ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΜΕ ΜΕΤΑΞΩΤΕΣ ΦΟΥΝΤΕΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΘΩΝΑ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ DIOR

To ΝEWS 247 τρύπωσε στο κέντρο παραδοσιακών τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας του "Μέντη". Η ιστορία, οι εξαγωγές, η κρίση και η αναγέννηση (Pics+Vids)

«Δεν γυρνάει η κλωστή, είναι ζόρικο το μηχάνημα. Ρassementerie του 1965 βλέπεις. Θα την απλώσω». Η δουλειά του 36χρονου Δημήτρη είναι διαφορετική. Κινείται ανάμεσα σε τσιλέδες, καρούλια και μετάξι που εισάγεται κυρίως από Ινδία και καταλήγουν στα χέρια του για επεξεργασία. Λερώνεται και συνήθως σκίζει τα ρούχα του στο μπομπινουάρ, αλλά το απολαμβάνει, αφού καθημερινά γυρίζει το χρόνο πίσω μερικές δεκαετίες.

Περίπου στο 1867 και μετά. Τότε που οι τρέσες κοσμούσαν τις ταπετσαρίες στα καλύτερα σαλόνια της Αθήνας, οι παραδοσιακές στολές ήταν κεντημένες στο χέρι, τα γαλόνια στους άνδρες της φρουράς του Όθωνα είχαν χειροποίητες λεπτομέρειες και οι φούντες των τσολιάδων δεν είχαν ακόμα αντικατασταθεί από φτηνές κινεζικές. 

«Τι φτιάχνεις;», τον ρωτάω. «Ένα κιλό κόκκινη πεντάκλωνη κλωστή για μία κυρία από τα Τρίκαλα. Μάς το ζήτησε για να στολίσει παραδοσιακές στολές». «Πόσο καιρό θα σου πάρει;». «Κάποιες παραγγελίες θέλουν μέρες ή μήνες». «Τι άλλο φτιάχνεις;». «Τα πάντα. Από γαλόνια, φούντες, ρούχα, τσάντες, καπέλα, κοσμήματα, μέχρι ταπετσαρίες για σαλόνια, προσκλητήρια, μπομπονιέρες, κουρτίνες, σπαθιά και ό, τι άλλο μπορείς να φανταστείς». «Σου αρέσει;». «Είμαι ευτυχισμένος».

 

Για όσους δεν καταλάβατε ακόμα, το NEWS 247 τρύπωσε στο κτίριο της πιο ιστορικής εμπορικής επιχείρησης στην Ελλάδα, στη βιοτεχνία του «Μέντη Α.Ε.», στην οδό Πολυφήμου, στα Πετράλωνα. Στην πρώτη επιχείρηση παραδοσιακής νηματουργίας της χώρας, με διεθνή φήμη και εξαγωγές σε ολόκληρο τον κόσμο. Από τη Λιβύη, μέχρι τη Συρία και από την Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή, μέχρι την Αφρική, ακόμα τους οίκους Dior. 

Συνομιλήσαμε με τους ανθρώπους που βάζουν καθημερινά την τέχνη και το μεράκι τους στον αργαλειό και την καρουλίστρα, με στόχο να σχεδιάσουν τις πιο πρωτότυπες φούντες από μετάξι και άλλα παραδοσιακά διακοσμητικά. Κοντά τους μάθαμε την ιστορία της βιοτεχνίας που η κρίση έβαλε λουκέτο το 2011, αλλά δεν την εξαφάνισε.

«Ένα χρόνο μετά, ξανανοίξαμε», μας ενημερώνουν οι άνθρωποι της βιοτεχνίας που σήμερα λειτουργεί και ως μουσειακός χώρος, υπό την αιγίδα του μουσείου Μπενάκη.

 

Βιοτεχνία από νήματα, φούντες και κλωστές με Ιστορία

Πλάνα που παραπέμπουν σε ελληνική ασπρόμαυρη ταινία. Ο χώρος δεν ξεπερνά τα 100 τ.μ. Οικείος και φιλόξενος. Μυρίζει έντονα παλιό ύφασμα. Και κάνει λίγο ψύχρα. Στα ράφια και τους τοίχους βλέπεις διακοσμητικά από βαμβάκι, ασήμι, χρυσό και μετάξι. «Δες εδώ. Μπορείς να πάρεις μία γεύση από το τι έφτιαχναν τότε», λέει ο Δημήτρης. 

Θύσανοι για τη λαβές ξιφών, φούντες για ρούχα και έπιπλα με μεταλλική κλωστή και τιρτίρι, μίσχοι για στολές οπλαρχηγών, παπάζια για στολισμό κεφαλής από ολόχρυσες παγέτες, φούντες ειδικές για ιερατικές στολές, μεταλλικές κλωστές από αληθινό ασήμι για τις στολές αρχιστράτηγων του 1910, ολομέταξες με ασημοκαπνισμένα διακοσμητικά παραδοσιακές στολές και άλλα πολλά. 

 

«Η κρίση το 2011 συρρίκνωσε την παραγωγή και έκλεισε και το τελευταίο μαγαζί στην οδό Ρόμβης. Ήταν εκείνο το σημείο που τα αδέρφια, Σπύρος και Μαρίνα αποφάσισαν να δωρίσουν το ακίνητο επί της οδού Πολυφήμου στο Μουσείο Μπενάκη με ένα και μοναδικό «αντάλλαγμα»: να μεριμνήσουν οι υπεύθυνοι για τη διατήρηση των παραδοσιακών τεχνικών που σήμερα τείνουν να ξεχαστούν, να συντηρηθούν τα πανάκριβα μηχανήματα και να ξεκινήσο υμε και πάλι την παραγωγή. Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που πέτυχε το σχέδιο αυτό», αναφέρει στο NEWS 247, η υπεύθυνη του “Μέντη”, στο μουσείο Μπενάκη, Ιζαμπέλλα Κόβα.

 

Ακόμα και αν τα γούστα άλλαξαν ανά δεκαετίες, δεν παύει να υπάρχει αρκετή πελατεία που επισκέπτεται το εργαστήριο – σύμβολο της αυθεντικής πολιτιστικής κληρονομιάς μας, για παραγγελίες. «Η μόδα επιστρέφει στο αρχαιοελληνικό στυλ», μας ενημερώνουν.

 

Ποια διαδικασία επεξεργασίας ακολουθείτε σήμερα; «Δεν διαφέρει πολύ από την παλιά. Ξεκινάμε και μαζεύουμε νήματα στην ανέμη. Αφού αυτά γίνουνε κούκλες ή τσιλέδες, πάμε στο βαφείο και τα χρωματίζουμε ανάλογα με την παραγγελία του πελάτη. Αφού στεγνώσει η κούκλα, την μαζεύουμε είτε σε καρούλι είτε σε μπομπίνα, αναλόγως με το τι θέλουμε να φτιάξουμε. Αν θέλουμε να φτιάξουμε κάποιο κορδόνι  από πέντε κλώνους, θα πρέπει αδερφώσουμε (όπως λέγεται) πέντε κλωστές σε ένα πεντάκλωνο νήμα. Μετά είτε στρίβεται σε κορδόνι, είτε πλέκεται σε πλεκτομηχανή, είτε υφαίνεται στον αργαλειό ή θα γίνει ειδική κατασκευή, όπως ένα γαϊτανάκι», αναφέρει ο Δημήτρης.

 

 

Όσον αφορά τα υλικά που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το βαμβάκι, το μετάξι και το μαλλί. «Από συνθετικά μας ζητάνε πολύ το ρεγιόν, το βισκόζ και το νάιλον. Εμείς εδώ δεν χρησιμοποιούμε λινάρι, ακριλικά και πολυεστέρες», μας εξηγεί ο ίδιος.

 

Στους πάγκους βλέπω κοσμήματα. «Αυτά τα φτιάχνει η κυρία Μαρία», αναφέρουν. Στο διάδρομο με την παλιά ταμειακή μηχανή, ακούω πελάτισσες: «Θέλω να επιδιορθώσω αυτή την χειροποίητη τσάντα» και άλλες που παίρνουν προσφορές για να φτιάξουν στολές για λάτιν χορούς ή ζητάνε δειγματολόγια με τρέσες για το σαλόνι τους. 

 

«Το καλό είναι ότι ο κόσμος μαθαίνει σιγά σιγά ότι ανοίξαμε πάλι», λέει η κα Κόβα. Τρανή απόδειξη οι συνεργασίες με οίκους μόδας, όπως η «Zeus and Dione» στο Κολωνάκι, αλλά και η Κατερίνα Καρούσου. «Φτιάχνουμε κορδόνια και λεπτομέρειες από φούντες που δίνουν ένα τόνο υψηλής αισθητικής και ραπτικής στα ρούχα. Τα κάνουν να ξεχωρίζουν», προσθέτει η κα Κόβα.

 

Πελατολόγιο χωρίς σύνορα: Από τον Dior στον πόλεμο Ιράν – Ιράκ

Η βασίλισσα Όλγα, τακτική πελάτισσα της βιοτεχνίας, ζητούσε πάντα οι φορεσιές της να είναι φτιαγμένες από αληθινό χρυσό, ενώ και τα αμπράζ των βασιλικών ανακτόρων του Τατοΐου προέρχονταν αποκλειστικά από την βιοτεχνία Μέντης.

 

«Όταν η βασίλισσα Όλγα στέκονταν στη βιτρίνα του Μέντη, όλες οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας απαιτούσαν να πάρουν τα ίδια προϊόντα. Αυτό πρακτικά απαγορεύονταν. Φτιάχναμε παρόμοια απλά», λέει χαμογελώντας η κα Κόβα.

Από τον ναό της Αγίας Αικατερίνης (στο Σινά) μέχρι και τον σάχη της Περσίας, γνωστή για την ποιότητα των πρώτων υλών, η βιοτεχνία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να κλείσει μεγάλες παραγγελίες, έχοντας στο πελατολόγιό της σπουδαίες προσωπικότητες από τον χώρο της μόδας, του θεάτρου και όχι μόνο.

Γαλόνια, τρέσες, σιρίτια, κορδόνια, φράντζες, φούντες και περίτεχνα αμπράζ ήταν τα υλικά που προμηθεύονταν από τους χώρους της βιοτεχνίας, κορυφαίοι ενδυματολόγοι και σχεδιαστές μόδας (όπως ο διευθυντής του οίκου Dior Μαρκ Μπόαν, ο Τσεκλένης και οι άνθρωποι του οίκου Τσούχλου).

Στους μόνιμους πελάτες επί σειρά ετών ήταν εκτός από τα ανάκτορα, το Προεδρικό Μέγαρο, η Βασιλική και κατόπιν Προεδρική Φρουρά, το Λύκειο Ελληνίδων, το Θέατρο Ελληνικών Χορών Δόρα Στράτου, η Βασιλική Πρόνοια, ο ΕΟΜΜΕΧ, καθώς και μεγάλα ξενοδοχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.

 

«Είχαμε συνεργαστεί ακόμη με το Εθνικό Θέατρο, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και παραδοσιακούς συλλόγους σε όλη την Ελλάδα», μας αναφέρουν.

Σημαντική ήταν η συμβολή του Μέντη και στην Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, την οποία προμήθευε με ειδικά φιτίλια για όλμους. Η κατασκευή των φιτιλιών όμως σταμάτησε αιφνίδια τη δεκαετία του ’90 κατόπιν παρέμβασης του τότε προέδρου της Αμερικής Τζορτζ Μπους, με την αιτιολογία ότι οι προδιαγραφές του ΝΑΤΟ για την κατασκευή των φιτιλιών άλλαξαν και έτσι, απαγόρευσε σε όλες τις ελληνικές βιοτεχνίες να τα φτιάχνουν».

Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι του… Μέντη

Εμπνευστής της νηματουργίας υπήρξε ο Σπύρος Γ. Μέντης, άνθρωπος με εμπορικό δαιμόνιο, ο οποίος το 1867 ίδρυσε την επιχείρησή του στο Ναύπλιο και σύντομα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, έδρα των βασικότερων πελατών της της αυτοκρατορικής αυλής και της ανακτορικής φρουράς.

Το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα άνοιξε στην πλατεία Μητροπόλεως, ενώ το πρώτο εργαστήριο, που περιλάμβανε νηματουργείο, μεταξουργείο, υφαντήριο και βαφείο, εγκαινιάστηκε στην οδό Κυρηκείου στο Μοναστηράκι.

 

Τη δεκαετία του 1880 το κατάστημα μεταφέρθηκε στην πλατεία Καπνικαρέας, ενώ παράλληλα εκείνη την εποχή η οικογένεια διατηρούσε κουκουλόσπιτο στην περιοχή του Μετς για την παραγωγή της πρώτης ύλης.

Μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους, στο πηδάλιο της επιχείρησης εναλλάσσονταν όλα τα μέλη της οικογένειας, δηλαδή ο ιδρυτής και τα τέσσερα παιδιά του, ο Γεώργιος, ο Δημήτριος, η Αναστασία και ο Όθωνας.

Την περίοδο από την αρχή των Βαλκανικών πολέμων έως το 1922 οι μεγάλοι γιοι έφυγαν για το μέτωπο και το κατάστημα λειτουργούσε από την κόρη Αναστασία και τον μικρό Όθωνα, ο οποίος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο άνοιξε νέο παράρτημα στην οδό Ευαγγελιστρίας 29.

Τη δεκαετία του ’70 το κατάστημα της Καπνικαρέας μεταφέρθηκε διαγωνίως απέναντι σε διώροφο κτίριο της στοάς Κόνιαρη – Μελά και λίγο αργότερα έκλεισε το εργοστάσιο της οδού Κηρυκείου.

Οι δουλειές πήγαιναν καλά, η φήμη της βιοτεχνίας είχε εξαπλωθεί εκτός ελληνικών συνόρων και οι παραγγελίες έπεφταν βροχή.

 

Στις καλές εποχές, στη βιοτεχνία απασχολούνταν 220 εργαζόμενοι, γυναίκες ως επί το πλείστον. Οι μοναδικοί άνδρες ήταν οι τεχνικοί. Για αυτό και τη χρυσή δεκαετία της βιοτεχνίας – το 1970 – ο Μέντης επέκτεινε τις δραστηριότητές του με ακόμη τρία καταστήματα: στο Παγκράτι, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη. Επέκταση που θα αποδειχτεί βραχύβια, καθώς το κατάστημα στη Θεσσαλονίκη θα κλείσει πέντε χρόνια αργότερα και σύντομα θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα.

Το 2005 η επιχείρηση Μέντης αλλάζει και πάλι στέγη. Το μεν κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Ρόμβης 18, όπου και παραμένει ανοιχτό μέχρι το 2011, ενώ η βιοτεχνία μεταφέρεται στην οδό Πολυφήμου, στα Πετράλωνα.

Η κρίση έφερε τα πάνω κάτω. Το 2011 η επιχείρηση δούλευε με υπαλλήλους μετρημένους στα δάχτυλα ενός χεριού. Το κατάστημά στο κέντρο της Αθήνας υπέφερε από τα επεισόδια. Οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη.

Βέβαια, έως την τελευταία στιγμή, η οικογένεια δεν σταμάτησε να αναζητά  τρόπους επιβίωσης. «Τότε ήταν που κάποιες κυρίες μάς πρότειναν το Μουσείο Μπενάκη. Το πάντρεμα έγινε χάρη σε αυτές», αναφέρει η κα Κόβα.

 

Οι δωρητές, ο Σπύρος Μέντης με τον γιο του Όθωνα και την αδελφή του Μαρίνα αποφάσισαν να μην αφήσουν τον πλούσιο εξοπλισμό της βιοτεχνίας να… αραχνιάσει, αλλά να τον χαρίσουν στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι παραδοσιακές τεχνικές της ιστορικής βιοτεχνίας δεν θα χάνονταν στον χρόνο.

Έτσι και έγινε. Ο Μέντης Α.Ε. λειτουργεί σήμερα και ως μουσείο, αλλά και ως χώρος παραγωγής. Ανοίγει τις πόρτες του καθημερινά για το κοινό (από Τρίτη έως Σάββατο, από τις 10.00 έως τις 15.00).

Περισσότερες πληροφορίες για το μουσείο Μέντης υπό την αιγίδα του μουσείου Μπενάκη.

Παίξτε τα Games του NEWS 24/7: Σταυρόλεξο, Sudoku, WordroW & Word Search!

 

Ακολουθήστε το NEWS 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

 

Κάνε εγγραφή στο newsletter του NEWS24/7 για να λαμβάνεις ό,τι πρέπει να γνωρίζεις καθημερινά

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα