Ο Ζαν Πολ Σαρτρ στο γραφείο του στο Παρίσι (28/11/1948). ⓒ 1948 Associated Press

ΖΑΝ ΠΟΛ ΣΑΡΤΡ, Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΟΥΣ

118 χρόνια μετά τη γέννησή του (21/6/1905), το Magazine θυμάται τον Ζαν Πολ Σαρτρ, έναν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους, λογοτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές του 20ου αιώνα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός, η μαρξιστική προσέγγιση, η πολιτική στράτευση, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, το Νόμπελ, ο Μάης του '68, ο Μαοϊσμός, ο θάνατος, η παρακαταθήκη.

“Πέφτοντας μέσα στον κόσμο, υποφέροντας, παλεύοντας, ο άνθρωπος σιγά-σιγά προσδιορίζεται”. Η φράση αυτή από το – θεωρούμενο ως το – σημαντικότερο έργο του Ζαν Πολ Σαρτρ, “Το είναι και το μηδέν” (L’être et le Néant, 1943), κρύβει μέσα της τη δύναμη της συνείδησης, που δεν είναι τίποτε άλλο από την απόλυτη ελευθερία στην οποία είναι καταδικασμένος ο άνθρωπος. Πώς πραγματοποιείται αυτή η ελευθερία; Μέσα από το συνεχές σχέδιο που κάνει ο άνθρωπος για τη ζωή του.

Οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, συμμετέχει στην άνευ όρων ελευθερία και στην ευθύνη της αρχικής επιλογής. Ο Σαρτρ θέτει έτσι την πρωτοκαθεδρία της ύπαρξης επί της ουσίας, ορίζοντας τον υπαρξισμό. Σήμερα, 118 χρόνια μετά τη γέννησή του (21/6/1905), το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στον φιλόσοφο που στην πορεία του έπεσε σε “παγίδες”, αλλά υπήρξε πάντοτε συνεπής στη μάχη του για έναν δίκαιο άνθρωπο, περιφρονώντας τιμές, χρήμα και προσωπική εξουσία.

“ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ” ΑΠΟ ΤΟ 1905 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1929

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ σε παιδική ηλικία. Alamy/Visualhellas.gr

Ο ίδιος περιγράφει σε μερικές λέξεις τα πρώτα 24 χρόνια της ζωής του: “Είμαι ένας μικροαστός, γιος ενός αξιωματικού του ναυτικού, ορφανός από πατέρα, με έναν παππού γιατρό και τον άλλο καθηγητή. Έχω ανατραφεί με την αστική κουλτούρα από το 1905 έως το 1929″. Ο Ζαν Πολ Σαρλ Εϊμάρ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι, έχασε τον πατέρα του όταν ήταν δυο ετών και μεγάλωσε υπό την επίβλεψη της μητέρας του και του πατέρα της, ενός καθηγητή Γερμανικών, που του δίδαξε τα μαθηματικά και τον έφερε από πολύ μικρό σε επαφή με την κλασική λογοτεχνία.

Στα 12 χρόνια του, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και η οικογένεια μετακόμισε στη Λα Ροσέλ, όπου ο μικρός Ζαν Πολ έπεσε θύμα εκφοβισμού κατ’ εξακολούθηση, κυρίως λόγω του δεξιού του ματιού, που υπέφερε από εξωτροπία (ένα είδος στραβισμού). Λίγο μετά, ως έφηβος πλέον, επέστρεψε στο Παρίσι, τελείωσε το λύκειο στο ιδιωτικό σχολείο Cours Hattemer και συνέχισε τις σπουδές του στην περίφημη École Normale Supérieure, γαλλικό πανεπιστήμιο, από το οποίο αποφοίτησαν πολλοί Γάλλοι στοχαστές και διανοούμενοι.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ ΜΠΟΒΟΥΑΡ

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν Πολ Σαρτρ σε καφέ της Ρώμης (20/8/1967). ⓒ 1967 Associated Press

Εκεί ο Σαρτρ πήρε το πτυχίο του στην ψυχολογία, την ιστορία της φιλοσοφίας, τη λογική, τη φιλοσοφία, την ηθική, την κοινωνιολογία και τη φυσική. Το 1929, ενώ προετοίμαζε το διδακτορικό του, γνώρισε τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και αμέσως έγιναν αχώριστοι και ισόβιοι σύντροφοι, ξεκινώντας μια ρομαντική όσο και ελεύθερη σχέση. Για την ιστορία, στα τελικά αποτελέσματα, ο Σαρτρ πήρε τον καλύτερο βαθμό και η Σιμόν τον δεύτερο.

Το σκανδαλώδες για τον αντικομφορμισμό του ζευγάρι, πέρασε στη σφαίρα του μύθου του 20ου αιώνα. “Εκείνος απεχθανόταν τη ρουτίνα και την ιεραρχία, την οικογένεια, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα, όλη τη σοβαρη πλευρά της ζωής. Δε θα γίνει ποτέ ένας οικογενειάρχης, ούτε θα παντρευτεί ποτέ”, έγραφε ο “κάστορας” (όπως αποκαλούσε τρυφερά ο Ζαν Πολ τη Σιμόν) στα “Απομνημονεύματα μιας ήσυχης κόρης”.

ΤΟ “ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΖΕΥΓΟΣ”, ΤΟ “ΣΤΙΛ” ΚΑΙ Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ

Το Café de Flore, στην Boulevard St. Germain στο Παρίσι, αγαπημένο στέκι του Ζαν Πολ Σαρτρ, της Σιμόν ντε Μποβουάρ και των Γάλλων υπαρξιστών (18/7/1949). ⓒ 1949 Heckly/Associated Press

Ήταν τελικά η εμφάνιση του “συμβολικού” ζεύγους Σαρτρ-Μποβουάρ, εκείνη που έθεσε στο μεγάλο κοινό το ερώτημα αν το ερωτικό συναίσθημα μπορεί να απελευθερωθεί από τα στενά δεσμά της ηθικής και της συζυγικής ζωής. Αποδείχτηκε δύσκολο για τη Γαλλία των δεκαετιών του ’30, του ’40 και του ’50, να αφομοιώσει τη σύνθετη διαλεκτική ανάμεσα στην κατεξοχήν αγάπη και τους ευκαιριακούς έρωτες που εκθείαζε το “βασιλικό” ντουέτο του Σεν Ζερμαίν ντε Πρε στο “υπαρξιστικό” Café de Flore.

Ο Σαρτρ, καθηγητής φιλοσοφίας στο λύκειο της Χάβρης από το 1931, αισθανόταν ήδη έλξη προς τους συγγραφείς που είχαν έρθει σε ρήξη με το “στιλ”, όπως ο Αυστριακός Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο Αμερικανός Τζον Ντος Πάσος ή ο Γάλλος Λουί Φερντινάν Σελίν. Το 1933 πήρε μια υποτροφία και πήγε στο Βερολίνο για να μελετήσει τον Έντμουντ Χούσερλ και τη φαινομενολογία (φιλοσοφικό κίνημα που βασιζόταν στη διερεύνηση των φαινομένων, των πραγμάτων δηλαδή που γίνονταν αντιληπτά ενσυνείδητα μέσω των αισθήσεων και όχι των πραγμάτων που βρίσκονταν πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας).

Η “ΝΑΥΤΙΑ” ΚΑΙ Ο ΡΟΚΕΝΤΕΝ

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ το 1969 στο Παρίσι. ⓒ 1969 Associated Press

Όταν επέστρεψε στη Χάβρη, άρχισε να κάνει ενέσεις μεσκαλίνης στα πλαίσια των ερευνών του με θέμα την αντίληψη. Το 1936, η Όλγα Κοζακίεβιτς, νεαρή μαθήτρια της ντε Μποβουάρ, προστέθηκε στον ερωτικό “κύκλο” του ζεύγους και την ίδια χρονιά, ο Σαρτρ έδωσε στον εκδοτικό οίκο Gallimard, το φιλοσοφικό μυθιστόρημα “Μελαγχολία”, που μετονομάστηκε σε “Ναυτία” και εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1938. Το “αλήτικο” ύφος της “Ναυτίας” ήταν εμπνευσμένο από το “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας” του Σελίν.

Ο Ροκεντέν, ένας αντιήρωας “αηδιασμένος από τη ζωή”, βρίζει τους αστούς. Αντι-αστός, απολίτικος (ο Σαρτρ δεν ψήφιζε, “οι εκλογές είναι μια παγίδα για μαλάκες”, υποστήριζε), ειρωνεύεται τους “ορθώς” σκεπτόμενους: “Ο λεγόμενος αριστερός ανθρωπιστής νοιάζεται κυρίως να διαφυλάξει τις ανθρώπινες αξίες, δεν ανήκει σε κανένα κόμμα γιατί δε θέλει να προδώσει τον άνθρωπο, αλλά συμπαθεί τους ταπεινούς, σε αυτούς αφιερώνει την ωραία κλασική κουλτούρα του”.

Ο ΣΑΡΤΡ ΣΤΟΝ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Η Σουζάν Μπλουμ, από τις κορυφαίες δικηγόρους του αστικού δικαίου στη Γαλλία, μαζί με τον πελάτη της, Ζαν Πολ Σαρτρ στο Παρίσι (2/5/1951). ⓒ 1951 Associated Press

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον άλλαξε: “Η άνοιξη του 1939 σημαδεύει μια τομή στη ζωή μου. Απαρνήθηκα τον ατομισμό μου, τον αντι-ανθρωπισμό μου”. Ο Σαρτρ συνελήφθη από τους Γερμανούς ανήμερα των γενεθλίων του, στις 21 Ιουνίου 1940, περνώντας εννιά μήνες στη φυλακή, πρώτα στη Λιόν και κατόπιν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τριρ της Γερμανίας. Αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 1941, προσποιούμενος ότι είχε μερική τύφλωση.

Ανακαλύπτοντας μέσα στον ζόφο του πολέμου το συναίσθημα της αδελφοσύνης, “είμαι μια συνείδηση που υποστηρίζει τον κόσμο, να γιατί είμαι περήφανος”, διαμόρφωσε την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής, αλλά έχει χρέος απέναντι στην κοινωνία. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ταγμένος πλέον στη στρατευμένη τέχνη και διανόηση, συμμετείχε – μαζί με άλλους συγγραφείς όπως η Μποβουάρ, ο Μωρίς Μερλό Ποντύ κ.ά. – στη δημιουργία του “Socialisme et Liberté” (Σοσιαλισμός και Ελευθερία), μια ομάδα πνευματικής αντίστασης με σύντομη δράση.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζαν Πολ Σαρτρ, με τα βραβεία "Tor Morgana" (ιταλικά βραβεία που δίνονταν σε καλλιτέχνες και συγγραφείς μέχρι το 1970), σε εστιατόριο της Ρώμης (21/10/1963). ⓒ 1963 Umberto Salvemini/Associated Press

Στις αρχές του 1943 έγινε μέλος της Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε “Το είναι και το μηδέν”, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο μέσα στο οποίο εκφράστηκε η ίδια η τραγικότητα του υπαρξισμού: ο άνθρωπος είναι ένα μηδέν (όπως είχαν ήδη πει ο Ιμάνουελ Καντ και ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε), αλλά ένα μηδέν που ποθεί την πληρότητα. Ο Σαρτρ επέμενε πάντοτε ότι δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να προσανατολιστεί ο άνθρωπος. Κανόνας του είναι ο εαυτός του και οφείλει ο ίδιος να δημιουργεί τους κανόνες του.

Λίγους μήνες πριν το τέλος του πολέμου, ο Αλμπέρ Καμύ τον κάλεσε να συμμετάσχει στην παράνομη εφημερίδα “Combat” (Μάχη), που είχε ιδρύσει το 1941 η γαλλική αντίσταση. Ο Σαρτρ υπήρξε αρκετά ενεργός εκεί, έγραψε πολλά κείμενα και έγινε διάσημος περιγράφοντας την απελευθέρωση του Παρισιού στα πρωτοσέλιδα. Στις 29 Οκτωβρίου 1945, σε μια μικρή αίθουσα του Σεν Ζερμαίν ντε Πρε, ο Σαρτρ έδωσε διάλεξη με τίτλο “ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός” (L’existentialisme est un humanisme‎), ξεσηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού ανάμεσα στο συγκεντρωμένο ακροατήριο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ “ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ”

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ σε συνέδριο στο Παρίσι (10/12/1964). ⓒ 1964 Levy/Associated Press

Μετά τον πόλεμο, ακολούθησε συγγραφικός οργασμός: “Κεκλεισμένων των θυρών” (1945), “Η πόρνη που σέβεται” (1946), “Νεκροί χωρίς τάφο” (1946), “Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα” (1946), “Τι είναι η λογοτεχνία” (1947), “Τα βρώμικα χέρια” (1948), “Ο διάβολος και ο καλός Θεός” (1951). Η καθολική εκκλησία απαγόρευσε τα έργα του με διάταγμα της Αγίας Έδρας τον Οκτώβριο του 1948. Στο άλλο “άκρο”, οι κομμουνιστές στιγμάτισαν τον “ερμητικό φιλόσοφο, τον αηδιαστικό συγγραφέα, τον δραματουργό των σκανδάλων”.

Το 1945, ο Σαρτρ ίδρυσε το περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό “Les Temps modernes” (Μοντέρνοι Καιροί) και τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, στο εκδοτικό σημείωμα του οποίου, ο Γάλλος φιλόσοφος έθετε το θέμα της ευθύνης των διανοούμενων καθώς και της στρατευμένης λογοτεχνίας. Στο περιοδικό, εκτός από τον ίδιο, έγραφαν η Μποβουάρ, ο Μερλό Ποντύ και ο Ρεμόν Αρόν, διαδίδοντας τις ιδέες τους μέσα από αυτό.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ, ΤΟ PCF ΚΑΙ Ο ΣΤΑΛΙΝ

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο, σε επίσκεψη του πρώτου στο Βελιγράδι (1960). ⓒ 1960 Associated Press

Το 1948, ο Σαρτρ ίδρυσε, μαζί με τον Ζορζ Αλτμάν, Γάλλο δημοσιογράφο και τον αριστερό “γκωλικό” Νταβίντ Ρουσέ, οπαδό μιας “τρίτης δύναμης”, ούτε καπιταλιστικής, ούτε κομμουνιστικής, το πολιτικό κόμμα “Επαναστατική Δημοκρατική Συγκέντρωση” (Rassemblement démocratique révolutionnaire). Το κόμμα, που δεν είχε ούτε κοινή βάση, αλλά ούτε και κοινωνική απήχηση, διαλύθηκε πολύ γρήγορα, μετά από έναν χρόνο.

Στο έργο του “Τα βρώμικα χέρια” που κυκλοφόρησε το 1948, ο Σαρτρ μελέτησε σε βάθος το πρόβλημα της πολιτικής στράτευσης του διανοούμενου. Είχε ήδη ασπαστεί τον μαρξισμό, χωρίς όμως να προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα. Για ένα διάστημα, στο τέλος της δεκαετίας του ’40, περιέγραψε τον γαλλικό εθνικισμό ως “επαρχιώτικο” και σε ένα δοκίμιο του 1949 μίλησε για το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης, αποκαλώντας την Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.

Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζαν Πολ Σαρτρ στο Παρίσι, γιορτάζοντας τα 72α γενέθλια του δεύτερου (21/6/1977). ⓒ 1977 Associated Press

Όλα αυτά όμως άλλαξαν το 1952, όταν ο προσωρινός γενικός γραμματέας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF), Ζακ Ντυκλό, συνελήφθη μετά από μια διαδήλωση. Ο Σαρτρ έγραψε το “Κομμουνισμός και Ειρήνη”. Θεωρούσε καθήκον του να υπερασπιστεί την “pax sovietica” απέναντι στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό: “Ο αντικομμουνιστής είναι ένας σκύλος”, ήταν η σαφής θέση του. Και αποφάσισε να στηρίξει ανοιχτά πλέον το PCF. Παράλληλα έγινε πρόεδρος της Γαλλοσοβιετικής Ένωσης και μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.

Εκείνη την περίοδο ξέσπασε και η ανοιχτή, δημόσια κόντρα με τον μέχρι τότε φίλο του, Αλμπέρ Καμύ, αρχικά λόγω ενός άρθρου του Ανρί Ζανσόν που είχε δημοσιευθεί στους “Μοντέρνους Καιρούς” και στο οποίο ο συντάκτης χαρακτήριζε την εξέγερση του Καμύ ως “εκ προθέσεως στατική”. Η στροφή του Σαρτρ στο PCF, τους αποξένωσε ακόμα περισσότερο, ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Και αυτό επειδή, σε αντίθεση με τον Καμύ, ο Σαρτρ θεωρούσε ότι τα σταλινικά εγκλήματα δεν ήταν σημαντικός λόγος για να παραιτηθεί από την επαναστατική του στράτευση.

Από αριστερά, ο Ιταλός κομμουνιστής γερουσιαστής Εμίλιο Σερένι, ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Ιταλός συγγραφέας Κάρλο Λέβι, στη Ρώμη (16/7/1953). ⓒ 1953 Ivo Meldolesi/Associated Press

Παρά λοιπόν τις σταλινικές “αποκλίσεις”, το PCF παρέμενε για τον Σαρτρ το κόμμα των εργαζομένων. Η Βουδαπέστη σημάδεψε το τέλος αυτής της παράλληλης πορείας. Η σοβιετική επέμβαση το φθινόπωρο του 1956 στην Ουγγαρία, έκανε τον Σαρτρ πρώτα να “μπει σε αναμονή” και στη συνέχεια να αναθεωρήσει τη στάση του και να αποχωρήσει από το κομμουνιστικό κόμμα, δίνοντας την πολύκροτη συνέντευξή του στην εφημερίδα “L’Express”.

Παρόλα αυτά, για τον Σαρτρ, όσο εγκληματικός και αν είχε υπάρξει ο σταλινισμός, η ΕΣΣΔ παρέμενε η χώρα στην οποία θα ολοκληρωνόταν ο σοσιαλισμός. Ο ίδιος ενσάρκωνε τον στρατευμένο διανοούμενο, που ήταν αλληλέγγυος με τους αγώνες του Τρίτου Κόσμου εναντίον του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Είχε ήδη τοποθετηθεί ανοιχτά τόσο κατά του πολέμου της Ινδοκίνας (1946-1954), όσο και κατά εκείνου της Κορέας (1950-1953), ασκώντας σκληρή κριτική κατά των ΗΠΑ.

ΑΛΓΕΡΙΑ, OAS, ΚΟΥΒΑ, ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ μιλάει σε δημοσιογράφους, μετά την έξοδό του από αστυνομικό τμήμα στο Παρίσι, όπου είχε προσαχθεί μετά τη σύλληψή του για διανομή της εφημερίδας "La Cause du Peuple" της παράνομης μαοϊκής οργάνωσης "La Gauche Proletarienne". Δίπλα του, η Σιμόν ντε Μποβουάρ (26/6/1970). ⓒ 1970 Micol/Associated Press

Το 1960, δυο χρόνια μετά την άνοδο του Σαρλ ντε Γκωλ στην εξουσία (τον οποίο ο Σαρτρ είχε χαρακτηρίσει δημόσια “δικτάτορα”), δημοσιεύτηκε το Μανιφέστο των 121, ένα στασιαστικό κείμενο που υποστήριζε τους Γάλλους στρατευμένους του Δικτύου Jeanson, οι οποίοι κατηγορούνταν για συνενοχή με τους Αλγερινούς “τρομοκράτες”. Κακός και μισητός δαίμονας για τη γαλλική δεξιά και τον OAS (Organisation Armée Secrète‎, γαλλική παραστρατιωτική οργάνωση, αντίθετη με την ανεξαρτησία της Αλγερίας), ο Σαρτρ έγινε στόχος, υπέστη ύβρεις και επιθέσεις, ενώ το διαμέρισμά του, στην οδό Βοναπάρτη 42, καταστράφηκε από βόμβα.

Την ίδια εποχή (1957-1960), ο Σαρτρ έπαιρνε αμφεταμίνες για να ολοκληρώσει την “Κριτική του διαλεκτικού λόγου”, ένα έργο μέσα στο οποίο ο συγγραφέας ξαναστοχάστηκε τον μαρξισμό “έξω από την επίδραση στη σκέψη που ασκούσε το κομμουνιστικό κόμμα”. Ύστερα από τη ρήξη με την ΕΣΣΔ, σύμφωνα με τον ίδιο, “πρέπει να τα βάλουμε με το καθεστώς, δε θα επιδιορθώσουμε τη μηχανή, πρέπει οι λαοί να την αρπάξουν και να την πετάξουν στα σκουπίδια”.

Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ζαν Πολ Σαρτρ και Τσε Γκεβάρα, στη διάρκεια της επίσκεψης των δυο πρώτων το 1960 στην Κούβα. CPA Media/Alamy/Visualhellas.gr

Το 1960 ο Σαρτρ και η Μποβουάρ επισκέφθηκαν την Κούβα και γνώρισαν από κοντά τον Φιδέλ Κάστρο και τον Ερνέστο Γκεβάρα. Μετά τον θάνατο του Τσε (1967), ο Σαρτρ είχε δηλώσει για εκείνον ότι “δεν ήταν μόνο διανοούμενος, αλλά και ο πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος της εποχής του”. Ωστόσο άσκησε έντονη κριτική για τις διώξεις των ομοφυλόφιλων από την κυβέρνηση του Κάστρο, συγκρίνοντάς τις με τις διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί.

Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία των “Λέξεων” (1963), της αριστουργηματικής του αυτοβιογραφίας, ο Σαρτρ αρνήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1964): “Όταν πρόκειται για ένα μεμονωμένο άτομο, ακόμη και αν έχει ακραίες ιδέες, το μαζεύουν αναγκαστικά, κατά κάποιο τρόπο, βραβεύοντάς το. Είναι ένας τρόπος να πουν, τελικά είναι δικός μας”, ήταν η προσωπική του τοποθέτηση. Η άρνησή του σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως από τον πνευματικό κόσμο. Ο ίδιος πάντως, απών από την επίσημη τελετή, απέστειλε επιστολή στη Σουηδική Ακαδημία, ξεκαθαρίζοντας ότι ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε διάκριση από οποιοδήποτε ίδρυμα.

ΑΠΟ ΤΟ “ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΡΑΣΕΛ” ΣΤΟΝ ΜΑΗ ΤΟΥ ’68

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ (αριστερά), πρόεδρος του αυτοδιορισμένου δικαστηρίου "Ράσελ", αποτελούμενου από διανοούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, με κατηγορητήριο κατά των ΗΠΑ για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ (Ροσκίλντε, Δανία, 1/12/1967). ⓒ 1967 SK/Associated Press

Το 1966, ο Σαρτρ – προκαλώντας για μια ακόμη φορά την κοινή γνώμη – προήδρευσε μαζί με τον Βρετανό άθεο φιλόσοφο και ειρηνιστή Μπέρτραντ Ράσελ, στο “Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου”, πιο γνωστό ως “Δικαστήριο Ράσελ”, ένα αυτοδιορισμένο “εικονικό” δικαστήριο, αποτελούμενο από διανοούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, με κατηγορητήριο κατά των ΗΠΑ για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, χριστιανός υπαρξιστής, κατήγγειλε τότε τον Σαρτρ, αποκαλώντας τον “νεκροθάφτη της Δύσης”.

Ακολούθησε ο Μάης του ’68, με τον Σαρτρ να συμμετέχει ενεργά στις διαδηλώσεις, στα αμφιθέατρα και στα μέσα ενημέρωσης. “Η μόνη σχέση που μπορούν να έχουν οι φοιτητές με αυτό το Πανεπιστήμιο, είναι να το διαλύσουν και για να το διαλύσουν, υπάρχει μόνο μια λύση, να κατέβουν στους δρόμους”, είχε δηλώσει στο Radio-Luxembourg. Πήρε συνέντευξη από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ηγετική φιγούρα του φοιτητικού κινήματος, για το περιοδικό “Le Nouvel Observateur”, δίνοντάς του την ευκαιρία να εξηγήσει τα αιτήματα του “Μάη”.

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ μιλάει στους φοιτητές στο κεντρικό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Μάη του '68 (21/5/1968). ⓒ 1968 Michel Lipchitz/Associated Press

Το μεγάλο αμφιθέατρο της Σορβόννης ήταν κατάμεστο όταν ο Σαρτρ πήρε τον λόγο. Όμως τα νιάτα τον ξεπέρασαν. “Κατάλαβα αμέσως ότι ήμουν εκτός κλίματος”, εξομολογήθηκε, “οι άλλοι ρήτορες ξεκινούσαν από ιδέες κοντινές στις δικές μου, αλλά ζούσαν τον αγώνα για τον οποίο μιλούσαν, μπορούσαν να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες προτάσεις, ενώ εγώ έμενα σε μια γενική ανάλυση”. Το καλοκαίρι του 1968 συνελήφθη από την αστυνομία για αντίσταση κατά της αρχής. Ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ παρενέβη και τον άφησε ελεύθερο, σχολιάζοντας ότι “δεν συλλαμβάνεις τον Βολταίρο”.

Το 1970, όταν η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε διώξεις κατά της αριστερής εφημερίδας “La Cause du Peuple” (Υπόθεση του Λαού), επίσημου όργανου της Προλεταριακής Αριστεράς (Gauche prolétarienne), ο Σαρτρ δέχτηκε να γίνει διευθυντής του εντύπου, για να σώσει “τη μοναδική εφημερίδα που επιτρέπει να ακούγεται η φωνή του λαού”. Μαζί με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, διαλαλούσαν και πουλούσαν στα πεζοδρόμια της συνοικίας των μεταναστών Goutte d’Or, τη μαοϊκή εβδομαδιαία εφημερίδα, της οποίας οι προηγούμενοι διευθυντές είχαν καταδικαστεί για διασάλευση της δημόσιας τάξης.

Ο ΣΑΡΤΡ ΕΝΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΑΟΪΚΟΥΣ

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ μιλάει στους εργάτες της Renault για τη δίκη του μαοϊστή ηγέτη Αλέν Γκεσμάρ (21/10/1970). ⓒ 1970 Associated Press

Την ίδια τύχη είχε και το ζευγάρι, τον Ιούνιο του 1970, όταν αμφότεροι συνελήφθησαν από τη γαλλική αστυνομία, για τη διανομή της ήδη ανακηρυγμένης ως παράνομης “La Cause du Peuple”, καταλήγοντας στο τμήμα για να αφεθούν λίγο αργότερα ελεύθεροι. Ο Σαρτρ δήλωνε ενθουσιασμένος πάντως από την επαφή του με την Ακροαριστερά και τη συναναστροφή του με τους Μαοϊκούς. Η εικόνα του, όρθιου πάνω σε ένα βαρέλι, με ένα μικρόφωνο στο χέρι να μιλάει στους εργάτες της Renault, έκανε τον γύρο του κόσμου.

Στα μάτια του Σαρτρ, οι μαοϊκοί ήταν οι πραγματικοί επαναστάτες, ενώ οι κομμουνιστές ήταν ψεύτικοι. Παρέμενε ωστόσο επιφυλακτικός ως προς το γίγνεσθαι μιας δικτατορίας του προλεταριάτου. Ποτέ ως τότε η ανάλυσή του δεν ήταν τόσο αριστερίστικη: “Δε βλέπω άλλη λύση από τη βία για να ξεφύγουμε από την παρούσα κατάσταση”. “Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αρχηγός κάποιου άλλου”. “Η επανάσταση δεν είναι μια στιγμή κατάρριψης μιας εξουσίας από μια άλλη, είναι μια μακροχρόνια πορεία για την ανάληψη της εξουσίας”. Για να καταλήξει: “Η εναλλακτική λύση είναι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα”.

Ο ΣΑΡΤΡ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

Από αριστερά, ο Κλάους Κρουασάν (δικηγόρος του Αντρέας Μπάαντερ), ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (ηγέτης των Γάλλων φοιτητών στον Μάη του '68), σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση του Σαρτρ με τον Γερμανό Μπάαντερ, ηγέτη της RAF, στις φυλακές Στάμχαϊμ της Στουτγκάρδης (4/12/1974). ⓒ 1974 Associated Press

Το 1972, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, άλλωστε ο Σαρτρ, ακόμα και σε εκείνη την ηλικία – κόντευε τα 70 – κάπνιζε μανιωδώς, έπινε και έκανε χρήση ναρκωτικών. Υπέφερε – μεταξύ άλλων – από υπέρταση και από το 1973 έμεινε σχεδόν τυφλός. Εκείνη την εποχή προσέλαβε ως γραμματέα τον Μπενί Λεβί, έναν νεαρό, στέλεχος της μαοϊκής νεολαίας. Την ίδια χρονιά (1973) ανέλαβε διευθυντής της Libération, όμως ακριβώς λόγω της βεβαρημένης υγείας του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λίγους μήνες μετά.

Όλη η ενεργητικότητα του Σαρτρ στα τελευταία χρόνια της ζωής του, διοχετεύτηκε στην υποστήριξη προς τους “αποστάτες” του δεύτερου κόσμου (η θεωρία του Μάο περί τριών κόσμων, στον πρώτο ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, στον δεύτερο οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεύτερης γραμμής και στον τρίτο όλες οι υπόλοιπες). Το 1974 ταξίδεψε στην Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης των Γαρυφάλλων, ενώ την ίδια χρονιά επισκέφθηκε τον Αντρέας Μπάαντερ, ηγετικό στέλεχος της RAF, στις φυλακές Στάμχαϊμ της Στουτγκάρδης.

Ο Ζαν Πολ Σαρτρ, βοηθούμενος από τον Γάλλο φιλόσοφο Αντρέ Γκλίκσμαν (αριστερά), κατά την έξοδό του από το προεδρικό μέγαρο, όπου επικεφαλής μιας ομάδας διανοούμενων, είχε συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο, Ζισκάρ ντ' Εστέν, για να συζητήσουν πιθανή γαλλική βοήθεια σε πρόσφυγες από την Ινδοκίνα (26/6/1979). ⓒ 1979 Associated Press

Υπέγραψε δηλώσεις και διοργάνωσε συναντήσεις για την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων, ζήτησε από τον Πρόεδρο της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, να δεχτεί τους πρόσφυγες από την Ινδοκίνα και γράφτηκε στην επιτροπή υποστήριξης του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Προς το τέλος της ζωής του επέδειξε γενικότερα ένα έντονο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ανεξάρτητα από πολιτικούς συσχετισμούς, ενώ υιοθέτησε για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του αναρχικού, αφήνοντας στην άκρη τον μαρξισμό.

Ο Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου του 1980 στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα. Ένα τεράστιο πλήθος 50.000 Παριζιάνων τον συνόδευσε στην κηδεία του. Η πομπή ξεκίνησε από το νοσοκομείο, πέρασε από όλα τα στέκια του φιλόσοφου και έφτασε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η τέφρα τοποθετήθηκε στον τάφο, εκεί όπου έξι χρόνια αργότερα, το 1986, ετάφη και η “αιώνια” σύντροφός του, Σιμόν ντε Μποβουάρ. Αχώριστοι στη ζωή, αλλά και στον θάνατο.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Η κηδεία του Ζαν Πολ Σαρτρ στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι (19/4/1980). ⓒ 1980 Randy Taylor/Associated Press

Η προσωπικότητα και το έργο του Σαρτρ, αδιαχώριστα μεταξύ τους, σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Για πολλές γενιές, υπήρξε ο “απολογητής” της κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας, αυτός που δε σταμάτησε να μάχεται στη σκέψη και στην πολιτική ενάντια στην αιτιοκρατία και τους θεσμούς. Κανείς δεν μπόρεσε να δώσει καλύτερα από τον Σαρτρ μια φωνή και ένα πρόσωπο στον στρατευμένο διανοούμενο, περιφρονώντας παράλληλα τον αστό.

Στο φιλοσοφικό του έργο, η τοποθέτησή του απέναντι στον μαρξισμό, υπήρξε μια πολιτική επιλογή. Στην “Κριτική” έγραψε χαρακτηριστικά: “Κάθε φιλοσοφία που υπάγει τον άνθρωπο στο Άλλο, το μη ανθρώπινο, είτε πρόκειται για υπαρξιακό είτε για μαρξιστικό ιδεαλισμό, έχει σα βάση και σαν συνέπεια το μίσος για τον άνθρωπο, η Ιστορία το απέδειξε και στις δυο περιπτώσεις”. Συνεπής στη σκέψη του, φρόντισε να καταγγείλει τον πρωτογενή μαρξισμό, τον μηχανιστικό και δογματικό μαρξισμό, που δε φρόντισε να ενσωματώσει την ανθρωπολογική προβληματική.

Η συντετριμμένη Σιμόν ντε Μποβουάρ στην κηδεία του συντρόφου της, Ζαν Πολ Σαρτρ (19/4/1980). ⓒ 1980 Randy Taylor/Associated Press

“Ο άνθρωπος είναι πρώτος”, ξεκαθάρισε ο Σαρτρ, “η διαλεκτική που προέρχεται από τον ιστορικό υλισμό πρέπει να εσωτερικευτεί. Ο άνθρωπος δεν υφίσταται μόνο, κάνει την Ιστορία, γίνεται ένα δραστήριο υποκείμενο όταν ενώνεται με τους άλλους, συνιστώντας μια ομάδα”. Και κατέληξε πως “ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από τη ζωή και τις πράξεις του, επειδή στον άνθρωπο – και μόνο στον άνθρωπο – η ύπαρξη προηγείται της ουσίας“.

“Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι απόλυτα υπευθυνος”. Τελικά, “ο άνθρωπος είναι αυτό που θέλει ο ίδιος να είναι”, ακριβώς επειδή “δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την πράξη”. Τα πράγματα υπήρξαν αρκετά “απλά” για τον Σαρτρ, με αφετηρία την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου, το οποίο όμως έρχεται αντιμέτωπο με τις πράξεις του, έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Το σίγουρο είναι ότι η πορεία της σκέψης του Σαρτρ από τον ατομικό στον κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό, υπήρξε συνεπής, δίκαιη και συνειδητή, όσο συνειδητή υπήρξε μέσα του και η ανάγκη μιας διαρκούς αμφισβήτησης που θα λειτουργεί ως αντι-εξουσία.

* Πηγές: yourstory.com, philosophynow.org, nationalww2museum.org, ethics.org.au, Larousse, le siecle rebelle, study.com, wiki

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα