση και υπομονή χτίζει αντίστοιχες διαδρομές και για τα άλλα δύο κεντρικά πρόσωπα. Τόσο τον Μάικ, ο οποίος θέλει να στηρίξει οικονομικά την εγγονή του και μπλέκει με το καρτέλ, κάτι που είναι όσο κοντά σε μικρογραφία του Breaking Bad θα βρει κανείς σε αυτή τη σειρά. Όσο και την Κιμ, η τέλεια μαθήτρια, το μεγάλο ταλέντο που έχει όλο το δρόμο μπροστά της– όπως όμως και ένα βαθύ αίσθημα ενοχής για τη δουλειά της ως μεγαλοδικηγόρος, που περιπλέκεται ακόμα χειρότερα όταν ο Τζίμι τη συμπαρασύρει σε ένα βρώμικο παιχνίδι γκρίζας ηθικής.

Την Κιμ παίζει η Ρέα Σίχορν, μια πραγματική αποκάλυψη. Η Σίχορν δίνει στην ηρωίδα της μια άμεμπτη χροιά, κάτι το αμετακίνητο. Είναι ψυχρή και στιβαρή αλλά με έναν τρόπο που μοιάζει να κρύβει από πίσω έναν συναισθηματισμό συγκαλυμμένο, συγκρατημένο με νύχια και με δόντια. Τα μάτια της, ο τρόπος που σφίγγει το στόμα της καθώς αφουγκράζεται τις καταστάσεις γύρω της, λένε πράγματα που η ίδια η Κιμ δεν θα πει ποτέ. Γι’αυτό και οι αποφάσεις της έρχονται πάντα ως εκπλήξεις, γι’αυτό κι ο ίδιος ο Γκίλιγκαν παραδέχεται πως φρέναρε τον ρυθμό της ηθικής κατάβασης του Τζίμι, προκειμένου να περάσουμε περισσότερο χρόνο με τους δυο τους σε αυτό το πρώιμο στάδιο.

Η Κιμ δεν είναι απλά αντίβαρο στον Τζίμι με τον τρόπο που συνέβαινε ας πούμε στο Breaking Bad ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Η Κιμ δρα έως και συμπληρωματικά. Σε αυτές τις άλλοτε παράλληλες, άλλοτε αντίθετες, άλλοτε ασύμβατες διαδρομές τους, ο Τζίμι κι η Κιμ μοιάζουν με άτομα εγγενούς καλοσύνης και έγνοιας, παγιδευμένα σε έναν κόσμο από τον οποίο μοιάζει να απουσιάζει η δυνατότητα της Σωστής Επιλογής. Ή τελοσπάντων, απουσιάζει η σωστή επιλογή όταν δεν έρχεται πακέτο με την προσωπική καταστροφή.

Η επιτυχία μεταφράζεται σε εκμετάλλευση, το σωστό-και-ηθικό περιφράζεται από αδιέξοδα ενός τερατώδους συστήματος, και η ανοιχτόκαρδη ειλικρίνεια πλασάρεται παραμορφωτικά ως κοροϊδία (και το αντίστροφο). Την ίδια στιγμή, η διαδρομή του Μάικ κορυφώνεται σε μια στιγμή προσωπικού ζυγίσματος, σε μια ηθική παραίτηση μπροστά στη διαπίστωση του «τι θέλω να είμαι σε αυτό τον κόσμο» εναντίον του «τι μπορώ να είμαι». Όλοι αυτοί οι ήρωες, δίπλα ο ένας στον άλλο, σχηματίζουν ένα διόλου επαναλαμβανόμενο μοτίβο τραγικότητας.

Το οποίο, στις επιμέρους στιγμές του, καταφέρνει όχι μόνο να εκπλήσσει συνεχώς, αλλά και να αφηγείται ιστορίες διαφορετικού ύφους από τις διάφορες γωνίες αυτού του κόσμου. Το πρώτο μέρος της σειράς, ας πούμε οι 3 πρώτες σεζόν σε γενικές γραμμές, στηρίζονται πολύ στη σχέση του Τζίμι με τον Τσακ, έναν δεσμό σμιλευμένο μες στην πίκρα, την απογοήτευση, την απόσταση, την απώλεια. Τα κενά που δημιουργούνται εκεί όχι μόνο δεν γεμίζουν ποτέ, αλλά προσφέρουν υλικό για καθηλωτική τηλεόραση λεπτομερούς διαδικασίας. Ένα από τα πιο αγωνιώδη επεισόδια μπορεί να εκτυλίσσεται κατά βάση μέσα σε μια αίθουσα δικαστηρίου, με τους δικηγόρους να ασχολούνται με τις φαινομενικά πιο απειροελάχιστες, ασήμαντες λεπτομέρειες.

Εκτός από οικογενειακό δράμα, κοινωνικό παιχνίδι ηθικής, τραγωδία, γκανγκστερική περιπέτεια και δικηγορικό θρίλερ(!), το Better Call Saul τελικά θριαμβεύει επειδή ανάμεσα σε όλα τα διάσπαρτα στοιχεία του, επιθυμεί διακαώς στα βάθη της καρδιάς του να είναι μια feelgood δραμεντί.

Τα αρχικά στοιχεία της πλοκής πηγάζουν από τον ίδιο τον Τζίμι και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους γύρω του– και δη, τους ηλικιωμένους. Όταν σε ένα προχωρημένο επεισόδιο της σειράς, ο Τζίμι δέχεται μια κλήση σχετικά με τη διαθήκη μιας ηλικιωμένης γυναίκας, εκπλήσσει τον συνομιλητή του ρωτώντας με ειλικρίνεια κάτι πολύ συγκεκριμένο για εκείνη. Οι στιγμές αγνού νοιαξίματος του Τζίμι, ο τρόπος με τον οποίο δένεται με ανθρώπους κάνοντάς το αδύνατο να του αντισταθούν (ένα πολύ βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του, και δομικό για την μετέπειτα Σολ Γκούντμαν περσόνα του), τραβά και τον θεατή σε μια ζεστή αγκαλιά που ξέρουμε πώς θα καταλήξει– αυτό κάνει φυσικά τα πάντα ακόμα πιο σκοτεινά.

Την ίδια στιγμή, σε αισθητικό επίπεδο, η σειρά μεγαλουργεί. Παίζει διαρκώς με τις αποχρώσεις σα να ήταν διαθέσεις, και εντοπίζει μονίμως τον Τζίμι μέσα σε σχήματα ή μέσα σε οπτικά μοτίβα, υπογραμμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας του –απλά υπέροχου– Μπομπ Όντενκερκ λειτουργεί μέσα σε ένα ολόδικό του κόσμο, σε ένα δικό του περιβάλλον.

Εκεί μέσα, θα φτάσει νομοτελειακά η στιγμή που ο Τζίμι (ή ο Σολ) και η Κιμ δε θα έχουν άλλο χώρο να τρέξουν. Παγιδεύονται με έναν τρόπο που κι οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν, με τον ένα να τραβά τον άλλον πιο βαθιά. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο η Κιμ μπαλατζάρει τις δικές της ενοχές και τη θέληση να κάνει καλό (όπως προκύπτει από τον pro bono φόρτο εργασίας της) με τον ηθικά απομαγνητισμένο σύντροφό της, δημιουργεί μια δυναμική καθηλωτική και μοναδική. Βγαίνει στην απέναντι πλευρά κι η ίδια, εντελώς διαφορετική.

Όλη αυτή η διαδρομή των 5 ως τώρα σεζόν έχει προσφέρει πολλές στιγμές που μας οδηγούν να σκεφτούμε «μα τι κάνουν», ακριβώς επειδή κάθε φορά συμβαίνει κάτι καινούριο. Το Better Call Saul έχει δοκιμάσει πολλά, και πολύ διαφορετικά πράγματα στην ως τώρα διαδρομή του. Τώρα, οι επιμέρους διαδρομές έχουν συγκλίνει. (Ιδίως του Μάικ, ύστερα από μια εντυπωσιακής αφοσίωσης αφηγηματική δομή που κρατούσε τους δύο πρωταγωνιστές του σόου σε χωριστά σημεία για το μεγαλύτερο μέρος των 5 πρώτων σεζόν!) Η τελευταία πράξη θα είναι εκρηκτική, αλλά η σειρά έχει ήδη κερδίσει.

Το ότι έχουμε φτάσει ήδη ως εδώ, είναι από μόνο του ένας τηλεοπτικός θρίαμβος. Το Better Call Saul κέρδισε με το σπαθί του μια εντελώς δική του θέση στη μοντέρνα τηλεοπτική ιστορία.

Το Better Call Saul στριμάρει στο Netflix. Η 6η και τελευταία σεζόν της σειράς ξεκινά τη Δευτέρα 18 Απριλίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα