ΔΗΜΟΥΛΙΔΟΥ, ΜΑΝΤΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ “ΕΥΠΩΛΗΤΕΣ”: ΤΟ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΚΑΚΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ;

Είναι η "εύπεπτη" γυναικεία λογοτεχνία το "αναγκαίο κακό" του βιβλίου το οποίο μπορεί να το βοηθήσει να επιβιώσει; Διερευνούμε το φαινόμενο, δίνοντας τον λόγο στους ανθρώπους που εμπλέκονται με τον χώρο

Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, πάνε, έρχονται, επανέρχονται, αλλά κάποια πράγματα παραμένουν “σταθερή αξία” στην Ελλάδα. Οι εγχώριοι εκδοτικοί οίκοι επενδύουν όλο και περισσότερο στο αστυνομικό μυθιστόρημα και στη γυναικεία λογοτεχνία που αποτελεί, λίγο πολύ τη “ναυαρχίδα” τους, τραβώντας τις συνολικές πωλήσεις πιο ψηλά. Σταθερή “αξία”, λοιπόν, εντός και εκτός εισαγωγικών.

Η “ροζ λογοτεχνία” στη σφαίρα των best sellers

Ελληνίδες συγγραφείς σαν τη Χρυσηίδα Δημουλίδου που έχει απασχολήσει τη “μπλογκόσφαιρα” τελευταία με τα κρούσματα “bullying” τα οποία καταγγέλλει, σαν τη Λένα Μαντά που κάνει το ένα best seller πίσω από τ’ άλλο και την Ελένη Φωτίου, έχουν μπει στα περισσότερα νοικοκυριά αποκτώντας φανατικές οπαδούς.

“Η Έλλη, μία νέα και ωραία γυναίκα, κατά τη διάρκεια των διακοπών της νιώθει να έλκεται ερωτικά από έναν πανέμορφο νέο, τον Αλέξανδρο, που είναι όμως ομοφυλόφιλος”. Με αυτό το teaser στο οπισθόφυλλο του “Τα τριαντάφυλλα δε μυρίζουν πάντοτε” η Χρύσα – ναι τότε, πίσω στο 1997 το όνομα της κας. Δημουλίδου ήταν ακόμη Χρύσα – συστήνονταν στο αναγνωστικό κοινό από τις Εκδόσεις Λιβάνη.

Από τότε πέρασαν κοντά 20 χρόνια, δεκάδες τίτλοι, εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, και μία επεισοδιακή μεταγραφή στις Εκδόσεις Ψυχογιός, μίας και ο Λιβάνης προσπάθησε να δέσει, σχεδόν εφ’ όρου ζωής, την “χρυσοφόρα όρνιθα”.

Χαρακτηριστικά εξώφυλλα:

 

Η πρώην αεροσυνοδός, μαζί με την Λένα Μαντά και άλλες νεόκοπες συγγραφείς που αποτελούν την dream team της ελληνικής “γυναικείας λογοτεχνίας”, του όρου που δημιουργήθηκε για να ωραιοποιήσει την αλήθεια ότι τα βιβλία που συγγράφουν δεν είναι τίποτε άλλο από αισθηματικού περιεχομένου, “τύπου Άρλεκιν”. Μαντά και Δημουλίδου είναι άλλωστε το δίδυμο που φέρνει τις περισσότερες πωλήσεις στις εκδόσεις Ψυχογιός.

Οι περισσότερες ανδρώθηκαν την ανέμελη εποχή της χρηματιστηριακής ανόδου, τότε που οι κυρίες της ευμάρειας τα αγόραζαν πέντε – πέντε την εβδομάδα για να ονειρευτούν, να ξεφύγουν, να φαντασιωθούν. Οι ίδιες, σαν ποδοσφαιριστές που γνωρίζουν ότι ίσως έρθει η μέρα που θα κρεμάσουν τα παπούτσια, έχουν επιδοθεί σε μία εξωπραγματική παραγωγή εκδίδοντας τουλάχιστον ένα βιβλίο τον χρόνο. Εάν υπήρχε “χρυσό παπούτσι”, αυτό θα πήγαινε δικαιωματικά στην Λένα Μαντά, την πρώτη στην κατηγορία της που κατάφερε σε χρόνο ρεκόρ να ξεπεράσει το 1 εκατομμύρια αντίτυπα.

Για τους εκδότες που τις έχουν στο χαρτοφυλάκιο τους αποτελούν – αν και πλέον δεν πουλάνε τόσο όσο παλιά – μία οικονομική ανάσα. Η κυριαρχία του διαδικτύου είναι πλέον δεδομένη και το βιβλίο προσπαθεί να επιβιώσει στα πλαίσια του νέου ψηφιακού ανταγωνισμού, και μέσα από τέτοιες κινήσεις.

Είναι σημαντικό ότι από τον πρώτο μήνα κυκλοφορίας, οι εγχώριοι εκδότες μπορούν να πουλήσουν 20.000 αντίτυπα, καλύπτοντας τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες.

Οι κύριες πηγές που προωθούνται τα βιβλία τους είναι τα βιβλιοχαρτοπωλεία, όπου οι ιδιοκτήτες τους γνωρίζουν ελάχιστα για τον χώρο του βιβλίου και τα προωθούν στην λογική: “πάρ’το, είχα φέρει είκοσι την περασμένη εβδομάδα και μου έχουν μείνει μόνο δύο”, τα σούπερ μάρκετ και τα βιβλιοπωλεία – σούπερ μάρκετ.

Διερευνώντας το φαινόμενο

Ανιχνεύοντας το “φαινόμενο”, δώσαμε το “μικρόφωνο” στους ανθρώπους που εμπλέκονται άμεσα με τον χώρο της λογοτεχνίας. Αρχής γενομένης, από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Όπως μας λένε οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου τα κυριότερα ονόματα που φιλοξενούν στην κατηγορία της ελληνικής γυναικείας λογοτεχνίας, είναι:

Άννα Γαλανού, Γιώτα Γουβέλη, Βάσω Παπάκου, Ελένη Βαηνά. Ειρένα Ιωαννίδου Αδαμίδου.

 

“Το 2013 οι τίτλοι γυναικείας λογοτεχνίας από Έλληνες συγγραφείς αποτέλεσαν το 8,7% των τίτλων της χρονιάς ενώ η ίδια κατηγορία για το 2014 ήταν το 6,00 %. Η μείωση αυτή δεν οφείλεται στην ύπαρξη λιγότερων αριθμητικά τίτλων αλλά στην έντονη εκδοτική δραστηριότητα  που σημείωσαν οι εκδόσεις Διόπτρα κατά το 2014,  παίρνοντας την απόφαση να εκδώσουν συνολικά 53 νέους τίτλους και πραγματοποιώντας ένα μεγάλο άνοιγμα προς το παιδικό βιβλίο.

Στα τέλη του 2015 θα έχουμε ολοκληρώσει την εκδοτική μας δραστηριότητα με 5 βιβλία ελληνικής γυναικείας λογοτεχνίας, που αποτελούν το 7,3% του φετινού πλάνου”, μας λένε οι άνθρωποι της Διόπτρας.

Για το 2015, τα βιβλία της κατηγορίας που έχουν ξεχωρίσει στις λίστες των ευπώλητων είναι το βιβλίο της Άννας Γαλανού, “Σμαράγδι στη βροχή”, του Κώστα Κρομμύδα “Μη με λησμόνει” και της Γιώτας Γουβέλη “Η Πρώτη Κυρία”.

Η γυναικεία λογοτεχνία προτιμάται να κυκλοφορεί τους μήνες πριν από το καλοκαίρι, ώστε οι νέοι τίτλοι να αποτελούν τις επιλογές για καλοκαιρινά αναγνώσματα.

Όπως μας αναφέρει το Τμήμα Εταιρικής Επικοινωνίας των Εκδόσεων Διόπτρα:

“Στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό του αναγνωστικού κοινού είναι γυναίκες,  γεγονός που από μόνο του κάνει την αγορά να προσανατολίζεται προς τα δικά τους θέλω και προτιμήσεις.

Δεν παίρνουμε ως δεδομένο ότι η γυναίκα αναγνώστης ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το ρομάντζο και την ερωτική πλοκή, αντιθέτως θέλουμε να τις έχουμε αναγνώστριες και στα υπόλοιπα βιβλία μας, δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε την ανταπόκριση που δείχνουν και σε αυτό το είδος. Η επονομαζόμενη «γυναικεία λογοτεχνία» στις Εκδόσεις Διόπτρα, δεν είναι πιο εύκολη ούτε στερείται περιεχομένου, απλώς καλύπτει διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις του αναγνώστη”.

Για την Μαρία Πολυράκη, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου “Μικρό Καράβι” στα Χανιά, υπάρχει και η θετική πλευρά στο φαινόμενο.

Η ίδια αν και δεν τα προωθεί και διαθέτει ελάχιστα από το βιβλιοπωλείο της θεωρεί ότι ανοίγει την δεξαμενή των βιβλιοφάγων που μπορούν αύριο να οδηγηθούν, αν το επιθυμούν και οι ίδιες στην “πραγματική” λογοτεχνία. “Είναι πολύ προτιμότερο, από το να ξεφυλλίζουν life style περιοδικά να διαβάσουν ένα βιβλίο ακόμη και αν πρόκειται για αισθηματικού περιεχομένου. Υπάρχουν περιπτώσεις αναγνωστριών που κάποια στιγμή θέλουν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπάνω και τότε με την σωστή καθοδήγηση μπορεί να τις οδηγήσεις στην “πραγματική’ λογοτεχνία”.

Η Βίλλυ Μπελογιάννη, καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής και Λογοτεχνίας, σημειώνει από τη δική της μεριά:

“Κατ’ αρχάς πρέπει να παραδεχθούμε ότι ανάμεσα στα διάφορα βιβλία που κυκλοφορούν υπάρχουν σαφώς ποιοτικές διαφορές. Δεν γράφουν όλοι με την ίδια μαεστρία, ούτε κάθε έργο είναι στ’ αλήθεια απότοκο κάποιας αυθεντικής δημιουργικής φύσης. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι υπάρχουν βιβλία που πρέπει να ρίχνονται στην πυρά. Ο αναγνώστης ψάχνει στα βιβλία κάτι που να τον αφορά.

Δεν μπορούμε, λοιπόν, να του αφαιρέσουμε την ελευθερία να το βρει όπου θέλει στο βωμό ενός αφηρημένου αγώνα προστασίας του “αισθητικά υψηλού”. Ή, τέλος πάντων, όπως θα έλεγε κι ο Κλιμτ “σε κάθε εποχή η τέχνη της. Σε κάθε τέχνη η ελευθερία της”.

37ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ. (PHASMA / ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ) PHASMA / ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

Για να μιλήσουμε με αριθμούς, αξίζει να δούμε το εξής βάσει στοιχείων που αναρτώνται στο bookia.gr:

Στο βιβλιοπωλείο Public, στην πρώτη θέση των πωλήσεων για την εβδομάδα από 17 Αυγούστου μέχρι 24 Αυγούστου 2015, εν μέσω θερινής περιόδου και στην κορύφωση της καλοκαιρινής περιόδου, πρώτο βιβλίο σε πωλήσεις ήταν “Το μάτι του βοριά” της Χρυσηίδας Δημουλίδου, με το “Έρως ανίκατε μάσαν” του Αύγουστου Κορτώ να έρχεται δεύτερο και το “Μια συγγνώμη για το τέλος” της Λένας Μαντά, να βρίσκεται στην τρίτη θέση.

Μια εβδομάδα πριν, από 10 μέχρι 17 Αυγούστου δηλαδή, το καινούργιο βιβλίο της Μαντά ήταν στην πρώτη θέση και της Δημουλίδου στην τρίτη, με τον Κορτώ να παραμένει στη μέση.

Η Ρέα Γαλανάκη ήταν στη δεύτερη θέση στις αρχές του Αυγούστου με το βιβλίο της “Η άκρα ταπείνωση” και εν μέσω Ιουλίου, η Δημουλίδου ήταν και πάλι στην πρώτη θέση.

Το “Σπίτι δίπλα στο ποτάμι” της Μαντά, μεταφράστηκε μάλιστα σε Αλβανικά ενώ του χρόνου θα κυκλοφορήσει στα ιταλικά και στα ισπανικά. Πλέον, έχει φτάσει στην 250ή χιλιάδα. “Κλειδί” της επιτυχίας της Μαντά, το “σαπουνοπερικό” γράψιμο. Το μυθιστόρημά της “Βαλς με δώδεκα θεούς”, που γυρίστηκε σε σίριαλ στην Κύπρο, προβλήθηκε και στην Ελλάδα από τον ΑΝΤ1.

Οι αναγνώστριες αναζητούν στη Μαντά και στις λοιπές Ελληνίδες συγγραφείς, διαλόγους και πλοκή που έχουν συνηθίσει να παρακολουθούν στους τηλεοπτικούς δέκτες. Χωρίς υψηλά νοήματα και δύσκολες έννοιες. Το ζητούμενο εδώ, είναι ο έρωτας, η ίντριγκα, η δολοπλοκία και το happy end.

Η “ροζ λογοτεχνία” αναβιώνει λίγο πολύ το lifestyle. Χρησιμοποιεί “χάρτινους” χαρακτήρες αναπαράγοντας στερεότυπα και λαϊκίζοντας, δεν εμβαθύνει στα άδυτα της ψυχολογίας του ήρωα, δεν φροντίζει ιδιαίτερα τη χρήση της γλώσσας, αλλά μιλάει για τη χειραφετημένη γυναίκα και τα πάθη της. 

Η εν λόγω μορφής λογοτεχνίας, σίγουρα δεν κάνει το ελληνικό βιβλίο, συνολικά, καλύτερο, ούτε προτείνει ένα νέο είδος. Μπορεί όμως κανείς να παραδεχθεί πως μέσω των υψηλών πωλήσεων των συγκεκριμένων “εύπεπτων” αναγνωσμάτων, οι εκδοτικοί οίκοι αποκομίζουν έσοδα για να μπορέσουν να κυκλοφορήσουν και πιο ποιοτικά έργα που ενδεχομένως υπό άλλες συνθήκες, δεν θα έβγαιναν ποτέ στα ράφια. Ίσως να έβγαιναν, μόνο στα ψηφιακά.

 

Ποια είναι η προβληματική γύρω από τη “ροζ λογοτεχνία”;

Όπως γράφει η Εύα Στάμου στο δοκίμιο της, ” η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας” (Εκδ. Gutenberg 2014):

“Τα ευπώλητα αναγνώσματα διαμορφώνουν τα πρότυπα των αναγνωστριών, οι οποίες τα ακολουθούν, τόσο όσον αφορά στο αισθητικό κριτήριο (εύπεπτη αφήγηση, αβαθείς σκηνές, χαλαρή γλώσσα, λαϊκίστικη και συντηρητική προσέγγιση της ζωής) όσο και στο κοινωνικό μοντέλο, που επανακαθορίζει το μικροαστικό, έστω κι αν το στολίζει με κοσμοπολίτικα ρούχα, που επιβραβεύει τη μετριότητα, που ενθρονίζει τη μόδα, τον ευδαιμονισμό, την προσωπική ευτυχία και καλοπέραση.

Κι αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που προκαλεί η ροζ λογοτεχνία, όσο προελαύνει και εγκαθιδρύεται. Επιβεβαιώνει και αυτή (σε συντονισμό με την τηλεόραση και τον καταναλωτισμό) το ατομικιστικό πρότυπο, που επιδιώκει την προσωπική ευζωία, αλλά αδιαφορεί για την κοινωνική ανάπτυξη. Τα βιβλία αυτά εστιάζουν τον φακό τους στην ιδιωτική ζωή, στις προσωπικές περιπέτειες και στην εναλλαγή απογοητεύσεων-επιτυχιών, ενώ παραγκωνίζουν εντελώς το δημόσιο και το κοινωνικοπολιτικό. Στρέφουν με άλλα λόγια την προσοχή της σύγχρονης «ανεξάρτητης» γυναίκας στο «εγώ» και απαξιώνουν την πολιτική, τη θρησκεία, την κοινωνική δράση και την ευρύτερη ιστορική διάσταση της εποχής.

Έτσι, η ευπώλητη βιβλιοπαραγωγή, συχνά μίας χρήσης, ανακυκλώνει στατικές αξίες, δεν προβληματίζει και φυσικά δεν οδηγεί στην ανάγνωση άλλων ποιοτικότερων αναγνωσμάτων. Δεν οδηγεί συχνά καν στην προσέγγιση θηλέων συγγραφέων που ασχολούνται με τη γυναικεία γραφή, που πειραματίζονται με τη σιωπή ή με τον αντισυμβατικό θυμικό λόγο, που προωθούν το σώμα ως μέσο έκφρασης, που ναρκοθετούν τις ανδρικές πάγιες αντιλήψεις”.

Rainy cloud over unwell businessman in office Getty Images/Ikon Images

 

Γιατί όμως έχουμε τόσο μεγάλες πωλήσεις; “Τα βιβλία της εμπορικής λογοτεχνίας προωθούνται μέσω της διαφήμισης από στόμα σε στόμα, που ωθεί αυτά τα αναγνώσματα σε άνθηση, καθώς η σύσταση από κάποιον γνωστό υπερκερνά όλους τους αφορισμούς των κριτικών και των ποιοτικών συγγραφέων και δείχνει ότι η κριτική δεν μπορεί να αγγίξει (=επηρεάσει) το ευρύ κοινό”, σημειώνει η Εύα Στάμου, και παρατηρεί στο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον δοκίμιο της:

“Η σημερινή ροζ λογοτεχνία διαφέρει από τα γυναικεία λαϊκά αναγνώσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης, καθώς πλέον αναφέρεται στη χειραφετημένη γυναίκα της πόλης, το καταναλωτικό μοντέλο της αγοραστικής και σεξουαλικής ελευθερίας και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Αντανακλά το life style, που αναπαράγεται στα σήριαλ ανάλογου ύφους, στα περιοδικά ποικίλης ύλης και σκανδαλοθηρικής θεματικής, και σχετίζεται φυσικά με την ευρύτερη ζωή των αποδεκτριών της, σε μια μεταφεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας.

Ενώ ιδεολογικά φαίνεται προοδευτική, στην ουσία είναι μια νέα μορφή μικροαστικού συντηρητισμού, έστω και αν διαβάζεται από αναγνώστριες όλων των ηλικιών, των οικονομικών δεδομένων και των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Και είναι συντηρητική, επειδή, μολονότι προβάλλει τη σεξουαλική απελευθέρωση, βλέπει ως τελικό λιμάνι τη μόνιμη σχέση και τον γάμο, και –το κυριότερο– αναπαράγει καθιερωμένες ιδέες της ψευδο-προοδευτικής γυναίκας, της ανεξάρτητης, της δυναμικής, που ωστόσο –έστω και ακούσια– υποτάσσεται στη μάζα, κατά βάθος της γυναίκας χωρίς προσωπικότητα και διάθεση για πραγματική ρήξη”.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα