"Τώρα ζω μόνο με τον Ναρσίζο - έχετε δει ωραιότερο γάτο; Είναι δεκατριών ετών, ό,τι πρέπει για αρραβωνιαστικός μου." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ: “ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΕΧΩ ΜΕΛΛΟΝ – ΟΧΙ ΠΟΛΥ, ΑΛΛΑ ΕΝΤΑΞΕΙ”

Η καταξιωμένη συγγραφέας μιλάει στο Magazine με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Ορατή σαν αόρατη», την κατακλείδα της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Και συνεχίζει να πορεύεται εν μέσω φόβων, ανατάσεων, ευφορίας, μελαγχολίας, προσωρινών θανάτων, σιωπών. Έτσι είναι και ξέρει ότι αλλιώς δεν γίνεται.

«Άχαρο πράγμα να περιαυτολογεί κανείς, άχαρο επίσης και να κάνει τη σεμνή Παναγίτσα. Το παν είναι οι λεπτές ισορροπίες, αυτές μετράνε στη ζωή» λέει η Ζυράννα Ζατέλη ακριβώς γιατί αφενός από το 1984, οπότε και εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων «Περσινή Αρραβωνιαστικιά», μέχρι και σήμερα, όπως όλοι έτσι κι εκείνη γνωρίζει ότι η κυκλοφορία κάθε της βιβλίου έχει αποτελέσει αυτό που λέμε «λογοτεχνικό γεγονός», με την ίδια να έχει τιμηθεί τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος αλλά και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Αφετέρου πρώτη απ’ όλους είναι η συγγραφέας που δεν μπορεί να παραβλέψει το ειδικό βάρος που φέρει η έκδοση του «Ορατή σαν αόρατη» (εκδ. Καστανιώτη), του τρίτου και τελευταίου μέρους της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους».

Από το πρώτο βιβλίο («Ο θάνατος ήρθε τελευταίος», 2001) ως το δεύτερο («Το πάθος χιλιάδες φορές», 2009) μεσολάβησε περίπου το χρονικό διάστημα που κατά κανόνα χωρίζει κάθε προηγούμενο μυθιστόρημά της από το επόμενο, και το γεγονός ότι για την κατακλείδα της τριλογίας χρειάστηκε περισσότερο καιρό, ίσως σε κάποιο βαθμό να έχει να κάνει ότι με το ότι εντωμεταξύ κυκλοφόρησαν η συλλογή αφηγημάτων «Ηδονή στον κρόταφο» (2011) και τα «Τετράδια ονείρων» (2017), κατά βάση όμως οφείλεται σε αυτό από το οποίο νομοτελειακά δεν γλιτώνει κανείς. «“Η Ζυράννα Ζατέλη βγάζει βιβλίο κάθε επτά χρόνια, όπως γεννούν οι ελαφίνες” είχε πει ο Κωστής Παπαγιώργης. Στην περίπτωση του τελευταίου βιβλίου, τα επτά έγιναν δώδεκα. Τι να κάνουμε, και τα ελάφια καμιά φορά μπερδεύονται» λέει στο Magazine. «Η ευθύνη που νιώθω, η τελειομανία αν θέλετε, είναι πρωτίστως απέναντι σε μένα. Διαισθάνομαι ότι αυτό το πράγμα θα έχει αντίκτυπο, δεν θα περάσει απαρατήρητο, αδικαίωτο. Δεν θα το έλεγα άγχος, αλλά επαγρύπνηση. Να μην κάνω κάτι επειδή πήρα την κεκτημένη και έβγαλα καλό όνομα. Θέλω να πάω λίγο πιο πέρα την δική μου βάσανο. Φτάνοντας στο τρίτο βιβλίο, αισθάνθηκα πως τα έρμα τα άλογα δεν καλπάζουν πια όπως παλιά. Κλονίστηκα. Τα τετράδιά μου από τότε είναι γεμάτα με αυτή την αγωνία: Γιατί; Τι έγινε; Τι έπαθα; Ώσπου αποδέχτηκα ότι ναι, τώρα πηγαίνω πιο αργά. Δεν μπορώ να μαστιγώσω τα άλογα που μ’ έφεραν ως εδώ. Μεγαλώνω, τι να κάνουμε; Υπάρχει ο αντικειμενικός παράγοντας που λέγεται βιολογικός χρόνος, όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι είμαστε όσο νιώθουμε».

Κι όμως, η Ζυράννα Ζατέλη κοιτάζει πάλι τα τετράδιά της και τις φράσεις που σημειώνει σε χαρτάκια. Ένας νέος, ανελέητος χορός έχει ήδη ξεκινήσει.

Η Ζυράννα Ζατέλη στο γραφείο στο σπίτι της.

Βλέπω μπροστά σας πολλά τετράδια. Σε κάποια από αυτές τις χειρόγραφες σελίδες εντοπίζεται η αρχή και του «Ορατή σαν αόρατη»;
Η μάχη ξεκινάει με το χέρι -ο πρώτος ψυχικός αναβρασμός- και μετά συνεχίζεται στη γραφομηχανή, για την οποία παραγγέλνω μελανοταινίες από τη Γερμανία, εδώ δεν βρίσκω πια τις βαμβακερές. Έχουν απομείνει μόνο οι νάιλον που τις χρησιμοποιείς πρώτη φορά και είναι σαν να τις έχεις πέντε μήνες. Ευτυχώς μου στέλνει η μεταφράστριά μου από τη Γερμανία μεταξωτές, οι οποίες κοστίζουν τριπλάσια αλλά κρατάνε πολύ. Τέλος πάντων αν δείτε τα δακτυλόγραφα των πρώτων γραφών, είναι σαν χειρόγραφα από τις διορθώσεις που κάνω. Μετά τα ξαναγράφω. Ευτυχώς είναι ηλεκτρική η γραφομηχανή -προόδευσα όπως βλέπετε- και δεν πονάνε τα δάχτυλά μου.

Είναι πολύ μεγάλη η διαφορά του τελικού κειμένου από το αρχικό;
Μόνο πολύ; Γι’ αυτό το βιβλίο δεν έχω μετρήσει ακόμη τα δακτυλόγραφα, όσα δηλαδή δεν τα αφάνισα ήδη. Αν τα μαζέψω, μπορεί να βγουν και τρεις χιλιάδες σελίδες. Είναι και το μέτρημα που παίρνει καιρό. Ξεκίνησα με δύο διαφορετικές εκδοχές και τελικά ακολούθησα μια άλλη. Όλα αυτά τα κρατάω για την ώρα, έχει ενδιαφέρον να βλέπω από το πώς ξεκινάω μέχρι το πώς καταλήγω. Ανακαλύπτω πως κάποια πράγματα τα ξέχασα ή έκανα πως τα ξέχασα. Μπορεί να αποτελέσουν υλικό για μετά, πιστεύω ότι ακόμα έχω μέλλον – όχι πολύ αλλά εντάξει. Τώρα μαζεύω σε ένα σημειωματάριο πράγματα που είναι στα υπ’ όψιν για κάποιον επόμενο πυροβολισμό. Αυτό μου το είπε κάποτε ένας κύριος καθώς έμπαινα σε ένα χαρτοπωλείο της οδού Μπενάκη: «Κυρία Ζατέλη, πότε θα ακούσουμε τον επόμενο πυροβολισμό;» Μερικά τέτοια, του δρόμου, είναι πολύ ωραία. Είναι όλα τα λεφτά, που λέμε.

Γωνιά του σπιτιού. ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Όπως λέτε στο νέο βιβλίο, είναι άλλο να γράφεις μια ιστορία κι άλλο να καταγράφεις την βάσανο μέχρι ν’ αρχίσεις να την γράφεις.
Αυτό το περιτριγύρισμα μου παίρνει καιρό, είναι το βιβλίο πριν από το βιβλίο. Υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις φόβων και στο βάθος κάποιες φωνές, όπως τις λέω -μιας και τα έχω μάθει πια όλα αυτά, είναι τα στοιχεία μου- που μου λένε: μη φοβάσαι, ξέρεις ότι θα το τελειώσεις. Υπάρχουν όμως και άλλες στρώσεις που καμιά φορά με φέρνουν σε απόγνωση, ειδικά πριν μπω σε μια σκηνή, ιστορία, κατάσταση, πείτε την όπως θέλετε. Πορεύομαι εν μέσω φόβων, ανατάσεων, ευφορίας, μελαγχολίας, προσωρινών θανάτων, σιωπών. Έτσι είναι και ξέρω ότι αλλιώς δεν γίνεται. Δεν παίρνω απλώς ένα χαρτί μπροστά μου και έρχονται ριπές έμπνευσης. Τις περιόδους που γράφω -και είναι μακρόχρονες- ό,τι κι αν κάνω αυτό σκέφτομαι. Μόνο αν συμβεί κάτι στις γάτες μου, αυτό μπαίνει λίγο στην άκρη. Ή όταν βλέπω μια καλή ταινία. Ειδεμή περπατώ, κοιμάμαι, ξυπνώ, ασχολούμαι με άλλα πρακτικά ζητήματα, αλλά κατά βάθος είναι πάντα αυτό.

Πορεύομαι εν μέσω φόβων, ανατάσεων, ευφορίας, μελαγχολίας, προσωρινών θανάτων, σιωπών. Έτσι είναι και ξέρω ότι αλλιώς δεν γίνεται.

Είναι κοστοβόρα αυτή η συνθήκη;
Βεβαίως. Μα τι μας δίνεται στη ζωή χωρίς τίμημα; Ωστόσο δεν γυρνώ την πλάτη στους φόβους και τις ανησυχίες μου. Μετά συνήθως ανταμείβομαι. Αν με παιδεύει κάτι για καιρό και δεν αισθάνομαι ότι βγαίνει, λέω στον εαυτό μου: Ή θα βρει το δρόμο του ή θα πάρει δρόμο. Αν νιώσω ότι φτάνω συνεχώς σε αδιέξοδο, με λυπεί να το αφήσω και να ξεκινήσω αλλιώς. Αργότερα όμως έρχεται η ώρα εκείνου που δεν μου στεκόταν πριν από ένα χρόνο ή δεκαπέντε μέρες. Οπότε είναι ένας διαρκής, πίσω-μπρος, συνεχόμενος, ανελέητος χορός.

Σας κάνει αυτό να νιώθετε ότι μπορεί τελικά να μην ισχύει απόλυτα ότι «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί», κατά το κλασικό ποίημα του Τζον Νταν;
Αυτό που φτάνει στον αναγνώστη είναι η τελευταία πράξη του δράματος. Υπάρχουν οι μέρες με ροή, οι ευλογημένες, και οι άλλες όπου γράφω σε ένα τετράδιο τι αγωνίες τραβάω. Τώρα που τελείωσα και μου πήραν το εργόχειρο σκέφτηκα να ανοίξω μερικά τέτοια τετράδια και να διαβάσω όλη την παρασκηνιακή περιπέτεια. Ξεκίνησα πριν από λίγες μέρες, πήγαινα καλά, ώσπου έφτασα στις σελίδες, πέρυσι την άνοιξη, που αρρώστησε η γάτα μου η Ζαΐρα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω, μ’ έπιασαν τα κλάματα. Γι’ αυτό λέω ότι μόνο μια τέτοια αφοπλιστική οντότητα μπορεί να με κάνει να βάλω για λίγο στην άκρη το πρωτεύον.

Το γράψιμο ήταν πάντα η μεγάλη μου αγάπη. Δεν θεωρώ θυσία ότι διέκοψα ή στερήθηκα κάποια πράγματα. Ίσα ίσα κι αυτό μέσα στο παιχνίδι είναι, μέσα στη μεγάλη ιστορία. Ήμουν, ξέρετε, παντρεμένη 17 χρόνια με έναν Πορτογάλο που δούλευε ως ξεναγός στο Παρίσι. Τα καλοκαίρια που δούλευε, έμενα εκεί, πρέπει να είμαι εντελώς μόνη όταν γράφω. Τους χειμώνες που δεν δούλευε ερχόμουν στην Ελλάδα. Ήταν ένας ιδιότυπος γάμος, ζούσαμε χώρια για να μη χωρίσουμε. Δεν βαριέσαι όμως, έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου και ακόμη και οι ωραιότερες σχέσεις θρυμματίζονται, τι να κάνουμε; Αν δεν είχα το γράψιμο, πιθανόν να διαρκούσε κι άλλο. Αλλά το μοναχικό ζώο μέσα μου πάντα νικούσε. Ή μάλλον υπερίσχυε. Δεν νικάει κανένας. Απλώς κανονίζουμε τις ζωές μας όπως μας πάει καλύτερα.

"Μα τι μας δίνεται στη ζωή χωρίς τίμημα; Ωστόσο δεν γυρνώ την πλάτη στους φόβους και τις ανησυχίες μου. Μετά συνήθως ανταμείβομαι." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ο Χέμινγουεϊ έλεγε ότι αυτό που χρειαζόταν για να ξεκινήσει να γράφει ήταν η πρώτη πρόταση, μετά είχε στο μυαλό του όλη την ιστορία. Είναι και για εσάς τόσο σημαντική η αφετηρία;
Για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία και ο τίτλος. Μπορώ να φτιάξω ολόκληρη ιστορία ορμώμενη και μόνον από έναν τίτλο που μου αρέσει, που είναι κάπως σαν στίχος και κλειδί συνάμα. Για παράδειγμα, έτσι εμπνεύστηκα το δεύτερο βιβλίο μου, «Στην ερημιά με χάρι». Ξυπνώντας το πρωί λέω συνήθως κάτι απίθανες κουβέντες μόνη μου και καμιά φορά είναι πολύ πετυχημένες. Δεν ξέρω αν ήταν υπόλειμμα κάποιου ονείρου, πάντως εκείνο το πρωί είπα τη συγκεκριμένη φράση και πάνω σε αυτή έστησα την ιστορία μέσα στην οποία αναφέρεται, αλλά μη σου πω και γενικότερα όλο το βιβλίο. Τον τίτλο στο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» πάλι έτσι τον εμπνεύστηκα, ξυπνώντας ένα χάραμα απλώς τότε ήμουν στα τελειώματα του βιβλίου.

«Η Ζυράννα Ζατέλη βγάζει βιβλίο κάθε επτά χρόνια, όπως γεννούν οι ελαφίνες» είχε πει ο Κωστής Παπαγιώργης. Στην περίπτωση του τελευταίου βιβλίου, τα επτά έγιναν δώδεκα. Τι να κάνουμε, και τα ελάφια καμιά φορά μπερδεύονται.

Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του πρώτου βιβλίου της τριλογία «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» μέχρι την πρόσφατη ολοκλήρωσή της ίσως να μην είναι τίποτα μπροστά στην αιωνιότητα, όμως είναι σίγουρα κάτι το να περνάει μία συγγραφέας περισσότερο από το 1/4 της ζωής της μέχρι σήμερα σε έναν ανελέητο, όπως είπατε, χορό με τον εαυτό της. Είστε πιο χαρούμενη τώρα σε σχέση με την αφετηρία του όλου εγχειρήματος;
Ουσιαστικά είναι περισσότερα από είκοσι χρόνια γιατί ξεκίνησα την τριλογία το ’95. Ένιωθα ότι το ταξίδι θα ήταν μακρύ, αλλά δεν φανταζόμουν ούτε πότε ούτε πώς θα βγω, δηλαδή σώα μεν, κατά πόσο αβλαβής δε. Το κύριο, ας πούμε, θέμα που ήθελα να γράψω στο πρώτο βιβλίο, ένιωσα ότι δεν μπορούσα να το κάνω τότε. Έπρεπε να γίνει σιγά σιγά. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται η αίσθηση των τριών βιβλίων. Έγραψα την εναρκτήρια φράση «εν μέρει κρυφά, εν μέρει φανερά, έτσι τέλειωσαν κι έτσι άρχισαν όλα» και έτσι άρχισαν όλα. Και ξεκίνησα τις οφιοειδείς διαδρομές μου, τα μπρος-πίσω, όντας πια σίγουρη ότι όλο αυτό είχε τράτο μπροστά του. «Η Ζυράννα Ζατέλη βγάζει βιβλίο κάθε επτά χρόνια, όπως γεννούν οι ελαφίνες» είχε πει ο Κωστής Παπαγιώργης. Στην περίπτωση του τελευταίου βιβλίου, τα επτά έγιναν δώδεκα. Τι να κάνουμε, και τα ελάφια καμιά φορά μπερδεύονται.

"Από ιδέες να φάνε και οι σκύλοι, που λέει ο λόγος. Το θέμα είναι η σύνθεση, να τιθασεύσεις και να εναρμονίσεις όλο το άγριο υλικό." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Θυμάστε πώς ήσασταν όταν ξεκινήσατε την τριλογία;
Δύο χρόνια νωρίτερα είχε βγει το «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» που έτυχε αναγνώρισης και επιτυχίας – είναι καλό και τυχερό βιβλίο, τάραξε τα ύδατα. Η επιτυχία είναι δίκοπο μαχαίρι. Ή σε κάνει να επαναπαύεσαι γιατί έχεις πια ένα όνομα, ή σε κάνει ακόμη πιο υπεύθυνο. Όταν ξεκίνησα το πρώτο βιβλίο της τριλογίας είχα βαρύ φορτίο στους ώμους μου από τους «Λύκους». Μα πώς το έγραψα, σκεφτόμουν, τι θα κάνω τώρα; Δεν μου έλειπαν καθόλου οι ιδέες, αλλά και δεν έφτανε αυτό. Από ιδέες να φάνε και οι σκύλοι, που λέει ο λόγος. Το θέμα είναι η σύνθεση, να τιθασεύσεις και να εναρμονίσεις όλο το άγριο υλικό. Για κάνα δυο χρόνια βασανιζόμουν, θαρρείς και οι λύκοι με είχαν λυκοδέσει. Αλλά επειδή είμαι άνθρωπος μιας περίεργης, πεπαιδευμένης μοιρολατρίας, είπα ότι κι αυτό είναι μέσα στο παιχνίδι, θα το υποστώ. Έτσι οι λύκοι σιγά σιγά απομακρύνθηκαν. Το ξανάπαθα και με το δεύτερο της τριλογίας. Νάτα μας πάλι, σκέφτηκα, για να μην ξεχνιόμαστε.

Είναι το άγχος με κάθε επόμενο βιβλίο να σταθείτε αντάξια των προσδοκιών που έχουν δημιουργηθεί από τα προρηγούμενα;
Η ευθύνη που νιώθω, η τελειομανία αν θέλετε, είναι πρωτίστως απέναντι σε μένα. Διαισθάνομαι ότι αυτό το πράγμα θα έχει αντίκτυπο, δεν θα περάσει απαρατήρητο, αδικαίωτο. Δεν θα το έλεγα άγχος, αλλά επαγρύπνηση. Να μην κάνω κάτι επειδή πήρα την κεκτημένη και έβγαλα καλό όνομα. Θέλω να πάω λίγο πιο πέρα την δική μου βάσανο. Φτάνοντας στο τρίτο βιβλίο, αισθάνθηκα πως τα έρμα τα άλογα δεν καλπάζουν πια όπως παλιά. Κλονίστηκα. Τα τετράδιά μου από τότε είναι γεμάτα με αυτή την αγωνία: Γιατί; Τι έγινε; Τι έπαθα; Ώσπου αποδέχτηκα ότι ναι, τώρα πηγαίνω πιο αργά. Δεν μπορώ να μαστιγώσω τα άλογα που μ’ έφεραν ως εδώ. Μεγαλώνω, τι να κάνουμε; Υπάρχει ο αντικειμενικός παράγοντας που λέγεται βιολογικός χρόνος, όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι είμαστε όσο νιώθουμε. Φυσικά δύσκολα χωνεύεται ότι έκλεισα τα 70. Με τρομάζει πιο πολύ ο αριθμός, παρά αυτό. Αυτό, το ότι μεγαλώνω, απλά συμβαίνει. Όπως συνέβαινε πάντα. Βρήκα πρόσφατα μία σημείωση από τότε που έκλεινα τα 51. «Απίστευτη ηλικία μου, πόσο πιο απίστευτη έχεις να γίνεις ακόμη!» έγραφα. Τώρα τα 51 μου φαίνονται αυτό που λέμε προπολεμικά.

Γράφουμε γιατί θέλουμε να πούμε μια κουβέντα και στον άλλο. Η τέχνη μας πάει πιο πέρα από το εφήμερο του βίου.

Επιστρέφετε στα προηγούμενα βιβλία σας;
Στην αρχή, όταν βγαίνουν, τα διαβάζω μία φορά. Μετά όχι. Όλο σκέφτομαι -λες κι έχω μπροστά μου δεκαετίες- ότι κάποια στιγμή πρέπει να διαβάσω όλη τη Ζατέλη απαρχής μέχρι τέλους. Δεν νομίζω ότι θα γίνει ποτέ. Πιο πολύ με τραβάνε τα σημειωματάριά μου.

Δεν νιώθετε καθόλου περίεργα διαβάζοντάς τα;
Ίσα ίσα, τους χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, είναι τα μικρά μου θησαυροφυλάκια με φράσεις, σκέψεις, σπαράγματα ονείρων, πράγματα που άκουσα στο δρόμο. Μπορεί να είναι η πιο απλή, καθημερινή κουβέντα. Μια φορά άκουσα κάποιον να λέει: «Άντε γεια σου Χρήστο και καλά Χριστούγεννα. Καλά Χριστούγεννα, ακούς;». Εκείνο το «ακούς;» έδινε ξαφνικά μια άλλη διάσταση σε μια απολύτως κοινότοπη κουβέντα και ευχή. Τέτοια πράγματα, ασήμαντα εκ πρώτης όψεως, βρίσκουν ένα βαθύτερο στόχο μέσα μου. Σ’ αυτό εδώ το βιβλίο μια μάνα λέει στο παιδάκι της, που σημειωτέον το κηδεύει: «Το καλό που σου θέλω, να είσαι ευτυχισμένος! Να είσαι ευτυχισμένος, ακούς;». Τι να πω, όλα σαν να περιμένουν την ώρα τους. Ξέρετε πόσες τέτοιες σκόρπιες φράσεις έχω σημειωμένες; Αν δεν προλάβω, θα μείνει αυτή η πρώτη μαγιά, μια ολόκληρη αφανής βασιλεία. Καμιά φορά λέω ότι τα καλύτερά μου είναι μέσα σε αυτά τα τετράδια. Έχουν πολύ ενδιαφέρον για μένα την ίδια κάθε φορά που τα διαβάζω, μπορεί να ανακινήσουν μέσα μου κάτι.

"Με έχουν ρωτήσει κατά καιρούς πότε ένιωσα ότι θα γίνω συγγραφέας. Δεν ξέρω. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει στα 50 του μέσα στη φυλακή. Εγώ έτυχε από μικρή να ακούω για παράδειγμα μια πένθιμη καμπάνα." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Όταν γράφετε, έχετε στο μυαλό σας έναν ιδεατό αναγνώστη ή το αναγνωστικό κοινό σας σαν ένα σώμα;
Συνειδητά όχι. Κάπου απόμακρα ωστόσο θα πρέπει να υφίσταται κι αυτό. Δεν γράφω για να τα διαβάζω μόνη εδώ μέσα. Ξέρω ότι αυτό που κάνω κάποτε θα κοινωνήσει, θα βγει προς τα έξω, θα ζητήσει τη δική του, αυτόνομη μοίρα. Δεν γράφει κανείς μόνο για τον εαυτό του. Αυτά τα ακούω βερεσέ. Γράφουμε γιατί θέλουμε να πούμε μια κουβέντα και στον άλλο. Η τέχνη μας πάει πιο πέρα από το εφήμερο του βίου.

Δεν γράφετε όμως πρωτίστως για τον εαυτό σας και μετά για να επικοινωνήσετε με τους αναγνώστες;
Μιλώντας για μένα, δεν αισθάνομαι ότι το ένα αποκλείει το άλλο. Καταρχάς δεν διαχωρίζονται εύκολα. Δεν λέω ότι τώρα σκέφτομαι τη Ζυράννα και μετά τον αναγνώστη. Κοιτάζω όμως να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για μένα. Πιστεύω -και δεν κομπορημονώ αυτή τη στιγμή- ότι έχω το λεγόμενο τρίτο μάτι, τουλάχιστον για τη δική μου γραφή. Ξέρω πότε με ικανοποιεί μια σκηνή -λέω σκηνή γιατί οι σκηνές φτιάχνουν μια ιστορία- και πότε απλώς την έφερα εις πέρας. Μέσα στο κεφάλι μου έχω κάτι πολύ πιο πλήρες, πέρα από λέξεις. Το παίδεμα για να το προσεγγίσω στο χαρτί και να πω ότι έπραξα το ανθρωπίνως δυνατό για μένα, αυτό είναι το ζητούμενο.

Αναμνήσεις από γάτες. ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Τελικά ως συγγραφέας αναζητάτε την αλήθεια σχετικά με αυτό που λέμε νόημα της ζωής; Ή κατασκευάζετε ένα ζωτικό ψέμα με σκοπό να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή σας;
Με έχουν ρωτήσει κατά καιρούς πότε ένιωσα ότι θα γίνω συγγραφέας. Δεν ξέρω. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει στα 50 του μέσα στη φυλακή. Εγώ έτυχε από μικρή να ακούω για παράδειγμα μια πένθιμη καμπάνα και όλο αυτό να με οργώνει, ήθελα κάπως να το πω, έστω με τον τρόπο που είχα στα 8-9 μου χρόνια. Ακόμη έχω τα τετράδια του δημοτικού όπου στις πίσω σελίδες έγραφα δικές μου ιστοριούλες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το διάλεξα έτσι στην ψύχρα; Προφανώς ήταν μια εσώτερη ανάγκη έκφρασης της εποχής εκείνης που συνέβη να συνεχιστεί μέχρι σήμερα. Και λέω συνέβη γιατί τότε ζωγράφιζα κιόλας ενώ τώρα δεν μπορώ να κάνω ούτε ένα σκίτσο. Άρα και το διαλέγουμε και μας διαλέγει αυτό το ζωτικό ψέμα. Δεν φοβάμαι να το πω και ψέμα. Ας έρθει κάποιος να μου πει ότι η ζωή δεν τα έχει όλα, και την αλήθεια μέσα στο ψέμα και το ψέμα μέσα στην αλήθεια. Το ψεύτικο φοβάμαι, την κυριαρχία του δήθεν.

Όσοι είναι δημιουργικοί άνθρωποι αισθάνονται για πάντα μία άγνοια, μου είπε κάποτε ο Λευτέρης Βογιατζής.
Σίγουρα κάτι ήθελε να πει. Την άγνοια αυτή την αντιλαμβάνομαι σαν ένα είδος μαθητείας στην άγραφη και ανείπωτη προϊστορία του εαυτού μας. Ακούγεται ίσως οξύμωρο αλλά δεν είναι. Κλείνουμε τα μάτια για να μάθουμε, τα ανοίγουμε για να δούμε. Συχνά έχω την αίσθηση ότι δεν θέλω να ξέρω αυτό που ξέρω. Καλύτερα να το ανακαλύπτω στην πορεία. Αν γνωρίζω περίτρανα γιατί κάνω ό,τι κάνω με τον τρόπο που το κάνω, τελείωσε το πανηγύρι.

" Για μένα το πρωτεύον είναι το δημιούργημα. Καμιά φορά όταν γνωρίζεις τον δημιουργό, μπορεί και να σε απογοητεύσει." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που έμαθε η Λεύκα, η ηρωίδα της τριλογίας σας, στη Ζυράννα;
Δεν μπορώ να απαντήσω με μια-δυο φράσεις. Ίσως να άξιζε τον κόπο μια μέρα να γράψω μια ιστορία σχετικά με αυτό που ρωτάτε. Ίσως να έμαθα λίγο καλύτερα τα βάθη της ύπαρξης. Όχι απόλυτα, γιατί άμα φτάσεις εκεί, γιατί να γυρίσεις πίσω; Δεν τα ξέρω όλα ούτε για τον εαυτό μου ούτε για τη ζωή. Είναι αυτό που λέω προς μία γάτα στο βιβλίο: «Γιατί ζούμε βρε Σέρκα; Γιατί πεθαίνουμε; Τι είναι όλο αυτό το πανηγύρι;» Και μου λέει: «Πόσο σε καταλαβαίνω». Αυτό όντως συνέβη με τη γάτα μου τη Σέρκα. Ήταν πολύ ομιλητική, το έλεγα σε φίλους και δεν το πίστευαν μέχρι που έρχονταν στο σπίτι. Καμιά φορά ενώ καθόμουν στο γραφείο, πηδούσε δίπλα μου και ήταν σαν να μου έλεγε: «Ήρθα για να σου πω ιστορίες!». Μια μέρα που κόντευα να αγγίξω την απελπισία της είπα: «τι γίνεται βρε Σέρκα, τι είναι όλο αυτό που ζούμε». Ο ήχος που έβγαλε ήταν τόσο γλυκός και συμπονετικός, σαν να μου είπε: «Πόσο σε καταλαβαίνω». Πολύ χάρηκα όταν ήρθε ο καιρός και το έβαλα αυτό μέσα στην ιστορία που έγραφα. Ήταν κάτι από τα πολλά που όφειλα στη Σέρκα μου. Καμιά φορά που πήγαινα στην κουζίνα κι έκλαιγα -γιατί είμαι ευσυγκίνητη- όχι γοερά φυσικά, αυτή όπου κι αν ήταν, ό,τι κι αν έκανε, το καταλάβαινε, ερχόταν, πηδούσε στο τραπέζι και σκούπιζε τα δάκρυα μου με το κεφαλάκι της, τόσο παρηγορητικό πλάσμα ήταν. Γι’ αυτό όταν την έχασα έλεγα, αχ βρε Σέρκα, τώρα ποιος θα με παρηγορήσει για σένα; Κι όταν καμιά φορά την μάλωνα, τον εαυτό μου μάλωνα ουσιαστικά. Αντανακλούσαν τα πάντα πάνω στο κοριτσάκι μου. Τρία χρόνια μετά έχασα και τη γλυκιά Ζαϊρα. Τώρα ζω μόνο με τον Ναρσίζο – έχετε δει ωραιότερο γάτο; Είναι δεκατριών ετών, ό,τι πρέπει για αρραβωνιαστικός μου.

Ποιο είναι για εσάς το τίμημα μιας μη παραγωγικής μέρας πάνω από τη γραφομηχανή; Ένας πολύ κακός ύπνος ίσως;
Συμβαίνει κι αυτό. Καμιά φορά συμβαίνει και το άλλο: να μη φέρνει ύπνο η πολλή έξαψη και ευφορία. Και καμιά άλλη φορά, αυτό που ονομάζω «παλιά ωραία λύπη» -μη με ρωτήσετε ακριβώς τι εννοώ- δρα σαν πολύ καλής ποιότητας υπνωτικό. Συνήθως όταν γράφω δεν κοιμάμαι καλά. Υπάρχουν όμως και περίοδοι που σαν να λέω στον εαυτό μου: αρκετά βασανίστηκες και βρικολάκιασες, τώρα θα σου χαρίσω ένα τρίνυχτο με καλόν ύπνο. Έτσι παίρνω δυνάμεις για τις επόμενες δεκατρείς νύχτες αϋπνίας. Έτσι ζω. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου μονόπαντα. Είναι κυματισμοί αδιάκοποι.

"Δεν πειράζει ένας καλός συγγραφέας να είναι και σωστός άνθρωπος. Με τις παραξενιές του, με τις σιωπές του, με την ιδιοσυγκρασία του, αλλά και σωστός με τους άλλους." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Πόσο διαφορετική πιστεύετε ότι είναι η εικόνα που σχηματίζουν για εσάς οι αναγνώστες σας από αυτή που έχετε εσείς για τον εαυτό σας;
«Βγαίνεις από τις ιστορίες σου» μου είπε ο Κωστής Παπαγιώργης όταν με πρωτογνώρισε. Για μένα το πρωτεύον είναι το δημιούργημα. Καμιά φορά όταν γνωρίζεις τον δημιουργό, μπορεί και να σε απογοητεύσει. Καλύτερα να συμβεί αυτό παρά το αντίθετο, να σε γοητεύσει δηλαδή ο δημιουργός και το δημιούργημα να είναι άσ’ τα να πάνε. Ενίοτε όμως συνάδουν. Έχω την εντύπωση ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Αισθάνομαι αρκετά έντιμη με αυτό που κάνω και αυτό που είμαι. Δεν λέω απόλυτα. Μεγαλώνοντας όμως το επιθυμώ και το προσπαθώ συνειδητά. Αν έχει μια αξία το να μεγαλώνουμε είναι μήπως το μέσα μας γίνει πιο ώριμο και καλό. Ας μη φοβόμαστε τη λέξη καλό. Κατακλυζόμαστε από αρνητικές εικόνες και πρότυπα. Δεν πειράζει ένας καλός συγγραφέας να είναι και σωστός άνθρωπος. Με τις παραξενιές του, με τις σιωπές του, με την ιδιοσυγκρασία του, αλλά και σωστός με τους άλλους.

"Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας, καλός και δοκιμασμένος, όσο μεγαλώνει φρόνιμο είναι να μαζεύεται αντί να απλώνεται." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Έχετε σκεφτεί ποτέ αν η καθημερινότητά σας θα ήταν πιο εύκολη αν δεν γράφατε;
Δεν μπορώ καν να φανταστώ αλλιώς τον εαυτό μου, ούτε και το επιδιώκω. Σαν να ήταν πάντα έτσι. Πιάνομαι συχνά να σκέφτομαι πράγματα που με κάνουν να απορώ από που ήρθαν. Μια φορά για παράδειγμα ενώ ήταν αλλού ο νους μου, μου εμφανίζεται η εικόνα ενός φορτηγού και μιας γόβας. Εντελώς σουρεάλ δηλαδή. Ξαφνικά σαν να ξύπνησα, αναρωτήθηκα τι στο καλό σήμαινε αυτό, τι διάολο ήταν. Ή άλλοτε περπατώ στο δρόμο και πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται θλιβερά μαντάτα, ότι λαμβάνει τηλεγραφήματα για ζωές που χάθηκαν, ακόμη και τη δική μου. Και λέω τότε: Μα καλά, τι κάνεις; Τι σ’ έπιασε; Άσ’ τα να πάνε δηλαδή.

Σε αυτόν τον κυκεώνα σκέψεων υπάρχει και η αγωνία της υστεροφημίας;
Ως σκέψη ναι, ως αγωνία όχι. Ξέρω ότι θα υπάρξει υστεροφημία, θέλοντας και μη. Ο Νίτσε είπε ότι το να μη μιλάς καθόλου για τον εαυτό σου είναι η πιο εκλεπτυσμένη μορφή υποκρισίας. Άχαρο πράγμα να περιαυτολογεί κανείς, άχαρο επίσης και να κάνει τη σεμνή Παναγίτσα. Το παν είναι οι λεπτές ισορροπίες, αυτές μετράνε στη ζωή. Μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας όπως θα μιλούσαμε και για έναν τρίτο, για έναν φίλο ή για έναν πρώην εχθρό που τον είδαμε αλλιώς.

Πότε καταλάβατε ότι το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας θα ήταν κατά πολύ μικρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα;
Αρκετά νωρίς, σχεδόν από το ξεκίνημα. Μου αρέσει η εικόνα του κουρασμένου αλόγου που είπα, μου φέρνει στο μυαλό και το «Άλογο του Τορίνο», το αριστούργημα του Μπέλα Ταρ. Το αποφάσισα όταν κατάλαβα ότι το άλογο κουράστηκε, πηγαίνει πιο αργά. Σεβάστηκα το ρυθμό του. Και είμαι μια χαρά. Θα τολμήσω να πω και κάτι άλλο. Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας, καλός και δοκιμασμένος, όσο μεγαλώνει φρόνιμο είναι να μαζεύεται αντί να απλώνεται. Το άπλωμα είναι και λίγο σαν πίεση προς τον εαυτό σου να μη δείξεις ότι αρχίζεις να αποχωρείς. Εκεί που από τα χίλια μπορεί να κατάφερνες να πεις τα δέκα, τώρα από τα χίλια και το ένα να πεις, κάτι είναι. Προ ετών, χωρίς ακριβώς να το έχω συνειδητοποιήσει, μου άρεσε να λέω ότι θα ήθελα να τελειώσω με ένα χαϊκού. Προς τα εκεί προσανατολίζεται η επιθυμία μου ακόμη. Άρα καλώς το έλεγα. Γι’ αυτό όταν λέμε σε ανύποπτο χρόνο κάποια πράγματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χρόνος μπορεί να είναι ανύποπτος, αλλά η βαθύτερη ψυχή δεν είναι. Κάτι μαντεύει από το επερχόμενο. Από που φτάσαμε όμως εδώ; Με συγχωρείτε, είμαι λίγο συνειρμική. Σας κούρασα πολύ;

Κάθε άλλο. Θέλω όμως να σας ρωτήσω το εξής: Λειτουργεί και για εσάς την ίδια, όπως γράφετε στο βιβλίο, θεραπευτικά η σκέψη πως η ζωή δεν είναι για κανέναν απεριόριστη κι ένας προς έναν στο χώμα πηγαίνουμε, διαβασμένοι κι αδιάβαστοι;
Ναι, λειτουργεί. Θα σας πω κάτι που με έσωσε στη ζωή μου την ίδια, δηλαδή πέρα από συγγραφέα, ως άνθρωπο. Όλοι προδίδουμε και προδιδόμαστε, ειδικά στα ερωτικά, μας πικραίνουν και τους πικραίνουμε. Κάθε φορά που ένιωθα μένος, οργή, αδικία, προσβολή, μου ερχόταν η εικόνα του ατόμου που με πίκραινε νεκρού και έπαυαν όλα. Γιατί να σπαταλούμε θυμό; Ίσως όμως να πρέπει να γίνει κι αυτό για να καταλάβουμε καλύτερα κάποια πράγματα. Αυτή η μεγαλοθυμία με θεράπευσε από τέτοια ζόρια. Αυτό το τόσο κοινότοπο, ότι στο χώμα πηγαίνουμε όλοι, πραγματικά δρούσε μελαγχολικά αλλά και θεραπευτικά. Οπότε χάρηκα που βρήκε τη θέση του να ειπωθεί σε αυτό το βιβλίο. Εννοώ να ειπωθεί καθαρά, γιατί λίγο πολύ σε όλα τα βιβλία μου αυτό λέω. Η επιείκεια και η συμπόνια δεν είναι ξένες με μένα. Βεβαίως μου αρέσει και το αμφίσημο, η ειρωνία, το χιούμορ. Αλλιώς θα κάναμε διδάγματα.

Και τώρα που τελείωσε η τριλογία τι θα κάνετε;
Κοιτάζω πάλι τα τετράδιά μου και τις φράσεις που σημειώνω σε χαρτάκια. Κάτι που ξέχασα να βάλω στο βιβλίο είναι το εξής: «Τα δέντρα συλλογίζονται όπως εμείς με αυτά που ακούν, να ξέρεις». Μου κάνει κάτι αυτή η φράση. Αφήστε το όμως, είναι πολύ νωρίς ακόμη. Ας πούμε ότι έχω καιρό. Όσος κι αν είναι, με έναν τρόπο πάντα υπάρχει κάποιος καιρός.

Το τελευταίο μέρος αλλά και ολόκληρη η τριλογία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα